Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Από τα τέλη του 17ου αιώνα οι Ευρωπαίοι conquistadores πάτησαν το πόδι τους στην Ουρουγουάη.

Τόπος βολικός για την περαιτέρω επέκτασή τους, εποικισμό και κυρίως επικυριαρχία ολάκερης της Νέας (δικής τους, όπως εκτιμούσαν) Γης, όλης της Λατινικής (όπως τη μετέτρεψαν) Αμερικής.

Ένα από τα πολλά ξένα που έφεραν μαζί τους ήταν μια ράτσα μολοσσών. Δυνατά, ογκώδη, μυώδη σκυλιά, ιδανικά για τέτοιου τύπου εκστρατείες της εποχής. Τους βοήθησαν, μα περισσότερο ταίριαξαν με τη φύση που εκεί αντάμωσαν, με ράτσες ενδημικές. Και το μπαστάρδεμά τους έδωσε με τα χρόνια τον Cimarrón Uruguayo, τον «βυσσινί της Ουρουγουάης».

Η συγκεκριμένη ράτσα είχε όλα τα σωματοδομικά χαρακτηριστικά των μολοσσών, απέκτησαν όμως μια ταιριαστή με το εκεί περιβάλλον ευλυγισία, ευελιξία και ταχύτητα. Αναπαράχθηκαν πολύ γρήγορα, τόσο που μπόρεσαν να ζήσουν ουσιαστικά κατά χιλιάδες στην άγρια φύση και να αποκτήσουν και άλλα διακριτά στοιχεία, τα οποία σαφέστατα τα ξεχώριζαν από τα οικόσιτα, τα κατοικίδια τετράποδα.

Απέκτησαν, μεταξύ άλλων, και συνήθειες αρπακτικών, εξολοθρεύοντας για την τροφή τους κοπάδια και κοτέτσια, προκαλώντας φοβερά προβλήματα στην κτηνοτροφία της εποχής. Τόσα και τέτοια που σε λιγότερο από έναν αιώνα μετατράπηκαν σε εχθρό, με επίσημα φιρμάνια νομιμοποίησης του κυνηγιού και της εξολόθρευσής τους.

Παρά πολλά, όντως, εκδιώχθηκαν και σφαγιάστηκαν. Επέδειξαν όμως μοναδική ικανότητα επιβίωσης, αξιοποιώντας στο έπακρο την τοπογραφία. Καταγεγραμμένες οι μαρτυρίες από ολόκληρες αγέλες, οι οποίες, καθοδηγούμενες από τα θηλυκά, συνήθως μητέρες που προστάτευαν μέχρι θανάτου τα κουτάβια τους, κρύφτηκαν σε σπηλιές και λόφους.

Έτσι κι αλλιώς έξυπνα, έτσι κι αλλιώς δυνατά, έτσι κι αλλιώς ευπροσάρμοστα. Αλλά από αυτόν τον διωγμό αναδείχθηκαν τα εξυπνότερα, τα δυνατότερα, τα καλύτερα της ράτσας, τα οποία όχι μόνο αποδείχτηκε αδύνατο να θανατωθούν αλλά θεωρήθηκε από κάποιους πρωτοπόρους μεγαλογαιοκτήμονες της εποχής πως όλα αυτά τα θαυμαστά χαρακτηριστικά που τους είχαν επιτρέψει να επιζήσουν μπορούσαν τελικά να αξιοποιηθούν.

Και έτσι, αντί θανάτωσης, αιχμαλωτίστηκαν, εξημερώθηκαν και μετατράπηκαν σε αναγκαιότητα, λειτουργώντας είτε ως υπερασπιστές, είτε ως κυνηγοί, είτε ως οδηγοί των κοπαδιών. Πανέξυπνα, πιστά ζώα, άλλαξαν σιγά-σιγά την οπτική που αντιμετωπίζονταν τόσο ριζικά, ώστε έγιναν -πολύ γρήγορα- κάτι σαν σήμα κατατεθέν αυτής της μικρής κουκίδας του χάρτη στη Νότια Αμερική.

Ο Εθνάρχης της Ουρουγουάης, ο Χοσέ Χερβάσιο Αρτίγκας, αυτός που οδήγησε τον απελευθερωτικό αγώνα από την ισπανική κυριαρχία και ουσιαστικά θεμελίωσε το ουρουγουανικό κράτος, γράφοντας κάποτε στον Στρατηγό Κάρλος Φεδερικό Λεσόρ, πρακτικά νομιμοποίησε την ταύτιση του Cimarrón με το (νέο) έθνος. Και ουσιαστικά όχι μόνο αυτό αλλά και τις αξίες, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, την ταυτότητά του.

