Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Ποτέ μου δεν είδα την Εθνική μπάσκετ να παίζει τόσο άσχημα, όσο στα πρώτα 34 λεπτά του αγώνα με τη Σλοβενία, στις 14 Σεπτεμβρίου 2007 στη Μαδρίτη. Δεν ήταν κάποιο τυχαίο ματσάκι του σωρού, αλλά προημιτελικός Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, με πρόσθετο δέλεαρ τη διεκδίκηση ενός εισιτηρίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου. Και εμφανιστήκαμε με μαγιό, γυαλί ηλίου και σαγιονάρες.

Ο αντίπαλος χρειαζόταν τακούνια για να φτάσει το μέτριο, αλλά οι δικοί μας παρέπαιαν και το χάντικαπ ξεπερνούσε, πια, τους 15 πόντους. Το ότι αυτά συνέβησαν μόλις έναν χρόνο μετά την εποποιία της Σαϊτάμα έκανε το κώνειο ακόμα πιο πικρό στα χείλη. Τι έχουμε τα έρμα και ψοφάμε;

Ο δυσοίωνος άνεμος είχε βαλθεί να φυσάει από νωρίς, από την περίοδο της προετοιμασίας κιόλας. Οι ακριτομυθίες από το Καρπενήσι μουρμούριζαν για μια ομάδα «που δεν ήταν πια παρέα» όσο τα προηγούμενα καλοκαίρια, ενώ τα γραπτά του Φίλιππου Συρίγου -που είχε μόλις παραιτηθεί από το πόστο του άμισθου υπεύθυνου επικοινωνίας- πρόδιδαν εικόνα εκφυλισμού και παρακμής.

Το απρόσκλητο σαράκι του συνδικαλισμού προκαλούσε τριβές, τα «εγώ» είχαν θεριέψει και οι βυζαντινισμοί απειλούσαν να περάσουν στο προσκήνιο, μέσα από ανορθόγραφες ανακοινώσεις και κακόηχα τελεσίγραφα. Η ομάδα έφτασε στα προημιτελικά όπως αναμενόταν, αλλά η ρότα της ήταν σπαρμένη με υφάλους.

Ουσιαστικά τη συσπείρωσαν δύο νικηφόρα θρίλερ, ένα στον πρώτο γύρο απέναντι στους παλιόφιλους Σέρβους και ένα στον δεύτερο κόντρα στην Κροατία. Το πρώτο κερδήθηκε στην παράταση (και πυροδότησε το αλήστου μνήμης ξέσπασμα του Ντάρκο Μίλιτσιτς στα αποδυτήρια), το δεύτερο στην εκπνοή με τρίποντο του Σπανούλη.

Αλλά η δευτεραθλήτρια Κόσμου αγκομαχούσε σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά και ο Συρίγος έβγαζε το άχτι του απέναντι «στον Λάζαρο και τα άλλα κωλόπαιδα» με ολονύχτιους φιλιππικούς, όνομα και πράγμα, στο δίκλινο που μοιραζόμασταν εγώ και ο Δημήτρης Καρύδας, σε ένα φιλήσυχο ξενοδοχείο της Μαδρίτης.

Το δίκλινο γινόταν τεκές από τα τσιγάρα των άλλων (αφού τον …αυλάρχη ακολουθούσε αρειμάνια κουστωδία), τα dvd με τον 2ο κύκλο του «Prison Break» έμειναν κλεισμένα στο κουτί τους και ο μοναδικός θαμώνας που προτιμούσε την άκαπνη ηρεμία, εγώ δηλαδή, αποχωρούσε διακριτικά μες στη νύχτα, με πρόσχημα την αλλεργία στο τσιγάρο.

Όταν μάλιστα ανακάλυψα ότι το γειτονικό μπαρ ονόματι «Blood Brothers» έμενε ανοιχτό μέχρι αργά και είχε ήδη προμηθευτεί το ολοκαίνουριο «Μagic» του Σπρίνγκστην, μετακόμισα στα τραπέζια του και περνούσα τις νύχτες αγκαζέ με το κομπιούτερ μου, τις Estrella Damm και τον Μπρους. Αν ζούσα άλλη μία Λαζαριάδα διανθισμένη με βωμολοχίες, θα ανατιναζόταν του μυαλού μου ο βυθός.

