Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Σεβόταν πάντα την (μπασκετική) ιεραρχία. Κυρίως λόγω της αυτογνωσίας για το ταλέντο και το όριο των δυνατοτήτων του στο παρκέ. Στη ζωή του, ωστόσο, δεν θα έβαζε ποτέ αντίστοιχα όρια…

Το μπάσκετμπολ τού άνοιξε δρόμους, του χάραξε μία πορεία. Αλλά ο Τζον Αμίτσι είχε αποφασίσει πως δεν θα ακολουθήσει αυτή τη διαδρομή με κλειστά μάτια.

Είχε επιλέξει να περιορίσει τις προσωπικές θυσίες του μόνο στον ιδρώτα που έριχνε στην προπόνηση. Καμία άλλη θυσία, πιστεύει ακόμη, δεν αξίζει μόνο και μόνο για να διατηρήσει κάποιος την αθλητική φήμη και πολλά χρήματα σε μία τράπεζα.

Ο 50χρονος Άγγλος, παλαίμαχος σέντερ του Παναθηναϊκού αλλά και των Ορλάντο Μάτζικ και Γιούτα Τζαζ στο ΝΒΑ, αγωνίστηκε σε μία εποχή που παρατηρήθηκε μία μετάβαση από την άλλοτε κοινωνική σιωπή των αθλητών, ως τις σημερινές κραυγές για πράγματα που έχουν περισσότερη σημασία, εκτός γηπέδου.

Ο Αμίτσι, ψυχολόγος πλέον στο επάγγελμα, δεν ακούει, απλώς. Θέλει να συνεχίσει να έχει φωνή. Να μιλά ακόμη και για ταμπού, όπως το 2007, όταν στην αυτοβιογραφία του αποκάλυψε δημοσίως ότι είναι ομοφυλόφιλος.

Σχολιάζοντας την πρόσφατη κοινωνική πλευρά του ΝΒΑ και άλλων αθλημάτων υπέρ του κινήματος «Black Lives Matter» και των θυμάτων της αστυνομικής βίας στις Η.Π.Α., τονίζει πως «οι αθλητές έγιναν πια τα νέα σύμβολα για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Κατακρίνοντας, μάλιστα, την περίφημη ατάκα του Μάικλ Τζόρνταν ότι «και οι Ρεπουμπλικάνοι αγοράζουν παπούτσια», όταν ο σταρ των Μπόυλς αρνήθηκε το 1990 να στηρίξει τον Αφροαμερικανό υποψήφιο Γερουσιαστή, Χαρβεϊ Γκαντ.

«Ήταν μία μεγάλη αστοχία του Τζόρνταν και μία βαθύτατη κατάχρηση εξουσίας», ήταν η διαπίστωση του Αμίτσι…

Ο Τζον Ουζόμα Εκουόγκα Αμίτσι γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1970 στη Βοστόνη των Η.Π.Α. Γιος της Ουέντι, γιατρού από την Αγγλία και του Νιγηριανού επιχειρηματία, Τζον του πρεσβύτερου.

Ο πατέρας του, ο οποίος είχε πολεμήσει στον εμφύλιο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με την επαρχία της Μπιάφρας, δεν ήταν ποτέ ήρεμος.

Έπειτα από χρόνια ψυχολογικής κακοποίησης κατά της Ουέντι, αποφάσισε κρυφά να μεταβιβάσει την κατασκευαστική εταιρία του στη σύζυγό του και όταν ο γιος του ήταν τεσσάρων ετών, εγκατέλειψε την οικογένεια στη Μασαχουσέτη και επέστρεψε στην πατρίδα του…

Η μητέρα του Τζον του νεότερου, παρά το γεγονός ότι χρειάστηκε να μεγαλώσει μόνη της τον γιο και τις δύο κόρες της, κατάφερε να εξοφλήσει τους πιστωτές της χρεοκοπημένης επιχείρησης.

Η Βοστόνη τής έφερνε μόνο κόπους και άσχημες αναμνήσεις και αποφάσισε να μετακομίσει μαζί με τα τρία παιδιά της στην Αγγλία και το Στόκπορτ.

Μία περιοχή στην οποία ο Τζον θυμάται ότι δεν ήταν και το ευκολότερο μέρος για να μεγαλώσει ένα μαύρο παιδί.

