Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Ήταν η πιο βροχερή και μουντή Κυριακή του Φεβρουαρίου του 1963, όταν το κλάμα ενός νεογέννητου αναστάτωσε ολόκληρο τον έκτο όροφο του Cumberland Hospital στη φτωχογειτονιά του Φορτ Γκριν στο Μπρούκλιν.

Κινητικότητα, νοσοκόμες να πηγαινοέρχονται βιαστικά και ένας νεαρός Αφροαμερικανός, λίγο κάτω απ’ τα 30, να κοιτάζει με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του δεξιά κι αριστερά.

Στην αρχή δεν του απαντούσε κανείς, κάποια στιγμή μια νοσοκόμα τον συμμερίστηκε και του μίλησε: «Είναι αγόρι, κύριε, αλλά πρέπει να περιμένετε, γιατί το μωρό γεννήθηκε και αιμορραγεί από τη μύτη».

Ο άνδρας κοντοστάθηκε, σαστισμένος ψέλλισε ένα ξεψυχισμένο «ευχαριστώ» και έψαξε μια θέση να καθίσει.

Ήταν μόνος του, δεν είχε κλείσει καν χρόνο από τότε που ήρθε στη Νέα Υόρκη για να λάβει μέρος στο πρόγραμμα εκπαίδευσης GI Bill για τους βετεράνους του πολέμου και να μάθει τα υδραυλικά συστήματα ελέγχου των αεροσκαφών.

Το όνομά του ήταν Τζέιμς Ρέιμοντ, ο πρεσβύτερος.

Η γυναίκα του, Ντελόρις, ήταν ακόμη ναρκωμένη από τον τοκετό, οι γιατροί δεν την είχαν αφήσει ακόμη να αγκαλιάσει το τέταρτο παιδί της, αφού η αιμορραγία του μικρού δεν έλεγε να σταματήσει.

Ξένη κι αυτή στο «Μεγάλο Μήλο», είχε ακολουθήσει τον άντρα της από το μικρό Γουάλας στη Βόρεια Καρολίνα, αφήνοντας τα παιδιά της στους παππούδες, εκτός από τον πρωτότοκο Λάρι.

Η ανησυχία της ήταν τεράστια, αλλά δεν καταλάβαινε και πολλά από την εξάντληση.

Ήταν μια δύσκολη γέννα, είχε επιπλοκές και το ψυχολογικό βάρος ήταν ασήκωτο.

Λίγο καιρό πριν, η Ντελόρις είχε χάσει τη μητέρα της, ακόμη πενθούσε και τούτη τη φορά είχε κι ένα βρέφος να κινδυνεύει.

Δεν υπήρχε καν ο χρόνος για να το επεξεργαστεί όλο αυτό, ρωτούσε απλώς «πού είναι ο Τζέιμς»;

Το μωρό είχε σωρευμένη βλέννα στους πνεύμονες, ένα είδος άτυπης πνευμονίας, κρατήθηκε τελικά τρεις μέρες στο μαιευτήριο, γιατί, προς έκπληξη των γιατρών, το ξεπέρασε σχεδόν αμέσως.

«Μοιάζει του προπάππου του, του Ντόσον», έλεγε χαμογελώντας ο Τζέιμς στην Ντελόρις, για να την καθησυχάσει.

Ο Ντόσον πράγματι είχε επιζήσει, ξεπερνώντας δεκάδες αρρώστιες, ατέλειωτες κακουχίες στις αρχές του 20ού αιώνα.

Είχε νικήσει μέχρι και «την ασθένεια των μαύρων», όπως αποκαλούσαν τότε τη φυματίωση.

Περίμενε τον εγγονό του, τον Τζέιμς, πίσω στη Βόρεια Καρολίνα, στο περβάζι του φτωχόσπιτου, όπου η οικογένεια ζούσε μαζί με τον Τζέιμς Τζούνιορ και τη μικρή Ντελόρις.

Δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε στο Μπρούκλιν, εάν η μητέρα τους είναι καλά, αν απέκτησαν αδερφό ή αδερφή.

Το μόνο πράγμα που μετρούσε εκείνη τη στιγμή ήταν πως το βρέφος ήταν καλά.

Η νεαρή μάνα πήρε επιτέλους στην αγκαλιά της το μωρό, δακρυσμένη το φίλησε και του ψιθύρισε «καλώς ήρθες στον κόσμο, Μάικλ».

Αυτή είναι η ιστορία της γέννησης του Μάικλ Τζέφρι Τζόρνταν, του καλύτερου μπασκετμπολίστα όλων των εποχών, του ανθρώπου που άλλαξε τον ρου ενός ολόκληρου αθλήματος.

Πέρασαν χρόνια, δεκαετίες από τότε που ως νεογνό πάλευε με την πνευμονία στη ΜΕΘ του Cumberland Hospital και, χάρη στο dna τού σκληροτράχηλου και με ατέλειωτη φυσική δύναμη προπάππου του, επέζησε.

Αιμορραγούσε από τη μύτη μέχρι τα πέντε του χρόνια πολύ συχνά, εξακολουθεί να πάσχει από ρινορραγία και λάμβανε, όταν ήταν αθλητής, ειδική αγωγή, ώστε να ενδυναμώσει τα αγγεία της μύτης του.

Δεν μεγάλωσε στο Μπρούκλιν, γιατί ο Τζέιμς και η Ντελόρις πέντε μήνες μετά τη γέννησή του επέστρεψαν πίσω στο Κάλικο Μπέι Ρόουντ στα περίχωρα του Τίτσεϊ και του Γουάλας της Βόρειας Καρολίνας.

Η Ντελόρις ήταν έγκυος στο πέμπτο παιδί, ο Τζέιμς είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του και είχε προσληφθεί στο εργοστάσιο της General Electric στο Καστλ Κέιν, κοντά στο Γουίλμινγκτον.

Ο Μάικλ, μικρός ακόμη, δεν σταμάτησε να λαχταρά τους γονείς του.

Μόλις είχε κλείσει τα δύο του χρόνια, όταν άρπαξε τα καλώδια που είχε συνδέσει ο πατέρας του στην πίσω αυλή του σπιτιού και χτυπήθηκε από το ρεύμα.

Πετάχτηκε δυο μέτρα πίσω, αλλά, αντί να κλάψει, γέλασε.

Ήταν άτακτος, παρά την αυστηρότητα της μητέρας του, εξακολουθούσε να κάνει σκανδαλιές και παράτολμα παιχνίδια, όπως μιαν άλλη φορά, οπότε είχε στοιβάξει όλες τις καρέκλες του κήπου και είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή, για να αποδείξει ότι μπορεί να πετάξει.

Εκείνο το παράτολμο εγχείρημα τού κόστισε μια πολύ σοβαρή πληγή στο δεξί του χέρι.

Καμία από τις δεκάδες σκανδαλιές όμως δεν συγκρίνεται με αυτό που έκανε στα τέσσερά του χρόνια, όταν σε ένα στοίχημα με τον ξάδερφό του δέχτηκε να κόψει το δάχτυλό του, για να αποδείξει απλώς ότι μπορεί να το κάνει.

Τα αίματα και τα κλάματα τού μικρού Μάικ, όταν τον μάζεψε η μητέρα του, δεν του άλλαξαν τον χαρακτήρα, εξακολούθησε να θέλει να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, πάντοτε ήθελε “ακροατήριο”, όταν έπαιζε, και μονίμως του άρεσαν τα εξεζητημένα παιχνίδια.

Όταν η οικογένεια ξαναμετακόμισε το 1968 για το Γουίλμινγκτον, προκειμένου ο Τζέιμς να είναι κοντά στη δουλειά του, ο Μάικ ήταν ήδη πέντε ετών και, χωρίς να το γνωρίζει, η ζωή του θα άλλαζε, όπως και ολόκληρη η ζωή της Αφροαμερικανικής κοινότητας στις ΗΠΑ.

Δεν είχε ολοκληρωθεί καν η μετακόμιση, όταν η είδηση της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ συγκλόνισε ολόκληρη την Αμερική και ξαναέφερε στην επιφάνεια το -κρυμμένο κάτω από το χαλί- πρόβλημα του ρατσισμού.

