Της Σπυριδούλας Σπανέα
Οταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε τη Μίλντρεντ Ελα Ντίντρικσον Ζαχαρίας (Μπέιμπ) εάν υπάρχει κάποιο άθλημα ή παιχνίδι που να μην έχει κάνει, αυτή απάντησε «οι κούκλες». Ασχολήθηκε με πολλά σπορ και κατέκτησε παντού διακρίσεις. Την αποκαλούσαν «αδελφή του Σούπερμαν», ενώ το «Associated Press» και το «Sports Illustrated» την έχουν χαρακτηρίσει «αθλητικό φαινόμενο όλων των εποχών».
Η, μεγαλωμένη στο Τέξας, κόρη Νορβηγών μεταναστών συνέλεξε δύο χρυσά μετάλλια (80 μ. εμπόδια, ακοντισμός) και ένα ασημένιο (άλμα εις ύψος) στους Ολυμπιακούς του 1932. Διέπρεψε στο γκολφ και το τένις, ήταν εκπληκτική παίκτρια μπάσκετ και μπέιζμπολ, κολυμπούσε, έκανε καταδύσεις, έπαιζε μπιλιάρδο ενώ υπήρξε ασυναγώνιστη στο χόκεϊ, το μπόουλινγκ και το γκολφ. Είχε κερδίσει βραβείο ραπτικής και έγραφε στη γραφομηχανή 86 λέξεις το λεπτό. Θεωρείται «άτυχη» αθλητικά, διότι στην εποχή της μία γυναίκα μπορούσε να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς μόνο σε τρία αγωνίσματα. Η Ντίντρικσον στους αγώνες πρόκρισης πρώτευσε σε έξι από τα οκτώ αγωνίσματα, όπου πήρε μέρος. Οταν ήρθε η ώρα να επιλέξει, διάλεξε τα πιο ετερόκλητα. Και διακρίθηκε. Παραμένει η μοναδική γυναίκα που έχει κερδίσει μετάλλια σε δρόμους, ρίψεις και άλμα.
Το 1914, ένας φονικός τυφώνας πλήττει το Πορτ Αρθουρ του Τέξας (275 νεκροί), τόπο κατοικίας των Ντίντρικσεν. Η οικογένεια της Μίλντρεντ αναγκάζεται να μετακομίσει στο Μπόμοντ. Ισως γι’ αυτό τον λόγο να έγραψε στην αυτοβιογραφία της ότι γεννήθηκε το 1914, αντί το 1911 που ήταν η πραγματική χρονιά γεννήσεώς της. Ισως να ήταν και η γυναικεία ματαιοδοξία.
Ως παιδί υπήρξε αγοροκόριτσο. Αγαπημένη της ασχολία ήταν να παίζει ξύλο με τα οκτώ αδέλφια της και τα αγόρια της γειτονιάς. Η αγάπη της Μίλντρεντ για τον αθλητισμό ήταν μεγάλη. Ο πατέρα της ενθάρρυνε το ενδιαφέρον της. Ενα σκουπόξυλο και δύο τενεκεδάκια με τσιμέντο έγιναν αυτοσχέδια βάρη για να προπονείται η μικρή. Εμαθε να τρέχει γρήγορα έχοντας για αντίπαλο το… τραμ. Αγαπούσε το ποδόσφαιρο, ενώ το ταλέντο της στο μπέιζμπολ ήταν τόσο μεγάλο που απέκτησε το προσωνύμιο «Μπέιμπ» (από τον θρύλο του αθλήματος Μπέιμπ Ρουθ), το οποίο θα τη συντρόφευε σε όλη της τη ζωή.
Στο σχολείο ήταν κακή μαθήτρια. Ενα ορθογραφικό λάθος της έγινε αιτία για την αλλαγή του επιθέτου της (Ντίντρικσον αντί για Ντίντρικσεν). Το ταλέντο στο μπάσκετ τη βοήθησε να τελειώσει τη βασική εκπαίδευση αλλά και να βρει δουλειά σε εταιρεία που διατηρούσε γυναικεία ομάδα. Τότε μπήκε στη ζωή της ο στίβος. «Στόχος μου είναι να γίνω η καλύτερη αθλήτρια που υπήρξε ποτέ» έλεγε, όταν τη ρωτούσαν γιατί ασχολείται με τόσα σπορ. Η ομάδα μπάσκετ της εταιρείας κατέκτησε, χάρη στη Μπέιμπ (κατείχε το ρεκόρ σε πόντους), τρία πρωταθλήματα. (1930-1932). Παράλληλα, προπονείται για να διεκδικήσει την πρόκριση για τους Αγώνες του Λος Αντζελες, ενώ προλαβαίνει να κερδίσει το πρωτάθλημα του 1931 στο ράψιμο(!). Το ταλέντο της στη ραπτική είχε φανεί από τα παιδικά της χρόνια, καθώς έραβε τσουβάλια για να βγάζει το χαρτζιλίκι της. Το χάρισμά της στη ραπτική όμως δεν φαίνεται στο προσωπικό της στυλ. Φορέματα δεν υπάρχουν στην γκαρνταρόμπα της. Προτιμάει παντελόνια και άχαρες φαρδιές μπλούζες. Είναι μόλις 20 ετών αλλά ο αθλητισμός έχει αφήσει σε δεύτερη μοίρα τη θηλυκότητα.