Ο λευκός παππούς του δεν δίσταζε να ξεστομίζει εκείνη την ανόητη λέξη «wog» -την οποία οι Βρετανοί χρησιμοποιούν στην αργκό για να πικάρουν τους μαύρους- ακόμη και όταν είχε τα εγγόνια του στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του.

Οι Άγγλοι επιμένουν ότι «δεν μπορείς να διδάξεις ένα γέρικο σκυλί καινούρια κόλπα» και, δυστυχώς, ο πατέρας της Ουέντι δεν μπορούσε να αποτάξει από πάνω τους τις ρατσιστικές καταβολές με τις οποίες μεγάλωσε…

Λίγα χρόνια αργότερα, ο Τζον ο πρεσβύτερος θέλησε να «κλέψει» τον γιο και τις αδερφές του, Μούριελ και Ούκι, όμως η μητέρα τους έμαθε να κρύβει τα παιδιά της είτε στην τοπική εκκλησία είτε σε σπίτια φίλων.

Η μαμά του Αμίτσι, μετά την υπηρεσία της ως γιατρός στον εμφύλιο της Μπιάφρας, εξάσκησε την ιατρική και στη χώρας και πρόσφερε ένα «ζεστό» και ασφαλές περιβάλλον για τη φαμίλια της.

Ο μικρός Τζον, παρατηρώντας τις δυσκολίες για ένα μαύρο αγόρι στο («λευκό») Στόκπορτ, «χάθηκε» σε βιβλία και κόμικ ως το γυμνάσιο…

«Ήμουν μία μοναχική ύπαρξη. Δεν είχα πολύ χρόνο για τον πραγματικό κόσμο», εξήγησε στις 17 Σεπτεμβρίου 2020 σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Guardian».

Συμπληρώνοντας ότι «είμαι 50 ετών και θα πεθάνω με τον ρατσισμό ακόμη ανεξέλεγκτο στον κόσμο. Πόσο γελοίο είναι αυτό;»!

Αρχικά «ατσούμπαλος» για σπορ, ο Τζον αρνούνταν να δοκιμάσει στον αθλητισμό γιατί δεν ήθελε να είναι το μοναδικό μαύρο παιδί σε μία ομάδα. Στα 17 του, όμως, έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του την πορτοκαλί μπάλα σε ένα, όπως χαρακτηριστικά εξιστορεί «γήπεδο που μύριζε ούρα».

Το μπάσκετμπολ δεν το λάτρεψε αμέσως. Τουλάχιστον με το ένστικτο του μελλοντικού επαγγελματία.

Μονάχα που σε αυτό βρήκε την αποδοχή που αναζητούσε. Από τα επιφυλακτικά και επικριτικά βλέμματα όταν περπατούσε στους δρόμους του Στόκπορτ, αισθάνθηκε αναγκαίος σε ένα σύνολο.

«Ένιωσα πως στο γήπεδο δεν είμαι ένα “φρικιό” που τρομάζει τους άλλους. Τότε κατάλαβα πώς είναι να είσαι αρεστός και αποφάσισα να παίξω στο ΝΒΑ», επισήμανε ο ύψους 2,05μ. Αμίτσι.

Ο παλαίμαχος σέντερ αναφέρει ότι «πολλοί τύποι ακόμη και στο ύψος μου εργάζονται στην Αγγλία στο μετρό».

Ήξερε ότι ακόμη και αν βρει ένα γυμνάσιο στην Αμερική, για να φοιτήσει και να παίξει μπάσκετμπολ, μόλις το 0,03% από τα χάι σκουλ φτάνουν ως το ΝΒΑ.

Δεν απογοητεύτηκε από τις στατιστικές. Δεν ήταν παιδί που απογοητευόταν εύκολα.

Έστειλε περίπου 3.000 γράμματα σε σχολεία και μόλις τρία του απάντησαν. Η μία απάντηση ήταν απορριπτική. Η δεύτερη συνοδευόταν από την απορία «είσαι σοβαρός; Θες να παίξεις με μόλις μερικούς μήνες μπασκετικής εμπειρίας;»…

Η τρίτη, ωστόσο, από το γυμνάσιο Σεντ Τζον’ς του Τολέδο, στο Οχάιο, τον έκανε δεκτό!

Κατάφερε να βρει θέση στο πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ, για τη σεζόν 1990-91 και το 1992 μετεγγράφηκε στο Πεν Στέιτ, από όπου αποφοίτησε το 1995, ως ένας από τους δημόσιους ομιλητές του κολεγίου για τους νέους φοιτητές.