Τα πράγματα στο Γουίλμινγκτον δεν ήταν ρόδινα, ο ψηφισθείς υπό την πίεση της δολοφονίας τού Κινγκ νέος νόμος για μεικτά σχολεία λευκών και μαύρων δεν βελτίωσε την κατάσταση.

Όταν ο μικρός Μάικ πήγαινε στο Δημοτικό, στα σχολεία των ΗΠΑ ίσχυε η φυλετική διάκριση, υπήρχαν τα σχολεία των λευκών και τα σχολεία των μαύρων.

Από τύχη, τον Φεβρουάριο του 1971, ο οκτάχρονος τότε Μάικλ δεν περνούσε έξω από το παντοπωλείο της γειτονιάς, όταν βομβαρδίστηκε.

Η επίθεση έγινε από μια ομάδα 10 ατόμων που ονομάστηκαν «The Wilmington Ten» και η δίκη τους επηρέασε και απασχόλησε ολόκληρη την Αμερική.

Η ζωή τής οικογένειας αναταράχθηκε, ο Μάικλ από ένα χαρωπό και υπερκινητικό παιδί έγινε απότομο, έβγαλε στην επιφάνεια άγνωστα στοιχεία του χαρακτήρα του.

Εκείνο το καταραμένο καλοκαίρι τού συνέβη και ένα περιστατικό που σημάδεψε ολόκληρη την παιδική του ηλικία.

Κολυμπούσε με έναν φίλο του στη θάλασσα, το άλλο παιδί πανικοβλήθηκε από κάποια μεγάλα κύματα και πνίγηκε. Προσπάθησε να κρατηθεί από τον μικρό Μάικ, ο οποίος όμως τον έσπρωξε μακριά για να σωθεί. Το συμβάν καθόρισε την σχέση τού Τζόρνταν με το νερό, ουδέποτε αγάπησε το νερό, έκτοτε το απέφευγε με κάθε τρόπο.

Η οικογένεια μετά και από αυτό το συμβάν μετακόμισε και πάλι σε μια “μεικτή” γειτονία, το Γουίβερ Έικρες, και προσπάθησε να εμφυσήσει στα παιδιά, και κυρίως τον Μάικλ, μια διαφορετική κουλτούρα, μακριά από φυλετικές διακρίσεις και βία.

Πράγματι, πολύ γρήγορα ο μικρός απέκτησε και τον πρώτο του λευκό φίλο, τον Ντέιβιντ Μπρίτζερς, έναν συμμαθητή του, γιο ενός ταξιτζή που γνώριζε ο πατέρας του.

Είχε χάσει όμως και την ενέργειά του και τη θέληση για καινούργια πράγματα.

Σε εκείνο το κρίσιμο σημείο της ζωής του έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο ο πατέρας του που τον έπεισε να πιάσει ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ και να αθληθεί.

Μαζί με τον Ντέβιντ, ο Μάικ ξεκίνησε να παίζει μπέιζμπολ, να πλησιάζει πιο κοντά στον αθλητισμό, στον οποίον από την αρχή ήθελε να τον σπρώξει ο Τζέιμς Τζόρνταν.

Ο πατέρας του άλλωστε ήταν μεγάλος sports fan, του άρεσε το μπέιζμπολ, το μπάσκετ, το αμερικανικό ποδόσφαιρο, ήθελε τα παιδιά του να ακολουθήσουν τα χόμπι του.

Στην περίπτωση και του μικρού του γιου, ήταν και μια καλή ευκαιρία να βγει από μια δίνη εσωστρέφειας και πολλούς κινδύνους που είχαν τις ρίζες τους κυρίως στον ρατσισμό και τις κοινωνικές ανισότητες.

Έπαιζε μπέιζμπολ με τα αδέλφια του και τον πατέρα του στην πίσω αυλή, του άρεσε να κρατάει το ρόπαλο και να χτυπά τη μπάλα όσο πιο μακριά μπορούσε, μέχρι που στην εφηβεία ο πατέρας του αποφάσισε να αγοράσει και να μοντάρει μια μπασκέτα στο γκαράζ.

Ο μεγάλος αδελφός, Λάρι, άρχισε αμέσως να παίζει μπάσκετ και φυσιολογικά ακολούθησε και ο Μάικ, παρόλο που γκρίνιαζε, γιατί του άρεσε περισσότερο το μπέιζμπολ.

Πολύ γρήγορα ο εγωισμός του τον ώθησε να θέλει να γίνει καλύτερος από τον αδερφό του, αλλά έχανε συνέχεια λόγω της διαφοράς ηλικίας και του δυσανάλογου ύψους και της δύναμης.

Ο Λάρι ποτέ δεν τον άφηνε να κερδίσει, ξημεροβραδιάζονταν σε εκείνη την μπασκέτα, μέχρι να τους βάλει η Ντελόρις τις φωνές για να μπουν στο σπίτι, επειδή είχε βραδιάσει.

Ο Μάικ έμπαινε κάθε φορά σκασμένος. Πάλι είχε φύγει χαμένος, αλλά υποσχόταν στον αδερφό του ότι την επόμενη φορά θα τον κερδίσει.

Ουσιαστικά από εκείνα τα “μονά” στην αυλή των Τζόρνταν ξεκίνησε να ξετυλίγεται το κουβάρι ενός μύθου.

Τα Παιδικά Χρόνια

Τα αδέρφια στο Laney High School είχαν ήδη γίνει γνωστά για το ταλέντο και την αντιπαλότητά τους.

Ήδη από το 1975 σε ένα παλιό γυμναστήριο του Γουίλμινγκτον, όπου διεξάγονταν κάποια μίνι-τουρνουά, όλοι ήθελαν στην ομάδα τους τους αδερφούς Τζόρνταν.

Στην αρχή διάλεγαν πρώτον τον Λάρι, πολύ γρήγορα όμως επέλεγαν «το μικρό» που τρίμπλαρε πολύ γρήγορα, πηδούσε πολύ ψηλά και δεν έχανε την μπάλα με τίποτα.

Για την ακρίβεια, ούτε την έδινε, αλλά αυτή η συμπεριφορά ήταν απόλυτα φυσιολογική για έναν 13χρονο που έπαιζε εναντίον μεγαλυτέρων του και είχε συνηθίσει να παίζει μπάσκετ κόντρα στον αδερφό του.

Ο Μάικλ πολύ γρήγορα έγινε η ατραξιόν του γυμναστηρίου, ο πιο νεαρός σε ηλικία παίκτης που επελέγη για μεγαλύτερα τουρνουά σε ολόκληρη την Πολιτεία.

Παρά τη χαρά του, εξακολουθούσε να είναι κλεισμένος στον εαυτό του. Και αυτή τη φορά ο λόγος ήταν πολύ σοβαρός.

Μετά από έναν τυχαίο καυγά της μητέρας του με τη μεγαλύτερη αδερφή του, η Σις (την φώναζαν έτσι, επειδή είχε το ίδιο όνομα με τη μητέρα της) αποκάλυψε ότι ο πατέρας της την παρενοχλεί σεξουαλικά κατ’ εξακολούθηση.

Λεπτομέρειες για αυτήν την θλιβερή ιστορία έχει αναφέρει η Σις Τζόρνταν στο βιβλίο της «In My Familys Shadow» και, όπως είναι απολύτως φυσιολογικό, η οικογένεια τινάχτηκε στον αέρα. 

Ο Μάικλ ασφαλώς ούτε γνώριζε ούτε μπορούσε να καταλάβει ακριβώς περί τίνος επρόκειτο. Ήταν 15 χρόνων, όταν η αδελφή του τον χαιρέτησε και έφυγε από το σπίτι.

Αργότερα, η Σις παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, αλλά ουδέποτε γλύτωσε από την κατάθλιψη και τα προβλήματα.

Ο αδερφός της έθαψε πολύ βαθιά μέσα του την ιστορία της και αφοσιώθηκε στα σπορ.

Ήταν ακόμη μοιρασμένος μεταξύ μπέιζμπολ και μπάσκετ, ο πατέρας του τον έσπρωχνε στο μπέιζμπολ, εκείνος ήθελε πιο πολύ το μπάσκετ, αλλά, για να μην κακοκαρδίσει τον Τζέιμς Τζόρνταν, άφησε για λίγο την πορτοκαλί μπάλα στο περιθώριο.

