Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Ο τελικός του ΠΑΟΚ με τη Ρεάλ Μαδρίτης, Κύπελλο Κυπελλούχων του 1992, σαν σήμερα στις 17 Μαρτίου, ήταν ο δεύτερος σερί, για τον «Δικέφαλο», που άνοιγε τα ευρωπαϊκά φτερά του προτού ακόμη κατακτήσει το εντός των τειχών σκήπτρο.

Ο ΠΑΟΚ ήταν η ανερχόμενη δύναμη και ζούσε σε διαρκή ηλιοφάνεια, αφού η προηγούμενη άνοιξη τον βρήκε Κυπελλούχο Ευρώπης και η επόμενη του επιφύλασσε την παρθενική, και μοναδική, συμμετοχή του σε φάιναλ-φορ Κυπέλλου Πρωταθλητριών, με τον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας στο παλμαρέ του.

Στον πάγκο είχε τον μακαρίτη Ντούσαν Ίβκοβιτς και στο παρκέ μεταξύ άλλων τους Παναγιώτη Φασούλα, Μπάνε Πρέλεβιτς, Κεν Μπάρλοου, Νίκο Σταυρόπουλο, Νίκο Φιλίππου, Πιτ Παπαχρόνη, Νίκο Μπουντούρη, αλλά όχι τον (για μια φορά τραυματισμένο) Τζον Κόρφα.

«Θα κερδίσουμε και χωρίς τον Τζόνι», ξεσπάθωναν στα μπιστρό της πόλης οι οπαδοί του, διανθίζοντας κάθε ατάκα με βλαστήμιες προς τους Φιμπαίους, για την τσιγκούνικη πολιτική τους στη μοιρασιά των εισιτηρίων. Από τους 5.000 εκδρομείς του 1991 στη Γενεύη, είχαν περιοριστεί αυτή τη φορά στους 1.400.

Ο αγώνας είχε προγραμματιστεί να γίνει στην αρένα «Μπολιέ», πάνω σε ένα νησάκι του Λίγηρα. Το παρκέ ποτίστηκε με τα πικρά δάκρυα του Μπάνε Πρέλεβιτς. Ο ΠΑΟΚ νικήθηκε από τον εαυτό του και τερμάτισε δεύτερος μεταξύ σχεδόν ίσων, στη δραματική κούρσα της βραδιάς.

Στον τελικό της Βρετάνης, η Ρεάλ έπαιξε ισπανικό μπάσκετ και ο ΠΑΟΚ ελληνοσέρβικο. Ο Παναγιώτης Φασούλας ήταν ο κορυφαίος παίκτης του αγώνα, μία άμυνα και μισή επίθεση μόνος του.

Εκείνο το βράδυ, στο «Μπολιέ» που μύριζε ένθεη μανία και πάθος, ο Φασούλας έβαλε 17 από τους 63 πόντους του ΠΑΟΚ. Όχι μόνο με καρφώματα και φόλοου, αλλά ακόμη και με περίτεχνα σουτάκια από τα 6 μέτρα.

Μάζεψε και 11 ριμπάουντ. Μοίρασε και 6 τάπες, με τον ιστό της αράχνης να απορροφά οτιδήποτε κινείται. Και έπαιξε 40 λεπτά απνευστί. Δεν βγήκε από το παιχνίδι ούτε για μία ανάσα μερικών δευτερολέπτων.

Τα δικά του τα μαγικά, ο Ίβκοβιτς τα σκαρφίστηκε μετά την ανάπαυλα, όταν σμίκρυνε το γήπεδο με μία ξεκούδουνη πεντάδα όπου συνυπήρχαν τρεις δυσκίνητοι ψηλοί (Φιλίππου, Μπάρλοου, Φασούλας) , συνδυάζοντάς την με μία απροσδόκητη άμυνα ζώνης.

Η Ρεάλ πέτυχε 43 πόντους στο πρώτο ημίχρονο και μόλις 22 στο δεύτερο. Με ιδρώτα και με αίμα. Και με ένα θείο δώρο που της χάρισε το τρόπαιο, πάνω που ετοιμαζόταν να αποχαιρετήσει τη σκηνή μουτρωμένη.

Ο τρίτος πρωταγωνιστής της παράστασης του ΠΑΟΚ ήταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς. Στο ξεκίνημα εκσφενδόνιζε τούβλα, σπαταλώντας ακόμα και τις βολές (1 στις 4).

Όταν είδε τους Ισπανούς στο +18 και τη δική του ομάδα να μπουκώνει τις ρακέτες με τα τρία θηρία, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του αξιοποιώντας τον ελεύθερο χώρο.

Το δεύτερο και το τρίτο τρίποντό του, από τα πέντε που έβαλε συνολικά, τα πέτυχε στο 46-28. Έκλεβε μπάλες, έτρεχε στο ανοιχτό γήπεδο, δεν πάσαρε τη μπάλα σε κανέναν.