Δεν επιλέχθηκε στο ντραφτ του ΝΒΑ, όμως βρήκε συμβόλαιο στο Κλίβελαντ και μάλιστα ήταν βασικός στο ντεμπούτο του, λόγω του τραυματισμού του Μάικλ Κέιτζ.

Με τους Καβς αγωνίστηκε σε 28 αγώνες και κατέγραψε μ.ό. 2,8 πόντους και 1,9 ριμπάουντς σε 12,8 λεπτά συμμετοχής.

Το περιβάλλον της αμερικανικής Λίγκας, με πολύ αθλητικούς ψηλούς, δεν του ταίριαζε.

Πριν ολοκληρωθεί η σεζόν 1995-96 αποχώρησε για να παίξει στην Ευρώπη και τη γαλλική Σολέ, όμως υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι το όνειρο του ΝΒΑ δεν θα το εγκαταλείψει.

Το καλοκαίρι του 1996 συμφώνησε με τον Παναθηναϊκό, στη «δική του» ομάδα που θέλησε να δημιουργήσει ο κόουτς Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Παρίσι, με ηγέτη τον Ντομινίκ Ουίλκινς.

Ο Αμίτσι ήταν ένας από τους πολλούς κοινοτικούς που επέλεξε ο «Μπόζα», όμως η συνταγή δεν πέτυχε.

Οι «πράσινοι» (εκτός της κατάκτησης του Διηπερωτικού Κυπέλλου) έμειναν εκτός όλων των στόχων, όμως η μοναδική σεζόν του Άγγλου σέντερ στην Ελλάδα τού έμεινε αξέχαστη.

Το 2016 ήταν προσκεκλημένος στη ραδιοφωνική εκπομπή «Fighting Talk» του δικτύου BBC και περιέγραψε γλαφυρά την εμπειρία ενός από τα ντέρμπι «αιωνίων» με τον Ολυμπιακό, στο Φάληρο.

«Όταν μπήκαμε στο γήπεδο, για την προθέρμανση, γύρισα για λίγο το κεφάλι μου και είδα έναν συμπαίκτη μου να έχει πάρει φωτιά από μία κροτίδα!», θυμήθηκε. «Φτάσαμε στην έδρα των αντιπάλων με ένα ειδικά διαμορφωμένο λεωφορείο, με μεγάλες κουρτίνες στα παράθυρα. Δεν μπορούσες να δούμε τίποτα έξω…

»Πατήσαμε στο παρκέ, ξεκινήσαμε προθέρμανση ένας παίκτης μας πήρε φωτιά! Κάποιος από την εξέδρα είχε πετάξει μια φωτοβολίδα, ο συμπαίκτης μου φορούσε ρούχα φτιαγμένα από πολυεστέρα που φοράμε όταν κάνουμε προθέρμανση και άναψε στην κυριολεξία!

»Το έβγαλε από πάνω του και τρέξαμε να μπούμε στα αποδυτήρια! Αυτό το παιχνίδι, όπως καταλαβαίνετε, δεν άρχισε και δεν τελείωσε καλά…».

Πριν καλά-καλά τελειώσει η χρονιά, βρέθηκε στην Ιταλία για την Βίρτους Μπολόνια και το 1997-1998 επέστρεψε στην Αγγλία για τους Σέφιλντ Σαρκς.

Την επόμενη σεζόν υπέγραψε στη γαλλική Λιμόζ και «εξαργύρωσε» τις καλές εμφανίσεις του με ένα συμβόλαιο στο ΝΒΑ με το Ορλάντο.

Η αυτοπεποίθηση, πλέον, «ξεχείλιζε» και κάλυπτε κάθε αδυναμία του σε ταχύτητα και αθλητικά προσόντα.

Οι επιδόσεις των μ.ό. 10,5 πόντων σε 21 λεπτά και 80 αγώνες (εκ των οποίων στους 53 στη βασική πεντάδα) ήταν ικανοί να του χαρίσουν περισσότερα χρήματα.

Οι πρωταθλητές Λέικερς του κόουτς Φιλ Τζάκσον και των Σακίλ Ο’Νιλ και Κόμπι Μπράιαντ τού πρόσφεραν εξαετές συμβόλαιο αντί 17 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά ο Αμίτσι επέλεξε να υπογράψει μονοετή συμφωνία με τους Μάτζικ, για 600.000!