«Όταν ξεμείνω από στρατιώτες, τότε θα πολεμήσω με τους βυσσινί».

Μια πραγματικότητα, όχι ένας μύθος. Από κυνηγημένοι οι βυσσινί έγιναν σύμβολο για τους Ουρουγουανούς, ταυτίστηκαν μαζί τους και με τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν σε αυτή τη μετάβαση, ταίριαξαν, πέρασαν πλέον και στο dna των ανθρώπων, ποτίζοντας κάθε έκφανση της ζωής τους.

Από τις πλέον χαρακτηριστικές, η ποδοσφαιρική τους κουλτούρα, χτισμένη στην ανθεκτικότητα, την σκληρότητα, το ασίγαστο πάθος, την πεποίθηση πως κανείς, μα κανείς, δεν είναι καλύτερος και κανείς, μα κανείς, δεν θα τους κερδίσει -αν τους κερδίσει- χωρίς να ματώσει, να πονέσει, ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνει στο γήπεδο.

Γιατί δαύτοι είναι έτοιμοι, όλοι τους, όποιοι και αν είναι, όποτε και αν παίζουν, όπου και αν παίζουν, να το κάνουν. Να θυσιαστούν εκεί, στο χορτάρι, για να κερδίσουν, για να μην χάσουν, για να μην αφήσουν τον αντίπαλο, τον όποιον αντίπαλο, να τους καταβάλλει.

Νοοτροπία αδάμαστη, ξεχωριστή, ευδιάκριτη στους πάντες. Τόσο που δεν είναι, δεν γίνεται να είναι, επίκτητη. Γεννιέσαι με δαύτην. Και απλώς το χορτάρι αποτελεί τον τόπο και η μπάλα το μέσο για την εξωτερίκευσή της.

Πριν χρόνια στο Ροσάριο, ένα χωριό στα νότια της χώρας με λιγότερες από 10.000 ψυχές, ο Χούλιο και η Ίρις αποφάσισαν να πάνε μια από τις καθιερωμένες, κυριακάτικες εκδρομές τους στο τοπικό δάσος, έχοντας μαζί τα δύο παιδιά τους, την εξάχρονη τότε Λουσία και τον τετράχρονο Ντιέγκο.

Τα μικρά ξέφυγαν της προσοχής τους, πηγαίνοντας στο ορμητικό ποτάμι που διαπερνούσε τον τόπο. Ο πιτσιρίκος προσπάθησε με τα χέρια του να πιάσει ψάρια. Αντ’ αυτού, μοιραία, βρέθηκε στο νερό. Η αδερφή του πανικόβλητη έτρεξε να ειδοποιήσει τους γονείς της, αδύναμη να κάνει το παραμικρό.

Μέχρι να το κάνει και αλαλάζοντες αυτοί να φτάσουν στη ρεματιά, είδαν, από την άλλη πια άκρη, τον κανακάρη τους να έχει βγει από το νερό όπως ακριβώς έπεσε σε αυτό. Με το βαρύ μπουφάν, τις μπότες του (καταχείμωνο γαρ), τα γάντια και τον σκούφο του.

Βγήκε έτσι, χωρίς καν να ξέρει κολύμπι. Κρατώντας το κεφάλι πάνω από το νερό και κατευθυνόμενος, με ποδοχτύπι κάτω από αυτό ως την όχθη. Αντανακλαστικά επιβίωσε, αξιοποιώντας ό,τι είχε, χωρίς τελικά να χρειαστεί τη βοήθεια κανενός.

Νοοτροπία αδάμαστη, ξεχωριστή, ευδιάκριτη στους πάντες. Τόσο που δεν είναι, δεν γίνεται να είναι, επίκτητη. Γεννιέσαι με δαύτην.

