Του Νίκου Παπαδογιάννη
Όταν η FIBA άνοιξε τις πύλες του δικού της Hall Of Fame, το 2007 στη Μαδρίτη, έκανε λάθος. Έπρεπε να εντάξει με την πρώτη φουρνιά όχι τον Νίκο Γκάλη σόλο, αλλά σύσσωμη την τετράδα των σωματοφυλάκων του 1987: Γκάλης, Γιαννάκης, Χριστοδούλου, Φασούλας.
Χωρίς σειρά. Ως κουαρτέτο. Αυτοί οι άνθρωποι, οι τέσσερις ισαπόστολοι, άλλαξαν τη μοίρα ενός μπασκετικού έθνους και έβαλαν την Ελλάδα στο χάρτη του αθλήματος, πολύ πριν έλθουν να την απογειώσουν ο Παπαλουκάς, ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης, ο Αντετοκούνμπο.
Ο Γκάλης και ο Γιαννάκης είναι ένας βήμα πιο μπροστά από τους άλλους δύο σε επίπεδο καριέρας και επιρροής, διότι συνέχισαν το ίδιο μελωδικό βιολί επί 3-4 χρόνια ακόμη, για Ευρώπη μιλάμε, με τα χρώματα του Άρη.
Και, σύμφωνοι, ο Νικ ήταν ο καλύτερος όλων. Αλλά δεν υπάρχει Γκάλης χωρίς Γιαννάκη. Πρόκειται για ένα δικέφαλο θηρίο, που γέμισε με τους βρυχηθμούς τους τα ελληνικά και ξένα γήπεδα όσο ο πανδαμάτωρ το επέτρεπε.
Τα 14 χρόνια που πέρασαν από το άνοιγμα της αυλαίας του Hall Of Fame (και την ένταξη του Γκάλη) μέχρι την επιδαψίλευση της πρέπουσας τιμής στον Παναγιώτη Γιαννάκη είναι, πολύ απλά, ένα έγκλημα ενάντια στην ιστορία του αθλήματος.
Ο «δράκος» έπρεπε να είναι από τους πρώτους. Είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσουν με αυτή την άποψη και πολλοί από αυτούς που άκουσαν το όνομά τους τα προηγούμενα χρόνια: οι Βολκόφ, οι Ζντοβτς, οι Γκολομέεφ, οι Μαρτζοράτι, οι Ριγκοντό, οι Ζίντεκ, ας μείνουμε μόνο στους Ευρωπαίους.
Όσο για τον Φάνη, τον οποίο ο Ζάρκο Πάσπαλι χαρακτήρισε χθες ως τον κορυφαίο συμπαίκτη που γνώρισε ποτέ στην ελληνική καριέρα του, ας όψεται η επιμονή του Πανιωνίου να κρεμάει το δελτίο του από το ταβάνι όποτε τον λιμπίζονταν τα όρνεα από τη Θεσσαλονίκη.
Ας όψεται και η νοοτροπία του ίδιου του «μπέμπη», που το 1987 προτίμησε τον μικρόκοσμο της πλατείας από τις λεωφόρους της Ατλάντα…
Επιτρέψτε μου, εδώ, να διορθώσω μία ανορθογραφία. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης εντάχθηκε στο πάνθεον της FIBA αποκλειστικά ως μπασκετμπολίστας και όχι ως προπονητής.
Οι επιτυχίες του με το κοστούμι της Εθνικής Ελλάδας (Σαϊτάμα, Βελιγράδι κ.α.) δεν έχουν καμία σχέση με την είσοδό του στο Hall Of Fame. Η «ψηφοφορία» για τους προπονητές είναι ανεξάρτητη και δεν έχει καμία συνάρτηση με την αντίστοιχη των αθλητών.
Με άλλα λόγια, ο Γιαννάκης μπορεί (και είναι πιθανότατο) να επιλεγεί μελλοντικά και ως προπονητής και να βρεθεί σε δύο διαφορετικές λίστες, όπως έγινε π.χ. με τον Λένι Ουίλκενς στο ΝΒΑ.