«Πιστεύω ότι το Ορλάντο με χρειάζεται περισσότερο από την ομάδα του Λος Άντζελες», ήταν η αφοπλιστική απάντησή του στην εφημερίδα «Orlando Sentinel».

Το καλοκαίρι του 2001 μετακόμισε στη Γιούτα, όπου δεν βρήκε ούτε τις αγωνιστικές ευκαιρίες (μ.ό. 2,6 πόντους στην επόμενη διετία σε  9,5 λεπτά) ούτε, κυρίως, το κατάλληλο περιβάλλον για να αισθάνεται αποδεκτός… Ο κόουτς Τζέρι Σλόαν αποδείχθηκε πολύ σκληρός για την ιδιοσυγκρασία του Αμίτσι. Στο Ορλάντο αισθανόταν πιο άνετα.

Όταν ένας συμπαίκτης στους Μάτζικ είπε σε μία πτήση ότι «οι γκέι παίρνουν αυτό που αξίζουν λόγω του ανήθικου τρόπου ζωή τους», ο Τζον μίλησε και από τότε σταμάτησαν αντίστοιχα σχόλια.

Στη Γιούτα, όμως, ο ίδιος εξήγησε πως «έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου και παρέμεινα σιωπηλός». Ο συμπαίκτης του, Γκρεγκ Όστερταγκ, πάντως, τον ρώτησε μία μέρα αν είναι ομοφυλόφιλος και όταν ο Τζον το παραδέχθηκε, ο Όστερταγκ τού είπε ότι «δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»

Στο Ορλάντο, ο πιο κοντινός άνθρωπος του συχνά απόμακρου Αμίτσι ήταν ο Γάλλος Ταρίκ Αμπντούλ-Ουαχάντ.

Ο Μουσουλμάνος γκαρντ διαπίστωσε μία μέρα ότι «ο “Μιτς” ήταν ειδικός στο… να μην ταιριάζει πουθενά!».

Για τον Άγγλο σέντερ, «αυτό ακούστηκε σαν φιλοφρόνηση. Σαφώς και ένιωθα μοναξιά πολλές φορές, για να κρύψω τη σεξουαλικότητά μου, όμως είχα μάθει από μικρός να ζω μοναχικά».

Το 1994 είχε χάσει την μητέρα του από τον καρκίνο του μαστού, σε ηλικία 50 ετών… Από τότε θύμισε στον εαυτό του να μην διστάζει για τίποτα. «Ζύγιζε» τις καταστάσεις και έμεινε σιωπηλός όταν έπρεπε, όμως δεν πιεζόταν.

Μπορεί το 2007 να έγινε ο πρώτος παίκτης από το ΝΒΑ που αποκάλυπτε δημοσίως τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, αλλά ο ίδιος επιμένει πως «πιστεύω ότι πολλοί το είχαν καταλάβει πολύ νωρίτερα. Το μόνο που δεν ήθελα είναι να μετέχω σε ένα παιχνίδι υποκρισίας».

Όταν αποκάλυψε το «μυστικό» του, ο παλαίμαχος γκαρντ των Ουόριορς και Χιτ, Τιμ Χάρνταγουεϊ, δήλωσε πως «σιχαίνομαι τους γκέι! Δεν αισθάνομαι άνετα ανάμεσά τους και ας με πείτε και ομοφοβικό. Δεν θα ήθελα τον Αμίτσι ή άλλον ομοφυλόφιλο στην ομάδα μου».

Ο άλλοτε παίκτης του Παναθηναϊκού δεν άφησε την παρατήρηση αναπάντητη, λέγοντας ότι «τα λόγια του μολύνουν την ατμόσφαιρα. Δημιουργεί μία ατμόσφαιρα που επιτρέπει την κακοποίηση νέων γκέι ανδρών και γυναικών στο σχολείο».

Ο ΛεΜπρον Τζέιμς, τότε παίκτης των Καβς, θέλησε να δώσει μία άλλη διάσταση στο θέμα, σχολιάζοντας πως «με τους συμπαίκτες σου πρέπει εμπιστευτικός. Αν είσαι γκέι και δεν το λες στους συμπαίκτες σου, δεν είσαι αξιόπιστος».

Ο Αμίτσι δεν ενοχλήθηκε από το σχόλιο του ΛεΜπρον. Αποκρίθηκε πως «οι συμπαίκτες μου το ήξεραν, απλώς οι περισσότεροι φοβήθηκαν να ρωτήσουν».

