Του Νίκου Παπαδογιάννη
Αυτό που συνέβη το τελευταίο τριήμερο στο Βελιγράδι αγγίζει τα όρια του ανήκουστου: η 4η ομάδα της τελικής κατάταξης έσωσε το φάιναλ-φορ! Όχι μόνο επειδή έπαιξε ποιοτικό και όμορφο μπάσκετ, που όντως έπαιξε, αλλά και με την παρουσία των οπαδών του, οι οποίοι γέμισαν τις κερκίδες και την πόλη με χρώμα, παλμό και ενθουσιασμό.
Γνωρίζετε ότι είμαι συνήθως φειδωλός όταν γράφω ή μιλάω για την κερκίδα και τον «έκτο παίκτη», αλλά εδώ δεν σηκώνει ανάλυση και αντιρρήσεις. Το φάιναλ-φορ του Βελιγραδίου, ένα από τα χειρότερα που μπορώ να θυμηθώ από πλευράς εξωαγωνιστικής, χρωστάει την επιτυχία του στον Ολυμπιακό και στους 11-12 χιλιάδες Έλληνες που ανηφόρισαν προς τη Σερβία με αεροπλάνα, αυτοκίνητα και τρένα.
Ιδίως για τους θεατές που δεν σκαμπάζουν γρυ ελληνικά για να μεταφράσουν το υβρεολόγιο, η συμπεριφορά των συμπατριωτών μας ήταν υποδειγματική. Το σετάκι των δύο ηττών δεν επηρέασε στο ελάχιστο τα ντεσιμπέλ, ενώ παίκτες και προπονητής αποθεώθηκαν δίχως αστερίσκους και επιφυλάξεις. Στα δύσκολα του ημιτελικού (και του μικρού τελικού), η κερκίδα δεν γκρίνιαξε ούτε ζήτησε εξηγήσεις από τα τρεμάμενα χέρια.
Τα του Καίσαρος, λοιπόν, τω Καίσαρι. Και ας ξένισαν οι αποψινές αποδοκιμασίες ενάντια στον άξιο πρωταθλητή Εργκίν Αταμάν. Τουλάχιστον ο MVP και ήρωας του ημιτελικού Βασίλιε Μίτσιτς αποθεώθηκε από τους Έλληνες φιλάθλους μετά τον τελικό. Και πολύ σωστά. Όταν σε έχει νικήσει ένας παιχταράς, έστω με τρόπο οδυνηρό, οφείλεις να του το αναγνωρίσεις με χειροκρότημα.
Τι είδους φάιναλ-φορ θα είχαμε ζήσει εάν στη θέση του Ολυμπιακού είχε προκριθεί η Μονακό; Μία γιορτή με μισοάδειες κερκίδες, να τι. Και απόψε, ακόμη, ο τελικός της Εφές με τη Ρεάλ θα γινόταν μπροστά σε άδεια καθίσματα, εάν οι Έλληνες ταξιδιώτες αποφάσιζαν να αφιερώσουν το Σαββατόβραδό τους στη ντόλτσε βίτα αντί για το μπάσκετ. Ευτυχώς, δεν το έκαναν. Σχεδόν όλοι έμειναν στη Μπεογκράντσκα Αρένα μέχρι το τέλος.
Η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα, η Εφές και οι απόντες Ρώσοι μπορεί να φτιάχνουν ομαδάρες και να ξοδεύουν πακτωλούς, αλλά δεν είναι σε θέση να δώσουν σφυγμό στα φάιναλ-φορ. Όταν την παραμονή του τελικού ρώτησα άνθρωπο της Euroleague ποια θα ήταν η τέλεια έδρα για φάιναλ-φορ με ομάδες ανήμπορες να φέρουν μαζί τους κόσμο, εκείνος δυσκολεύτηκε να βρει ίσως μία.
Κάτι για Βελιγράδι ψέλλισε, αλλά το γύρισε στο χασαποσέρβικο μόλις του επισήμανα ότι οι ντόπιοι δεν έδιναν δηνάριο τσακιστό για μία γιορτή που δεν τους αφορούσε. Μόνο αν έπαιζε η Ζβέζντα ή η Παρτίζαν, θα γέμιζαν το αχανές γήπεδο οι τάχα ερωτευμένοι με την πορτοκαλί μπάλα Σέρβοι. Ή ξέρω γω η Εθνική τους.
Προσωπικά θα ψήφιζα για ιδανική ουδέτερη έδρα το Βερολίνο, το οποίο έχει αναλάβει το φάιναλ-φορ του 2024. Ή ίσως κάποια πόλη της Γαλλίας.
