Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Παλεύεις έξι μήνες για την πρωτιά, κόβεις καμαρωτός το νήμα, πας να παραλάβεις τα δώρα σου και …τι να δεις; Πρώτος αντίπαλος στα πλέι-οφ, το ισχυρότερο «οχτάρι» που εμφανίστηκε ποτέ στη διοργάνωση, σε αδυσώπητη σειρά πέντε αγώνων μάλιστα, ευτυχώς χτυπημένο από τραυματισμούς. Και δεύτερος, σε ζαριά μίας νύχτας, η μοναδική ομάδα πρωταθλητισμού που βγήκε όρθια από τις συγκρούσεις μαζί σου, δύο ροζ φύλλα σε δύο αναμετρήσεις μετά πολλών επαίνων.

Ο κίνδυνος να μην υπάρξει τρίτος τελικός (χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά) είναι υπαρκτός, αλλά έστω κι έτσι ο Ολυμπιακός είναι φαβορί για την πρόκριση επί της Μονακό στον ημιτελικό της 19ης Μαΐου. «Έκπληξη θα είναι όταν χάνει», τιτλοφορήθηκε αυτή η στήλη στις 20 Οκτωβρίου 2022. Ακριβώς μία εβδομάδα αργότερα, ανήμερα των γενεθλίων μου, η Μονακό κατέφτασε στο ΣΕΦ και το κούρσεψε.

Η Μονακό, ισχυρή αλλά όχι πανίσχυρη, είναι αυτό ακριβώς που φοβάται –αν φοβάται κάτι- ο Ολυμπιακός: ένα γοργοπόδαρο αθλητικό σύνολο γεμάτο με κορμιά, χέρια και ελατήρια, που ματσάρει καλά με οποιονδήποτε, ικανό να μικρύνει το γήπεδο και να κρύψει τα κουσούρια του πίσω από επιθετικά ριμπάουντ και κλεψίματα. Μια σχεδόν αμερικάνικη ομάδα, με ευρωπαϊκό νου.

Στην πρώτη φετινή αναμέτρηση με τους Πειραιώτες, στο Φάληρο, τους κράτησε στους 76 πόντους και πέτυχε 5 παραπάνω. Στο δεύτερη, μέσα Γενάρη στο Μόντε Κάρλο, δεν χρειάστηκε να βάλει ούτε 65 για να κερδίσει: 64-60, η γοητεία του κατενάτσιο. Ο Ολυμπιακός παρατάχθηκε πλήρης και στους δύο αγώνες, με τον Σάσα Βεζένκοβ να εγκλωβίζεται ανάμεσα σε ψηλά κλαδιά (όπως οι χερούκλες του Τζον Μπράουν), ενώ η Μονακό έπαιξε τον δεύτερο χωρίς τον Τζόρνταν Λόιντ.

Οι δυναμικοί Μονεγάσκοι κυριάρχησαν στα ριμπάουντ και στους δύο αγώνες (+11 συνολικά), υποχρέωσαν τον Ολυμπιακό σε πληθώρα λαθών (12+15), τον ανάγκασαν να σουτάρει περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε τρίποντο με άσχημες προϋποθέσεις (17/56 συνολικά), πήραν 20+19 πόντους από τον αινιγματικό μαέστρο Μάικ Τζέιμς και άκουσαν γλυκές μελωδίες από τα δεύτερα βιολιά τους: Ελί Οκόμπο 23 στο ένα ματς, Άλφα Ντιάλο 16 στο άλλο.

Βέβαια ο «άγραφος» Γιοάν Μακουντού, που αποτελείωσε τον Ολυμπιακό με 9 πόντους στο β’ ημίχρονο του δεύτερου αγώνα, δεν παίζει στην ορχήστρα ούτε …καστανιέτες. Εάν πατήσει παρκέ στο Κάουνας, που δεν το βλέπω, θα το οφείλει ακριβώς στις επιδόσεις του εκείνη την περίεργη βραδιά στη στρούγκα του Μόντε Κάρλο.

Μισό λεπτό, όμως. Πόσο συχνά βλέπει κανείς μία Σταχτοπούτα να φεύγει από ημιτελικό με τα γοβάκια άθικτα και τα πόδια στεγνά; Το παλιό κλισέ θυμίζει ότι το φάιναλ-φορ είναι η διοργάνωση των αουτσάιντερ, αλλά η Γιουγκοπλάστικα έχει βαρέσει διάλυση εδώ και χρόνια, η Ζαλγκίρις θα περιοριστεί σε ρόλο οικοδέσποινας και η μοναδική ομάδα που κολύμπησε κόντρα στο ρεύμα τα τελευταία 10-11 χρόνια είναι ο …Ολυμπιακός. Στο μπάσκετ δεν έχει Λέστερ.

Η Μονακό έχει στις τάξεις της ακριβώς έναν παίκτη με εμπειρία φάιναλ-φορ (τον Τζέιμς), προπονητή που είναι Ομπράντοβιτς μόνο στο όνομα και διόλου λαϊκή λαϊκή βάση, αποτελούμενη από γαλαζοαίματους, από τενίστες και από φοροφυγάδες.