Για αρκετόν καιρό συμμετείχε στη Βaby Ruth League κι έμοιαζε αποφασισμένος να ασχοληθεί σοβαρά με το μπέιζμπολ.

Τα γεγονότα στο σπίτι ωστόσο διαδέχονταν το ένα το άλλο.

Την ίδια χρονιά όπου η Σις έφυγε από το σπίτι, ο “βιονικός” προπάππους, Ντόσον, πέθανε. Ο Μάικ είχε μια πολύ καλή σχέση μαζί του και το έφερε βαρέως.

Η κατάσταση στο σπίτι, το γεγονός ότι στο μπέιζμπολ είχε μόνο έναν Αφροαμερικανό συμπαίκτη και ένα περιστατικό στο σχολείο τον έφτασαν στα όριά του.

Μια κοπέλα τον αποκάλεσε «αράπη», της επιτέθηκε, αποβλήθηκε από το σχολείο και έκτοτε ανέπτυξε έντοντες ρατσιστικές τάσεις, σε βαθμό να παραδεχτεί πολλά χρόνια αργότερα ότι υπήρξε βαθύτατα ρατσιστής με όλους τους λευκούς στα χρόνια της εφηβείας και τα πρώτα χρόνια του πανεπιστημίου.

Εξαιτίας της αποστροφής του για οτιδήποτε “λευκό” εκείνη την εποχή, αποφάσισε να κλείσει και το κεφάλαιο μπέιζμπολ και να αφιερώσει την ενέργειά του στο μπάσκετ.

Μετά την αποβολή, πήγε στο DC Virgo Middle School, όπου ξεκίνησε επί της ουσίας να παίζει με συνέπεια μπάσκετ.

Ήταν ήδη αρκετά ψηλός για την ηλικία του, αλλά βασικά του προσόντα ήταν η ταχύτητα και η απίστευτη επαφή με το καλάθι.

Στο ντεμπούτο του στο Virgo σκόραρε 44 πόντους, οι υπόλοιποι όλοι μαζί είχαν πετύχει 10.

Οι γυμναστές είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό, ο μικρός δεν ήταν απλώς αθλητικός αλλά ένα ακατέργαστο ταλέντο που έβαζε καλάθι όπως και απ’ όπου ήθελε, πηδούσε πιο ψηλά απ’ όλους και τα μόνα του ψεγάδια ήταν ότι έβγαζε την γλώσσα του, όταν έκανε μπάσιμο, και ότι έβριζε (από τότε) τους αντιπάλους, όταν τους διέσυρε με τις κινήσεις του.

Το καλοκαίρι ψήλωσε απότομα, το κορμί του έπαψε να είναι δεμένο, με αποτέλεσμα με το ξεκίνημα της καινούργιας σχολικής σεζόν να είναι ο πιο ψηλός της τάξης, με πολύ λεπτά και μακριά άκρα.

Στον πρώτο αγώνα έβγαλε τον ώμο του, έμεινε στο έδαφος σφαδάζοντας από τον πόνο, προτού φτάσει η μητέρα του για να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο.

Έμεινε πολλές εβδομάδες, μέχρι να επανέλθει ο ώμος του, και, όταν επέστρεψε στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάρει φόρα και να καρφώσει στην μπασκέτα του γκαράζ με όση δύναμη είχε.

Δεν ένιωσε ενόχληση, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και μπήκε αμίλητος στο σπίτι.

Ήξερε ότι το λύκειο του Laney τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες, όχι τόσο για τα «C» του ελέγχου προόδου του όσο για τις ξακουστές από το γυμνάσιο ικανότητές του στο μπάσκετ.

Μπήκε στην ομάδα αμέσως, αλλά και πάλι δεν έκανε φίλους.

Ο μοναδικός του φίλος ήταν η πορτοκαλί μπάλα, μόνο μαζί της έβρισκε τη γαλήνη του και αισθανόταν αποδεκτός από τους γύρω του, γιατί μόνο με την πορτοκαλί μπάλα ήταν ξεχωριστός.

Το όνειρό του ήταν να γίνει επαγγελματίας, μεγάλος και τρανός αθλητής, όπως άλλωστε και όλα τα παιδιά της ηλικίας του.

Κάπου εκεί, παρενεβλήθη η Ντελόρις, η οποία, φοβούμενη ότι ο γιος της θα καταλήξει ένα ακόμα αμόρφωτο αγόρι του γκέτο, του έθεσε απαράβατο όρο να είναι μελετηρός και, μέχρι να φέρει έστω κάποιους καλούς βαθμούς, να σταματήσει το μπάσκετ.

Ο Μάικλ πληγώθηκε, κόπηκε από την ομάδα για ένα διάστημα, αλλά ήταν αδύνατον να μείνει μακριά από το μοναδικό πράγμα που τον έκανε ξεχωριστό.

Επανήλθε πολύ γρήγορα, τα θαυματουργά του χέρια φόρτωσαν τα αντίπαλα καλάθια με 28 πόντους μ.ο. στη σεζόν και ξεπατίκωνε κινήσεις του Τζούλιους Έρβινγκ που έκαναν το κοινό και τα κορίτσια να παραληρούν.

Πιο πολύ απ’ όλες του άρεσε η κίνηση του «Doctor J, να “γραπώνει” την μπάλα με το ένα χέρι και να καρφώνει, αφού τη νανουρίσει στο χέρι σαν μωρό στην κούνια.

Οι Αμερικανοί που είναι ειδικοί σε κάτι τέτοια, έχουν ονομάσει την κίνηση «Rock the baby» και ο Τζόρνταν ήταν συνεπαρμένος από την εντυπωσιακή κίνηση του γιατρού.

Οι Μπακανίρς (έτσι λεγόταν η ομάδα του Λυκείου) προκρίθηκαν άνετα στα play offs, αλλά περιέργως ο Τζόρνταν δεν επελέγη στην τελική δεκάδα του τελικού τουρνουά για την είσοδο στους πολιτειακούς αγώνες, επειδή ήταν ο μικρότερος.

Η οργή του ήταν απίστευτη, τα έβαλε με όλους και όλα, έφτασε στο σημείο να φωνάζει πίσω από τον πάγκο ότι θέλει να χάσουν.

Όλο το καλοκαίρι παρακαλούσε τον Θεό να μεγαλώσει και να ψηλώσει κι άλλο, έβαλε τη μητέρα του να τον πάει σε ειδικό γιατρό για να διαπιστώσει εάν έχει περιθώρια ανάπτυξης και εάν θα περάσει το 1.90μ. σε ύψος.

Ήταν τόση η μανία του ώστε κάθε μέρα έκανε ασκήσεις στην αυλή του σπιτιού για να ψηλώσει , δυνάμωνε τα πόδια του και έκανε διαρκώς άλματα.

Πράγματι, όταν μπήκε στη Β’ Λυκείου, ήταν ήδη 1.89μ., ένα ύψος πολύ πάνω από τον μ.ο. της εποχής και σε συνδυασμό με το -πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμο για έναν playmaker- εξωπραγματικό άλμα του.

Μαγεμένος είχε παρακολουθήσει τη μάχη του Μάτζικ Τζόνσον και των Σπάρτανς εναντίον του Λάρι Μπερντ και των Σίκαμορς, και αποφάσισε ότι, για να γίνει ο καλύτερος, πρέπει να συνδυάσει τα προσόντα και τα δυνατά σημεία και των δύο.

Προτιμούσε βέβαια τον Μάτζικ ξεκάθαρα, λόγω του χρώματος στο δέρμα του, σε βαθμό να γράψει στην πινακίδα του πρώτου αυτοκινήτου που του χάρισαν οι γονείς του το… καθόλου μετριοπαθές «Μάτζικ Μάικ».

Ήταν η καλύτερη περίοδος στα σχολικά του χρόνια. Είχε ψηλώσει, είχε βρει την πρώτη του φιλενάδα (για την ιστορία, ονομαζόταν Λακέτα Ρόμπινσον), τα χέρια του ήταν δυσανάλογα μακριά, τα δαχτυλά του τεράστια, η επιρροή τού Μάτζικ στο παιχνίδι του εμφανής.

