Του Zastro
Όταν, μετά την ήττα των Γερμανών στο Μεγάλο Πόλεμο, το βοϊβοδάτο του Οπόλε κλήθηκε να αποφασίσει εάν θα γινόταν μέρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ή της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας, το συντριπτικό 95% των κατοίκων του αποφάνθηκε ότι προτιμούν τη Γερμανία.
Χρειάστηκε και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος για να κοπεί βίαια αυτός ο ομφάλιος λώρος και μόνο μετά τη Διάσκεψη του Πότσδαμ, η οποία καθόρισε τον μεταπολεμικό χάρτη της Ευρώπης, το Οπόλε εντάχθηκε στα πολωνικά εδάφη υπό σοβιετική επιρροή.
Οι δεσμοί ωστόσο έμειναν, κατά κάποιον τρόπο αυτοί οι άνθρωποι ανέκαθεν αισθάνονταν «Πρώσοι» ή τουλάχιστον δεν είχαν ξεκάθαρη την έννοια της εθνικής ταυτότητας μέσα τους. Ο Γιόζεφ Κλόζε Σιλεσιανός αισθανόταν, «Aussiedler» εθεωρείτο για το γερμανικό κράτος, ένας δυνάμει επαναπατριζόμενος Γερμανός ομογενής πολίτης.
Εκείνον τον καιρό έπαιζε ποδόσφαιρο στη Σαλόν, κολλούσε τα τελευταία ένσημα μετά από μια μεγάλη καριέρα στην Όντρα του Οπόλε και στην Οσέρ. Κάθισε μαζί με τη Μπάρμπαρα, τη γυναίκα του, και συζήτησαν ποιο θα ήταν το καλύτερο για το μέλλον των παιδιών τους, του Μίροσλαβ και της Ματσένα.
Ο κύβος ερρίφθη και η οικογένεια Κλόζε αποφάσισε την επιστροφή στη Γερμανία.
Κατέληξαν στο Μπλάουμπαχ, ένα χωριό 250 κατοίκων τότε στο Παλατινάτο της Χώρας του Ρήνου. Ο Μίρο ήταν ήδη έξι ετών, η επιλογή των γονιών του ήταν ουσιαστικά επιλογή ζωής για τον ίδιο και την παιδεία του.
Δεν υπήρξε ποτέ «Πολωνός», όπως για χρόνια μεταφερόταν είτε στις εφημερίδες είτε στις οθόνες μας. «Aussiedler» δεύτερης γενιάς είναι και ο Μίρο, περήφανος για την καταγωγή του, όπως ακριβώς την έμαθε από την οικογενειακή του παράδοση και τις διδαχές του Έρβιν και της Γετρούδης, του παππού και της γιαγιάς του.
Όπως αρέσκεται να διηγείται, δεν χρειάστηκε ποτέ να σκηνοθετήσει τη ζωή του, απλούστατα διότι προσαρμόστηκε στη ροή της. Εσωστρεφές και υπάκουο παιδί, πολυπράγμων και ταπεινός, λίγα λόγια αλλά σταράτα.
Ο Μίροσλαβ Κλόζε ήταν ακριβώς αυτό που θαυμάσαμε στα γήπεδα, όταν έγινε μεγάλος και τρανός, χωρίς να διαφημιστεί, δίχως να το διατυμπανίσει ποτέ.
Από τα εννιά του στα χνάρια του πατέρα του, στην τοπική Ντίντελκοπφ του Μπλάουμπαχ, χωρίς όμως να έχει κατά νου να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Για τρία συναπτά έτη μετά το σχολείο μάθαινε τα μυστικά της ξυλουργικής, ενασχόληση με την οποία διαμόρφωσε το χαρακτήρα του.