Εκ των υστέρων, ναι, αλλά, διάολε, προκαλεί σε κανέναν εντύπωση πως αυτός ο μπόμπιρας είναι Ουρουγουανός, έγινε ποδοσφαιριστής, άφησε ανεξίτηλο το χνάρι του ως κεντρικός αμυντικός, είναι πλέον ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην Εθνική του ομάδα και είναι ο Ντιέγκο Γκοντίν;

Ο χαφ των 25 ευρώ

Μεγαλώνοντας, καταπιάστηκε με διάφορα αθλήματα. Καλός στην πισίνα, καλός και στο ταρτάν του στίβου. Αφού πρώτα όμως βρήκε τον τρόπο να ξεμπερδέψει με τους νταήδες που στα ξεκινήματα της εφηβείας τον κατέτρεχαν στο σχολείο (περίμενε τον πλέον φορτικό εξ αυτών έξω από την τάξη του και τον κουτούλησε). Αποβλήθηκε, αλλά το μήνυμα το πέρασε. διάλεξε να συναντήσει το πεπρωμένο του.

Παρότι τότε σχέση δεν φαινόταν να υπάρχει. “10άρι” έπαιζε. Και ως τέτοιο “γυάλισε” στην Ντεφενσόρ, η οποία 15 χρόνων παιδάκι τον πήρε στις ακαδημίες της στο Μοντεβιδέο. Δύο χρόνια αργότερα τα οικονομικά προβλήματα του συλλόγου οδήγησαν σε μειώσεις. Στα πάντα. Αποτέλεσε κομμάτι τους, μιας και δεν θεωρήθηκε πως είχε ποδοσφαιρικό μέλλον.

Γύρισε σπίτι, χωρίς να θέλει να ακούσει λέξη για ποδόσφαιρο, έχοντας αποφασίσει να μην ασχοληθεί ποτέ ξανά. Πριν καν ενηλικιωθεί. Το πεπρωμένο όμως πάντα βρίσκει τρόπους. Ένας μπάρμπας του, με άκρες στη Σέρο, του εξασφάλισε ένα δοκιμαστικό. Και με συγκεκριμένο πλαίσιο. Η ομάδα, τότε στην δεύτερη κατηγορία, δεν έψαχνε, δεν ήθελε “10άρι”. Ακραίο (δεξιό) χαφ αναζητούσε.

Έστω και έτσι, ως τέτοιος, δοκιμάστηκε. Έστω και έτσι, έκανε. Τον πήραν. Με συμβόλαιο 840 πέσος, περίπου 25 ευρώ.

Στην πορεία της παρθενικής επαγγελματικής του -κι όμως, επαγγελματικής, αμείβόταν γαρ…- σεζόν, γρήγορα οι συνθήκες επέβαλλαν αναζήτηση κορμιών και λύσεων στην καρδιά της άμυνας. Ταιριαστό το μπόι του με ό,τι συνηθίζεται για έναν κεντρικό αμυντικό, του ζητήθηκε λοιπόν να καλύψει και, παρότι διστακτικά, απρόθυμα, το έκανε. Στην αρχή στην ομάδα Νέων, μετά στην πρώτη.

Τα βασικά για να ανταποκριθεί τα είχε. Τα απαιτούμενα για να εξελιχτεί επίσης. Μυαλό και επιμονή. Τα έπαιρνε γρήγορα. Τα αφομοίωνε γρηγορότερα και ακόμα πιο γρήγορα άρχισε να του αρέσει κιόλας, να αντιλαμβάνεται πως πλέον τα πάντα κούμπωναν. Και όντως τελικά, αυτό ήταν.

Σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια βίωσε προβιβασμό (και υποβιβάστηκε αμέσως) με τη Σέρο, έπαιξε αμέσως ουσιαστικά στις Ελπίδες της Ουρουγουάης και λίγο μόλις μετά από αυτό έκανε το ντεμπούτο του, 19 χρόνων, με τη «Celeste». Πήρε μεταγραφή στη Νασιονάλ, έμεινε μόνο έναν χρόνο και πέρασε τον Ατλαντικό, μετακομίζοντας στο Λεβάντε και τη Βιγιαρεάλ, τότε με τον Μανουέλ Πελεγκρίνι στον πάγκο, για να αποτελέσει τον -εν δυνάμει- διάδοχο του (άκουσον άκουσον) εμβληματικού Ρομπέρτο Αγιάλα, ο οποίος είχε αποχωρήσει για Σαραγόσα μεριά.

