Του Νίκου Πααπδογιάννη
Ομολογώ, ότι δελεάστηκα. Σχεδόν ψήθηκα. Να πάω γήπεδο σε αγώνα πρωταθλήματος που δεν ήταν ντέρμπι «αιωνίων». Για πρώτη φορά μετά από αμέτρητα τέρμινα. Ήταν και πέντε βήματα από το σπίτι μου. Δεν το έκανα, αλλά το σκέφτηκα σοβαρά.
Έχω περάσει τόσα Σαββατόβραδα στα γήπεδα, εδώ και 35 χρόνια ως επαγγελματίας (χώρια τα αμέτρητα εισιτήρια που έχω πληρώσει στα νιάτα μου…), που χρειάζεται πια σπέσιαλ κίνητρο για να με ξεσηκώσει. Χθες, υπήρχε τέτοιο. Ο προπονητής Βασίλης Σπανούλης.
Αξίζει να πληρώσει κάποιος εισιτήριο για να παρακολουθήσει έναν προπονητή; Όταν είναι ο Σπανούλης με το μυαλό που βγάζει φωτιές, ναι. Για τους ρέκτες, τουλάχιστον. Στο αγαπημένο μας άθλημα, δεν φοράνε όλοι οι ήρωες μπέρτα. Δεν φοράνε όλοι οι αστέρες σορτσάκι.
Δεν περίμενα να δω τον Σπανούλη με κοστούμι, αν και άκουγα ότι αυτός ο brainiac του μπάσκετ ονειρευόταν Εθνική ομάδα, για να μη πω Ολυμπιακό, από πέρυσι κιόλας. Σαν τον Παναγιώτη Γιαννάκη, που πρωτοφόρεσε τη μπλε φόρμα μόλις 6-7 μήνες από τη μέρα που κρέμασε τη μπλε φανέλα στα αποδυτήρια του «Τζόρτζια Ντομ» της Ατλάντα.
Ο Σπανούλης κατάλαβε ότι δεν υπήρχε γόνιμο έδαφος για τέτοιο τόλμημα (αν και η αυλή του Λιόλιου έριξε κάποια στιγμή άδεια για να μετρήσει τα γεμάτα) και έσπευσε να μαθητεύσει στα αλώνια των νεανικών τουρνουά της Euroleague. Όταν ανίχνευσε την αγορά για το επόμενο βήμα του, βρήκε στο Περιστέρι μία ευκαιρία σχεδόν ιδανική, αν και χρειάστηκε να εκπαραθυρωθεί ο αρκετά επιτυχημένος Μίλαν Τόμιτς για να αδειάσει η θέση.
Το μοναδικό πράγμα που ζήτησε από τη διοίκηση ήταν να εξασφαλιστεί η ευρωπαϊκή συμμετοχή, σε συνδυασμό με έναν ικανοποιητικό προϋπολογισμό. Τίποτε από τα δύο δεν ήταν εύκολο, αλλά και τίποτε από τα δύο δεν κλειδώθηκε αβασάνιστα στο συρτάρι.
«Όλοι θα θέλουν να δουλέψουν δίπλα στον Σπανούλη», ήταν η επωδός που άκουσε. Όχι άδικα. Μολονότι πρωτάρης, ο θρύλος του επαγγελματισμού, της εργατικότητας και της αφοσίωσης Σπανούλης αποτελεί δέλεαρ για τους παίκτες.
Είτε αυτούς που πάτησαν τα τριανταφεύγα, όπως ο Κασελάκης (32), ο Μπίλαν (33) και ο Ντένμον (32), είτε εκείνους που ψάχνουν εφαλτήριο ανάδειξης, σαν τον Μωραΐτη (23), τον Φρανσίσκο (25), ακόμα και τον πενταδάτο χθες Στέλιο Πουλιανίτη (27). Εάν είσαι γκαρντ, ιδίως νέος σε ηλικία, θέλεις να παίξεις για τον Σπανούλη και να γίνεις σαν αυτόν. Δεν χωράνε αστερίσκοι σε αυτή την εξίσωση.
Εκτός των άλλων, ο Σπανούλης βρήκε στο Περιστέρι 2-3 από τα ελάχιστα υπολογίσιμα ταλεντάκια του ελληνικού μπάσκετ. «Ο Ζούγρης είναι ο καλύτερος ψηλός της ομάδας και πρέπει να παίξει», μου έλεγε τον Μάιο ο Τόμιτς. Ο Μπιλάλης ήταν, και αυτός, βασικός στην καλούτσικη φετινή Εθνική Εφήβων (Κ18). Και υπάρχουν κι άλλοι στα εύφορα τμήματα υποδομής. Πρόχειρα έρχεται στο νου ο υιός Σταυρακόπουλος.
