Επιλογή Σελίδας


Ο Νίκος Παπαδογιάννης κλείνεται στο χρονοντούλαπο και ανιχνεύει αν ο Τρινκιέρι ήταν αποτυχημένος στην Εθνική Ελλάδας ή όχι.

Στα πλέι-οφ της Εuroleague, που όπως εξαρχής αναμενόταν αρχίζουν απόψε χωρίς ελληνική ομάδα, εγώ θα είμαι με τη Μπάγερν.

Μπορεί να μην έχει στις τάξεις της Έλληνες (όπως έχουν η ΤΣΣΚΑ, η Μπαρτσελόνα, η Ζενίτ και η Αρμάνι), αλλά αντιπροσωπεύει το καινούριο και υπενθυμίζει ότι η τεχνογνωσία και η χρηστή διαχείριση μπορούν να γίνουν ιδανικά εφόδια, ακόμα και σε έναν μαραθώνιο επτά μηνών.

Η Μπάγερν δεν σπατάλησε πολύ χρήμα, αλλά ξόδεψε άφθονη φαιά ουσία και κατέθεσε σπουδαίο μπάσκετ. Έφερε στο στερέωμα έναν αέρα ανανέωσης, ανεβάζοντας, επιτέλους, τους Γερμανούς στο προσκήνιο.

Απέδειξε ότι αυτή η αγορά δεν είναι νεκρή όπως φοβόμασταν και ότι το έδαφος είναι γόνιμο. Εκπροσωπεί -για να μη ξεχνιόμαστε- έναν σύλλογο προοδευτικό, με ισχυρότατο αντιφασιστικό στίγμα μέσα στην καρδιά του κακού.

Και, πέρα απ’ όλα αυτά, έχει στο τιμόνι της τον Αντρέα Τρινκιέρι. Τον δικό μας άνθρωπο, που έγινε δικός μας χωρίς καλά καλά να γίνει δικός μας.

Τον Τρινκιέρι της Εθνικής μας ομάδας. Του Ευρωμπάσκετ 2013. Τότε, που προερχόμασταν από το αποτυχημένο Προολυμπιακό του Καράκας και νομίζαμε ότι το νέο ξεκίνημα περνούσε από τα χέρια ενός ξένου προπονητή.

Το προξενιό, θυμάμαι, το έκανε σε συνεννόηση με την ΕΟΚ ο ιταλομαθής Συρίγος, εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του Τρινκιέρι την Καντού.

Και πράγματι, η ιστορική ομάδα της βόρειας Ιταλίας παρέδιδε ένα μοντέλο που έμοιαζε απόλυτα ταιριαστό με την «ελληνική σχολή», αφού καμουφλάριζε τις ατομικές αδυναμίες των παικτών με προσεκτικό διάβασμα του παιχνιδιού, ομαδική δουλειά, πολύ ιδρώτα και έμφαση στη δημιουργικότητα των γκαρντ.

Ο επικοινωνιακά χαρισματικός Τρινικιέρι ήρθε στην Αθήνα, κάθισε δίπλα στον Βασιλακόπουλο και μας κέρδισε μεμιάς με το λέγειν του, όπως το συνηθίζει.

Θυμάμαι μάλιστα ότι είχε σημειωμένα κάποια ονόματα στα οποία θα στήριζε την Εθνική ομάδα της μεθεπόμενης μέρας: Παππάς, Καββαδάς, Γιάνκοβιτς, Κατσίβελης. Οι τρεις πρώτοι έπαιζαν στον Πανιώνιο, ο τέταρτος στον πρωταθλητή Ευρώπης Ολυμπιακό.

«Η φιλοσοφία μου είναι απλή», είπε στην προγραμματική του συνέντευξη ο Τρινκιέρι. «Πιστεύω πως το λίγο είναι καλύτερο από το πολύ. Ειδικά όταν έχεις να ενώσεις δώδεκα άτομα. Δεν πιστεύω πως έχω πρόβλημα να περάσω αυτή τη φιλοσοφία σε Έλληνες παίκτες. Αυτό που κατάλαβα παίζοντας κόντρα σε ελληνικές ομάδες διαπίστωσα ότι διαβάζουν καλά το παιχνίδι, παρότι δεν πηδούν σαν τον Λεμπρόν Τζέιμς και δεν τρέχουν σαν τον Ντέρικ Ρόουζ. Η φιλοσοφία είναι απλή. Καλή άμυνα και κυκλοφορία της μπάλας στην άμυνα. Δεν βλέπω πολλές ελληνικές ομάδες να παίζουν διαφορετικά. Ομαδική άμυνα και ομαδική επίθεση».

Ο προκάτοχος του Τρινκιέρι ήταν ο Ηλίας Ζούρος, που απομακρύνθηκε μετά το στραπάτσο του Καράκας, χωρίς να τους αναγνωριστούν τα οφθαλμοφανή ελαφρυντικά ή ο πρότερος επιτυχημένος βίος (Ευρωμπάσκετ 2011).


Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος ρωτήθηκε για τα κριτήρια επιλογής του Τρινκιέρι -ενός ξένου- και χαρακτήρισε το δίλημμα …συντεχνιακό.

«Είμαστε Ευρωπαίοι, έχουμε Ευρωπαίο προπονητή και πάμε για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα», ξεσπάθωσε, σε έναν από τους παροιμιώδεις ετήσιους αφορισμούς του. Έπεα πτερόεντα, θα πει κάποιος.

Η Εθνική πήγε στη Σλοβενία με λειψανδρία στα γκαρντ (αφού απουσίαζαν οι Καλάθης, Μάντζαρης), αλλά με τον MVP του Λονδίνου Βασίλη Σπανούλη στη σύνθεσή της και μάλλον αισιόδοξη. Ήταν η τελευταία χρονιά της προ Αντετοκούνμπο εποχής.

Στο αεροπλάνο επιβιβάστηκαν οι Ζήσης, Σπανούλης, Σλούκας, Μπράμος, Παπανικολάου, Περπέρογλου, Φώτσης, Μαυροκεφαλίδης, Καϊμακόγλου, Πρίντεζης, Μπουρούσης, Καββαδάς.

Το προπονητικό τιμ συμπλήρωναν οι Καντζούρης, Λημνιάτης, Δ.Παπανικολάου. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Λιβέρης Ανδρίτσος. Ο Συρίγος, ασθενής, ζούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του.

Στο κινητό μου έχω κρατήσει ένα μήνυμα, σταλμένο από άνθρωπο του μπάσκετ τις μέρες της πρώτης φάσης του Ευρωμπάσκετ. Το διάβασα, θυμάμαι, ξαπλωμένος δίπλα σε μία πισίνα με θαλασσινό νερό, στο παραθαλάσσιο και ηλιόλουστο Κόπερ: «Αδελφέ, τι μπασκετάρα βλέπουμε; Θα έρθω σίγουρα στα τελικά, πάμε για μετάλλιο».

Τις πρώτες μέρες, η ομάδα πήρε παραμάζωμα τους Σουηδούς (79-51), τους Ρώσους (80-71) και τους Τούρκους (84-61), παρ’ όλο που στο τρίτο ματς έπαιξε χωρίς τον τραυματισμένο Σπανούλη.

Έπειτα, έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι της: 72-81 από τους Ιταλούς, 77-86 από τους Φινλανδούς, μαύρη μαυρίλα πλάκωσε στη λιακάδα της Αδριατικής.

Η παρουσία στον δεύτερο γύρο ήταν εξασφαλισμένη, αλλά ο δρόμος για τα προημιτελικά περνούσε μέσα από ένα δυσβάσταχτο «πρέπει»: τρία στα τρία, απέναντι σε Ισπανία, Σλοβενία, Κροατία. «Τετέλεσται», είπαν με ένα στόμα αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι. Και είχαν δίκιο.

Στα ενδότερα της Εθνικής, βασίλευε ένα παράξενο μίγμα ασυναρτησίας και αποφασιστικότητας. Ο στραμπουληγμένος αστράγαλος του Σπανούλη έμοιαζε με αργίτικο πεπόνι και οι γιατροί έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να μειώσουν το πρήξιμο.

Το διάστρεμμα στην ποδοκνημική ήταν από αυτά που απαιτούν ανάπαυση εβδομάδων, αλλά ο Σπανούλης δεν έπαιρνε από λόγια ούτε από παραινέσεις. «Θα παίξω σίγουρα στη Λιουμπλιάνα», έλεγε.

Ο Νίκος Ζήσης έφτιαξε ένα μικρό αριστούργημα στο μοναδικό παιχνίδι όπου έμεινε χωρίς τον διόσκουρό του (6 πόντοι, 11 ασίστ, 0 λάθη), αλλά η ομάδα είχε μόνο δύο ετοιμοπόλεμους χειριστές και ο ένας από αυτούς (Σλούκας) ήταν ακόμη άγουρος.

Στα πηγαδάκια, ο Τρινκιέρι άκουγε τα σχολιανά του. «Άφησε την ομάδα χωρίς κοντούς, έπρεπε να πάρει τον Παππά ή τον Κατσίβελη». «Πού πάμε, σε διοργάνωση έντεκα αγώνων με τρεις γκαρντ;» Ο Ιταλός προτίμησε να πάρει στη Σλοβενία τους 12 καλύτερους παίκτες του, χωρίς να νοιαστεί ιδιαίτερα για τις αγωνιστικές ισορροπίες.

Αυτή η ανισομέρεια είχε και ένα «θύμα», που έκτοτε δεν ξαναεμφανίστηκε με τα μπλε.

Ο Αντώνης Φώτσης, αρχηγός αν θυμάμαι καλά της ομάδας, παραμερίστηκε και έπαιξε ελάχιστα, αφού στην ίδια θέση υπήρξε πληθώρα λύσεων και ο Τρινκιέρι προτιμούσε τους Πρίντεζη, Μαυροκεφαλίδη, αλλά και Καϊμακόγλου.