Δεν καταλάβαινε τίποτα. Στο πρώτο του παιχνίδι στο αρχικό σχήμα του «Κίτρινου Υποβρυχίου» στη La Liga σκόραρε. Στην πρώτη του σεζόν, 21χρονος μόλις, ξεπέρασε στην ιεραρχία τους θεωρητικά βασικούς, έγινε τέτοιος και συνέβαλε στο να τερματίσει η Βιγιαρεάλ στην καλύτερη θέση της ιστορίας της (δεύτερη).

Την επόμενη κούνησε σεντόνι, φτάνοντας ως τα προημιτελικά του Champions League (αποκλείστηκε εκεί από την Άρσεναλ), με τις εμφανίσεις του πλέον να ξεχωρίζουν.

Εξαιρετικές τοποθετήσεις, μοναδική ικανότητα στο positioning και στο διάβασμα των φάσεων, διορατικότητα, άψογος χρονισμός και ρυθμός που περισσότερο προσομοίαζε με receiver του NFL και όχι κεντρικό αμυντικό του ποδοσφαίρου, ωριμότητα στη διαχείριση αλλά και την καθοδήγηση παράταιρη της ηλικίας και των ως τότε παραστάσεών του.

Ξεκάθαρο πως το χωριουδάκι (ένα ακόμα στη ζωή του) του Βίλα-ρεάλ δεν θα μπορούσε να τον χωρέσει για πολύ και αυτό, παρότι ακόμη παρέμενε κάτω από τα ραντάρ των μεγάλων και των γερών πορτοφολιών. Έμενε λοιπόν και για μια τρίτη χρονιά, προτού -πάλι- κινήσει για μια άλλη πρωτεύουσα, για χάρη τούτη τη φορά της Ατλέτικο.

Δεν ήταν τότε ακόμη οι «Rojiblancos» αυτό που πλέον, μια ντουζίνα χρόνια μετά, αποτελούν όχι μόνο στο ισπανικό αλλά στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Χρειάστηκαν και εκεί διάφορα. Το βασικό το βρήκαν λίγους μήνες μετά την άφιξή του στη Μαδρίτη και είχε να κάνει με μια δεύτερη, ενός συνονόματού του.

Ντιέγκο (Σιμεόνε) στον πάγκο, Ντιέγκο (Γκοντίν) στην άμυνα και Ντιέγκο (Κόστα) στην επίθεση. Συνδυασμός, τριπλέτα, που άλλαξε τη ρότα των «Rojiblancos». Και όχι μόνο αυτών.

Μια εβδομάδα, δύο κεφαλιές, ένα Πρωτάθλημα

Τέσσερεις γενιές πίσω, κάποιοι συμπατριώτες του, στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Κυπέλλου, είχαν ξημερώσει για να παίξουν το τελευταίο παιχνίδι εκείνης της διοργάνωσης, διαβάζοντας τα ήδη διθυραμβικά, πανηγυρικά πρωτοσέλιδα του βραζιλιάνικου Τύπου, με τα οποία προεξοφλούσαν την στέψη της «Seleção», χρίζοντας πριν καν τη σέντρα Παγκόσμιους Πρωταθλητές τους διεθνείς της.

Τότε, το 1950, μια ισοπαλία έφτανε στην οικοδέσποινα Βραζιλία για να πανηγυρίσει τον παρθενικό της τίτλο. Οι απίθανοι Ουρουγουανοί όμως κέρδισαν στο Maracanã, προκαλώντας πανεθνική, χρόνια κατάθλιψη και ένα τραύμα που δεν ξεπεράστηκε ποτέ και ταυτίστηκε με μια μόνο λέξη, «Maracanaço».

Εξήντα και τέσσερα χρόνια αργότερα τα καταλανικά media ήταν πιο συγκρατημένα, ανήμερα της τελευταίας αγωνιστικής του Ισπανικού Πρωταθλήματος. Κατέγραφαν απλώς τη συνθήκη. «Τελικός», ο τίτλος της «El Mundo» της 17ης Μαΐου 2014. Και ήταν.

Η Μπαρτσελόνα φιλοξενούσε την Ατλέτικο Μαδρίτης, με τους «Blaugrana» να θέλουν νίκη για να προσπεράσουν και να κατακτήσουν αυτοί τον τίτλο. Στους «Rojiblancos» έφτανε απλώς μια ισοπαλία. Στο ημίχρονο ήταν πίσω στο σκορ, έχοντας χάσει με τραυματισμό Ντιέγκο Κόστα και Αρντά Τουράν.

Στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, ύστερα από κόρνερ του (αρχηγού) Γκάμπι, ο (υπαρχηγός) Γκοντίν με κεφαλιά –«πάντα μου ήταν ευκολότερο να σκοράρω με κεφαλιές»– άλλαξε τα δεδομένα, ισοφαρίζοντας.

Και, όσο και αν εκείνο το γκολ ήταν τελικά αυτό που έκρινε το Πρωτάθλημα, χαρίζοντας στους Μαδριλένους το πρώτο τους μετά από 18 χρόνια, τα όσα το ακολούθησαν ήταν τα πιο ενδεικτικά του τι είναι Ουρουγουανός, τι είναι Ουρουγουανός κεντρικός αμυντικός και ειδικότερα τι σόι Ουρουγουανός κεντρικός αμυντικός ήταν του λόγου του.

Έκανε τα πάντα, όποτε και όπως χρειαζόταν, ώστε να διαφυλαχθεί αυτό το 1-1, μετατρέποντας το υπόλοιπο της αναμέτρησης σε σεμινάριο ανασταλτικής λειτουργίας, ηγετικής συμπεριφοράς και αψεγάδιαστης, ψύχραιμης καθοδήγησης. Κόντρα στην πάντα γοητευτική στο μάτι, χορταστική δημιουργικά, μόνιμα επιθετική, Μπαρτσελόνα, η τέχνη πλέον, αυτό που γοήτευ(σ)ε στο χορτάρι του Camp Nou, ήταν η άμυνα. Η δική του άμυνα.

Ο αθεόφοβος μια εβδομάδα μετά το ξανάκανε. Σε άλλη σκηνή, ακόμα μεγαλύτερη. Τελικός Champions League στο Da Luz. Κόντρα στον άλλο πόλο της Primera, κόντρα σε οτιδήποτε ήταν… κόντρα η Ατλέτικο, κόντρα στη «Βασίλισσα», κόντρα στη Ρεάλ. Πάλι από κόρνερ. Πάλι με κεφαλιά. Αυτή τη φορά δίνοντας το προβάδισμα. Δεν έφτασε όμως. Στην τελευταία φάση του 90λεπτου τα «λευκά» απάντησαν, ισοφάρισαν, έστειλαν τον Τελικό στην παράταση και εκεί λύγισαν στο τέλος του επιπλέον ημιώρου.

Προσωποποίηση του Cholismo

Δύο χρόνια αργότερα, εξίσου επώδυνα, από τη “βούλα” έχασε πάλι από τη Ρεάλ δεύτερο Τελικό. Του έμειναν τα δύο Europa League και τα τρία Ευρωπαϊκά Super Cup. Άλλο Πρωτάθλημα δεν πανηγύρισε. Στα εννιά χρόνια του με τα ερυθρόλευκα κατέκτησε οκτώ τίτλους, προσωποποιώντας την πλέον επιτυχημένη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της Ατλέτικο, αποτελώντας τον εκφραστή του «Cholismo» στον αγωνιστικό χώρο και τον «Φαραώ» -το παρατσούκλι που του χαρίστηκε- της εξέδρας, των αποδυτηρίων και των media, για τον τρόπο που αυτός (κανείς άλλος…) διαφέντευε τα πάντα στο χορτάρι.

Άλλοτε με τα φυσικά του χαρίσματα, άλλοτε με τα πνευματικά και άλλοτε -αν όχι πάντα- θυσιάζοντας οτιδήποτε ήταν απαραίτητο από το κορμί του. Στο αλησμόνητο 4-0 της Ατλέτικο επί της Ρεάλ το 2015 έβγαλε σχεδόν όλο το παιχνίδι παίζοντας με σπασμένη μύτη από το 10λεπτο, ύστερα από σύγκρουση που είχε με τον Σάμι Κεντίρα.

Ουκ έστιν ο αριθμός που χρειάστηκε να μπαντάρει κεφάλι, πόδι, χέρι, μόνο ο ίδιος ξέρει πόσα από τα δόντια του έχουν μείνει αλώβητα, πόσοι μώλωπες είναι πια μόνιμα στο σώμα του, αλλά -και από την άλλη- πόσους επίσης προκάλεσε σε όσους δοκίμασαν -πέραν των υπολοίπων- και τη ρώμη του.