Και δεν δίστασε να πει στον «Guardian» πως «από μικρός ήμουν ο περίεργος στην τάξη. Δεν ταίριαζα πουθενά. Ίσως να ήμουν μία κοινωνική ανωμαλία και ομολογώ ότι ευχόμουν, κυρίως πριν παίξω μπάσκετμπολ, να ήμουν αποδεκτός και να ταίριαζα».

Στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Man In The Middle» (που έγινε μπεστ σέλερ στη λίστα των New York Times), εξηγεί ότι «συμπαίκτες, προπονητές, δημοσιογράφοι δεν ήταν ηλίθιοι και γνώριζαν». Η δημόσια αποκάλυψη, πάντως, έφερε εχθρότητα, μέχρι και θανατικές απειλές…

Αυτό που έπεισε τον Άγγλο να μιλήσει δημοσίως ήταν η παρουσία του στην Gay Pride του Μάντσεστερ. Εκεί παρατήρησε ένα απόμακρο αγόρι, «κρυμμένο πίσω από την εκκλησία.

»Όταν πέρασε ο ηθοποιός Ίαν ΜακΚέλεν, έγνεψε προς τη πλευρά που καθόταν το παιδί και τον είδα να αναθαρρεί για λίγο. Σκέφτηκα πως πρέπει κι εγώ να το κάνω για τους ανθρώπους που δεν μοιάζουν στον ΜακΚέλεν. Να μιλήσω για τους μαύρους και το ότι και αυτοί μπορούν να είναι γκέι».

Ο Αμίτσι βρέθηκε ξαφνικά σε ένα παράξενο σταυροδρόμι, καθώς η μαύρη κοινότητα έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για ομοφοβία, όμως ο Βρετανός πιστεύει ότι αυτό έχει να κάνει με τη θρησκευτικότητα τους.

Το 2010, πάλι στο Μάντσεστερ, βίωσε τον ρατσισμό, όταν δεν του επέτρεψαν την είσοδο σε ένα γκέι μπαρ γιατί ο πορτιέρης θεώρησε πως ένας μεγαλόσωμος μαύρος άνδρας μπορεί να φέρει μπελάδες.

Ήξερε πως η δική του αλήθεια είναι άβολη, είναι ίσως ακόμη ταμπού. Ακόμη και με εκείνη την αποκάλυψή του, θέλησε να δώσει μία άλλη, κοινωνική διάσταση στο ζήτημα.

Στην αυτοβιογραφία του έγραψε για τον κόουτς Σλόαν πως «ήξερε κι εκείνος κι εγώ πως δεν είμαι ο Καρλ Μαλόουν. Το σύστημα δεν μου επέτρεψε να έχω επίδραση στο ματς και έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα.

»Ο Τζέρι, όμως, επιθυμούσε να μου κάνει τη ζωή “κόλαση”. Σε ένα λάθος μου, μου φώναξε “γ……ο μ…ι!”. Πίστευε πως με την προσβολή θα με ντοπάρει ψυχολογικά. Αυτά, όμως, ήταν καλά για τα παιδιά του γυμνασίου, όχι για μένα. Του απάντησα: “Κόουτς, άντε γ……υ!”. Εκείνος με διέταξε να φύγω από το γήπεδο. Δεν το δέχθηκα. Τι θα μου έκανε; Θα έφερνε την αστυνομία να με οδηγήσει έξω;».

Ο Αμίτσι τόνισε ότι «συχνά, το μότο “I Love This Game” (=«αγαπώ το παιχνίδι») είναι ψέμα, ψευδαίσθηση… Γνωρίζω πολλούς παίκτες που δεν διασκεδάζουν στην καριέρα τους. Τα γρήγορα αυτοκίνητα και η ακριβή ζωή δεν είναι άξια ανταμοιβή για όλες τις θυσίες και τα “βασανιστήρια” των προπονητών».

Σε άλλο σημείο του βιβλίο του κάνει λόγο για «χλευασμό στους γκέι στα αποδυτήρια, όμως όλη η ατμόσφαιρα είναι ομοερωτική.

»Ο Μάτζικ Τζόνσον φιλούσε τον Αϊζάια Τόμας, ο ένας παίκτης έλεγε στον άλλον πόσο γυμνασμένο είναι το κορμί του και πόσο ωραίο είναι το πανάκριβο κοστούμι του. Όμως πολλές φορές εμένα “έδειχναν” ως τον ομοφυλόφιλο της παρέας.