Λάτρευε να μένει με τις ώρες στο εργαστήριο ή και το γκαράζ του σπιτιού, να κόβει ξύλα, να τα ξεχωρίζει και μετά να τα στήνει στις στέγες των σπιτιών του χωριού. Εκείνη τη στιγμή αντιλαμβανόταν το αποτέλεσμα των προσπαθειών και του μόχθου, τη διαδικασία που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός πλάνου, μιας ποιοτικής αναβάθμισης.
Με παρόμοιο τρόπο πραγματοποιήθηκε και η ανέλιξη στην καριέρα του, πιο σωστά η βεβαιότητα ότι μπορεί να κάνει το ποδόσφαιρο επάγγελμα. Κανείς ωστόσο δεν ήταν σε θέση να προβλέψει την αλματώδη εξέλιξη, όταν στο πρώτο του συμβόλαιο στη Χόμπουργκ της Regionalliga λανσαρίστηκε ως επιθετικός.
Έπαιζε ένα διαφορετικού τύπου ποδόσφαιρο, πολύ μακριά από αυτό που υπηρετούσαν οι γύρω του. Το ένα γκολ σε μια διετία στις κατώτερες κατηγορίες σε καμία περίπτωση δεν εξασφάλιζε την επένδυση της Καϊζερσλάουτερν λίγο πριν την έλευση του millennium.
Ο Μίρο όμως βήμα-βήμα, με σκληρή δουλειά και απίθανη τακτική προσήλωση, βελτίωνε και τα στοιχεία στο παιχνίδι του και τις ατομικές του δεξιότητες. Πολύ γρήγορα προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα, σύντομα ήρθε και η πρώτη μεγάλη μεταγραφή στη Βρέμη.
Στη Βέρντερ μετατράπηκε στο πολυβόλο που μας έμεινε στο θυμικό. 53 γκολ σε 89 αγώνες, ένας από τους καλύτερους επιθετικούς της γενιάς του, ένας αλάνθαστος ελεύθερος σκοπευτής, φόβητρο για κάθε τερματοφύλακα ανεξαρτήτως κλάσης. Δυνατός στο κεφάλι, πολύ καλός στο παιχνίδι γραμμών, με βαθιά αντιληπτικότητα στην ανάγνωση των αναγκών του παιχνιδιού. Ένας τέτοιος ποδοσφαιριστής δεν ήταν δυνατόν να μην προσελκύσει το ενδιαφέρον της καλύτερης ομάδας της Γερμανίας, της Μπάγερν.
Διακρίθηκε φορώντας και την πιο βαριά φανέλα της χώρας, μια από τις πιο αξιοσέβαστες στην Ευρώπη. Αθόρυβα, βαθμηδόν, με απίστευτη ταπεινότητα για το μέγεθός του και την αξία του ως ποδοσφαιριστής.
Στο τελευταίο ιντερμέδιο της καριέρας του, στη Λάτσιο, κατέφθασε στα 33. “Προχωρημένη” ηλικία για επιθετικό, πολλώ δε πρώτης λύσης. Γκολ, πολλά γκολ και στο Campionato, δεκάδες πανηγυρισμοί με εκείνη την ιδιότυπη ακροβατική τούμπα, σε νομιζόμενο μη φίλιο περιβάλλον και ένα Πρωτάθλημα ιδιαίτερα τακτικό και αμυντικού προσανατολισμού.
Ήταν όμως ήδη “ο Κλόζε”, ο αρχισκόρερ της «Nationalmannschaft», ο ρέκορντμαν των Παγκόσμιων Κυπέλλων. Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη, το όνομά του, η κληρονομιά του στέκουν δίπλα σε εκείνες του Πελέ και Ζέελερ. Πρόκειται για έναν ποδοσφαιριστή με 71 γκολ σε 137 συμμετοχές, ένα απίθανο ποσοστό σκοραρίσματος, το οποίο σε συνδυασμό με τα γκολ σε τέσσερεις διαφορετικές διοργανώσεις του Παγκόσμιου Κυπέλλου τον αναδεικνύουν σε τοτέμ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια άπτεται του γεγονότος ότι, κάθε φορά που έβρισκε δίχτυα ο Μίρο, η Γερμανία δεν έχανε ποτέ. Χειρουργικός, τελειομανής, ακριβής. Το ίδιο δηλαδή που είναι και στη ζωή του. Σε 17 χρόνια καριέρας δεν καθυστέρησε σε προπόνηση, δεν “έστησε” δημοσιογράφο, δεν “ξεχάστηκε” ποτέ.