H FIBA τιμά τον μπασκετμπολίστα Γιαννάκη και όχι τον προπονητή Γιαννάκη, ούτε τον Homo Basketicus Γιαννάκη. Υποκλίνεται σε όσα ο Παναγιώτης πέτυχε από 15χρονο παιδί στη Νίκαια, μέχρι τη μέρα που κρέμασε τη φανέλα του στο αποδυτήριο της Εθνικής Ελλάδας στο «Τζόρτζια Ντομ» της Ατλάντα.
Τον είδα πάμπολλες φορές να παίζει μπάσκετ στον «Πλάτωνα» (που απέχει 2-3 χιλιόμετρα από το σπίτι μου), ήμουν παρών και στην αλησμόνητη δακρύβρεχτη νύχτα στην Ατλάντα.
Περιέγραψα αμέτρητους αγώνες του με τα χρώματα του Άρη στα χρόνια της δόξας, τον είδα με τα μάτια μου να σηκώνει και το ευρωπαϊκό τρόπαιο με τον Παναθηναϊκό, τέτοιες μέρες πριν από 25 χρόνια στο Παρίσι.
Περπάτησα και την παλιά του γειτονιά στη Βοστώνη, όπου πάλεψε για το μεγάλο άλμα προς το ΝΒΑ άγνωστος μεταξύ αγνώστων, φιλοξενούμενος της ελληνικής κοινότητας της Μασαχουσέτης.
Φόρεσα και την παλιά φανέλα του, για γούρι, πρόπερσι στο Μουντομπάσκετ της Κίνας. Και δηλώνω τυχερός όσο λίγοι.
Το ενσταντανέ που συνοδεύει το κείμενο τραβήχτηκε στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 4 Δεκεμβρίου 1987, την επόμενη μέρα της θρυλικής νίκης του Άρη επί της Μπαρτσελόνα στο «Παλάου Μπλαουγκράνα» (88-89).
Εκείνος ο αγώνας είχε μεταδοθεί από την ΕΡΤ σε μαγνητοσκόπηση. Ναι, Άρης, Γκάλης και Γιαννάκης σε μαγνητοσκόπηση. Το σωτήριον έτος 1987. Νομίζω για τελευταία φορά στην ιστορία. Αδιανόητο δεν είναι;
Όσοι δεν πρόλαβαν τον Γιαννάκη σε δράση μπορεί να νομίζουν ότι το παιχνίδι του περιοριζόταν σε τρίποντα με χειρόφρενο, μακροβούτια στο παρκέ, ελληνοπρεπή ανδρισμό και «κλάψε κλάψε».
Όχι. Ο Γιαννάκης έπαιζε το μπάσκετ των επόμενων δεκαετιών όταν ακόμη νομίζαμε ότι μετράει μόνο να μπαίνει η μπάλα στο πλεχτό.
Ο Γκάλης μας έκανε να μετράμε άναυδοι τους πόντους και τα επιτόπια άλματα, ο Χριστοδούλου μας έμαθε να κοιτάζουμε τα ψιλά της στατιστικής, ο Φασούλας μας δίδαξε ότι για κάθε φάση υπάρχει πάντοτε το τελευταίο ανάχωμα της άμυνας, αλλά ο Γιαννάκης συνδύαζε όλα τα παραπάνω, τα φιλτράριζε μέσα από το μάτι του τίγρη και τα πότιζε με τόννους ευψυχίας και μας ψιθύριζε στο αυτί: «Όσο είμαι εγώ εδώ, έχουμε πάντοτε ελπίδες νίκης».
Το κορμί του ήταν βγαλμένο από το μέλλον (από το ίδιο υβρίδιο που έβγαλε λ.χ. τον Μαρτσουλιόνις) και γινόταν αντίδοτο στους λεπτεπίλεπτους Ντράζεν και το βλέμμα του από τα βάθη της ύπαρξης.
