Eίναι κλισέ, είναι φλυαρία, πονάει λιγάκι εμάς τους Έλληνες, αλλά είναι και αλήθεια. Κάθε Σέρβος μπασκετμπολίστας γεννιέται και αναπνέει για τη στιγμή που θα βάλει ένα νικητήριο τρίποντο στην εκπνοή ενός τελικού (ή ημιτελικού), με 12 χιλιάδες κόσμο όχι να τον αποθεώνει, αλλά να τον βρίζει και να τον καταριέται.
Όταν είδα τον Βασίλιε Μίτσιτς να ελίσσεται σαν χέλι για να ξεφύγει από το μανιασμένο κυνηγητό των Ουόκαπ, Βεζένκοφ, με το ρολόι να τρέχει ακάθεκτο προς το μηδέν, όταν κατάλαβα ότι ο Σέρβος παιχταράς θα κατόρθωνε να ανοίξει τον ορίζοντα, το είδα το κακό όνειρο να γίνεται πραγματικότητα.
Πώς λέμε Σάσα Τζόρτζεβιτς του 1991; Ή …Πέτζα στο Φάληρο; Κάτι τέτοιο, αλλά με πρόσθετη σαντιγύ το γεγονός ότι ο δράστης έπαιζε μέσα στο σπίτι του. Χαμένοι κάπου μέσα στο πλήθος που τον βλαστημούσε, οι δικοί του άνθρωποι ζούσαν ένα όνειρο. Σε ένα φάιναλ-φορ με ελληνικό χρώμα και χωρίς την παραμικρή συμμετοχή της τοπικής μπασκετικής κοινωνίας, ο Βασίλιε Μίτσιτς επιβεβαίωσε το παλιό δόγμα: «Στο τέλος, κερδίζουν οι Γιούγκοι».
Δυστυχώς για τον ίδιο, ο Ολυμπιακός δεν είχε ούτε Βασίλιε ούτε Βασίλη για τις κρίσιμες ώρες της σχοινοβασίας. Πώς να αισθάνθηκε ο Σπανούλης, βλέποντας τους παλιούς συνοδοιπόρους του να πέφτουν νοκ-άουτ από τα χέρια ενός άλλου Βασίλη;
Ο Ολυμπιακός έχασε επειδή δεν μπόρεσε να περιορίσει τους δύο σταρ της Εφές όταν ο ημιτελικός βρισκόταν ακόμη στα δικά του χέρια. Στο πρώτο μισό του αγώνα, όταν οι «κόκκινοι» έκαναν τα περισσότερα πράγματα σωστά και έφτασαν τρεις φορές στο +7, οι Λάρκιν, Μίτσιτς πέτυχαν μαζί 24 πόντους με 6/13 τρίποντα, 10 ασίστ και μόνο 2 λάθη. Ο Ολυμπιακός τους έκανε τη ζωή δύσκολη, αλλά εν τέλει τους άφησε να αναπνέουν.
Όταν οι δυό τους νικήθηκαν από την κούραση, σταμάτησαν να παίζουν μπάσκετ και το γύρισαν στο αμερικάνικο. Αλλά και τι κατάλαβαν τη μοναδική φορά που αποφάσισαν να μοιράσουν παιχνίδι; Ο κρύος Μοερμάν αστόχησε ανενόχλητος στα 38 δευτερόλεπτα και χάρισε στον Ολυμπιακό την τελευταία ευκαιρία που οι Πειραιώτες έψαχναν απεγνωσμένα.
Ο άξονας Σλούκα-Μάρτιν λειτούργησε και πάλι σωστά, το καλάθι του Αμερικανού έφερε το ματς στα ίσα (74-74), αλλά οι τακτικές επιλογές των τελευταίων δευτερολέπτων δεν δικαίωσαν τον Γιώργο Μπαρτζώκα: προσπάθεια δύο πόντων για ισοφάριση αντί για τρίποντο προσπέρασης, ψήφος εμπιστοσύνης στην άμυνα αντί για φάουλ ώστε να έχει ο Ολυμπιακός το τελευταίο σουτ.
Δεν υπάρχει σωστό και λάθος σε τέτοιες περιπτώσεις. Τα πάντα και οι πάντες κρίνονται από το αποτέλεσμα. Άλλωστε, όλα τα μακρινά (και λιγότερο μακρινά) σουτ των «ερυθρολεύκων» στην τελική ευθεία του αγώνα ήταν τούβλα, με μια μπάλα που ζύγιζε εκατό οκάδες.
Η άμυνα, αντίθετα, λειτουργούσε καλά και κρατούσε στα ρηχά τόσο τον Λάρκιν όσο και τον Μίτσιτς. Πριν την τορπίλλη του Σέρβου, η Εφές μετρούσε 8 λεπτά χωρίς καλάθι εντός παιδιάς και ανάσαινε πια με τεχνητές αναπνοές. Μετά την ανάπαυλα, το δίδυμο της Εφές μετρούσε 3/16 σουτ. Το σκορ στη δ’ περίοδο ήταν 11-8 υπέρ του Ολυμπιακού.