Αφήνοντας στην άκρη τα οργανωτικά και τα διαδικαστικά, ο Ολυμπιακός αδικείται από την τέταρτη θέση. Στο καθαγιασμένο παρκέ της «Μπεογκράντσκα» κατέθεσε αλεγκρία, ενθουσιασμό, ωραίο μπάσκετ, όρεξη, την αίσθηση ότι επιστρέφει για τα καλά, χωρίς να είναι ομάδα μίας χρήσεως.
Βεβαίως, δεν τον έκλεψε κανείς. Τα δύο παιχνίδια τα έχασε καθαρά και ξάστερα. Απείχε, όμως, μισό κλικ από την πρόκριση στον τελικό και ενδεχομένως την κατάκτηση του τροπαίου. Ένα μεγάλο σουτ. Έναν έξτρα παίκτη. Ένα σταθερό χέρι που δεν τρεμούλιαζε. Μία προπονητική απόφαση εδώ, μία απρόσεκτη πάσα εκεί, ένα θαύμα αντιπάλου κάτω από τους προβολείς, τρεις ή τέσσερις λεπτομέρειες άφησαν τον Ολυμπιακό εκτός τελικού.
Εκεί, νομίζω, θα ήταν φαβορί απέναντι στη Ρεάλ. Αλλά τα υποθετικά σενάρια δεν έχουν το παραμικρό νόημα. Το στοίχημα για τους Πειραιώτες είναι να κρατήσουν τον πυρήνα της ομάδας άθικτο, να διορθώσουν τις όχι πολλές αστοχίες, να μετατρέψουν τα παθήματα σε μαθήματα και να κεφαλαιοποιήσουν την ελκυστική εικόνα που έδειξαν στον έξω κόσμο.
Πριν από 1-2 καλοκαίρια, κανένας ξένος παίκτης με τα σύγκαλά του δεν θα έκανε εκπτώσεις για να φορέσει τα ερυθρόλευκα του Ολυμπιακού. Πλέον, ο άνεμος φυσάει προς διαφορετική κατεύθυνση. Αρκεί να μη τρελάνουν το ανεμοδούρι οι εγχώριοι τελικοί, όπως έγινε τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν…
Για τον τελικό, που έκανε τα μάτια να ματώσουν, το καλύτερο που βρίσκω να γράψω είναι ότι εξελίχθηκε σε σεμινάριο άμυνας, στα χέρια μάλιστα δύο προπονητών που κατά καιρούς έχουν παρουσιάσει πυραυλοκίνητες ομάδες των 100 πόντων.
Απόψε, στο Βελιγράδι, πέτυχαν και οι δύο μαζί 115 (όσα βάζει στην πολύ καλή μέρα της η Εφές), με ρεσιτάλ λιθοβολίας: 12/57 τρίποντα, 31/66 δίποντα, 17/26 βολές, να τα βλέπει από καμιά γωνία εδώ στο Βελιγράδι ο Μπόζα Μάλκοβιτς και να αγαλλιάζει η καρδούλα του.
Εκεί όμως που ετοιμαζόμουν να επαινέσω τον Πάμπλο Λάσο για το αριστούργημά του, διότι δεν είναι δα μικρό κατόρθωμα να μικραίνεις το γήπεδο και το χρονόμετρο για να τα φέρεις στα μέτρα σου, ο σπουδαίος προπονητής της «βασίλισσα» τα έκανε σαλάτα και έκανε τους παίκτες του να τον κοιτάζουν απορημένοι.
Η Ρεάλ σπατάλησε χωρίς σχέδιο τα δύο φάουλ που είχε για ξόδεμα, με αποτέλεσμα ν’ αφήσει στην Εφές μία κατοχή 14 δευτερολέπτων 17’’ πριν τη λήξη. «Θα κάνει φάουλ», είπαν δίκαιοι, άδικοι, σχετικοί, άσχετοι και ο Γκρεγκ Πόποβιτς. Η διαφορά, άλλωστε, ήταν στον 1 πόντο, οπότε υπήρχε περιθώριο απάντησης ακόμα και αν (πράγμα πολύ αμφίβολο) οι Τούρκοι έβαζαν 2 στις 2 βολές.
Και όμως, ο Λάσο έδωσε εντολή για καθαρή άμυνα! Με δυσκολία κρατιόταν ο Βασίλιε Μίτσιτς για να μη ξεκαρδιστεί, βλέποντας τον Χάνγκα να βολοδέρνει άδικα στα πόδια του. Το σχέδιο των Τούρκων μπορούσε να το καταστρώσει και κάποιος από τους μικρούς γιους του Σπανούλη και του Ζήση: κρατάμε τη μπάλα μέχρι να πλησιάσει το χρονόμετρο της επίθεσης στο μηδέν και μετά σουτάρουμε όπως όπως, ίσα ίσα για να κυλήσουν τα τελευταία 3-4 δευτερόλεπτα με τη διεκδίκηση του ριμπάουντ. Για να μη πω ότι εκτοξεύουμε τη μπάλα προς την οροφή του ψηλοτάβανου του γηπέδου.