Τη μοναδική φορά που έδωσε τόπο στον αλτρουισμό, είδε τον Νίκο Φιλίππου να αστοχεί σε λέι-απ και είπε, μέσα του: «Ποτέ ξανά».

Για κακή του τύχη, οι κρίσιμες βολές του τελευταίου τετραλέπτου έπεσαν στα χέρια άλλων. Τις έχασαν, σχεδόν όλες: 0/2 ο νερόβραστος Μπάρλοου, 1/2 ο Παπαχρόνης, 2/4 ο Φασούλας.

Στην τελευταία του επίθεση, ο ΠΑΟΚ χρειαζόταν απεγνωσμένα ένα τρίποντο για να ισοφαρίσει.

Όταν ο Μπάνε άκουσε τον προπονητή της Ρεάλ (Κλίφορντ Λούικ) να δίνει εντολή για φάουλ, τράβηξε χειρόφρενο πριν τον πλησιάσει αντίπαλος και το εκσφενδόνισε από τα 10 μέτρα: μέσα! Η ελληνική εξέδρα, των σαρδελοποιημένων, έστησε τρελό χορό και ξεκίνησε πρόβες απονομής.

Ο Νίκος Μπουντούρης έστειλε τους Ισπανούς στη γραμμή, ώστε να έχει δική του ο ΠΑΟΚ την τελευταία μπάλα. Το ρίσκο ήταν μικρό, αφού ο κανονισμός της εποχής μιλούσε για 1+1 βολές: όποιος αστοχούσε στην πρώτη, έχανε το δικαίωμα για τη δεύτερη.

Έξι δευτερόλεπτα πριν μηδενιστεί το ρολόι, ένας άλλοτε παίκτης του ΠΑΟΚ (Μαρκ Σίμπσον) παρέλαβε τη μπάλα για να εκτελέσει την παλιά του ομάδα, με φόντο τους ίδιους τρελαμένους οπαδούς που άλλοτε τον αποθέωναν. Όλοι ανεξαιρέτως παρακολουθούσαν τον τελικό όρθιοι.

Ο Σίμπσον των 24 πόντων πήγε στη γραμμή με φυλλοκάρδι που έτρεμε. Η πρώτη βολή βρήκε σίδερο, η δεύτερη παραπέμφθηκε στις καλένδες. Ο Φασούλας πήδηξε ανενόχλητος και μάζεψε το ριμπάουντ.

Aπέμεναν 6 δευτερόλεπτα με το σκορ ισόπαλο και ο ΠΑΟΚ, που δεν ειχε προηγηθεί ούτε μισή φορά στα παρά κάτι 40 λεπτά του τελικού, είχε στα χέρια του τη χρυσή ευκαιρία για να κλέψει το ματς, δίχως να χρειαστεί παράταση.

Οι τρεις από τους υπόλοιπους τέσσερις έτρεξαν μπροστά. Ο Φασούλας σήκωσε το κεφάλι για να αναζητήσει τον χρυσοχέρη Μπάνε, αλλά είδε κοντά του μόνο τον 21χρονο Μπουντούρη.

Κοντά του, αλλά όχι αρκετά κοντά του. Και πάντως όχι δίπλα του, όπως απαιτεί το πρωτόκολλο των πλέι-μέικερ. Το σκηνικό του δράματος είχε πια στηθεί.

Ο σέντερ της Ρεάλ Ρίκι Μπράουν, ο μοναδικός αντίπαλος που ψευτοδιεκδίκησε το τελευταίο ριμπάουντ από τον Φασούλα, σήκωσε το ένα χέρι προς την κατεύθυνση της πάσας, περισσότερο για την τιμή των όπλων.

Ίσως να είχε παρακολουθήσει εκείνον τον τελικό της ελληνικής Α1 στον οποίο, δέκα μήνες νωρίτερα, μία άτσαλη πάσα του ίδιου Φασούλα έφραξε τον δρόμο του ΠΑΟΚ προς το πρωτάθλημα που επί χρόνια ονειρευόταν.

Ο Έλληνας ψηλός είχε φέρει μαζί του στη Γαλλία το καπέλο του «ομ φατάλ». Και το φόρεσε στο κεφάλι του τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Έμελλε να εμφανιστεί σκεπασμένος με αυτό στην απονομή…

Η πάσα του ήταν χλιαρή, ρουτινιάρικη, αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «τεμπέλικη». Ο Μπράουν άρπαξε τη μπάλα ευγνώμων και την εκτόξευσε με ένα άψογο σουτάκι στο ελληνικό καλάθι, κραυγάζοντας: «Τhank you».

Ο Φασούλας πόνταρε όλες τις δυνάμεις του σε ένα τελευταίο άλμα, εξιλέωσης, αλλά η πορτοκαλί πόρνη πέρασε ξυστά πάνω από τα δάχτυλά του και τρύπησε το διχτάκι: 63-65 και τέλος.