»Κυρίως γιατί οι περισσότεροι αθλητές φοβούνται την ομοφυλοφιλία και θέλουν να αρνούνται πως υπάρχει γύρω τους. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα για χρόνια να είμαι μόνος και να κρατώ μακριά από όλους την προσωπική ζωή μου».

Από το 2007 αποφάσισε «να είμαι για πρώτη φορά ο εαυτός μου. Να μην κρύβομαι σε σκοτεινά μπαρ, με φόβο μην με δουν».

Τότε, ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά την αποχώρησή του από τη Γιούτα και από την ενεργό δράση, «κατάλαβα τι είχα χάσει παίζοντας μπάσκετμπολ».

Στα αποδυτήρια των Τζαζ κρατούσε το στόμα του κλειστό όταν άκουγε κουβέντες όπως «θα διώξω τον γιο μου από το σπίτι, αν γίνει γκέι», ώστε να μην δίνει δικαιώματα. «Συχνά δεν ήμουν απλώς ένας περίεργος τύπος. Ήμουν ο “Άγγλος” και έτσι δικαιολογούσαν τη διαφορετικότητά μου οι συμπαίκτες μου».

Μέχρι που, μετά τον Όστερταγκ, ο Αντρέι Κιριλένκο τον προσκάλεσε στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι του, λέγοντάς του «Τζον, είσαι ευπρόσδεκτος και τον σύντροφό σου, όποιος κι αν είναι αυτός». Ο Αμίτσι ομολόγησε πως «για πρώτη φορά στη Γιούτα δάκρυσα από χαρά και κατάλαβε πως αυτή είναι η αρχή ώστε να μιλήσει και να κάνει ευκολότερη τη ζωή νέων ανθρώπων που έχουν το ίδιο μυστικό με εκείνον.

Ο παλαίμαχος σέντερ δεν κρύβει πως η ατάκα του Ρώσου συμπαίκτη του τον έκανε να καταλάβει πως μένει κακώς στο προσωπικό περιθώριό του.

«Αποφάσισα να στείλω ως δώρο στον Αντρέι μία ακριβή σαμπάνια», θυμάται στις σελίδες της αυτοβιογραφίας του ο Αμίτσι. Με παραδοχή «ενοχών που εγώ ο ίδιος δεν είχα επιλέξει να κοιτάξω τους συμπαίκτες μου πιο “ανοικτά” μάτια νωρίτερα».

Πλέον, ο Τζον Αμίτσι ευχαριστεί ακόμη νοερά την μαμά του που τον έπεισε να ασχοληθεί με την Ψυχολογία.

Παράλληλα, πάντως, ευχαριστεί και τη νέα γενιά παικτών που χρησιμοποιεί τη φωνή της για κοινωνικά μηνύματα.

Η συνέντευξη στον «Guardian» παραχωρήθηκε με αφορμή το βίντεο του με τίτλο «White Privilege» (=«λευκό προνόμιο»), στο BBC, το οποίο επαινέθηκε αλλά και κατακρίθηκε.

Στο βίντεο, ο Αμίτσι τονίζει πως «το λευκό προνόμιο δεν σημαίνει ότι δεν έχετε εργαστεί σκληρά ή δεν αξίζετε την επιτυχία… Το λευκό προνόμιο δεν σημαίνει πως η ζωή σας δεν είναι σκληρή ή δεν έχετε υποφέρει. Αλλά, με απλά λόγια, σημαίνει ότι το χρώμα του δέρματός σας δεν έχει γίνει λόγος για να υποφέρετε».

Για τον Αμίτσι, το εμπόδιο για την εξάλειψη του ρατσισμού είναι πως «οι άνθρωποι δεν θέλουν να βγουν από βόλεμά τους».

Επιμένει ότι «δεν είναι δυνατόν να είσαι άνθρωπος των αρχών… μερικής απασχόλησης. Δεν έχεις επιλογή, ως αθλητής, να είσαι απλώς πρότυπο. Η μοναδική επιλογή είναι αν θα είσαι καλός ή κακός άνθρωπος».