Πλέον δεν έδινε την μπάλα μόνο από το αριστερό στο δεξί, αλλά πάσαρε και στους συμπαίκτες του, γινόταν πιο συμπαθής, αυτή τη φορά αποκλείεται να “κοβόταν” από την ομάδα και να περιοριζόταν στις προπονήσεις.

Είχε γίνει ένας μοντέρνος point guard, η φήμη του είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της γειτονιάς του και από ένα τυχαίο γεγονός τον έμαθε και ολόκληρη η Πολιτεία.

Ο Μπόμπι Κρέμμινς, ο 31χρονος κόουτς του Appalachian State, ήταν τυχαία στο Γουίλμινγκτον για δουλειές και, επειδή άκουγε συνεχώς το όνομα τού Τζόρνταν σε διαφορετικές παρέες, πήγε επί τούτου στο Laney High, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι εάν όντως οι γνωστοί του είχαν δίκιο. Αυτό που αντίκρυσε τον άφησε άναυδο.

Τηλεφώνησε αμέσως στον φίλο του, Μπομπ Γκίμπονς, έναν τοπικό δημοσιογράφο, και του είπε απλώς «αυτό πρέπει να το δεις, Μπομπ, δεν το έχεις ξαναδεί ποτέ».

Παρακινούμενος από την περιέργειά του και ο Γκίμπονς, ταξίδεψε στο Γουίλμινγκτον και έμεινε κι αυτός με τη σειρά του άναυδος.

Έγραψε ό,τι είδε στην εφημερίδα και τα τηλέφωνα πήραν φωτιά.

Ήταν η πρώτη φορά που το προπονητικό τιμ από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας ήρθε σε επαφή με τον Τζόρνταν και ενδιαφέρθηκε για εκείνον.

Του δόθηκαν ειδικές εντολές προπόνησης, ασκήσεις για να βελτιώσει το αδύναμο χέρι, το πράγμα γινόταν πλέον σοβαρό και δεν περιοριζόταν σε ένα παιδί που απλώς έπαιζε μπάσκετ και εντυπωσίαζε τα κορίτσια στο σχολείο.

Τον πήραν στο summer camp του Appalachian State και του έκαναν ατομική προπόνηση, τον έμαθαν να σουτάρει αμέσως μετά την τρίμπλα, του δίδαξαν τις πρώτες τακτικές και τα πρώτα αληθινά plays της καριέρας του.

Κάθε φορά που ο Μάικ έμοιαζε εξαντλημένος από την κούραση, του έλεγαν να κλείσει τα μάτια και να φανταστεί τον φοριαμό του στο UNC με το όνομά του καρφωμένο επάνω. Ο Τζόρνταν μόνο και μόνο με αυτό άντεχε ακόμα δυο ώρες προπόνηση.

Λίγο μετά, τον κάλεσε ο προπονητής του στο Laney για να του δώσει τη φανέλα της σεζόν. Ο κόυτς Χέρινγκ τού πρότεινε τα δύο ελεύθερα νούμερα από τους απόφοιτους που είχαν φύγει για το κολέγιο. Τα ελεύθερα νούμερα ήταν το «23» και το «33».

Δεν χρειάζεται, φαντάζομαι, να επισημάνουμε ποιον αριθμό φανέλας επέλεξε.

Κάπως έτσι… εγένετο «23», ο μαγικός αριθμός που επηρέασε χιλιάδες παιδάκια ανά την υφήλιο και τα παρακίνησε να αρπάξουν μια μπάλα του μπάσκετ και να αρχίσουν να τη μπιστάνε στο έδαφος.

Σκάρτα 17 και ήδη έχουμε μπει σε τροχιά Τζόρνταν.

Πρώτος αγώνας της σεζόν, το κοντέρ γράφει 35 για το «23», οι Μπακανίρς κερδίζουν 81-79 στην παράταση.

Αυτό ήταν, η απογείωση είχε ξεκινήσει, ο Τζόρνταν δεν ξαναπροσγειώθηκε ποτέ, για ολόκληρη τη σεζόν έβγαζε την γλώσσα έξω και κάρφωνε, σούταρε, πάσαρε, έκοβε, έκανε τα πάντα, αναγκάζοντας τον βοηθό τού Ντιν Σμιθ, Μπιλ Γκάθριτζ, να πάει να τον δει από κοντά.

Ο Γκάθριτζ ξαναπήγε. Και ξαναπήγε. Και ξαναπήγε. Ο Τζόρνταν το έμαθε μόνο στην τελευταία επίσκεψη, τον Ιανουάριο του 1980, και τρελάθηκε από τη χαρά του.

Έγινε βέβαια λίγο πιο ατομιστής, αλλά ήξερε ότι ο σπόρος είχε ήδη φυτευτεί και πλησίαζε πολύ κοντά στην εκπλήρωση τού (τότε) ονείρου του.

Στον πάγκο του Laney High ήταν και ο Λάρι Τζόρνταν, o Μάικ συχνά πυκνά γυρνούσε το κεφάλι και έκλεινε το μάτι στον αδερφό του, θυμόταν εκείνα τα “ένας εναντίον ενός” στο γκαράζ και αναλογιζόταν πόσο τον βοήθησαν.

Έκλεισε τη σχολική σεζόν με 24. πόντους και 11.9 ριμπάουντς μ.ο.

Το καλοκαίρι, ο Ντιν Σμιθ τον κάλεσε στο camp των Ταρ Χιλς. Ζήτησε να γνωρίσει και τους γονείς του, προκειμένου να αποκρυσταλλώσει μια ολοκληρωμένη άποψη για αυτό το πολύ ενδιαφέρον prospect.

Φρόντισε προπονητές και συμπαίκτες εμπιστοσύνης να τον πιέσουν, να δοκιμάσουν τα όριά του, για να διαπιστώσουν με ποιον ακριβώς έχουν να κάνουν. Είδαν ακριβώς ό,τι είχαν δει όλη την χρονιά στο Laney.

O Τζόρνταν ήταν ταύρος μαινόμενος, κάθε φορά που πατούσε το παρκέ, διέλυε τους πάντες στο διάβα του, με αποτέλεσμα ο Σμιθ να θέλει να τον δοκιμάσει στο απόλυτα υψηλό επίπεδο και να τον στέλνει στο φημισμένο camp του Pittsburgh, όπου συμμετείχαν οι καλύτεροι παίκτες της χώρας.

Ο Μάικ, όταν πάτησε το πόδι του στο κλειστό και είδε όλους τους All Americans μαζεμένους, λούστηκε με κρύο ιδρώτα. Τα χέρια του έτρεμαν, σκέφτηκε ότι ήταν ο χειρότερος εκεί μέσα, ένα χωριατόπαιδο από το ταπεινό Γουίλμινγκτον απέναντι σε μελλοντικούς θρύλους του ΝΒΑ. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος.

Πρώτη επίθεση στο “διπλό”, τον παίζουν σκυλίσια άμυνα, όταν σταματά την τρίμπλα, είναι τρεις επάνω του. Σηκώνεται να σουτάρει. Και σηκώνεται και σηκώνεται και σηκώνεται, μέχρι που αντιλαμβάνεται ότι τα χέρια των αμυντικών είναι κάτω από το πρόσωπό του.

Το jump shot είναι εύστοχο, ο ιδρυτής του five star camp, Χάουαρντ Γκαρφίνκελ, έχει σηκωθεί όρθιος στο γραφείο του, απ’ όπου έριχνε κλεφτές ματιές στο παρκέ.

Έχει μείνει ενεός. Θα τηλεφωνήσει αμέσως στον Γκάθριτζ: «Είναι ένας παίκτης της μίας κατοχής». «Παίκτη της μίας κατοχής» αποκαλούμε αυτόν που δεν χρειάζεται να δούμε δεύτερη φορά.

Ο Τζόρνταν έχει καταπλήξει ακόμα και τον εαυτό του, παίζει σαν να έχει φτερά στα πόδια, ίπταται πάνω απ’ όλους τους Αll Americans, δεν μπορεί να τον σταματήσει κανείς.

Εκείνο είναι το κομβικό σημείο που αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ότι δεν είναι απλώς ξεχωριστός αλλά μοναδικός.