Έχει να θυμάται μόνο μια φορά που άργησε σε προπόνηση της Λάτσιο, επειδή είχε κλείσει ο αυτοκινητόδρομος που οδηγούσε στο προπονητικό κέντρο. Έφτασε και πήγε από μόνος του στον Γενικό Αρχηγό να ζητήσει να σημειωθεί η “ατασθαλία”. Ήταν το αίσθημα ευθύνης, η επίγνωση του γεγονότος πως λειτουργούσε ως μοντέλο για τους συμπαίκτες του.
Ακριβής, ενεργός στις προπονήσεις, δουλευταράς, οικογενειάρχης. Με τεράστια προστασία της ιδιωτικής του ζωής, με ελάχιστες υπερβάσεις έκθεσης της συζύγου του, Σίλβια, και των διδύμων Λουάν και Νόα. Εκτός social media, μακριά από όλες τις μόδες της εποχής αποθέωσης της εικόνας. Δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον σε όλο αυτό, δεν καταλαβαίνει τους ανθρώπους που θα ήθελαν να τον δουν σε ιδιωτικές του στιγμές, να παίζει με τα παιδιά του, να τρώει ή να κάνει διακοπές με τη γυναίκα του.
Κι όμως δεν είναι όσο “τετράγωνος” αποτυπώνεται. Είναι απλώς εχέμυθος και προστατεύει την ιδιωτικότητά του. Λατρεύει το κρασί από τα χρόνια της Ιταλίας, μπορεί να μιλάει ώρες για αμπελώνες, συνδυασμούς και ποικιλίες.
Μάζευε τις μπάλες με τους πιτσιρικάδες στο τέλος της προπόνησης και προσπαθούσε να μεταδώσει την εμπειρία του, να παραδειγματίσει για το πόσο σημαντική είναι η επιμέλεια σε κάθε έκφανση της δουλειάς του ποδοσφαιριστή.
Όλες αυτές οι συμπεριφορές ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα, δημιουργούν ένα πλέγμα για τον χαρακτήρα και την παρακαταθήκη των μεγάλων ποδοσφαιριστών. Δεν αρκεί το εντός γηπέδου κομμάτι, εκείνο που μετράει στο τέλος είναι η επίγευση της συμπεριφοράς στις παράπλευρες δραστηριότητες, στη διαχείριση του περιβάλλοντος.
Η πιο ακραία αντίδραση θαυμασμού που έζησε ήταν ένα πρωί στο σπίτι του όταν του χτύπησε το κουδούνι ένας κούριερ και, αφού τον αποθέωσε, γονάτισε και του φίλησε το δεξί του πόδι. Αισθάνθηκε πολύ άσχημα, πρώτη φορά μέρος ενός σόου που απέφευγε μετά βδελυγμίας σε όλη του την καριέρα.
«Στο σύγχρονο περιβάλλον είναι δύσκολο να παίζεις και να μιλάς για ποδόσφαιρο χωρίς να δίνεις μια στημένη παράσταση. Η αποθέωση έρχεται πολύ νωρίς και κάποιες φορές αναίτια. Εγώ θυμάμαι ότι κάποτε είχαμε σεβασμό για τους πιο έμπειρους παίκτες και δεν έπαιζε κανένα ρόλο η αποδοχή από το κοινό για τη θέση σου στην ιεραρχία της ομάδας. Σήμερα όλα αυτά άλλαξαν και δεν το θεωρώ απαραίτητα θετική εξέλιξη για το σπορ».
