Επιλογή Σελίδας

Του Πολύδωρου Παπαδόπουλου

Ο Ντιόγκο Ζότα δεν ήταν ποτέ το όνομα που προκαλούσε δέος, ούτε το πρόσωπο που θα κοσμούσε εξώφυλλα περιοδικών και φανταχτερές διαφημίσεις. Ήταν όμως αυτό που κάθε μεγάλη ομάδα χρειάζεται: ένας σπάνιος εργάτης της γραμμής κρούσης, ένας ποδοσφαιριστής που κυνηγούσε τον χώρο, διεκδικούσε κάθε μπάλα, ζητούσε το παιχνίδι και έπαιζε για την ομάδα.

Άρχισε στην Πάσος, γνώρισε τη σκληρή πλευρά του ποδοσφαίρου όταν απορρίφθηκε από την Ατλέτικο Μαδρίτης του Ντιέγκο Σιμεόνε, και πάλεψε αθόρυβα στις δεύτερες κατηγορίες της Αγγλίας, εκεί όπου οι αγώνες δεν μεταδίδονται σε prime time και τα φώτα είναι λιγοστά. Στη Γουλβς άρχισε να ξεδιπλώνει την ακούραστη, ασυμβίβαστη φύση του.

Ο Γιούργκεν Κλοπ διέκρινε κάτι που άλλοι δεν είδαν: πίσω από τον μέτριο χειρισμό και το φαινομενικά αδέξιο κοντρόλ, κρυβόταν ένας ποδοσφαιριστής με πάθος, αυτοθυσία και αγωνιστικό ένστικτο. Ένας κυνηγός των ανυποψίαστων χώρων, που με μια πρώτη επαφή μπορούσε να κάνει γκολ μια φαινομενικά ακίνδυνη φάση. Ο Γερμανός τον ενέταξε σε ένα σύνολο γεμάτο ταλέντο και σταρ, και ο Ζότα απέδειξε ότι εκείνοι που τρέχουν διαρκώς, που δεν σταματούν να κινούνται, είναι αυτοί που τελικά κρατούν όρθιες τις ομάδες.

Η Λίβερπουλ, που πριν λίγα χρόνια βρισκόταν στη σκιά των ισχυρών, είδε μέσα από τον Πορτογάλο το πρότυπο της νέας της εποχής: παίκτες χωρίς έπαρση, με ακατάπαυστη διάθεση και πίστη στο συλλογικό όραμα.

Ο Ντιόγκο Ζότα έγινε η φωνή των… ταπεινών. Και γι’ αυτό, η απώλειά του αφήνει ένα κενό όχι μόνο στο ποδόσφαιρο της Λίβερπουλ και της Πορτογαλίας, αλλά στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο συνολικά.

Ο Πορτογάλος ήταν ένας χαρισματικός, ευέλικτος επιθετικός, με πλούσια τεχνικά προσόντα. Ευφυής, με εξαιρετική ντρίμπλα και αίσθηση περιοχής. Τον αποκαλούσαν «Jota the Slotter», για τη χαρακτηριστική του ικανότητα να στέλνει την μπάλα εκεί ακριβώς που ήθελε, την πιο κρίσιμη στιγμή.

Ο βοηθός του Κλοπ, Πεπ Λάιντερς, αναφερόταν σε αυτόν ως «τέρας της πίεσης», για την ακούραστη ενέργειά του. Άλλωστε, είχε το χάρισμα να σκοράρει στα κρίσιμα ματς. Το τελευταίο του γκολ για τη Λίβερπουλ ήρθε τον Απρίλιο, στο 1-0 του Μέρσεϊσαϊντ, έπειτα από σλάλομ και υποδειγματικό τελείωμα.

Για τους φίλους της ομάδας υπήρξε κάτι περισσότερο από ποδοσφαιριστής. Ένας από αυτούς. Έπαιξε την μπάλα του με πάθος, χαρά και απόλυτη αφοσίωση.

Το σύνθημα των Reds, «Oh his name is Diogo», στον ρυθμό του Bad Moon Rising, έγινε τραγούδι λατρείας στα γήπεδα όπου ταξίδεψαν οι οπαδοί της ομάδας.

Μέσα στο γήπεδο ήταν ένας ασυμβίβαστος μαχητής. Έξω από αυτό, ένας ήσυχος, ταπεινός άνθρωπος. «Όταν λες δυνατά τους φόβους σου, ήδη τους αποδυναμώνεις. Γι’ αυτό έχει σημασία να μιλάς», έλεγε διαρκώς. Τίποτα πάνω του δεν ήταν κοινότυπο.

Ένας οικογενειάρχης που απέφευγε τη δημοσιότητα, προτιμώντας τις στιγμές με τη γυναίκα του, Ρούτε Καρντόσο, και τα τρία παιδιά τους. Είχε μόλις κατακτήσει το πρώτο του πρωτάθλημα Αγγλίας με τη Λίβερπουλ, την ομάδα που υπηρέτησε με συνέπεια και πάθος από το 2020. Λιγότερο από έναν μήνα αργότερα, σήκωνε ένα ακόμη τρόπαιο, το Nations League με την πατρίδα του.

Είχε παντρευτεί την αγαπημένη του, Ρούτε Καρντόσο στις 22 Ιουνίου και ανυπομονούσε να επιστρέψει στο Μέλγουντ για την έναρξη της προετοιμασίας. Αυτό θα έπρεπε να είναι το καλοκαίρι της ζωής του.

Όπως συνήθιζε να λέει όταν τον ρωτούσαν για την επιτυχία του: «Ο τυχερός είμαι εγώ». Κοίτα να δεις τι παιχνίδια παίζει η μοίρα…

Πηγή: Gazzetta