Σε 20 λεπτά σκοράρει 40 πόντους, ξαφνικά όλοι οι scouts αρχίζουν να ψάχνουν στις σημειώσεις και τα yearbooks το όνομα Μάικλ Τζόρνταν. Δεν είναι καν στη λίστα των 650 Αll Αmericans της χρονιάς.

Εκείνο το camp ήταν το σημείο μηδέν στην καριέρα τού Τζόρνταν, γεννήθηκαν μύθοι και πραγματικότητες για το αγόρι από το Γουίλμινγκτον, με αποκορύφωμα τα urban legends ότι οι συμπαίκτες του τον είδαν με τα μάτια τους να πιάνει την επάνω γωνία του ταμπλό, κάποιοι άλλοι ότι είδαν τη σόλα του παπουτσιού του, ενώ τους περνούσε στον αέρα για να καρφώσει με δύναμη στο καλάθι και άλλα πολλά.

Το Five Star ήταν η αιτία να γίνει γνωστός σε ολόκληρη την “εσωτερική” μπασκετική κοινότητα των ΗΠΑ, τους ανθρώπους που πραγματικά μετράνε και καθορίζουν καριέρες.

Ο μοναδικός που αρνείτο να αποδεχτεί την πραγματικότητα ήταν ο πατέρας του που ήθελε ακόμη να κάνει τον γιο του επαγγελματία του μπέιζμπολ. Πιθανώς, γιατί αυτό ήταν το όνειρο τού Τζέιμς. Δεν ήταν όμως το όνειρο τού Μάικ.

O Γκαρφίνκελ βέβαια φρόντισε να διαρρεύσει στους δημοσιογράφους ότι ο πιτσιρίκος που λείπει από τη λίστα απλώς έμενε “κρυμμένος” από τον Σμιθ και -κατά την άποψή του- όχι απλώς ανήκει στην ελίτ των Αll Αmericans αλλά υπολείπεται μόνον του κορυφαίου της λίστας, του θηρίου με το όνομα Πάτρικ Γιούιν.

Αυτό ήταν και το πρώτο άτυπο “one on one των δύο μετέπειτα θρύλων του NCAA και του ΝΒΑ, δυο μορφών που συναντήθηκαν ουκ ολίγες φορές στην καριέρα τους, χαρίζοντάς μας ομηρικές μάχες και συγκλονιστικές σειρές αγώνων.

Επιστρέφοντας στα μεθεόρτια του Five Star, ο Σμιθ πλήρωσε τη διστακτικότητά του να “κλείσει” από νωρίς τον Τζόρνταν.

Πλέον είχε να αντιμετωπίσει και το έντονο φλερτ των υπόλοιπων προπονητών από διόλου ευκαταφρόνητα κολεγιακά προγράμματα, με πρώτο και καλύτερο το Syracuse και τον προπονητή του, Μπρένταν Μαλόουν, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να τον φέρει στους Όραντζ.

Ο Τζόρνταν αρνήθηκε το -διακριτικό είναι η αλήθεια- pressing του Syracuse και όλοι υπέθεσαν ότι στον νου του είναι μόνο οι Ταρ Χιλς.

Εκείνος όμως είχε φτιάξει πια στο μυαλό του το δικό του παραμύθι, κοιμόταν και ξυπνούσε με το ίδιο όνειρο: να παίξει για τον κόουτς Λάρι Μπράουν στο UCLA, το Πανεπιστήμιο του Καρίμ, του Γούντεν, του Γκούντριτς, του μεγάλου Μπιλ .

Η κλήση από το Λος Άντζελες όμως δεν ήρθε ποτέ, το όνειρο του Τζόρνταν έμεινε καλά κλεισμένο στο συρτάρι του, μέχρι που το δημοσιοποίησε πολλά χρόνια αργότερα σε μια ειλικρινή συνέντευξη, στο «Late Show» με τον Ντέιβιντ Λέτερμαν.

Το North Carolina at Chapel Hill το επέλεξε, όταν ένα Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου, οπότε του έκαναν το παραδοσιακό τουρ, αντίκρισε στον διάδρομο τον “πολύ” Πάτρικ Γιούιν.

Ακόμη ήταν άγουρος, προσέβαλε τον Γιούιν, τον έβρισε άσχημα. «Θα σου κάνω, θα σου δείξω».

Πάντα ήταν φωνακλάς και trashtalker ο Τζόρνταν, αλλά εκείνα τα χρόνια ακόμα περισσότερο.

Η απόφαση είχε σχεδόν ληφθεί, το UNC είχε φροντίσει παράλληλα να πείσει τον Τζέιμς και την Ντελόρις και τα πράγματα έγιναν αμέσως απλούστερα.

Τα Χρόνια Του Κολεγίου

Πρωτομηνιά του Νοεμβρίου του 1980 έκανε την επίσημη ανακοίνωση, μπροστά σε δύο μικρόφωνα τοπικών σταθμών στην αυλή του σπιτιού του, ότι θα πάει στο UNC για να παίξει για τον Ντιν Σμιθ.

Μετά, οι κάμερες μπήκαν στο σπίτι, έστησαν το σκηνικό πιο “επαγγελματικά”, κάθισε στο κέντρο του καναπέ ανάμεσα στους γονείς του που καμάρωναν και απέδιδαν στο 100% το αμερικανικό όνειρο για κάθε οικογένεια Αφροαμερικανού στις ΗΠΑ.

Η μίνι συνέντευξη έκλεισε με τον Μάικ να τονίζει πως την τελευταία του χρονιά στο Λύκειο θέλει να την ολοκληρώσει Πρωταθλητής. Το Laney κλείνει τη σεζόν με ρεκόρ 19-4, ο Τζόρνταν αριθμεί 27.8 πόντους και 12 ριμπάουντς, η τελευταία του σεζόν είναι η καλύτερη.

Ο ημιτελικός με το New Hanover θα σοκάρει τους πάντες, το Laney θα χάσει εντός έδρας, ο Τζόρνταν θα φύγει με σκυμμένο το κεφάλι, είναι το μοναδικό παιχνίδι για το οποίο δεν έχει βγάλει λέξη εδώ και 40 χρόνια.

Την ήττα μπορεί να μην τη χώνεψε ποτέ, μπροστά του όμως είχε την πρόκληση του NCAA και τους αγώνες στην καλύτερη περιφέρεια του Πρωταθλήματος, την Atantic Coast Conference (ACC), στην οποία λάμβαναν μέρος τα πιο δυνατά κολέγια, με τα πιο επίπονα προγράμματα.

Στο UNC έμαθε πάνω απ’ όλα ότι δεν μετράνε τόσο τα ατομικά στατιστικά όσο η προσήλωση στο πλάνο, η εκμετάλλευση του συνόλου των δυνατοτήτων της ομάδας και η χημεία.

Αυτά ήταν άλλωστε και τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού που δίδασκε ο Σμιθ, στοιχεία που ο ατομιστής Τζόρνταν συναντούσε για πρώτη φορά στη ζωή του.

Η επαφή με την αγωνιστική πειθαρχία ήταν αρκετά δύσκολη στην αρχή, ήταν πολύ δύσκολο για τον Μάικ να αποδεχθεί ότι δεν φτάνει μόνο το ταλέντο -ακόμα κι αν αυτό είναι εξωπραγματικό- και πρέπει να μάθει από την αρχή τα βασικά του αθλήματος.

Όταν όμως παρατηρούσε τους τεταρτοετείς να πειθαρχούν αδιαμαρτύρητα και συμπαίκτες, όπως ο Τζέιμς Γουόρθι και ο Σαμ Πέρκινς, να εμπιστεύονται τυφλά τον Σμιθ, κατάλαβε ότι πρέπει να συνθηκολογήσει και εν τέλει να πειθαρχήσει για να γίνει καλύτερος.

Ο Σμιθ ήταν ένας σκληρός αλλά δίκαιος άνθρωπος, το πρόγραμμά του είχε και κάποιες παράλογες απαιτήσεις (όπως ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός κάθε Κυριακή για κάθε freshman), όμως όλα εξισορροπούσαν με την πανδαισία μπάσκετ σε όλες τις εκδηλώσεις των Ταρ Χιλς.

Ο Σμιθ δεν ήταν μόνο προπονητής, ήταν μέντορας, πατέρας, δάσκαλος, ένας γκουρού του αθλήματος που σε κέρδιζε αποδεικνύοντάς σου μέσα στο παρκέ ότι έχει δίκιο.

