Επιλογή Σελίδας



Του Αλέξη Σπυρόπουλου

Μου διηγήθηκε τότε, δίχως διεύθυνση και όνομα, το περιστατικό της επίσκεψής του σε γήπεδο για εντός έδρας παιγνίδι (Σούπερ Λιγκ) μεγάλης ομάδας. Η υπόθεση πήγε στο 5-0, 6-0, κάπου εκεί. Επειτα, χαλαρός και χαμογελαστός, συνάντησε τον ιδιοκτήτη του top club…ο οποίος δεν ήταν καθόλου χαλαρός και καθόλου χαμογελαστός. «Το είδες;» γρύλισε. «Το είδες, το πέναλτι που δεν μας έδωσε;»

Ωρυόταν, ο ιδιοκτήτης, για μια φάση ενόσω το κοντέρ είχε ήδη πιάσει 4-0 ή κάτι τέτοιο. Ο συνομιλητής μου, ολοκληρώνοντας τη διήγηση, σήκωσε τα χέρια (και το βλέμμα) ψηλά. Η έκφρασή του ήταν, δεν παλεύεστε. Από τότε, όχι απλώς αντιλήφθηκα, βεβαιώθηκα για την αναχωρητική διάθεση (εκ του ενός, όλων) των εν Αθήναις υπεραξιωματούχων FIFA/UEFA. Οι τύποι είναι, πράγματι, αναχωρητές.

Δεν βλέπουν την ώρα, να σηκωθούν και να την κάνουν. Εχουν παραιτηθεί. Εχουν καταλήξει, ότι οι Ελληνες δεν παλεύονται. Αν θέλουν να συνεχίσουν να τρώνε τις σάρκες τους, ελεύθερα. Αλλά δίχως εμάς πια, εδώ. Σιχτίρισαν. Το πολύ-πολύ, να μείνουν πίσω ξένοι αρχιδιαιτητές, αυτοί ή κάποιοι επόμενοι, και γεια σας. Ας κάνουν καλά, μετά, τα κεντρικά. Η Ζυρίχη και η Νιόν.

Στους απηυδισμένους αναχωρητές, οφείλω να προσθέσω διότι το γνωρίζω, περιλαμβάνονται και Ελληνες, ικανά στελέχη που με την εγγύηση FIFA/UEFA αποδέχθηκαν να εργαστούν για τη χίμαιρα, δηλαδή τη φυγή του ελληνικού ποδοσφαίρου προς τα εμπρός. Σήμερα έχουν φτάσει να σιχτιρίζουν, εξίσου με τους ξένους. ‘Η, αν όχι εξίσου, μάλλον περισσότερο από τους ξένους!

Τούτο, σε μια συγκυρία κατά την οποίαν ιδιαιτέρως αξιόλογοι άνθρωποι είναι πρόεδροι και στην ομοσπονδία και στη λίγκα. Η μοναδική ελληνική ψύχωση όμως, συγκρατεί ολόκληρο το σύστημα πίσω. Δέσμιο. Στην αιχμαλωσία. Την Κυριακή, το ματς ήταν Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ και η διαιτησία ήταν Ρεάλ-Μπαρσελόνα. Μονάχα φρενοβλαβής, μπορεί να είδε κάτι άλλο.

Στο ξέφραγο οικοπεδάκι των 70s προτού αυτό προλάβει να γίνει πολυκατοικία πέντε ορόφων, στο παιγνίδι των αγοριών μετά το σχολείο, τους κανόνες de facto τους έβαζε όποιος έφερνε απ’ το σπίτι του τη μπάλα. Την καλή. Τη δερμάτινη. Την ποδοσφαιρική. Στους δέκα της παρέας, ζήτημα ο ένας να είχε τέτοια μπάλα. Αυτός ο ένας εννοούσε, ότι δικαιωματικά τα πάντα ήταν δικά του.

Εκατό-μηδέν. Αμα κάτι δεν του άρεσε, αμέσως εκβίαζε ότι παίρνει τη μπάλα και φεύγει. Κατάφερνε έτσι, κανα-δυο χατίρια. Ενίοτε, όταν ο εκβιασμός δεν έπιανε, όντως έπαιρνε τη μπάλα του και έφευγε. Συνεχίζαμε οι υπόλοιποι, με τις εφεδρικές μπάλες. Τις πλαστικές. Το δόγμα, προφανές. ‘Η κερδίζω ή διαλύω το παιγνίδι. Συνήθως, ήταν ο κακομαθημένος μπούλης της γειτονιάς. Όπως και τώρα.

Τα αγόρια με το ποδόσφαιρο, ως γνωστόν δεν μεγαλώνουν ποτέ…

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This