«Από δω και πέρα έχει δράκους», έμοιαζε να προειδοποιεί. Όπως έγραφαν στους παλιούς χάρτες (Here Be Dragons), για να μαρκάρουν το άγνωστο και το επικίνδυνο.
Εάν σήμα κατατεθέν του προπονητή Γιαννάκη ήταν η υπομονή, ο παίκτης Γιαννάκης τα ήθελε όλα εδώ και τώρα και δεν μπορούσε να περιμένει.
Καμιά φορά, παρασυρόταν από το πάθος του και καταργούσε το σύστημα, όπως λ.χ. στο αψυχολόγητο σουτ (απέναντι στους Ισπανούς στη Σαραγόσα) που θα μπορούσε να γίνει εφαλτήριο εκτόξευσης για την Εθνική ένα χρόνο πριν το 1987.
Συνήθως, τα μεγάλα σουτ πήγαιναν μέσα. Εκείνους τους τελικούς Άρη-ΠΑΟΚ το 1991 το μπάσκετ δεν θα τους ξεχάσει ποτέ.
Αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ άλλοτε οπουδήποτε αλλού τέτοιος συνδυασμός καρδιάς και μυαλού. Ο μπασκετμπολίστας Γιαννάκης δεν ήταν κομπιούτερ, αλλά ηφαίστειο. Όταν ρέει η καυτή λάβα, τα καλώδια των υπολογιστών λιώνουν.
Αναχωρώντας για το Ευρωμπάσκετ του 2007, χάρισα στον Μιχάλη Κακιούζη έναν dvd των αγώνων της Εθνικής από το 1987 και το 1989. «Πάρε αυτό το δώρο, για να μάθεις τι μέρος του λόγου ήταν ο προπονητής σας όταν ήταν στην ηλικία σας».
Πολλοί από τους παίκτης της «επίσημης αγαπημένης» μαζεύτηκαν πάνω από ένα λάπτοπ, στο τετράωρη της αναμονής ανάμεσα στις δύο πτήσεις, στη Μαδρίτη, και βάλθηκαν να χαζεύουν τον ημιτελικό του ’87 με τη Γιουγκοσλαβία και αυτόν του Ζάγκρεμπ με τη Σοβιετική Ένωση.
Στην αρχή, τσιμογελούσαν με τις βουτιές του «δράκου» και με τις εκφραστικές γκριμάτσες του. Έπειτα αφοσιώθηκαν στο παιχνίδι και είδαν τον Γιαννάκη να γεμίζει το γήπεδο και να βγαίνει νικητής, απέναντι σε κολοσσούς όπως ο Πέτροβιτς και ο Μαρτσουλιόνις.
Και έμειναν με το στόμα ανοιχτό, οι διεθνείς του 2007. Το ολοκληρωτικό μπάσκετ που έπαιξε η Εθνική Ελλάδας σε αυτούς τους δύο αγώνες θα το ζήλευε και η Σαϊτάμα.
Όποιος νεότερος θέλει να καταλάβει τι είδους μπασκετμπολίστας ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης δεν έχει παρά να αφιερώσει καμιά δεκαριά ώρες από τη ζωή του στη μελέτη των αγώνων της Εθνικής μας στο Μουντομπάσκετ του 1990 στην Αργεντινή.
Ελλείψει Γκάλη, ο «δράκος» ήταν ένα Κράκεν του γηπέδου που κατάπινε ό,τι έβρισκε στο διάβα του και τελείωνε τους αγώνες με 30-40 πόντους, με 10-15 ασίστ, με κλεψίματα, με ριμπάουντ, με βροχή από τρίποντα, με μία συγκλονιστική επίδειξη «never say die» νοοτροπίας, με το περιβραχιόνιο του γεννημένου αρχηγού περασμένο στο κορμί του σαν κορδέλα του μίστερ υφήλιος.