Εκείνη που έμοιαζε έτοιμη να τιναχτεί στον αέρα και να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη ήταν η ίδια ομαδάρα (μείον τους Φώτση, Σχορτσανίτη) που θάμπωσε το μπασκετικό σύμπαν 11,5 μήνες νωρίτερα. Κατατρόπωσε τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, αλλά έχανε από τον Γιάκα Λάκοβιτς. Δίδαξε μπάσκετ στον Καρμέλο Άντονι, αλλά έδειχνε έτοιμη να υποκλιθεί στους αδελφούς Λόρμπεκ. Η επιθετική παραγωγή της έκανε τα μάτια να ματώνουν και τους κακεντρεχείς να χαχανίζουν: 42 πόντοι σε 34 λεπτά. Με δύο στα δεκατέσσερα τρίποντα. Απελπισία μαύρη ή μάλλον γαλάζια.

Οι 3-4 χιλιάδες Έλληνες που ταξίδεψαν μαζί της σχεδιάζοντας λαίμαργα τη μεγάλη ρεβάνς από τους Ισπανούς έτριβαν τα μάτια τους για να βεβαιωθούν ότι δεν έβλεπαν εφιάλτη. Ακριβώς έξι λεπτά πριν το φινάλε, το κοντέρ έγραφε 58-42 και οι Σλοβένοι είχαν την κατοχή της μπάλας. Ο Γκόραν Ντράγκιτς προσπάθησε να ανεβάσει τη διαφορά στους 19 πόντους, αλλά έδωσε λάθος πάσα. Εάν αυτή η φάση τελείωνε με καλάθι, θα μπορούσε να γίνει χαριστική βολή για την ετοιμόρροπη ελληνική ομάδα.

Οι θεοί του μπάσκετ έβαλαν τα γέλια και αποφάσισαν να σκαρώσουν χουνέρι στα παιδιά με τα πράσινα. «Μη σκάτε, θα σας το ξεπληρώσουμε σε δέκα χρόνια», ψιθύρισαν στο αυτί του Ντράγκιτς. Στην επόμενη πράξη, δεν έτριβαν τα μάτια τους μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι υπόλοιποι θεατές. «Λα Γκρες; Ανκρουαγιάμπλ», μουρμούριζε μία συντροφιά κατάπληκτων Γάλλων, το επόμενο μεσημέρι στο πάρκο Ρετίρο: «Απίστευτο».

Και ήταν, πράγματι, απίστευτο, αυτό που συνέβη στα επόμενα 15 λεπτά της ώρας. Δεν ξέρω πού ακριβώς ανακάλυψα την αυτοκυριαρχία για να το περιγράψω, θυμάμαι όμως ξεκάθαρα τη φράση με την οποία έκλεισα τη ραδιοφωνική μετάδοση: «Δεν υπάρχει αυτό που είδαμε απόψε».

Όποιος βιάστηκε να αλλάξει κανάλι ή να ξεκινήσει πρόωρα τη βόλτα της Παρασκευής έχασε τον πρόωρο εορτασμό της Πίστεως, της Ελπίδος, της Σοφίας και, ναι, της Αγάπης. «Επίσημη αγαπημένη», δεν είπαμε; Κάτι τέτοιες νύχτες με φεγγάρι γεννιούνται οι μεγάλοι έρωτες. Και με τέλεια συζυγία των πλανητών.


Το εκπληκτικότερο των εκπληκτικών και το απιστευτότερο των απιστεύτων είναι ότι οι Έλληνες διεθνείς δεν τα έκαναν όλα τέλεια, στο εξάλεπτο της ανεπανάληπτης ανατροπής. Το βίντεο που δεν λέει ποτέ ψέματα, όσο και αν τρίψει κανείς τα βλέφαρά του, μαρτυρά ότι μέσα στην πλημμυρίδα έγιναν και 5 άστοχα ελληνικά σουτ (Σπανούλης, Βασιλόπουλος, Βασιλόπουλος, Παπαλουκάς, Τσαρτσαρής), χάθηκε μία ελεύθερη βολή (Παπαλουκάς), σερβιρίστηκε και μία λάθος πάσα (Παπαλουκάς), ήγουν επτά άδειες κατοχές.

Και όμως, η δουλειά έγινε. Η Ελλάδα πέτυχε 21 πόντους και δέχθηκε μόνο 4. Το φιλμ των έξι τελευταίων λεπτών του προημιτελικού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως παντοτινό σύμβολο όλων των στοιχείων που έγιναν πολύτιμα κεφάλαια στη βίβλο της «ελληνικής σχολής»: αλτρουισμός, αυταπάρνηση, κουράγιο, σκέψη, διάβασμα, καρδιά, ψυχραιμία, άμυνα, κότσια.