Θαυμάζει την «πολιτική ανυπακοής» στο σημερινό ΝΒΑ και εξηγεί πως «αυτό που κάνει ο ΛεΜπρον Τζέιμς για την κοινωνία δεν το κάνει γιατί του το δίδαξαν στο μπάσκετμπολ…

»Αντίθετα, του έλεγαν το ανάποδο: “Σκάσε και παίξε”. Όμως αυτό που κάνουν οι σημερινοί παίκτες του ΝΒΑ είναι ο τρόπος για να χρησιμοποιούμε σωστά τα σπορ».

Η εικόνα παικτών να γονατίζουν στο παρκέ κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου των Η.Π.Α., ως διαμαρτυρία για την αστυνομική βία, αρέσει στον Αμίτσι, ο οποίος όμως θέλει και συνέχεια.

«Αυτή η στάση είναι ένα σύμβολο που σε κάνει να σκεφτείς. Τα σύμβολα είναι χρήσιμα, όμως οι πράξεις είναι καλύτερες, “δυνατότερες”».

Όταν ο παλαίμαχος σέντερ είδε τους παίκτες των Μπακς να αρνούνται να παίξουν σε ματς πλέι οφς εναντίον των Μάτζικ, λόγω των πυροβολισμών αστυνομικού στον Τζέικομπ Μπλέικ, στο Ουισκόνσιν, αισθάνθηκε περήφανος.

«Το να γίνουν τα γήπεδα μπάσκετμπολ εκλογικά κέντρα για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές είναι κάτι εξαιρετικό», λέει, εξηγώντας τη σκέψη του.

«Αυτό που άλλαξε στις μέρες μας δεν είναι τόσο οι πράξεις των σταρ των σπορ, αλλά η αποδοχή τους. Αν οι παίκτες των Σέλτικς και των Λέικερς είχαν αποφασίσει να απέχουν από τους Τελικούς του 1968, λίγο μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, οι συνέπειες στην καριέρα τους θα ήταν καταστροφικές.

»Τη σεζόν 2019-2020, όταν οι Μπακς επέλεξαν την αποχή, το ΝΒΑ “αγκάλιασε” το μήνυμά τους και αποφάσισε να αναβάλει τους αγώνες για μερικές μέρες. Ήταν μία στιγμή που επηρέασε τους πάντες».

Ο Τζον Αμίτσι δεν ήθελε να γίνει αθλητής όταν ήταν μικρός.

Αντίθετα, από την ηλικία των επτά ετών είχε τη φιλοδοξία να γίνει ψυχολόγος.

Το μπάσκετμπολ τού έδωσε τη δυνατότητα να σπουδάσει και να πάρει το πτυχίο του από το Πεν Στέιτ.

Έγινε, από το 2003 που έβγαλε τη φανέλα του, ένας άνθρωπος με έναν δεύτερο σκοπό, για μία άλλη καριέρα και μία άλλη ζωή.

Τώρα δεν απαντά στην προσφώνηση «ψηλέ», αλλά θα γυρίσει το κεφάλι και στο «Δρ. Αμίτσι», ως υπεύθυνος στην Amaechi Performance Systems, μίας εταιρίας ψυχολογικής υπηρεσίας και κατάρτισης.

Θα δεχθεί κάθε πρόταση του ΝΒΑ να συμβουλεύσει τους νεαρούς παίκτες και να συμμετάσχει σε εκδήλωση ή δράση υπέρ της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και κατά των διακρίσεων.

Η νέα δουλειά του δεν είναι «λαμπερή», όπως δεν ήταν και το παιχνίδι του. Ρολίστας στο παρκέ, αλλά πρωταγωνιστής έξω από αυτό και λόγω ιδιότητας και λόγω νοοτροπίας.

Η νέα εργασία του, πάντως, είναι απαραίτητη. Εκτός της εταιρίας του, που συχνά επιτάσσει ομιλίες έμπνευσης σε επιχειρήσεις, προσφέρει εθελοντικά τον χρόνο του στην κοινωνική ενημέρωση των ρούκι του ΝΒΑ

Δεν επιθυμεί να μιλά απλώς για ταμπού. Το κάνει για να τα εξαλείψει. Για να έχει ο ίδιος στη ζωή του πάντα έναν σκοπό.

Γι’ αυτό, επίσης, και επισήμανε στον «Guardian» ότι «χαίρομαι που από ένας διασκεδαστής του παρκέ, κάνω κάτι που έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων.

»Δεν θα ήθελα να με θυμούνται απλώς σαν έναν τύπο που έγινε γνωστός γιατί έβαζε τη μπάλα σε μία τρύπα»…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This