Ο ήχος της κόρνας χάθηκε μέσα σε οιμωγές και σιχτιρίσματα. Έναν οπαδό με ευαίσθητη καρδιά τον πήγαν σηκωτό στο ιατρείο, διασχίζοντας τον αγωνιστικό χώρο, την ίδια στιγμή που οι Ισπανοί πανηγύριζαν.

Η υπερπροσπάθεια πήγε στράφι και ο τίτλος χάθηκε κοροϊδίστικα. Ο πιο ωραίος του τελικού έγινε, άθελά του, αποδιοπομπαίος.

Ακριβώς μπροστά στον ελληνικό πάγκο, τον κατοικημένο από αποσβολωμένα μούτρα και κομμένα γόνατα, ο Πρέλεβιτς σωριάστηκε μπρούμυτα στο παρκέ, έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες και ξέσπασε σε έναν θρήνο που ράγιζε την καρδιά.

Όσους προσπάθησαν να την παρηγορήσουν, τους έδιωξε με το γοερό κλάμα του.

Η μουσκεμένη μαύρη φανέλα με το 7 και με την επιγραφή «Prelevich» στην πλάτη είναι η εικόνα που στοίχειωνε επί χρόνια τους εφιάλτες στο μαύρο στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης.

«Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε μπροστά», μου είπε, όταν ξαναβρήκε τη βραχνιασμένη φωνή του, ο μετέπειτα πρόεδρος του ΠΑΟΚ. «Από τις άστοχες βολές χάσαμε το παιχνίδι, όχι από ένα λάθος».

Ο ίδιος ο Μπάνε δεν κινδύνευε με στοχοποίηση. Είχε αποκτήσει το δικαίωμα στην ασυλία.

Εκεί και τότε, στις όχθες του ανυποψίαστου Λουάρ, πρέπει να εφευρέθηκε ο αφορισμός: «Καλύτερα να χάνεις με 30 πόντους, παρά με ένα καλάθι της τελευταίας στιγμής». Πες το ψέματα…

Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος έσπευσε να παρηγορήσει τον Φασούλα με ένα στοργικό φιλί, ενώ ο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς ανέσυρε από το χρονοντούλαπο τα σκουριασμένα ελληνικά του: «Τι τραγωδία…».

Ο απαρηγόρητος Φασούλας ξέσπασε στον πάγκο με κλωτσιές και με λυγμούς οργής. Του έφταιγε ο εαυτός του, του έφταιγαν οι άλλοι, του έφταιγαν οι πάντες και τα πάντα.

Όταν έσπευσα με την κάμερα στους διαδρόμους των αποδυτηρίων, τον συνάντησα να στέκει πολλή ώρα σκυθρωπός και αποσβολωμένος έξω από την πράσινη πόρτα, ανήμπορος να αντικρύσει τους συμπαίκτες του.

«Ο Φασούλας κόντρα στους θεούς», έγραφε η τοπική εφημερίδα της Ναντ, που έβαλα στην τσάντα μου για το ταξίδι της επιστροφής.

Το επόμενο διήμερο, ο μοιραίος του τελικού το πέρασε κρυμμένος πίσω από ένα ζευγάρι υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου. Στο αεροδρόμιο της Μίκρας, ήταν ο μοναδικός που δεν έκανε δηλώσεις.

Ίσως επειδή έκαιγαν ακόμη τα αυτιά του κάποιες βρισιές, που πυροδοτήθηκαν από την ελληνική κερκίδα, πριν επέμβουν με συντροφικές καρπαζιές οι ψυχραιμότεροι…

Το 61ο τρόπαιο στην ιστορία της Ρεάλ το πανηγύρισαν στη Ναντ περίπου 150 μουτσάτσος ταξιδιώτες από τη Μαδρίτη, οι οποίοι στο τέλος φώναζαν γενναιόψυχα: «ΠΑΟΚ-ΠΑΟΚ».

Πίσω στη Θεσσαλονίκη, εκατοντάδες οπαδοί παραμέρισαν την πίκρα τους και βγήκαν στους δρόμους, αφού περισσότερο τους έκαιγε το ελληνικό πρωτάθλημα. Έμελλε να το κατακτήσουν, μερικές εβδομάδες αργότερα, αποκαθηλώνοντας τον προαιώνιο εχθρό Άρη.

Τη Ναντ την ξαναθυμήθηκαν πολύ αργότερα, όταν χρειάστηκε να ξεψαχνίσουν το αρχείο των συναισθημάτων για να κρεμάσουν κουδούνια στον, φευγάτο με κατεύθυνση τον μισητό Ολυμπιακό του Ιωαννίδη, Παναγιώτη Φασούλα…

Πηγή: Gazzetta