Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Οι περισσότεροι στο αεροπλάνο είχαν να θυμούνται το 2012 και το σουτ-γάντζο του Πρίντεζη που έδωσε το τρόπαιο στον Ολυμπιακό. Λογικό, θα πείτε. Πέρασαν μόλις 5 χρόνια έκτοτε, το γήπεδο ήταν το ίδιο και η ομάδα με τα κόκκινα έμοιαζε πολύ με την τωρινή, σε πρόσωπα και σε φιλοσοφία.  

Τότε, βέβαια, υπήρχε και δεύτερη ελληνική ομάδα στο πάλκο, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού -πρωταθλητής Ευρώπης του 2011- Παναθηναϊκός. Μπορεί να αποχώρησε ηττημένος από την Τουρκία, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα αεροπορικώς.

«Ωραίο είναι και το οδικό ταξίδι Κωνσταντινούπολη-Αθήνα, το είχα κάνει όταν έπαιζα στην Εφές», μου έλεγε το πρωί στο αεροπλάνο ο Μιχάλης Κακιούζης. Ωραίο, αρκεί να μη σε βάζει κάποιος ηφαιστειώδης πρόεδρος με το στανιό στο πούλμαν.

Οι περισσότεροι μιλούσαν για το 2012 και για τον ελληνικό τελικό που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ επειδή ο Παναθηναϊκός θαλάσσωσε την τελευταία επίθεση κόντρα στην ΤΣΣΚΑ. 

Πίσω στη γαλαρία, ο παλιός μετρούσε φάιναλ-φορ για να αποκοιμηθεί όπως άλλοι μετράνε προβατάκια. Ώσπου, το μυαλό του κόλλησε σε μία άλλη «πρασινοκόκκινη» μονομαχία, την πρώτη της ιστορίας: 1994, Τελ Αβίβ.

Ο Ολυμπιακός νίκησε, ο Παναθηναϊκός έχασε, ο Ιωαννίδης πανηγύριζε και ο Ομπράντοβιτς γελούσε. Μα, πώς είναι δυνατόν να γιορτάζουν αυτοί τόσο έξαλλα μία νίκη σε ημιτελικό, με πρώτο μάλιστα τον προπονητή; Δεν το ξέρουν ότι μεθαύριο έχουν τελικό;

Το ήξεραν φυσικά, αλλά παρασύρθηκαν στον στρόβιλο του «αιώνιου» μίσους και αφέθηκαν στο μεθύσι μίας πρόκρισης που δεν σήμαινε απολύτως τίποτε.

Η εξέδρα του επιδοτούμενου χουλιγκανισμού ζούσε όπως πάντα στην κοσμάρα της, αλλά οι παίκτες και ο προπονητής όφειλαν να κρατήσει το μυαλό μέσα στο κεφάλι του.

Πρωτόπειροι σε τέτοια μονοπάτια, έχασαν τα αυγά και τα καλάθια. Δεν ξαναβρήκαν ποτέ ούτε τα αυγά ούτε -το χειρότερο- τα καλάθια.

Ο «Ζοτς» δεν πίστευε στην τύχη του. Και η ίδια η Μπανταλόνα από «εμφύλιο» προερχόταν (απέναντι στη συμπολίτισσα Μπάρτσα), αλλά κράτησε τις σαμπάνιες κλειδωμένες στο ψυγείο.

Ακόμα και σήμερα δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι εκείνος ο Ολυμπιακός ηττήθηκε από εκείνη τη Γιουβεντούτ. Η απειρία των παικτών που πλαισίωναν τους Πάσπαλι, Τάρπλεϊ, Φασούλα και Σιγάλα είναι το μοναδικό αγωνιστικό ελαφρυντικό που βρίσκω να του πιστώσω.

Αλλά και οι Ισπανοί τι είχαν; Τον Ζέλικο τον Ομπράντοβιτς, αυτό είχαν. Μόνο που τότε ο Ομπράντοβιτς δεν ήταν ακόμη Ομπράντοβιτς. Πολλοί τον φώναζαν «Γκαστόνε» (τυχεράκια δηλαδή) και αδημονούσαν για την απομυθοποίησή του.

Το ένα και μοναδικό ακόμη Κύπελλο Πρωταθλητριών του, με τους πρόσφυγες της Παρτίζαν το 1992, το απέδιδαν σε συζυγία των πλανητών και στο κισμέτ των κυνηγημένων από τον πόλεμο αλλά ατρόμητων Σέρβων.

Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, το ταξί που με μεταφέρει προς το κέντρο της Πόλης περνάει δίπλα από τον γκρίζο θόλο του Αμπντί Ιπεκτσί, δίπλα στον Βόσπορο.