Ο Κώστας Τσαρτσαρής έκλεψε την πάσα του Ντράγκιτς και έβγαλε την Εθνική μας στην επίθεση, όπου ο Θοδωρής Παπαλουκάς αξιοποίησε δύο βολές: 58-44, το σάλπισμα της αντεπίθεσης.

Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος μάρκαρε σωστά τον πανύψηλο Εράζεμ Λόρμπεκ και ο Νίκος Ζήσης σκόραρε με σουτάκι από 4 μέτρα: 58-46, στο «έμπα» του πενταλέπτου.

Ο ίδιος Λόρμπεκ έκανε επιθετικό φάουλ στον ίδιο Βασιλόπουλο και ο Τσαρτσαρής σκόραρε από τα 6μ25, το τρίτο ελληνικό τρίποντο σε 15 απόπειρες: 58-49 στα 4:23.

Ο Βασιλόπουλος, πάλι αυτός, σταμάτησε τον Ντράγκιτς. αλλά ο Παπαλουκάς έχασε τη μπάλα προσπαθώντας να τροφοδοτήσει τον Βασίλη Σπανούλη.

Ο Ντόμεν Λόρμπεκ σούταρε τούβλο, αλλά ο Σπανούλης αστόχησε κλεισμένος από δύο αντιπάλους, με υποψία φάουλ.

Οι Σλοβένοι πέτυχαν τρίποντο με τον Λάκοβιτς: 61-49, μόλις 2:40 πριν την πένθιμη κόρνα. Δώδεκα πόντοι, εκατόν εξήντα δευτερόλεπτα. Ζητείται θαύμα.

Ο Νίκος Ζήσης έβαλε 2/2 βολές από το αχρείαστο φάουλ του Νεστέροβιτς, θυμίζοντας Βελιγράδι: 61-51 στα 2:22.

Ο ακοίμητος Βασιλόπουλος έκλεψε τη μπάλα στο λάθος του Λάκοβιτς, κέρδισε φάουλ από τον ίδιο και αξιοποίησε με τη σειρά του δύο βολές: 61-53, στα 2:16.

Οι Διαμαντίδης-Παπαλουκάς προκάλεσαν ασφυξία στον Ντράγκιτς και ο Τσαρτσαρής έκλεψε. Ωστόσο, η Εθνική έχασε τέσσερις απανωτές ευκαιρίες να σκοράρει, χαραμίζοντας τρία επιθετικά ριμπάουντ των Βασιλόπουλου, Διαμαντίδη, Τσαρτσαρή.

Ο Διαμαντίδης σταμάτησε με τάπα τον Λάκοβιτς, αλλά οι διαιτητές καταλόγισαν φάουλ. «Bullshit», ορυόταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης.

Ο Σλοβένος ευστόχησε σε μία από τις δύο, αλλά ο Παπαλουκάς απάντησε με καλάθι και κερδισμένο φάουλ, πέντε δευτερόλεπτα αργότερα. Η βολή πήγε στράφι και το ταμπλό έγραψε 62-55, με 1:32 στο ρολόι.

Η ελληνική άμυνα κατάπιε τους Σλοβένους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να εκδηλώσουν σουτ, αλλά ροκάνισαν 24 από τα 92 δευτερόλεπτα. Μπαίναμε πια στο τελευταίο λεπτό.

Οι Έλληνες παίκτες πέρασαν τη μπάλα από κλειδαρότρυπες και ο Παπαλουκάς έκανε επίδειξη υπομονής και ηρεμίας, πριν μπουμπουνίσει τρίποντο: 62-58, στα 49 δεύτερόλεπτα.

Τα ντεσιμπέλ πολλαπλασιάστηκαν και οι Σλοβένοι ένιωθαν τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια τους. Κλέψιμο του Παπαλουκά από τον Σμόντις και τριποντάρα του Ζήση στα 33’’ πριν τη λήξη: 62-61. Χαλασμός. Αλλά ακόμη χάναμε.

«Πρέπει να κάνουμε φάουλ», φώναζε ο σχολιαστής της ΕΡΤ σε μία πρωτοφανή επίδειξη ασχετοσύνης. Ευτυχώς, οι μπασκετμπολίστες δεν τον άκουγαν. Οι Σλοβένοι γύρισαν τη μπάλα και ο Ντόμεν Λόρμπεκ αστόχησε στα 14 δευτερόλεπτα.