Αυτό ισχύει για όλους τους ποδοσφαιριστές οι οποίοι δεν προέκυψαν από κάποια “συνταγή»” παραγωγής πρωταθλητών. Πλέον πολλά παιδιά κλέβουν τα μυστικά από πολύ νωρίς, απ’ τις ακαδημίες ακόμη. Δεν είναι αποπροσανατολισμένα, έχουν δίπλα τους ατζέντηδες, “περιβάλλοντα” και διάφορους εξωγενείς παράγοντες που υποβοηθούν την καριέρα τους.
Είναι θετικό από τη μία το γεγονός ότι οι τακτικές, επί παραδέιγματι, διδάσκονται συντεταγμένα σε σχολές ποδοσφαίρου με δοκιμασμένα μοντέλα επιτυχίας, από την άλλη χάνεται εκείνη η μαγεία της διαδικασίας, του “process”. Υπάρχουν κάποια πράγματα όμως που δεν μαθαίνονται στα σχολεία, δεν είναι προϊόντα εκπαίδευσης. Η επιθυμία για αυτοβελτίωση δεν διδάσκεται, η αυταπάρνηση και η υπομονή το ίδιο.
Ο Μίρο Κλόζε έφτασε να επαινείται από την Άνγκελα Μέρκελ επιλέγοντας μια διαδρομή χωρίς θόρυβο, όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η έννοια του επιτυχημένου στον τομέα του, η απόδειξη ότι «αθλητής της χρονιάς» δεν είναι πάντα εκείνος που κερδίζει τα περισσότερα ή φέρνει τα περισσότερα κλικ αλλά ένας ποδοσφαιριστής που γίνεται μοναδικός, υπηρετώντας τις αλήθειες του.
Κάποτε, μετά το μνημειώδες Μουντιάλ της Βραζιλίας, βρέθηκε στο Βερολίνο για την πρεμιέρα του «Die Mannschaft», ενός ντοκιμαντέρ για την Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Γερμανία. Τον ρώτησαν πόσο συνέβαλε στον θρίαμβο της Γερμανίας, πόσο ψηλά τοποθετεί τον εαυτό του, έχοντας σκοράρει για τέταρτο σερί Παγκόσμιο Κύπελλο και έχοντας ξεπεράσει το μύθο του Ρονάλντο με 16 γκολ.
Κοντοστάθηκε, έσμιξε τα φρύδια και ευχαρίστησε για τα καλά λόγια. «Αυτό που μένει είναι οι αναμνήσεις», είπε. Και η δημοσιογράφος έμεινε απορημένη, πιθανόν γιατί περίμενε μια κλασσική δήλωση περί ομαδικής δουλειάς, συλλογικής προσπάθειας και όλα τα συναφή. Στη ζωή υπάρχει το πολιτικά ορθό, υπάρχει όμως και η αλήθεια.
Σταμάτησε στα 38 το ποδόσφαιρο. Είχε δυο-τρία χρόνια ακόμα με μια συνετή διαχείριση του κορμιού του. Είχε όμως αδειάσει ψυχολογικά. Θρίαμβοι, απογοητεύσεις, χαρά, πόνος, προκλήσεις που κερδήθηκαν, γκολ που έμειναν βαθιά χαραγμένα στη συλλογική μνήμη, τραυματισμοί, ψυχολογικές μάχες. Τα έζησε όλα, τα έκανε όλα με το κεφάλι ψηλά.
Η προσήλωση στη φανέλα που φορούσε, η ταπεινοφροσύνη, η αποδοχή της οποιασδήποτε απόφασης, ακόμα κι όταν ήταν εις βάρος του. Όλα μέσα στο παιχνίδι, όλα κομμάτι ενός ταξιδιού γεμάτου επιλογές. Το κίνητρο για την επιβεβαίωση, το κίνητρο για τον επόμενο μεγάλο στόχο, η ανάγκη της απόδειξης ότι αντέχει.