Κάθε φορά που το επισκέπτεται ο Ομπράντοβιτς, σκύβει στο σημείο απ’όπου απογειώθηκε ο Σάλε Τζόρτζεβιτς για το χρυσό τρίποντο και φιλάει το παρκέ. Εκείνο το βράδυ, εδώ στην Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε ένας θρύλος της προπονητικής. Ο αποσβολωμένος φιναλίστ ήταν η ίδια Μπανταλόνα που έμελλε να τον στρατολογήσει λίγο αργότερα.

Ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός δεν ήταν παρά «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις», όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και εντός των ελληνικών τειχών. Ο Ιωαννίδης, ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και ο Φασούλας δήλωναν ακόμη κάτοικοι Θεσσαλονίκης, της ίδιας Θεσσαλονίκης που νωρίτερα ξέβρασε τον Ντούσαν Ίβκοβιτς…

Η ήττα του Ολυμπιακού από τη Μπανταλόνα του 1994 ήταν στραπάτσο αντάξιο αυτού που έπαθε η ΤΣΣΚΑ απέναντι στον Ολυμπιακό του 2012: μία νίκη της βαρκούλας απέναντι σε θωρηκτό.

Θυμάμαι τη συζήτηση που είχαμε στον περίβολο του Γιαντ Ελιάου με τον Στηβ Γιατζόγλου, πολλά χρόνια πριν ο Στηβ ερωτευτεί τους κακοποιούς και τον νεοφασισμό.

«Αφού δεν το πήραμε και φέτος, δεν θα το πάρουμε ποτέ», συμφωνήσαμε. «Πρέπει να υπάρχει κάποια κατάρα που μας κυνηγάει».

«Εμείς», οι …καταραμένοι, δεν ήμασταν φυσικά ο Ολυμπιακός, τουλάχιστον όχι εγώ, αλλά «οι ελληνικές ομάδες».

Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1993, ο ΠΑΟΚ (του Ίβκοβιτς) βίωσε τη μητέρα όλων των αποτυχιών, ηττημένος στο ΣΕΦ από έναν αντίπαλο καταφανώς κατώτερο αλλά καλύτερα προετοιμασμένο.

Η διετία 1991-92 κύλησε χωρίς ελληνική ομάδα στο φάιναλ-φορ. Στα τρία δικά του ταξίδια (1988-90), ο Άρης πίεσε το κουμπί της αυτοκαταστροφής περισσότερες από μία φορές.

Μετά το Τελ Αβίβ, το κοντέρ έγραφε μηδέν στα έξι, ενώ η επόμενη γωνία (Σαραγόσα 1995) θα ανέβαζε τη λυπητερή σε 0/8. Τι άλλο ήταν αυτό το σερί από χουνέρια, αν όχι κατάρα των εχθρών μας;

Μέχρι που ανάψαμε το πρώτο πούρο στη σκιά του πύργου του Άιφελ και είπαμε ότι λύθηκε το ξόρκι, διά χειρός Στόικο Βράνκοβιτς. Και αυτό με την ψυχή στα δόντια! 

Μπορεί να ήμουν νέο παιδί το 1994 και η φαντασία μου να κάλπαζε, αλλά δεν θα μπορούσα με καμία δύναμη να διανοηθώ το τσουνάμι των ελληνικών θριάμβων που έπνιξε τη λοιπή Ευρώπη μεταξύ 1996-2013. Έχει και η επιστημονική φαντασία τα όριά της.  

Αν κοιτάξετε προσεκτικά το βίντεο του τελικού, θα με δείτε να παρακολουθώ το ματς με βλέμμα γεμάτο αγωνία, στη γωνία του αγωνιστικού χώρου απέναντι δεξιά, καθισμένο ανάμεσα στον Ηλία Δρυμώνα και τη Βίκυ Μιχέλη, oύτε 10 μέτρα από το σημείο απ’όπου σούταρε τη μοιραία βολή ο Ζάρκο.

Τότε θεωρούσα κάθε τελικό «εθνική αθλητική υπόθεση», φανατιζόμουν με το τζάμπολ και έσκαγα από το κακό μου μετά από κάθε ήττα ελληνικής ομάδας.

Τώρα πια δεν με νοιάζει τίποτε. Το μπάσκετ μας έχει έρθει για να μείνει και χαίρει απεριόριστου σεβασμού εκτός των συνόρων, είτε 1ος τερματίσει ο Ολυμπιακός, είτε 4ος. Είδηση δεν είναι όταν οι ομάδες μας εμφανίζονται στα ραντεβού των τίτλων, αλλά όταν απουσιάζουν.

Και αν κάποιος Τούρκος συνάδελφος με ρωτήσει ποιο είναι το μυστικό που κρατάει τους δικούς μας στον αφρό και τις διάφορες Εφές στα πιο ρηχά, θα του εξηγήσω ότι μάλλον υπάρχει κάποιου είδους κατάρα.

Ώσπου να φτάσουν και αυτοί έστω στο 0/8, έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν και πολύ χρήμα να ξοδέψουν.

Πηγή: Gazzetta