Μπορεί να τον αμφισβητούσες, αλλά, όταν το σύστημα έβγαινε με μαγικό τρόπο, καταλάβαινες τη σημασία του σκριν, τον χρόνο του κρος, τη ζώνη, την επιλογή στο τέμπο.

Όλα αυτά για τον Τζόρνταν ήταν άγνωστες λέξεις στο Λύκειο, πολύ απλά γιατί τότε έπαιρνε την μπάλα και απλώς την έβαζε στο καλάθι.

Πέρασε απ’ όλες τις βαθμίδες, ο Σμιθ τον προσγείωσε μάλλον ανώμαλα, τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε ότι έχει μεγάλο στόμα και πρέπει να σέβεται τους μεγαλυτέρους.

Τον κέρδισε, όταν του μίλησε πατρικά και του εξήγησε ότι η επιδειξιομανία δεν οδηγεί πουθενά. «Ακούω ότι θέλεις να σε φωνάζουν Μάτζικ, ότι στο αυτοκίνητό σου έχεις τοποθετήσει και πινακίδες που σε αναφέρουν σαν Μάτζικ Μάικ. Πρώτον, Μάτζικ είναι κάποιος άλλος, άρα θέλεις να γίνεις κάποιος άλλος. Και δεύτερον, Μάικ λέμε τον κολλητό μας στην εστία ή τον θείο που φέρνει μπύρες στο μπάρμπεκιου της Κυριακής. Δεν θα βγεις από το δωμάτιο, εάν δεν αποφασίσεις ποιος είσαι. Γιατί ούτε ο Μάτζικ Τζόνσον είσαι ούτε ο θείος Μάικ που μου φέρνει μπύρες».

Ο Τζόρνταν στην αρχή εκνευρίστηκε, μετά σάστισε και έδειχνε σκεπτικός. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.

Ο Σμιθ το κατάλαβε και κοιτώντας τον στα μάτια τού είπε ευθέως: «Είσαι ο Μάικλ Τζόρνταν. Στο εξής όλοι θα σε φωνάζουν Μάικλ, γιατί θα γίνεις ο Μάικλ Τζόρνταν».

Ψαρωμένος ο freshman πρώην παλληκαράς από το Γουίλμινγκτον είπε μόνο «Είμαι ο Μάικλ Τζόρνταν» και βγήκε από το γραφείο.

Έδωσε μεγάλη μάχη να τιθασεύσει το εγώ του, πάλευε συνέχεια με το αίμα να βράζει, επειδή ήξερε ότι “τους είχε” όλους, αλλά χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα κέρδιζε πάλι τίποτα. Όπως ακριβώς είχε γίνει και στο Laney.

Σταμάτησε να προκαλεί τον Γουόρθι και τους άλλους, έπαψε να τους προσκαλεί σε “μονάκια” στο τέλος της προπόνησης, για να τους “ξεφτιλίσει”.

Τους πρώτους μήνες, επειδή ο Γουόρθι και ο Πέρκινς δεν άντεχαν να τον ακούν άλλο να προκαλεί και να τους αποκαλεί «κότες», δέχτηκαν να παίξουν μαζί του τρία “μονά”.

Με τον Πέρκινς δεν έπαιξε ποτέ, γιατί έχασε 2-1 από τον Γουόρθι και έφυγε για τα αποδυτήρια βρίζοντας.

Ήταν ένα καλό μάθημα που ήρθε και ταίριαξε απόλυτα με την κουβέντα που έκανε λίγες βδομάδες αργότερα στο γραφείο του Σμιθ.

Έβαλε το κεφάλι κάτω και δούλεψε, μάζευε σαν σφουγγάρι όσα έλεγαν οι προπονητές, ακόμα κι αν του φαίνονταν εντελώς λάθος. Ακόμα κι απ’ το λάθος κέρδιζε κάτι.

Μια μέρα πριν ξεκινήσουν οι επίσημες υποχρεώσεις των Ταρ Χιλς, ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να παίξει πέρα από το garbage time που θα του έδινε ο Σμιθ. Τον ενοχλούσε πολύ, αλλά δεν μιλούσε.

Την ημέρα του αγώνα ο Σμιθ ανακοίνωσε την πεντάδα, γράφοντάς την στον πίνακα κατά την προσφιλή του συνήθεια. «MJ» βασικός. Δεν πίστευε στα μάτια του, ρωτούσε αν ο senior είχε τραυματιστεί. Ξεκινούσε βασικός σε κάθε παιχνίδι.

Έπαιξε 34, στα 32 με παρόντες τους γονείς του που τον ακολουθούσαν παντού, μετά από παραίνεση του Σμιθ.

O πανούργος Ντιν είχε καταλάβει ότι ο μικρός είχε κληρονομήσει και τον σκοτεινό χαρακτήρα του πατέρα και την ευγένεια της μητέρας. Κατά βάση, όλοι είχαν καταλάβει πως τα αρνητικά στοιχεία του Μάικλ ήταν κληροδοτήματα του Τζέιμς και τα θετικά παρακαταθήκη της Ντελόρις.

O Τζέιμς Γουόρθι, o Σαμ Πέρκινς, o Ματ Ντόχερτι και ο Τζίμι Μπλακ άρχισαν κι εκείνοι σιγά-σιγά να τον κάνουν μέλος της ομάδας, να τον λογίζουν ως βασικό στέλεχος.

Ο μικρός είχε υποχωρήσει, μερικές φορές διέκρινες και τον φόβο στα μάτια του, ήταν όμως ένας φόβος αγνός, ταιριαστός στο άγχος ενός 18χρονου να αποδείξει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει.

Ο Σμιθ τον είχε καθιερώσει πλέον μόνιμα στη θέση “2”, για να συνεργάζεται κυρίως με τον Γουόρθι στο low post.

Οι Ταρ Χιλς, μετά από ένα τρομερό ματς με τους Καβαλίερς του Ραλφ Σάμσον, κατέκτησαν το ACC και είχαν μπροστά τους το τελικό τουρνουά έχοντας το #1 στο ranking.

O Τζόρνταν για πρώτη φορά στην καριέρα του είχε αποκτήσει ρόλο. Στο τέλος της σεζόν είδε τα στατιστικά του να έχουν κατρακυλήσει σε μέσους όρους που δεν είχε ποτέ στην “καριέρα” του: 13.5 πόντοι ανά αγώνα, λίγα ριμπάουντ. Είχε μάθει όμως τόσα πολλά, έμοιαζε έτοιμος από την επόμενη κιόλας σεζόν να είναι σε θέση να ελέγξει έναν αγώνα, να γίνει ακόμa πιο ουσιαστικός και πιο επωφελής για την ομάδα. Και βέβαια να χαρίζει πάντοτε highlights στο κοινό.

To North Carolina κερδίζει πολύ δύσκολα James Madison και Alabama, συναντώντας στους τελικούς των regionals το Villanova.

Η νίκη με 70-60 χαρίζει στους Ταρ Χιλς το εισιτήριο για το March MadnessHoustonLouisville και Georgetown οι υπόλοιποι τρεις του Final 4 στο Superdome της Νέας Ορλεάνης.

Γαλαξίας μετέπειτα αστέρων των τελικών του ΝΒΑ. Μάικλ Τζόρνταν, Τζέιμς Γουόρθι, Χακίμ Ολάζουον, Σαμ Πέρκινς, Κλάιντ Ντρέξλερ έλαβαν μέρος σε εκείνο το  Final 4, τέσσερα στα έξι μέλη της «Dream Team» της Βαρκελώνης.

Στον ημιτελικό εναντίον του Houston, των μετέπεια Five Slama Jama, το πάλκο ανήκε στην τιτανομαχία Πέρκινς-Ολάζουον.

Νικητής ο μετέπειτα center των Λέικερς, οι Ταρ Χιλς κερδίζουν 68-63 και προκρίνονται στον Tελικό, όπου θα βρουν το Georgetown του Γιούιν. Ναι του Γιούιν, του παρολίγον συμπαίκτη του Τζόρνταν στο North Carolina.