Άντεξε συγκλονιστικά πολύ ο Μίρο Κλόζε για το επίπεδο στο οποίο κλήθηκε να ανταπεξέλθει. Ακόμα και στη δύση της καριέρας του, όταν δεν υπήρχε λόγος να το κάνει, ήταν εκεί. “Μιλούσε” το γήπεδο για εκείνον. Η κλάση του, η υψηλή τεχνική, το σθένος και τα αδιανόητα ψυχικά αποθέματα. Όλα σε ένα κρύο περιτύλιγμα, όλα δυσνόητα και απολύτως ξένα με τη σύγχρονη ποδοσφαιρική βιομηχανία.
Με την ασφάλεια της απόστασης των ετών, είναι υποτιμημένη η προσφορά του. Έμοιαζε σαν παίκτης από περασμένες δεκαετίες που εκτοξεύθηκε στο χρόνο. Ένας παλαιού τύπου φορ περιοχής, με “καλά νούμερα”, όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα, αλλά ακούραστος δρομέας, ομαδικός και σημείο αναφοράς στο τελευταίο τέταρτο του γηπέδου.
Κρύο αίμα, ανέκφραστος, απ’ εκείνους που δεν κατατάσσονταν σε καμία κατηγορία. Κάποτε είχε σκοράρει στην εκπνοή ενός ντέρμπι, είχε κόψει τη Ρώμη στα δυο με τη μαχαιριά στο 93ο λεπτό.
Κρύο αίμα στην τοποθέτηση, μηδέν σφυγμοί στο κακό κοντρόλ, απόλυτη συγκέντρωση στο πλασέ. Το πιο ψυχρό πλασέ σε εκπνοή αγώνα. Και αμέσως μετά η έκρηξη.
Όλη η δραματουργία της φάσης, η απίστευτη αντίδραση όλων των παρευρισκομένων, ο πανηγυρισμός του ίδιου του Μίρο που ήταν ασυνήθιστος. Η σπάνια ικανότητα να αποδέχεται συχνά βοηθητικό ρόλο, χωρίς να υπονομεύει τον επαγγελματισμό του. Η αξία της προσπάθειας, της θυσίας, η “αρχαία” κληρονομιά του, όπως τότε που τρύπωνε στο γκαράζ ως μαθητευόμενος ξυλουργός και περνούσε τις περισσότερες μέρες του όρθιος με σκυμμένη την πλάτη.
Δύο Πρωταθλήματα Γερμανίας, δύο Κύπελλα, δύο League Cup, ένα Super Cup και ένα Κύπελλο Ιταλίας. Κι ύστερα, η παγκόσμια επιτυχία του 2014, το κερασάκι στην τούρτα μιας καριέρας γεμάτης επιτυχίες, προσωπικές και συλλογικές.
Ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής, ο κορυφαίος στην ιστορία του Μουντιάλ.
Για όποιον συμβάδισε με την εποχή του, ήταν προνόμιο να τον θαυμάσει στο χορτάρι.
Ίσως γίνει αντιληπτό σε κάποια χρόνια το μέγεθος του μεγαλείου ενός ποδοσφαιριστή με το γκολ ενσωματωμένο στο γονιδίωμά του, ενός αντι-σταρ που γινόταν τραγούδι στα στόματα των οπαδών, χωρίς να ορκίζεται πίστη στη φανέλα ή να “εκβιάζει” την αγάπη τους.
Είναι μεγάλη υπόθεση να επιβάλλεσαι με τον τρόπο σου. Ακόμα μεγαλύτερη, όταν αυτό συμβαίνει αθόρυβα. Γιατί ο θόρυβος δεν αποδεικνύει τίποτα.
Πηγή: Athletes’ Stories