Στους προκριματικούς αγώνες κατέρριψε, σε ένα απόγευμα, πέντε φορές το παγκόσμιο ρεκόρ σε διάφορα αγωνίσματα. Οι εφημερίδες της εποχής έκαναν λόγο για το νέο αστέρι από το Τέξας: «Δεν βλέπουμε μία νεαρή αθλήτρια να αγωνίζεται με στόχο τη βελτίωση. Βλέπουμε μία γυναίκα πεινασμένη για παγκόσμια ρεκόρ», έγραφαν χαρακτηριστικά. Τα εισιτήρια των προκρίσεων για τους Ολυμπιακούς του Λος Αντζελες μπαίνουν στην… τσέπη της Μίλντρεντ και το ταξίδι για την αθλητική καταξίωση αρχίζει.
Αντιπαθής, επειδή ήταν η… καλύτερη
Η Μίλντρεντ Ντίντρικσον, εξαιτίας του… μικροβίου του πρωταθλητισμού, γίνεται αντιπαθής στους συναθλητές της. Τη θεωρούν επιθετική και πιστεύουν ότι θα έκανε τα πάντα για τη νίκη. Η αναγνωρισιμότητα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη δημοτικότητά της. Μέχρι που η λάμψη από τα ολυμπιακά μετάλλια επισκίασε τις αντιπάθειες.
Ολυμπιακοί Αγώνες του Λος Αντζελες (1932). Οι γυναίκες θεωρούνταν αδύναμες για να αγωνιστούν σε περισσότερα από τρία αγωνίσματα. Η Μπέιμπ κατέρριψε τέσσερα παγκόσμια ρεκόρ και απέδειξε ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Χρυσό μετάλλιο στον ακοντισμό (43,68), χρυσό μετάλλιο και δύο παγκόσμια ρεκόρ στα 80 μ. με εμπόδια (11,7) και φτάνει η ώρα του ύψους. Βασική της αντίπαλος η συμπατριώτισσά της, Τζιν Σίλεϊ. Και οι δύο πετυχαίνουν παγκόσμιο ρεκόρ (1,65). Το πάθος, όμως, της Μπέιμπ για τη νίκη γίνεται αιτία να πλασαριστεί στη δεύτερη θέση. Οι δύο από τους τρεις κριτές θεώρησαν ότι το κεφάλι της αθλήτριας πέρασε πρώτο τον πήχυ και ακύρωσαν το άλμα που θα την έφερνε στην πρώτη θέση. Ο Τύπος την αποθεώνει και την αποκαλούν «σιδερένια γυναίκα». Η Μίλντρεντ έχει πετύχει αυτό που θέλει και ψάχνει για άλλα ενδιαφέροντα. Και τα βρίσκει στο γκολφ, όπου έμελλε να κάνει μεγάλη καριέρα. Εξακολουθεί να παίζει μπάσκετ, ενώ «δανείζει» το όνομά της σε ομάδα. Με την ομάδα της πραγματοποιεί αρκετές περιοδείες διότι όλοι οι Αμερικανοί θέλουν να δουν το «φαινόμενο της εποχής» να αγωνίζεται.
«Αντρας» στα στάδια και τα γήπεδα, γυναίκα στο σπίτι
Γυναίκα μπροστά από την εποχή της, η Μίλντρεντ Ελα Ντίντρικσον σπάει το κατεστημένο. Κυκλοφορεί σαν άνδρας μέσα στα στάδια και στα γήπεδα, ξεχνάει τη θηλυκότητα στο… σπίτι, κάτι που προκαλεί το κοινό αίσθημα. «Θα ήταν καλύτερα εάν αυτή και οι όμοιές της έμεναν στα σπίτια τους, φτιαχνόντουσαν και περίμεναν το τηλέφωνο να χτυπήσει», έγραψε χαρακτηριστικά ο αθλητικός συντάκτης Τζο Ουίλιαμς στον «New York World – Τelegram».
Και, όμως, η Μπέιμπ δεν ήταν φεμινίστρια. Εξάλλου, πέθανε 10 χρόνια πριν από την άνθιση του φεμινιστικού κινήματος. Οι επικρίσεις που δέχεται αναγκάζουν την αθλήτρια να κάνει… στροφή προς τη θηλυκότητα. Μαθαίνει να φοράει φορέματα, διαφημίζει τις ικανότητές της στο ράψιμο, τη διακόσμηση και την κηπουρική, ενώ αρχίζει να φροντίζει τον εαυτό της. Για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της τραγουδάει και παίζει φυσαρμόνικα σε βαριετέ. Μάλιστα, ηχογραφεί και δίσκο.