Εκείνος ο Τελικός θεωρείται ακόμα και σήμερα ο μεγαλύτερος Τελικός όλων των εποχών, ο πιο δραματικός απ’ όλους, με 62.000 ζευγάρια μάτια να τον παρακολουθούν διά ζώσης στο Superdome και περισσότερους από 18 εκατ. στους τηλεοπτικούς δέκτες τους.

Έρικ «Sleepy» Φλόιντ εναντίον Τζέιμς Γουόρθι, Σαμ Πέρκινς εναντίον Πάτρικ Γιούιν, μα πάνω απ’ όλους Ντιν Σμιθ εναντίον Τζον Τόμπσον.

Στο ημίχρονο όλα παραμένουν στην κόψη του ξυραφιού, 32-31 οι Χόγιας. Όλο το παιχνίδι κυλάει έτσι, οι άμυνες είναι πιο σκληρές από ποτέ, μπαίνουν απίθανα καλάθια εκατέρωθεν, η μάχη στους πάγκους παραπέμπει σε παρτίδα σκάκι Καρπόβ εναντίον Κασπάροβ.

3΄26΄΄ πριν το τέλος, το σκορ είναι 59-58 υπέρ των Ταρ Χιλς.

O Τζόρνταν κάνει ένα καταπληκτικό drive, αλλά τον κλείνει ο Γιούιν, μην αφήνοντάς του το παραμικρό περιθώριο να αφήσει τη μπάλα στο καλάθι.

Ο Μάικλ φέρνει τη μπάλα στο αριστερό, το αδύναμο χέρι ήταν η μόνη λύση.

Lay up πάνω από τα θεόρατα χέρια του Γιούιν. Μέσα. 61-58.

To Georgetown ανασυντάσσεται, πρώτα ο Γιούιν και μετά ο «Sleepy» Φλόιντ αντιστρέφουν και πάλι την πλάστιγγα: 61-62 οι Χόγιας, με το χρονόμετρο να γράφει 32 δευτερόλεπτα για την κόρνα.

Ο Σμιθ καλεί time out να σχεδιάσει την επίθεση, πρώτη επιλογή ο Γουόρθι, δεύτερη ο Πέρκινς.

Εάν το ζωγραφιστό είναι αδύνατο, η μπάλα στον Μάικλ «για να το καρφώσει».

Ναι, ολόκληρος Ντιν Σμιθ είπε αυτό, «Knock it in Michael»!

Ο Μπλακ έψαξε έναν εκ των Γουόρθι-Πέρκινς. Αμφότεροι κλειδαμπαρωμένοι στην άμυνα με βοήθειες του Τόμπσον.

Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν σαν ρόδα στον κατήφορο.

Το «23» ξεμαρκάρεται, ο Μπλακ του πετάει τη μπάλα.

He knocked it. Το έβαλε. Έβγαλε την γλώσσα, λύγισε τον καρπό και το έβαλε.

Ένας freshman που πήρε το τελευταίο σουτ. «The shot», όπως ονομάστηκε από τους Αμερικανούς, ένα σουτ που άλλαξε τη ζωή του Τζόρνταν και τον έκανε άντρα, ένα σουτ που, όπως είπε ο ίδιος μετά από 20 ολόκληρα χρόνια, ήταν το πεπρωμένο του, το κομμάτι που συμπλήρωσε το παζλ και καθόρισε τη μετέπειτα εξέλιξή του.

Έκτοτε δεν φοβήθηκε ποτέ να πάρει το τελευταίο σουτ, στα 18 του έβαλε ένα καλάθι που σήμαινε τίτλο, η αυτοπεποίθησή του είχε χτιστεί με ορθολογικό τρόπο.

Άλλωστε πολυτιμότερος παίκτης (most outstanding player για την ακρίβεια) εκείνου του θρυλικού Final 4 είχε ανακηρυχθεί ο μεγάλος Τζέιμς Γουόρθι, o ταχύτερος forward που είδε ποτέ ο πλανήτης τη δεκαετία του ’80.

Τα πάντα μετά από εκείνο το παιχνίδι έγιναν πιο εύκολα.

Ο Μάικλ πλέον ήταν ταγμένος, ευλογημένος, ήταν γραμμένο να αφήσει ιστορία στο μπάσκετ.

Ουδείς βέβαια ήταν σε θέση να εικάσει πόσο ψηλά μπορούσε να φτάσει και ότι θα θεωρείται ο κορυφαίος των κορυφαίων και θα μπαίνει στην ίδια πρόταση με τον Μοχάμεντ Άλι.

Όλα, μετά από εκείνο το βράδυ της 29ης Μαρτίου, πήραν τον δρόμο τους.

Ξαφνικά έγινε αυτό που είπε ο Σμιθ στην preseasono Μάικ έγινε για όλους Μάικλ Τζόρνταν, απέκτησε δική του υπόσταση, ήταν νικητής και όχι ένας έφηβος που κέρδιζε στα playgrounds.

Τη δεύτερη χρονιά σαν sophomore (έτσι αποκαλούνται οι δευτεροετείς στις ΗΠΑ) εμφανίστηκε στην preseason ακόμα πιο βελτιωμένος, πιο συγκεντρωμένος, πολύ πιο δυνατός και γυμνασμένος.

Είχε δουλέψει και μόνος του το καλοκαίρι, στα εργομετρικά στο κλασσικό 40 yard dash (ένα τεστ κυρίως του american football που αφορά στη μέτρηση της ταχύτητας του αθλητή) ήταν δύο δευτερόλεπτα πιο γρήγορος από την χρονιά του ως freshman.

Η μυική του μάζα είχε αυξηθεί, δεν είχε αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από το κλίμα ευφορίας και τους εκατοντάδες πειρασμούς για κάθε πιθανό και απίθανο όργιο με λίτρα αλκοόλ να ρέουν έξω από το δωμάτιό του και δεκάδες κορίτσια να περιμένουν μήπως και τις προσέξει.

O Ντιν Σμιθ εν τω μεταξύ είχε συνηγορήσει στο να φύγει ο Γουόρθι για το ΝΒΑ, έχοντας στο μυαλό του αφενός να καλύψει το κενό με τον 16χρονο Μπραντ Ντόχερτι και τον άκρως αθλητικό combo guard Κέρτις Χάντερ και αφετέρου να παραδώσει τα ηνία της ομάδας στον Μάικλ.

To κακό για τον Σμιθ ήταν ότι, ενάμιση μήνα πριν ξεκινήσουν οι αγώνες, ο Τζόρνταν έσπασε τον καρπό του και για τους Ταρ Χιλς όλα ξεκίνησαν στραβά.

Αγωνίστηκε για αρκετά μεγάλο διάστημα με ειδικό νάρθηκα, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές ότι δεν μπορούσε να αποδώσει ούτε στο 70%.

Το North Carolina αντιμετώπιζε το φάσμα των τριών συνεχόμενων ηττών στην έναρξη της σεζόν, κάτι που είχε να συμβεί από το… παλαιολιθικό 1928-29. Ο Τζόρνταν δεν μπορούσε να συνδέσει το όνομά του με ένα τόσο αρνητικό ρεκόρ.

Εναντίον του Tulane του Τζον «Hot Rod» Γουίλιαμς, το πήρε προσωπικά και παρά τον γύψο στο χέρι έκλεψε την μπάλα τέσσερα δευτερόλεπτα πριν τη λήξη και με τους Ταρ Χιλς πίσω με δύο, ευστόχησε, στέλνοντας το παιχνίδι στην παράταση, όπου και η ρετσινιά αποφεύχθηκε.

Η σεζόν συνεχίστηκε με τα πάνω και τα κάτω της, ενώ όλοι μιλούσαν για το επικείμενο παιχνίδι με τη Virginia του τρομερού Ραλφ Σάμσον.

Όλο το campus, ακόμα και οι συμπαίκτες του Μάικλ, μιλούσαν με δέος για το φαινόμενο του Ρόκινχαμ και τα 224 εκατοστά του.

Επί βδομάδες ο Τζόρνταν άκουγε για τον Σάμσον, μέχρι που παραμονές του παιχνιδιού δεν άντεξε: «Fuck Sampson»!

Η ατάκα του Τζόρνταν πήρε διαστάσεις, το παιχνίδι απέκτησε τεράστιο ενδιαφέρον και μεταδόθηκε ζωντανά από το «NBC».