«Ελπίζω και προσδοκώ σε πρόκριση της Μονακό», έλεγα την Τρίτη στο γκισέ των προγνωστικών (που επαληθεύτηκαν πλήρως), όταν όλοι γύρω μου έβλεπαν Μακάμπι. Ποιος θέλει στον ημιτελικό εξέδρα με 3-4 χιλιάδες Ισραηλινούς; Τα γκρίζα μαλλιά της αραιοκατοικημένης κεφαλής μου, των 35 φάιναλ-φορ που έχω καλύψει αν δεν έχασα το μέτρημα, επιμένουν ότι τέτοιες νύχτες μετράει πρωτίστως η πείρα, το ειδικό βάρος και τα χιλιόμετρα: του Σλούκα, του Παπανικολάου, του Μπαρτζώκα, του Γουόκαπ που επιστρέφει στο επί τριετία σπίτι του, του Βεζένκοβ, του Γιώργου Μπαρτζώκα, όσων ήταν και πέρυσι στο Βελιγράδι. Των τριών αστέρων στο στήθος και των 12, πλέον, φάιναλ-φορ.

Ο κανόνας δεν είναι φυσικά απαράβατος. Ούτε όλες οι πρωτάρες αποδείχθηκαν άμαχος πληθυσμός. Αλλά ο Ολυμπιακός θα παίξει στον ημιτελικό με τα λευκά, ακόμα και αν φορέσει τα κόκκινα. Εκτός των αγωνιστικών πλεονεκτημάτων του, των ουκ ολίγων, θα έχει στο πλευρό του 2-3 χιλιάδες οπαδούς αν όχι περισσότερους, απέναντι σε μια χούφτα Γαλλομονεγάσκους που θα παιανίζουν χάλκινα και θα φωνάζουν «on a gagné».

Οι φίλαθλοι δεν σουτάρουν τρίποντα ούτε μοιράζουν τάπες, αλλά μπορούν να δώσουν ρυθμό και να κόψουν τα φτερά του αντιπάλου την κρίσιμη ώρα, όπως συνέβη στο τελευταίο πεντάλεπτο του α’ ημιχρόνου του πέμπτου αγώνα με τη Φενέρ. Όταν ο αντίπαλος είναι άπειρος και παίζει με το ένστικτο, μπορεί κάλλιστα να παρασυρθεί.
Κοντολογίς, ο Ολυμπιακός θα κερδίσει αν μπορέσει να παίξει το μπάσκετ του, έστω για 25 λεπτά όπως έκανε προχθές.

Η Μονακό αισθάνεται ακόμη ανοιχτές τις περυσινές πληγές, αλλά κουβαλάει και προβλήματα, αφού ο Τζέιμς και ο Λόιντ τελείωσαν το χθεσινό ματς χωλαίνοντας και με πήγαινε-έλα στο φυσιοθεραπευτήριο. Το τέταρτο ματς με τη Μακάμπι, με το εκκωφαντικό 69-104, όπως και το εναρκτήριο που τελείωσε με 67-79, υπενθύμισαν ότι στο σμιλεμένο κορμί των παικτών του Σάσα Ομπράντοβιτς κρύβεται και ένας κακός εαυτός, «ικανός» να ηττηθεί ακόμα και από ομάδες προπονητικά μετρίως μέτριες.

Και ο Ολυμπιακός, όμως, κοιτάζειπότε πότε αγουροξυπνημένος στον καθρέφτη και δυσκολεύεται να αναγνωρίσει αυτό που βλέπει: 62-83 από την Αρμάνι, 75-90 από την Παρτίζαν, 75-77 από τη Βιλερμπάν, 82-83 από τη Βαλένθια στο ΣΕΦ, δύο ήττες από τον Ερυθρό Αστέρα και, ναι, δύο ήττες από τη Μονακό. Ελπίζω ότι η καυτή σειρά με τη Φενέρμπαχτσε τον αφήνει πιο δυνατό και με άφθονη τροφή για σκέψη στο αλφαβητάρι του.

Τις τελευταίες δύο παραγράφους τις δανείζομαι από το κείμενο που είχα γράψει το βράδυ του αγώνα που τελείωσε με 64-60 στο Πριγκηπάτο (10 Ιανουαρίου), λες και ήξερα ότι οι δύο ομάδες θα έμπαιναν σε τροχιά σύγκρουσης Μάη μήνα:

Έστω και έτσι, με όλα τα όπλα του βραχυκυκλωμένα, ο Ολυμπιακός έφτασε μία ανάσα από τη νίκη, η οποία κρεμάστηκε σε 1-2 (άστοχα) σουτ του Σλούκα και του Πίτερς. Η Μονακό τον «σκούπισε» με 2 νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια, αλλά όλες οι επισκέψεις του στα λημέρια ομάδων που ονειρεύονται τίτλο τελείωσαν είτε με θριάμβους είτε με «γαμώτο».

Δεν είναι μικρό πράγμα, αυτή η αίσθηση ανωτερότητας ή στη χειρότερη περίπτωση ισοδυναμίας με τα καλοταϊσμένα θηρία της Ευρώπης. Θα τη θυμούνται οι Πειραιώτες όταν φτάσει η ώρα των πλέι-οφ, αλλά θα τη θυμούνται και οι αντίπαλοι. «Ρε σεις, αυτοί δεν είναι που κόντεψαν να μας κερδίσουν με 60 πόντους μέσα στην έδρα μας;»

Πηγή: Gazzetta