Ο παραγκωνισμός του Φώτση δημιούργησε βαρύ κλίμα, το οποίο εκπορευόταν από την Αθήνα, αλλά πότισε και τα αποδυτήρια. Άνθρωπος που έζησε την αποστολή μου λέει ότι «η ατμόσφαιρα στην ομάδα ήταν η χειρότερη όλων των εποχών».

Ο Τρινκιέρι δεν ήταν σε θέση να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα ούτε να κουλαντρίσει τα «εγώ» ούτε να κάνει διπλωματικούς ελιγμούς ούτε να μιλήσει στο θυμικό των παικτών ούτε να βάλει στεγανά στα αποδυτήρια. Ο Ανδρίτσος ήταν μία σιωπηλή φιγούρα σε καίριο πόστο και το τρένο απομακρυνόταν.

Η ομάδα ήταν καλή και το απέδειξε -παρά τα προβλήματα- όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κακό της δαίμονα. Η νίκη επί των Ισπανών στην «Αρένα Στόζιτσε» ήταν ένα μικρό θαύμα, η μοναδική μέσα στον 21ο αιώνα.

Ο λαβωμένος Σπανούλης έβαλε 20 πόντους σε 25 λεπτά, ο Καββαδάς τραμπούκισε τον Μαρκ Γκασόλ, ο Ζήσης μπλόκαρε τον «Τσάτσο», η Ελλάδα κέρδισε με 79-75 και ο Τρινκιέρι έλαμπε από υπερηφάνεια. Τι υπέροχη βραδιά!

Δύο βραδιές αργότερα, όμως, η οικοδέσποινα Σλοβενία μας αποτελείωσε με κατραπακιά μπροστά σε 12.000 ενθουσιώδεις φιλάθλους. Η Εθνική αποκλείστηκε από την οχτάδα και ο ισχυρός ανήρ έφυγε από το γήπεδο πριν σβήσουν τα φώτα. Ήταν το τέλος του Τρινκιέρι, που έμελλε να διεκδικήσει (και να κερδίσει) αποζημίωση 110.000 ευρώ στα δικαστήρια, αφού το συμβόλαιό του ήταν κλειστό διετές.

Το ευρωπαϊκό τρόπαιο του 2013 κατέληξε στα χέρια του Τόνι Πάρκερ και οι τελευταίες μέρες μου στη Σλοβενία αναλώθηκαν σε τουρισμό. Ο φίλος που μου έστειλε το μήνυμα δεν ταξίδεψε ποτέ στη Λιουμπλιάνα. Η «μπασκετάρα» του Κόπερ ξεχάστηκε.

Ήταν αποτυχημένη η θητεία του Αντρέα Τρινκιέρι στην Εθνική Ελλάδας; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μονολεκτικά ούτε αφορά μόνο το αγωνιστικό σκέλος.

Ο Ομοσπονδιακός προπονητής οφείλει να είναι και επιδέξιος ισορροπιστής, τόσο στο παρκέ όσο και στα αποδυτήρια και στους διαδρόμους. Ο Ιταλός, που δεν είναι δα από κείνους που καταπίνουν τα λόγια τους, βρέθηκε να κολυμπάει σε νερά πολύ πιο βαθιά απ’ όσο περίμενε και γρήγορα ξέμεινε από συμμάχους.

Ουδείς αναπολεί τη θητεία του με νοσταλγία και ουδείς τον καταριέται. Ήταν, ίσως, λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση τη λάθος στιγμή. Εάν λάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης και ολοκλήρωνε το συμβόλαιό του, μπορεί να τα κατάφερνε καλύτερα στο Μουντομπάσκετ του 2014.

Στην Ομοσπονδία αποφάσισαν τότε ότι το τιμόνι της Εθνικής ομάδας είναι προτιμότερο να το κρατάει Έλληνας (Κατσικάρης) και νομίζω σωστά. Ή, σε ακραία περίπτωση, ένας ξένος αναμφισβήτητης αξίας και παράλληλα γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας, όπως ο Ρικ Πιτίνο. Και πάλι σωστά.

Αυτό που θα πρέπει να θυμάται κανείς, είναι ότι «προπονητής Εθνικής ομάδας» και «προπονητής συλλόγου» είναι δύο διαφορετικά επαγγέλματα. «Προπονητής Εθνικής ομάδας της χώρας μου» και «προπονητής ξένης Εθνικής ομάδας», πάλι διαφορετικά επαγγέλματα.

Ο Αντρέα Τρινκιέρι βρέθηκε στη λάθος πλευρά της εξίσωσης και δεν είχε χρόνο για να μάθει πού κρύβονται οι λακκούβες και οι ύφαλοι. Εάν προσληφθεί εκ νέου στην Εθνική Ελλάδας μεθαύριο ή αντιμεθαύριο, υποψιάζομαι ότι θα τα καταφέρει καλύτερα.

Και, εδώ που τα λέμε, δεν βλέπω γιατί όχι. Μπορεί να είναι ξένος, αλλά δεν είναι πια τόσο ξένος.

Πηγή: Gazzetta