Το ματς είναι μια εποποιΐα, με νεύρα, ψηλό σκορ, αμφισβητούμενες διαιτητικές αποφάσεις, έχει απ’ όλα.

Οι Ταρ Χιλς το κέρδισαν στο νήμα με 101-95 και με τη νίκη πήραν και την πρωτιά στην ACC.

Ο Σάμσον βγήκε από τα αποδυτήρια χωρίς να αρθρώσει λέξη, αποφεύγοντας με πολύ άκομψο τρόπο τους δημοσιογράφους.

Από εκείνο το παιχνίδι κι έπειτα, ο Τζόρνταν ήταν ασταμάτητος.

Με εκπληκτικά ποσοστά και παίζοντας σκυλίσια άμυνα, οδήγησε το North Carolina στους τελικούς της περιφέρειας.

Εκεί περίμεναν με το μαχαίρι στα δόντια οι Μπούλντογκς της Georgia. Ήττα και αντίο NCCA tournament.

Ο Τζόρνταν το έφερε βαρέως. Μπορεί οι μέσοι όροι του να ήταν πάρα πολύ βελτιωμένοι (20.1 πόντοι , 54% στα σουτ), ο ίδιος όμως ήταν έτοιμος να σκάσει.

Προσπάθησε να ηρεμήσει παίζοντας γκολφ, δραστηριότητα που του συνέστησε ο Σμιθ, αλλά ουσιαστικά ήταν συμβουλή της ψυχιάτρου συζύγου του που τον βοηθούσε πάντοτε στα δύσκολα “εσωτερικά” θέματα.

Tο κυριότερο όμως που αναπτέρωσε το ηθικό του ήταν πως κλήθηκε στην Ολυμπιακή ομάδα των ΗΠΑ, η οποία πρώτα θα λάμβανε μέρος στους Παναμερικανικούς του Καράκας και την επόμενη σεζόν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες.

Στην ομάδα βρήκε γνωστά ονόματα, όπως ο Κρις Μάλιν, ο Σαμ Πέρκινς, ο Μαρκ Πράις και ο Άντονι Τίτσι, ενώ στην προετοιμασία αντιμετώπισε για πρώτη φορά κανονικούς NBAers, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός μας Έντι Τζόνσον.

Οι ΗΠΑ, όπως αναμενόταν, κατέκτησαν το Χρυσό μετάλλιο, με τον ίδιο τον Τζόρνταν πρώτο σκόρερ με 17.5 πόντους μ.ο. και μια γλυκιά επίγευση στην αυλαία της σεζόν.

Η τρίτη του χρονιά ήταν και η πιο ώριμη. Κατά πολλούς η σεζόν 1983-84 είναι η καλύτερη στην ιστορία των ομάδων του Σμιθ, κι ας αποκλείστηκε στο sweet sixteen από την IndianaΌλα τα παιχνίδια ήταν μια αποθέωση του ολοκληρωτικού μπάσκετ, με τον Τζόρνταν να δίνει μοναδικές παραστάσεις, να επιχειρεί -και να επιτυγχάνει- απίθανα καρφώματα, off balance σουτ, no look πάσες και να προσφέρει πλούσιο θέαμα.

Η Indiana του πανούργου Μπόμπι Νάιτ απέκλεισε το North Carolina με μια πρωτοεμφανιζόμενη αμυντική τακτική που αργότερα εφαρμόστηκε κατά κόρον και στο ΝΒΑ, μέχρι να αποφασίσει η λίγκα να το τιμωρεί με φάουλ: το περίφημο hand check.

Ο Τζόρνταν βγήκε εκτός ρυθμού, δεν πήρε τα σουτ και μοιραία οι Ταρ Χιλς υπέκυψαν στους Χούζερς που είχαν 70% ευστοχία και ήταν απλά απροσπέλαστοι.

Με το που τελείωσε η σεζόν, ξεκίνησε μια ατέρμονη συζήτηση σχετικά με το εάν πρέπει να δηλώσει συμμετοχή στο draft, αν πρέπει να ολοκληρώσει τις σπουδές και μετά να μπει στη λοταρία, κατά πόσον τον θέλει ή τον σπρώχνει στην έξοδο ο Σμιθ και ένα ολόκληρο παρασκήνιο και κιτρινισμοί από μέρος του Τύπου για την προσωπική του ζωή και την οικογένειά του.

Ο Τζέιμς και πάλι τα είχε θαλασσώσει σε μια περίεργη υπόθεση εικονικών τιμολογίων στην General Electric, από την οποία τον ξέμπλεξε εν μέσω τρομερής πίεσης για το draft ο γιος του, ο οποίος σε μια αποστροφή του λόγου του αποκάλεσε «κλόουν» τον πατέρα του και μοναδικό του στήριγμα τη μητέρα του.

Νωρίτερα, είχαν φτάσει στα αφτιά του και οι προθέσεις της Σις (να καταγγείλει τον Τζέιμς και την Ντελόρις για εκείνη την όχι και τόσο παλιά ιστορία της σεξουαλικής παρενόχλησης) και τελούσε υπό καθεστώς τρομερού στρες.

Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, ενέδωσε και, αφότου παρέλαβε το βραβείο καλύτερου παίκτη της χρονιάς, δήλωσε συμμετοχή στο draftΕπελέγη στο #3 από το Σικάγο, πίσω από τον Χακίμ Ολάζουον που κατέληξε στο Χιούστον, και τον Σαμ Μπούι που επελέγη από το Πόρτλαντ.

Το κεφάλαιο North Carolina έκλεινε, όχι πάντως οριστικά, αφού ο Τζόρνταν επέστρεψε το 1986 και πήρε το πτυχίο του στην Πολιτισμική Γεωγραφία.

Το καλοκαίρι προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την στιγμή που στον Τύπο ασχολούνταν με το παρασκήνιο του draft, την επιθυμία του να παίξει στους Λέικερς τού- συμφοιτητή και φίλου πια- Γουόρθι, πάνω απ όλα όμως του ινδάλματος Μάτζικ.

Δεν έκρυψε ποτέ την επιθυμία του να πάει στους Λέικερς, αλλά πολύ γρήγορα υποσχέθηκε πίστη στους Μπουλς, παρά το γεγονός ότι το Ντάλλας προσέφερε τον -τότε σταρ του- Μαρκ Αγκουάιαρ σε ανταλλαγή με το draft pick, δηλαδή τον Τζόρνταν.

Μπροστά του είχε τους Ολυμπιακούς του Λ.A. και την πολύ δύσκολη συνύπαρξη με τον Μπόμπι Νάιτ, έναν εκκεντρικό αλλά ιδιοφυή προπονητή με εμμονή στην άμυνα και το πλάνο του αγώνα.

Ο Νάιτ, για να φτάσει την Ολυμπιακή ομάδα στα όρια, έκλεισε τρομερά φιλικά, ακόμα και με ομάδες επιλέκτων του ΝΒΑ, στις οποίες μετείχαν o Μπερντ και o Αϊζέια.

Ο Τζόρνταν έδωσε ρεσιτάλ στο συγκεκριμένο “φιλικό”, στο οποίο έπεφταν κορμιά.

Όταν είδε ότι το παιχνίδι ξεφεύγει και παρά τις εντολές του Νάιτ που κοουτσάριζε με κυάλια (!) από έναν απέναντι πύργο, μάζεψε τους συμπαίκτες του και είπε ορθά κοφτά ότι δε δίνει δεκάρα για το σύστημα, ο μόνος τρόπος να κερδίσουν εκείνο το παιχνίδι είναι να του δίνουν τη μπάλα και να το τελειώσει.

Και το τελείωσε.

Το Χρυσό ήρθε με συνοπτικές διαδικασίες (96-65 στον Τελικό τους Ισπανούς), ο Τζόρνταν το αφιέρωσε στη μητέρα του και πλέον ήταν έτοιμος να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στο ΝΒΑ και τους Μπουλς.

Η εποχή Τζόρνταν είχε μόλις ξεκινήσει.

Πηγή: Athletes’ Stories

Η απογείωση του Michael Jordan

Νόμος Jordan

Ο Μάικλ Τζόρνταν θα είναι πάντα ο #1

Pin It on Pinterest

Shares
Share This