Όλη αυτή η τεχνητή ή πραγματική ένταση που προκλήθηκε στην Αγγλία μετά από την ανακοίνωση της απόφασης που πήρε η ποδοσφαιρική ομοσπονδία για την πρόσληψη του Τόμας Τούχελ επειδή η FA επέλεξε κάποιον που δεν είναι Άγγλος, με έβαλε στη διαδικασία των συγκρίσεων. Έκανα δηλαδή τη σύγκριση των όσων συμβαίνουν τώρα στην Αγγλία με τις πρώτες ημέρες της ανακοίνωσης από την ΕΠΟ της πρόσληψης του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, πριν από 2,5 μήνες. Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν υπήρξε εστία πρόκλησης αναταραχής, αλλά αντιθέτως υπήρξε μια γενική αίσθηση ικανοποίησης.
Τα δικά μας μέτρα βεβαίως είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά των Άγγλων. Έχουμε “ξεχάσει”, δεν συζητάμε καν την πιθανότητα να πάρει ένας Έλληνας προπονητής την Εθνική Ανδρών – έχει να μας συμβεί από το μακρινό πλέον 2001, δηλαδή από την ώρα που αποχώρησε ο Βασίλης Δανιήλ (σ.σ. με εξαίρεση την ολιγόμηνη παρουσία του Άγγελου Αναστασιάδη). Η δική μας ευαισθησία είναι σχετική με τα συμφέροντα που “επιβάλουν”, τουλάχιστον στο μυαλό μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου, την πρόσληψη του ενός ή του άλλου ξένου προπονητή.
Στην διάρκεια της τελευταίας 10ετίας, δηλαδή μετά από την αποχώρηση του Φερνάντο Σάντος, κουράστηκα να διαβάζω και να ακούω σχόλια σχετικά με το “χαρτάκι” που πήρε ο τάδε ή ο δεινά προπονητής από τον τάδε ή τον δείνα ατζέντη, ή από έναν τεχνικό διευθυντή, ή από όποιον άλλο εξυπηρετεί τα συμφέροντα του τάδε ή του δείνα συλλόγου προκειμένου να προσκαλέσει ή να μη προσκαλέσει ποδοσφαιριστές στην Εθνική Ομάδα.
Με τον Γιοβάνοβιτς όμως εξαρχής δεν ήταν έτσι. Διότι όλο αυτό το αποτύπωμα που είχε αφήσει από τον καιρό του στον Παναθηναϊκό μας ήταν όλων πολύ φρέσκο, και πολύ “καθαρό”. Την δημοφιλία του μπορούσες να την αφουγκραστείς τόσο μέσα από τα ψηφιακά σχόλια όσο και μέσα από τις αντιδράσεις των ποδοσφαιρόφιλων όταν άρχισε να επισκέπτεται τα ελληνικά γήπεδα για να παρακολουθήσει τους Έλληνες ποδοσφαιριστές αγωνιζόμενους. Μια μεγάλη πτυχή αυτής της θετικής απήχησης ήταν σχετική με την εμπιστοσύνη της πλατιάς μάζας των ποδοσφαιρόφιλων σχετικά με το πώς θα λειτουργήσει ως εκλέκτορας. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των προκατόχων του, ο Γιοβάνοβιτς ήταν “δικός” μας, δηλαδή κάποιος που γνωρίζαμε και είχαμε παρακολουθήσει από κοντά τη δουλειά του. Και άρα κάποιος για τον οποίο ήταν λιγότεροι αυτοί που αμφέβαλαν σχετικά με τα κριτήρια των επιλογών του στις προσκλήσεις.
Φυσικά όλο αυτό που έχει συμβεί μέχρι εδώ και η θετική αύρα που έχει διογκωθεί χάρη στο “4 στα 4” και ειδικά χάρη στην ιστορική νίκη στην Αγγλία δεν εγγυάται ότι δεν θα υπάρξει αρκετός ή πολύς κόσμος που θα ψάξει τα “δεν καλεί τον τάδε” επιχειρήματα σε μια περίοδο που δεν θα έρχονται θετικά αποτελέσματα. Και τότε όμως δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα αμφισβητήσει τα κριτήρια του προπονητή στην διαδικασία της επιλογής των ποδοσφαιριστών, ή πιο σωστά θα υπονοήσει ότι καλεί ή δεν καλεί έναν ποδοσφαιριστή επειδή “πήρε χαρτάκι”.
Από την πρώτη του μέρα στη δουλειά, ο Γιοβάνοβιτς ήταν ο προπονητής με την πιο θετική αύρα από όσους πήραν αυτή τη δουλειά στην διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών. Όχι τυχαία. Διότι είναι ένας εκ των ελαχίστων που δεν προσελήφθησαν “στην τύχη”, όπως συνέβη αρκετές φορές στην διάρκεια της τελευταίας 10ετίας. Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε με αρκετούς εκ των προκατόχων του, με τον Γιοβάνοβιτς η ΕΠΟ ήξερε τι παίρνει. Στην δική του περίπτωση πτυχή πειράματος υπήρχε και υπάρχει μόνο επειδή είναι κάποιος χωρίς προηγούμενη εμπειρία ως ομοσπονδιακός. Όλα τα άλλα ζητήματα όμως ήταν εκ των προτέρων λυμένα. Και η αρχή του – δηλαδή η εμπιστοσύνη που του έδειξαν και οι ποδοσφαιριστές και ο κόσμος επηρέασαν θετικά με το “καλημέρα” την δυναμική της Εθνικής Ομάδας. Στην Εθνική ο Γιοβάνοβιτς κεφαλαιοποίησε από την πρώτη ημέρα όλη αυτή την υπεραξία που δημιούργησε με την δημόσια συμπεριφορά του στον καιρό του στον Παναθηναϊκό, η οποία ήταν, με συνέπεια, μια συνέχεια της εικόνας που είχε δημιουργήσει ως ποδοσφαιριστής επί μια 10ετία στον Ηρακλή.
Πηγή: Gazzetta