Το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης στο ΟΑΚΑ έτυχε το μάτι μου να πέσει δύο και τρεις φορές πάνω στον Στεφάν Λανουά. Ο αρχιδιαιτητής είχε ορίσει τον εαυτό του ως παρατηρητή διαιτησίας στο Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός. Επειδή πολύ συχνά ο παρατηρητής διαιτησίας βρίσκεται να κάθεται σε κοντινή απόσταση από την δική μου θέση στα γήπεδα, μου τυχαίνει να αντιλαμβάνομαι την σχολαστικότητα που βάζουν οι παρατηρητές στην μελέτη ενός παιχνιδιού. Και γι’ αυτό μπορώ εύκολα να πω ότι την περασμένη Τετάρτη ο Λανουά πέρασε ένα από τα πιο άνετα απογεύματα που έχει περάσει ως παρατηρητής. Ήταν τέτοια η άνεσή του, που δεν περίμενε την ολοκλήρωση του πρώτου ημιχρόνου. Σηκώθηκε από τη θέση του είτε επειδή ήθελε να βρεθεί στα αποδυτήρια είτε οπουδήποτε αλλού, και εγκατέλειψε τη θέση του δίχως να ανησυχεί ότι μπορεί να χάσει κάτι μέχρι να βρεθεί μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη για να παρακολουθήσει τη συνέχεια.
Έτσι είναι, όταν έχεις στο τερέν έναν διαιτητή με την εμπειρία και την επαγγελματική προσωπικότητα του Σίμoν Μαρτσίνιακ. Ο Πολωνός, που πήγε να βγάλει ντέρμπι χωρίς κίτρινη κάρτα μολονότι επέτρεπε το φυσικό παιχνίδι στα όρια, σου έδινε την εντύπωση ότι αποδίδει σε safe mode, δηλαδή ότι δεν ένιωθε καν την ανάγκη να μπει σε καθεστώς λειτουργίας απόλυτης εγρήγορσης. Λειτουργούσε με την άνεση ενός διαιτητή που διευθύνει παιχνίδι μπροστά σε άδειες κερκίδες και πολιτισμένους πάγκους. Σαν να μη νιώθει ίχνος πίεσης.
Δεν χρειάζεται ανάλυση η επίγνωση ότι κανένας Λανουά δεν μπορεί να βρίσκει και να φέρνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο δύο τρεις Μαρτσίνιακ κάθε σαββατοκύριακο. Όμως δεν αναφέρομαι στην ακρίβεια των αποφάσεων που λάμβανε ο Πολωνός. Αναφέρομαι στην πανοπλία που φορούσε για να μην τον αγγίζει ο εκνευρισμός, η ένταση, η “τρέλα” οποιουδήποτε από το περιβάλλον που είχε στην διεξαγωγή του παιχνιδιού. Δεν ένιωθε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, για να μη πω ότι είμαι σίγουρος ότι δεν είχε ιδέα σχετικά με την τοξικότητα των τελευταίων εβδομάδων στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Θα ευχόμουν να βγουν “Μαρτσίνιακ” οι διαιτητές που έχει επιλέξει ο Λανουά για το Άρης – ΠΑΟΚ και το Παναθηναϊκός – ΑΕΚ ώστε να δημιουργηθεί ένα μικρό σερί “ήσυχων”, στο κομμάτι της διαιτησίας, ντέρμπι διότι μας περιμένουν πολλά τέτοια στην συνέχεια της σεζόν και μας περιμένουν μόνο τέτοια στα Play off που θα αποφασίσουν τον πρωταθλητή και τα ευρωπαϊκά εισιτήρια. Με άλλα λόγια θα ευχόμουν να γίνουν καλές επιλογές ξένων φυσικών και ψηφιακών διαιτητών, διότι διαφορετικά δεν έχουμε καμία ελπίδα. Θα “σκοτωθούμε”.
Ως κάποιος που διαχρονικά, δηλαδή ακόμη και πριν από την εμφάνιση των ξένων διαιτητών στο ελληνικό ποδόσφαιρο, υποστήριζε ότι μόνο με ξένους μπορεί να αφαιρεθεί λίγο από το δηλητήριο της καχυποψίας από τα μυαλά μας, το βράδυ της περασμένης Τετάρτης σκεφτόμουν ότι ένας “Μαρτσίνιακ” βρίσκει το καθαρό μυαλό για να λειτουργήσει στο τερέν ακριβώς επειδή δεν μας νιώθει, δεν μας καταλαβαίνει, δεν μας φοβάται και δεν εξαρτάται από εμάς. Τον έβλεπα πριν από το παιχνίδι να δοκιμάσει τα ακουστικά του και να αστειεύεται με τους συνεργάτες του γελώντας και σκεφτόμουν ότι αυτή την εικόνα δεν την έχω συναντήσει ποτέ με τους Έλληνες. Σφιγμένα πρόσωπα, συνοφρυωμένα, αγέλαστα, με μια συστολή που προδίδει, το λιγότερο, ανησυχία μη χαμογελάσουν προς μια κατεύθυνση και παρεξηγηθούν. Ο Μαρτσίνιακ απολάμβανε την εμπειρία. Οι “δικοί μας” μπαίνουν στο γήπεδο με μόνο όραμα να επιστρέψουν “άβρεχτοι” στο σπίτι.
Αφήνοντας εντελώς στην άκρη την παράμετρο της πιθανότητας ένας διαιτητής να εξυπηρετεί συμφέροντα, λέω ότι ο Έλληνας διαιτητής δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν κανονικός διαιτητής σε ελληνικό παιχνίδι και ειδικά όταν στο τερέν πατούν μια ή δύο μεγάλες ομάδες. Διότι προτού καν πατήσει το τερέν έχει χάσει κάθε χαρά για το παιχνίδι. Παίζει μόνο για να υπάρχει, και για να συνεχίσει να πληρώνεται. Πηγαίνει στα ματς με χαλασμένο μυαλό. Ακόμη και ο πιο αδιάφθορος Έλληνας διαιτητής στην ιστορία, όποιος και αν είναι αυτός.
Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια έχουν περάσει ένα σωρό ξένοι αρχιδιαιτητές από το ελληνικό ποδόσφαιρο και ουδείς έχει καταφέρει να δημιουργήσει και να αφήσει πίσω του ένα γκρουπ νέων διαιτητών που να πείθουν ότι μπορούν να διευθύνουν ένα ματς με μεγάλες ομάδες. Όλοι οι αρχιδιαιτητές έχουν αποτύχει να φτιάξουν Έλληνες διαιτητές που χαίρονται, που απολαμβάνουν το παιχνίδι. Η όψη τους τις Κυριακές είναι όμοια με την όψη στα πρόσωπα των αστυνομικών, δηλαδή σου δίνουν την εντύπωση κάποιου που βρίσκεται εκεί μόνο επειδή τον αναγκάζουν και όχι επειδή έχει πάει για να περάσει καλά και να νιώσει λίγη αδρεναλίνη παραπάνω. Για να αποτυγχάνουν όλοι, σημαίνει ότι με τις συνθήκες του το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν επιτρέπει την δημιουργία μιας τέτοιας γενιάς Ελλήνων διαιτητών.
Πηγή: Gazzetta