Εάν κάποιο βιβλίο σας πει ότι MVP της διοργάνωσης ήταν άλλος, μην το πιστέψετε. Ο κορυφαίος παίκτης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 ήταν αυτός που, στο φινάλε του, αποθεώθηκε από 10.000 Αργεντινούς φιλάθλους με χειροκρότημα που άρχισε και δεν σταματούσε.
Ηχεί ακόμη στα αυτιά μου, εκείνο το standing ovation, και ας μην ήμουν παρών. Τρύπησε τις οθόνες της τηλεόρασης και σκόρπισε ρίγη.
Η τρανή απόδειξη του μεγαλείου του μπασκετμπολίστα Γιαννάκη ήταν η προθυμία -στα όρια της αθλητικής αυτοθυσίας- με την οποία άλλαξε το δέρμα του για να γίνει υπολοχαγός του Νίκου Γκάλη (στα χέρια του Ιωαννίδη και του Πολίτη) όταν κατάλαβε ότι αυτό απαιτούσαν οι ανάγκες της ομάδας.
Ο Άρης, και η Εθνική, διέθεταν ταυτόχρονα στην περιφερειακή τους γραμμή δύο από τους κορυφαίους σκόρερς και δύο από τους ικανότερους δημιουργούς που γέννησε ποτέ το πέραν του ΝΒΑ μπάσκετ.
Η ευρωπαϊκή καταξίωση ήταν πια θέμα χρόνου, χημείας, πίστης, αυτοπεποίθησης και συγκυρίας. «Μέχρι τότε, θεωρούσαμε τα δύσκολα ματς χαμένα από χέρι και παίζαμε ο καθένας για την πάρτη του», μου εξομολογήθηκε κάποια στιγμή ο Παναγιώτης Φασούλας.
Ο Γιαννάκης μας έμαθε να αλλάζουμε μπαλιές και να υποτάσσουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία του συνόλου. Μας δίδαξε επίσης, ότι η ταπεινότητα και η προσφυγιά αποτελούν όχι εμπόδιο, αλλά προνόμιο.
Ο Παναγιώτης γεννήθηκε φτωχόπαιδο στη Νίκαια και κατέκτησε τον κόσμο χωρίς ποτέ να του χαριστεί τίποτε. Υπάρχει πιο πολύτιμο μάθημα, για αυτόν τον λαό τον μαθημένο να τα βρίσκει όλα έτοιμα και συχνά κλεμμένα;
Και, ναι, δεν είναι αστικός μύθος, ο Γιαννάκης έπαιξε δεκαπέντε χρόνια με κομμένο χιαστό, ένα απίστευτο ιατρικό θαύμα κοντά στα υπόλοιπα της ζωής και της καριέρας του.
Εάν δεν του έκλεινε τον δρόμο ένας σοβαρός τραυματισμός στην τελική ευθεία προς τη σεζόν 1982-83, ο Γιαννάκης μπορεί να γινόταν επαγγελματίας στους κραταιούς Σέλτικς της εποχής.
Αλλά τότε θα έχανε το δικαίωμα συμμετοχής στην Εθνική Ελλάδας και η ιστορία θα γραφόταν με διαφορετικά χρώματα και γράμματα. Εκείνος ο τραυματισμός αποδείχθηκε κρυμμένη ευλογία για το ελληνικό μπάσκετ.
Την είδηση της ένταξης στο Hall Of Fame o Γιαννάκης την υποδέχθηκε με μία περίεργη σιωπή, που αποκλείεται να είναι τυχαία. Δεν έκανε καν κάποια δήλωση κοινής λήψεως μέσω των social media, για την τιμή των όπλων.
Τι να τον έχει ενοχλήσει, άραγε; Ίσως η καθυστέρηση της FIBA (στην οποία το 2007 ήταν ακόμη παντοδύναμος ο Γ. Βασιλακόπουλος), ίσως κάτι εντελώς διαφορετικό. Αλλά αυτή είναι συζήτηση για κάποια άλλη μέρα.
Πηγή: Gazzetta