Μπορεί, ειδικά μεγαλώνοντας, να μη γέμιζε το μάτι πως στο κορ α κορ είναι ανθεκτικός. Έδινε την εντύπωση, στην όψη και μόνο, πως ταλαιπωρείται, πως υποφέρει, παίζοντας, πως αγκομαχάει και πως δεν ήθελε την επαφή, την απέφευγε όσο το δυνατόν περισσότερο.

Αφενός στις περισσότερες φορές δεν του χρειαζόταν. Αφετέρου δεν τραυματίστηκε -σοβαρά, τόσο ώστε να φανερώσει οποιοδήποτε σωματικό ή μυϊκό πρόβλημα- στις 12 σεζόν του στην Ιβηρική ποτέ. Και αυτό, χωρίς ποτέ, ανεξαρτήτως συνθηκών, καιρού και εποχής, να λείπει από τη «Celeste».

Πριν τριανταρίσει, είχε συμπληρώσει 100 διεθνείς συμμετοχές. Πλέον έχει φτάσει στις 168, με τις τελευταίες του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, στο τέταρτο της καριέρας του με το εθνόσημο και σε αυτό με τη χειρότερη επίδοση. Έφτασε στα ημιτελικά το 2010, στους «16» το 2014, στα προημιτελικά το 2018, χωρίς να επιβιώσει των ομίλων στο Παγκόσμιο του Κατάρ, μένοντας με μεγαλύτερη επιτυχία με το εθνόσημο την κατάκτηση του Copa America το 2011.

Αφού έφυγε από την Ισπανία, πέρασε μια σεζόν στην Ίντερ και άλλη μιάμιση στη Σαρδηνία, τιμώντας και την οικογενειακή παράδοση, παίζοντας στην Κάλιαρι, εκεί δηλαδή όπου είχε αγωνιστεί -πέραν του ανεπανάληπτου Έντσο Φραντσέσκολι– ο πεθερός του (συμπαίκτες ήταν με τον «Πρίγκιπα»), Χοσέ Ερέρα. Ναι, εννοείται, κεντρικός αμυντικός ήταν και αυτός.

Για το μέλλον του, το πόσο, στο αν και πως θα έχει στα γήπεδα ακόμη δεν (μοιάζει να) έχει κατασταλάξει. Το ράντσο του, τα τέσσερα σκυλιά του, τα άλογα που σιγά-σιγά προμοτάρει και σε αγώνες -πανηγύρισε την πρώτη νίκη με ένα εξ αυτών, τον Maravilloso («Θαυμάσιος»), σε κούρσα χιλιομέτρου- δείχνουν προς τα πού σιγά-σιγά κατευθύνεται.

Το σίγουρο (;) ποδοσφαιρικά είναι πως έχει ακόμη συμβόλαιο με τη Βέλεζ. Τυπικά δεν έχει καν ανακοινώσει πως αποσύρεται από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Οι συμπατριώτες του προφανώς το περιμένουν. Ου γαρ έρχεται μόνον άλλωστε. Και το αναγνωρίζουν, ασχέτως αν δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν την πιθανώς άμεσα επικείμενη αποχώρησή του, επιδιώκοντας να την παρατείνουν όσο περισσότερο γίνεται.

Δεν έχουν συνηθίσει να ανησυχούν σε αποχωρήσεις, ούτε και να μένουν πολύ στο ποιος και τι δυσαναπλήρωτο ενδεχομένως κενό μπορεί να αφήσει ο οποιοσδήποτε, όχι. Είναι όλοι τους φτιαγμένοι, νοτισμένοι, από την ίδια πάστα.

«Όταν ξεμείνω από στρατιώτες, τότε θα πολεμήσω με τους βυσσινί».

Στο ποδόσφαιρό τους άλλωστε έχουν μόνο βυσσινί. Γνωρίζουν, γαλουχούν και γαλουχούνται με τη σιγουριά πως η αγέλη τους πάντα θα γεννά νέους αρχηγούς, χωρίς ποτέ κανείς να είναι, να θεωρείται, να αντιμετωπίζεται ως ο τελευταίος. Μόνη εξαίρεση -και δικαιολογημένη πια- μοιάζει να θεωρείται και μπορεί να αποδειχτεί ο Ντιέγκο Γκοντίν.

Λαμπρότερο παράσημο όχι απλώς καριέρας αλλά ζωής δεν βρίσκεται, δεν προσφέρεται, δεν υπάρχει για κανέναν Ουρουγουανό.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This