Είναι η εποχή που μπαίνει και το γκολφ στη ζωή της. Πέρασε πολλούς μήνες στα γήπεδα, εξασκήθηκε κατάλληλα και στην πρώτη εμφάνισή της έδειξε το ταλέντο της και στο «άθλημα των μπαστουνιών». Οπως όταν ήταν μικρή χτυπούσε την μπάλα του μπέιζμπολ μακρύτερα από τ’ αγόρια (κατέκτησε τρία πρωταθλήματα με τις Golden Cyclones ενώ, για δύο σεζόν, ήταν η καλύτερη φόργουορντ), έτσι και στο γκολφ αντιμετωπίζει με επιτυχία τους άνδρες.
Μπορεί οι άνδρες να την κοιτάζουν με καχυποψία καθώς έχει… κυριέψει όλα τα κάστρα τους, οι γυναίκες, όμως, τη θαυμάζουν. Τη θεωρούν το «κορίτσι της διπλανής πόρτας» που δεν μένει στο παραδοσιακό, για την εποχή, ρόλο του φύλου του αλλά κάνει όσα θα ήθελαν να κάνουν και αυτές. Οι επικρίσεις για τη θηλυκότητά της προβληματίζουν την Μπέιμπ. Καταβάλλει συνεχώς προσπάθειες για να φαίνεται περισσότερο γυναίκα. Το 1938, αφού έχει κερδίσει όλες τις διοργανώσεις γκολφ, γνωρίζει τον θηριώδη Ελληνα παλαιστή, Γιώργο Ζαχαρίας (αντίπαλος του Τζιμ Λόντος). Η σωματική του διάπλαση βοηθάει τη μυώδη Μίλντρεντ να αισθανθεί γυναίκα. Ερχεται ο έρωτας και σε 11 μήνες το επίθετο Ζαχαρίας προστίθεται δίπλα στο δικό της.
Μέχρι το 1950, η Μπέιμπ είχε κερδίσει κάθε τίτλο που υπήρχε στο γκολφ. Εγινε η πρώτη γυναίκα που μέτρησε 17 νίκες σε τουρνουά, ένα ρεκόρ το οποίο δεν έχει καταρριφθεί ακόμα, και η πρώτη Αμερικανίδα που κέρδισε το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα της Βρετανίας. Σε ερασιτεχνικά και επαγγελματικά παιχνίδια έχει νικήσει σε, συνολικά, 82 τουρνουά.
Ο Γιώργος Ζαχαρίας αφήνει την πάλη και γίνεται μάνατζερ της γυναίκας του. Το ζευγάρι δεν μπορεί να κάνει παιδιά και οι αιτήσεις τους για υιοθεσία δεν γίνονται δεκτές. Τα χρήματα που κερδίζει η Μπέιμπ από το γκολφ την έχουν κάνει μία από τις πλουσιότερες αθλήτριες της εποχής. Το 1950, μαζί με άλλες 12 γυναίκες, ιδρύουν την Ladies Professional Golfer’s Association. Μαζί με τον σύζυγό της αγοράζουν μεγάλη έκταση στο Μπόμοντ όπου κατασκευάζουν το γήπεδο γκολφ «Babe Zaharias Park». Δίπλα σε αυτό, σήμερα, βρίσκεται και το μουσείο της Μίλντρεντ.
Η ζωή, όμως, έμελλε να παίξει στην Μπέιμπ ένα διαφορετικό παιχνίδι. Λίγους μήνες μετά τη νίκη της στον εναρκτήριο αγώνα του γηπέδου της, μαθαίνει ότι έχει καρκίνο. Γίνεται επέμβαση και ενώ οι γιατροί της συστήνουν μία πιο ήσυχη ζωή, 14 εβδομάδες μετά, αγωνίζεται σε τουρνουά και θριαμβεύει. Μαθαίνει ότι ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση. Δίπλα της έχει ως νοσοκόμα την γκολφέρ Μπέτι Ντοντ – οι φήμες τις ήθελαν και ζευγάρι. Το παιχνίδι, όμως, της ζωής δεν μπορεί να το κερδίσει και σε ηλικία 45 ετών πεθαίνει.
Το 1975 γυρίστηκε η κινηματογραφική ταινία «Babe» με πρωταγωνιστές τους Σούζαν Κλαρκ και Αλεξ Καράς. Για τη ζωή της Μίλντρεντ Ελα Ντρίντρικσον Ζαχαρίας γράφτηκαν πολλά βιβλία και σε λίγες ημέρες θα κυκλοφορήσει μία ακόμη βιογραφία που θα προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσει τον χαρακτήρα της. Το σίγουρο είναι ένα: η Μπέιμπ υπήρξε μία γυναίκα που έσπασε τα ταμπού της εποχής της, ένα κορίτσι – θαύμα.
Πηγή: Καθημερινή