Κρίνοντας από το πρώιμο δείγμα γραφής, ο Σπανούλης έχει φτιάξει μία ομάδα μοντέρνα και όμορφη, με έμφαση στην άμυνα και στην ενέργεια, χωρίς να παραβλέπει την ανάγκη για παλαιομοδίτικες σταθερές, όπως το παιχνίδι του Κροάτη Μίρο Μπίλαν στο βαμμένο.
Ο ίδιος είναι απαιτητικός και φωνάζει περισσότερο από ότι θα ήθελα, αλλά είναι αφελής όποιος περίμενε διαφορετικό modus operandi από τον άνθρωπο που γαλουχήθηκε δίπλα στον Ομπράντοβιτς και τον Ίβκοβιτς. Τώρα που είναι νωρίς, ο Σπανούλης, όπως και ο ομογάλακτος Σάρας, δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με τη μετριότητα. Ενστικτωδώς, περιμένει από τους παίκτες του να λειτουργούν στο παρκέ σαν μεγαλοφυίες, σαν μικροί Σπανούληδες.
Κάποιοι παλαίμαχοι αστέρες που έγιναν προπονητές, με τρανό παράδειγμα τον Λάρι Μπερντ, ουδέποτε συμβιβάστηκαν με αυτήν την τραμπάλα. Πρόκειται για παγίδα και ο Σπανούλης το ξέρει καλά. Ο Ομπράντοβιτς -που βαπτίστηκε προπονητής εν μία νυκτί το 1991- υπήρξε καλός παίκτης, αλλά όχι μεγάλος. Στο Περιστέρι, ο Σπανούλης δεν θα έχει ποτέ έναν παίκτη σαν τον Σπανούλη. Στην καλύτερη περίπτωση, θα κατορθώσει να στρατολογήσει έναν Πρίντεζη στα 37 του. Και δεν είναι τυχαία η αναφορά.
Το Περιστέρι μπορεί να ζορίστηκε χθες απέναντι στον ΠΑΟΚ, αλλά θα είναι από τα φαβορί για το άτυπο «πρωτάθλημα της τρίτης θέσης». Επειδή ο Σπανούλης είναι ο Σπανούλης, είμαι βέβαιος ότι ονειρεύεται να κατακτήσει τον τίτλο της Basket League με θαύματα τύπου Λάρισας (αλλά μεγαλύτερα) στα πλέι-οφ, αλλά και του Basketball Champions League, όπου δεν υπάρχουν δα Ολυμπιακοί και Μπαρτσελόνες.
Ο πρώτος του στόχος, σαφώς πιο εφικτός, θα είναι να στείλει τον Δημήτρη Μωραΐτη έτοιμο στην Εθνική ομάδα για τα κρίσιμα «παράθυρα» του Νοεμβρίου και του Φεβρουαρίου. Ο νεαρός έπαιξε βασικός στους δύο αγώνες με την Τουρκία πριν από 8 μήνες, αλλά δεν βρήκε χώρο στα σχέδια του Ιτούδη. Στον επόμενο τόνο, η Εθνική θα τον χρειαστεί ξανά. Και σε ρόλο κομβικό, όπως και τον 13ο του Μιλάνου Λεωνίδα Κασελάκη.
Το μισοάδειο «Ανδρέας Παπανδρέου» στην πρεμιέρα ήταν μία δυσάρεστη έκπληξη, φοβάμαι όμως ότι η έννοια γεμάτο γήπεδο στην Ελλάδα όταν δεν υπάρχει μυρωδιά αίματος έχει πεθάνει, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Πριν συμπληρωθεί εβδομάδα από την έναρξη της σεζόν, το Περιστέρι του Σπανούλη μετράει ήδη δύο νίκες σε ισάριθμους αγώνες.
Το ερχόμενο Σαββατοκύριακο, το πρόγραμμα στέλνει τον Βασίλη στο ΣΕΦ, όπου πιθανότατα θα αποδοκιμαστεί, εάν από κάποιο θαύμα διεκδικήσει νίκη και «πανηγυρίσει προκλητικά». Έχει συμβεί με τόσους και τόσους πάνω στην κάψα, σε όλα τα γήπεδα. Αυτό εγώ λέω να το αποφύγω, γιατί τέτοια δεν σηκώνει ο οργανισμός μου, αλλά σημαδεύω το ματς με την ΑΕΚ στις 22 Οκτωβρίου για να πάω, επιτέλους, γήπεδο. Ελπίζω να τον βρω τον δρόμο.
Πηγή: Gazzetta