Πόσοι όμως πίστευαν ότι ο Σέρβος θα αστοχούσε στο σουτ της πρόκρισης; Από πέρυσι κιόλας, η Euroleague είναι ο δικός του πλανήτης. Σημειώνω, εδώ, ότι ο Μίτσιτς είχε απόψε μόλις 1/4 βολές. Μήπως τελικά άξιζε το ρίσκο του φάουλ; Αλλά και τι τρίποντο να περιμένεις, από τους άτολμους παίκτες που έχουν 0/5 στην τέταρτη περίοδο;
O ημιτελικός ξεκίνησε με δύο χαμένες άμυνες απέναντι σε Λάρκιν και Μίτσιτς, και τρία άστοχα σουτ των Ντόρσεϊ, Βεζένκοφ, αλλά πριν συμπληρωθεί πεντάλεπτο οι πλανήτες έδειχναν να στοιχίζονται στη σωστή σειρά. Ο Παπανικολάου έκλεψε μία μπάλα και έδωσε 2 ασίστ. Η μπάλα ακούμπησε στον Φαλ όχι μία ή δύο, αλλά έξι φορές μαζεμένες. Ο Ουόκαπ έτρεξε στον αιφνιδιασμό και έμεινε και ελεύθερος στο αγαπημένο του γωνιαίο τρίποντο.
Η άφιξη του Σλούκα βρήκε τον Ολυμπιακό στο +7, τα deflections έπεφταν βροχή, τα φάουλ γίνονταν σωστά και το πολύτιμο bonus των βολών ήταν διαδικαστικό ζήτημα λίγων δευτερολέπτων, αφού η μπάλα περνούσε διαρκώς στο βαμμένο. Ήταν, όμως, οφθαλμαπάτη η εικόνα. Απέναντι στην Εφές, των τριών σερί τελικών που πιθανότατα θα ήταν τέσσερις αν δεν υπήρχε η πανδημία, το πρώτο και ίσως μοναδικό πράγμα που πρέπει να κάνεις σωστά για να τη νικήσεις είναι να περιορίσεις το θαυματουργό της δίδυμο. Εύκολο μόνο στα λόγια, φυσικά. Και ούτε καν.
Προϊόντος του χρόνου, οι δύο σταρ της Εφές έπιασαν αιχμάλωτη την άμυνα του Ολυμπιακού, η οποία πάνω στην τσαπατσουλιά της επέτρεψε να γίνουν ήρωες τρίτοι παίκτες, όπως ο Ελάιζα Μπράιαντ, που πέτυχε ξεκούραστα 16 πόντους σε ρόλο ελεύθερου σκοπευτή. Πόσο θα έπαιζε ο Μπράιαντ, αν ήταν υγιής ο Σίμον; Ίσως καθόλου. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι η ζημιά δεν έγινε από τους ρολίστες, αλλά από τους σταρ της Εφές.
Το μεγάλο στοίχημα των «ερυθρολεύκων», μετά το σχεδόν ιδανικό ξεκίνημα, ήταν να απελευθερωθούν οι ικανοί σκόρερς της ομάδας. Ο Σλούκας άνοιξε λογαριασμό στο 22-22, ο ΜακΚίσικ έβαλε 8 πόντους με ομοβροντία με 29-29, αλλά η ανάπαυλα βρήκε τους Βεζένκοφ και Ντόρσεϊ στο μηδέν. Με άποντους αυτούς τους δύο, ο Ολυμπιακός δεν είχε ελπίδα.
Ο Ελληνοαμερικανός πήρε μπρος στην γ’ περίοδο όταν έβαλε 10 πόντους, αλλά παράλληλα αιμορραγούσε στην άμυνα και σπατάλησε και τρεις αιφνιδιασμούς σε κρίσιμα σημεία. Ο Βεζένκοφ έσπασε το ρόδι με το τρίποντο που έγραψε το 56-62, ωστόσο δεν απέβαλε ποτέ το άγχος που του έτρωγε τα σωθικά. Τα 1/8 τρίποντά του είναι καρφί στο μάτι όποιου αναλαμβάνει να μελετήσει το φύλλο τς στατιστικής.
Η Εφές έφτασε στο +11 με κυκλοφορία της μπάλας την οποία ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης χαρακτήρισε σοκαριστικά καλή, και με ανελέητο σημάδεμα στην άμυνα του Βεζένκοφ, αλλά με τρία λεπτά βελτιωμένης αμυντικής λειτουργίας και με το χειροκρότημα της υπομονετικής κερκίδας, ο Ολυμπιακός έφτασε σε απόσταση βολής (63-66).
Έψαχνε, πλέον, μάταια όπως αποδείχθηκε, τον μπροστάρη που θα του έδινε την τελική ώθηση. Έναν Σπανούλη για το έτος 2022. Άλλον μου θύμισε το σουτ του Μίτσιτς στο παρκέ της Μπεογκράντσκα, αλλά δεν είναι της παρούσης.
Ο Βεζένκοφ αισθάνθηκε πιο σίγουρος για τον εαυτό του μετά τις άμυνες που έβγαλε στην περιφέρεια απέναντι σε Μίτσιτς, Λάρκιν, αλλά αστόχησε απελπιστικά στο σουτ του προσπεράσματος στο 70-71. Το ίδιο και ο Σλούκας αμέσως μετά. Ξανά Σλούκας, έξω. Ξανά Βεζένκοφ, σίδερο. Ντόρσεϊ, σίδερο. ΜακΚίσικ, σίδερο.
Σουτ από τους σωστούς παίκτες, αλλά με τα χέρια να τρέμουν και με την άμυνα να τους περιμένει. Ο Μπαρτζώκας άφησε στο παρκέ την επιθετική του πεντάδα (χωρίς τους διακριθέντες Ουόκαπ, Παπανικολάου, Φαλ), αλλά τα μεγάλα ματς έχουν διαφορετικούς κανόνες. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι: μη δώσεις ποτέ στον αντίπαλο το σχοινί για να σε κρεμάσει. Ειδάλλως, κάνε έγκαιρα τη διαθήκη σου.
Πηγή: Gazzetta