Ο Σέιν Λάρκιν βρήκε σίδερο στο τελευταίο σουτ, αλλά αυτό ποσώς τον ενδιέφερε. Ο Κρις Σίνγκλετον χύμηξε βλακωδώς προς την αδέσποτη μπάλα για να κυνηγήσει το επιθετικό ριμπάουντ (ρισκάροντας πιθανό φάουλ που θα χάριζε ουρανοκατέβατες στην Εφές τις βολές της νίκης), αλλά σφυρίχτρα δεν ακούστηκε.
Ο φοβερός Εργκίν Αταμάν, που μάζεψε κιόλας 5 ευρωπαϊκά τρόπαια όσο εμείς τον αποκαλούσαμε ταβερνιάρη, άρπαξε το μικρόφωνο στο τσακίρ κέφι και άρχισε τα πανηγύρια τουρκιστί, αδιαφορώντας για τις αποδοκιμασίες με ελληνικό αξάν. Το βράδυ θα πιει και ένα καραφάκι γενί ρακή στην υγειά του Λάσο και θα πάει σε κανένα τοπικό τζαμί για ν’ ανάψει μια δίμετρη λαμπάδα στο μπόι του Τίμπορ Πλάις.
Ο Γερμανός, που πριν από τρεις εβδομάδες έστειλε την Εφές στο φάιναλ-φορ με το κρεσέντο του απέναντι στην Αρμάνι, πέτυχε 17 πόντους στο δεύτερο μισό του τελικού (απέναντι σε Πουαριέ ή Ταβάρες), 10 στην δ’ περίοδο όπου οι πάντες έβλεπαν τα καλάθια σαν δαχτυλήθρες, ενώ τελείωσε το ματς με 8/10 σουτ και 5 επιθετικά ριμπάουντ που μετουσιώθηκαν σε πολύτιμους πόντους.
Ο ασύγκριτος Μίτσιτς πέτυχε στο 53-53 το βαρύ τρίποντο που απαιτούσε η παράσταση, ενώ η Ρεάλ έψαχνε σωτηρία από τον υπερήλικα ήρωα Σέρχιο Γιουλ. Οι πενταδάτοι Γιαμπουσέλ, Αμπάλδε σούταραν 0/11 τρίποντα, ο Ρούντι 0/3, μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά μαύρη και στα λαγκάδια. Σαν βροχή από πορτοκαλί μετεωρίτες.
Το αφήγημα ότι το μπάσκετ του 21ου αιώνα είναι ντε και καλά το άθλημα των κοντών εξανεμίστηκε στα χέρια ενός από τους ψηλότερους μπασκετμπολίστες της Euroleague (Πλάις), ενώ η Ρεάλ κρατάει για σουβενίρ το κυριαρχικό πρώτο δεκάλεπτο του Έντι Ταβάρες, με τους 12 πόντους και τα 7 ριμπάουντ. Αλήθεια, ποιος θα έβγαινε MVP, εάν η Ρεάλ κέρδιζε το τρόπαιο; Αυτός που θα έβαζε το νικητήριο καλάθι, εικάζω.
Είναι πάντως θαύμα, ότι έφτασε ν’ αγγίξει το τρόπαιο ομάδα με περιφερειακή γραμμή Κοζέρ, Αμπάλδε, Γιουλ, με τόσες απουσίες (Ερτέλ, Ουίλιαμς-Γκος, Τόμπκινς) και με μια χούφτα οπαδούς στην αετοφωλιά της εξέδρας. Τουλάχιστον, η Εφές μας έχει κάνει κατά καιρούς να ευχαριστηθούμε μπάσκετ. Ναι, ακόμα και στον ημιτελικό με τον Ολυμπιακό. Και είναι η ομάδα της τετραετίας, όποιο μέτρο και αν χρησιμοποιήσει κανείς. Το back-to-back δεν είναι δα συνηθισμένο πράγμα.
Τη Ρεάλ, πάλι, γιατί να την υποστηρίξει ο ουδέτερος; Για τους 50 φανατικούς που μπερδεύουν τον Πουαριέ με τον Μπενζεμά και τον Αμπάλδε με τον Λούκα Μόντριτς; Ή για τη Marca, που θα αφιέρωνε στο μπάσκετ μία ακρούλα από το πρωτοσέλιδό της;
Πηγή: Gazzetta