Η μπάλα δική μας, οι κόκκοι της άμμου να λιγοστεύουν, οι καρδιές να χτυπάνε εκκωφαντικά, τα μυαλά να ζαλίζονται, οι αντίπαλοι να προσεύχονται.

Και το χρονόμετρο να τρέχει ολοταχώς προς το μηδέν. Ώρα Ελλάδας. Όπως Βελιγράδι.

Ήταν η σειρά του Θοδωρή Παπαλουκά, να γίνει ήρωας της προτελευταίας στιγμής. Μπάσιμο, ρωμαλέο πάτημα μπροστά στα 2μ15 του Νεστέροβιτς, λέι-απ, καλάθι: 62-63. Προσπέρασμα! Στα 7 δευτερόλεπτα!

Μισή άμυνα χρειαζόταν πια για τη νίκη, ένα τελευταίο μούσκουλο από τους μετρ του είδους.

Χαμένοι μέσα στην απελπισία τους, οι Σλοβένοι εκδήλωσαν την τελευταία τους επίθεση με απονενοημένο διάβημα. Ο Τσαρτσαρής μπλοκάρισε τον ορίζοντα του Λάκοβιτς με τις χερούκλες του και η μπάλα δεν έφτασε ποτέ στον στόχο. Ο Διαμαντίδης την κατάπιε και το θρίλερ ολοκληρώθηκε. «Δεν υπάρχει, αυτό που μόλις ζήσαμε…».

Στο εξάλεπτο του γνήσιου τρόμου, η Σλοβενία μέτρησε 1/6 σουτ, 1/2 βολές και 6 λάθη. Όλοι οι παίκτες της, πλην του Λάκοβιτς, έμειναν άσφαιροι.

Ο Βασιλόπουλος πρωταγωνίστησε σε 5 άμυνες, ο Παπαλουκάς σε 3 και ο Τσαρτσαρής σε 3. Ο Ζήσης πέτυχε 7 πόντους, ο Παπαλουκάς 9 (από τους 17 που έβαλε συνολικά), ο Τσαρτσαρής 3, ο Βασιλόπουλος 2.

Αντέξαμε ακόμα και τα δύο μίνι-χειρουργεία, που όμως αποδείχθηκαν προεόρτιο για τον ημιτελικό που ακολουθούσε 24 ώρες αργότερα. Στον ορίζοντα αχνοφαίνονταν ήδη οι πρωταθλητές Κόσμου Ισπανοί και το άλικο πούλμαν που είχαν ήδη ετοιμάσει για το επινίκιο γλέντι.

«Campeones», έγραψαν στα πλευρά του. «Έρχεται η σειρά σας», ξεθάρρεψαν οι Έλληνες εκδρομείς. Οι αμίγος έμειναν με την όρεξη, αλλά δυστυχώς ήταν άλλος, εκείνος που τους πήρε τη μπουκιά από το πεινασμένο για τίτλους στόμα.

Όταν ο Τζέι Αρ Χόλντεν πέτυχε το νικητήριο καλάθι του τελικού, ένας Αμερικανός ταγμένος στην υπηρεσία των τσάρων για να σκάνε οι νοσταλγοί του Ψυχρού Πολέμου, σύσσωμη η Ευρώπη με εξαίρεση τους οικοδεσπότες ξεκαρδίστηκε στο χαχανητό. Όσοι δεν πίστευαν στο κισμέτ άλλαξαν γνώμη μονομιάς και οι λίγοι που θεωρούσαν τη δικαιοσύνη τυφλή την είδαν να τους κλείνει πονηρά το μάτι.

Οι Ισπανοί είχαν τεντώσει τα νεύρα εχθρών και ουδετέρων, οπότε έμειναν χωρίς φίλους. Τότε ήταν που έβγαλε ρίζες η γνωστή αντιπάθεια των Ελλήνων μπασκετόφιλων.

Βεβαίως η «ρόχα» εκείνης της γενιάς υπήρξε η καλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα της εικοσαετίας και ίσως η κορυφαία όλων των εποχών, αλλά αυτή είναι διαφορετική συζήτηση, για κάποιο πιο εμβριθές πόνημα. Εδώ βγάζουμε το γαμώτο μας, δεν συντάσσουμε ιστορικό σύγγραμμα.

Πηγή: Gazzetta