Του Γιώργου Αδαμόπουλου
Ο γιατρός έπλεξε με αμηχανία τα δάχτυλά του, καθώς κοίταξε την Μπλανς Ρούντολφ και την τετράχρονη κόρη της, Ουίλμα. Αυτά που είχε να πει, βγήκαν με δυσκολία από το στόμα του.
Το ζητούμενο ήταν πια η επιβίωση του κοριτσιού. Τα όνειρα θα έπρεπε να «ξεθωριάσουν». Η ανεμελιά της έπρεπε να «μεταμφιεστεί» και να μετατραπεί σε αυταπάρνηση.
«Η μικρή δεν θα μπορέσει να περπατήσει ξανά», ήταν η πρόβλεψή του. Σιωπή, για λίγο. Δάκρυα, παραλίγο. Αλλά όχι, η ιστορία δεν θα τελείωνε εκεί…
Στην Αγία Βηθλεέμ του Τένεσι, όπου γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1940 η μικρή Ουίλμα και όπου τότε το πιο συνηθισμένο συναπάντημα ήταν με το… ουίσκι ή τον ρατσισμό του νότου, η μαμά της δεν έπαιρνε από λόγια.
Πήγε την κόρη της στο σπίτι, την πήρε αγκαλιά, την κουβάλησε ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια και όταν την άφησε στον καναπέ τής είπε με μπόλικη αυτοπεποίθηση, θαρρεί κανείς για το πιστέψει πρώτα απ’ όλα η ίδια: «ΔEN υπάρχει περίπτωση να MHN ξαναπερπατήσεις! Το κατάλαβες;», ξεστόμισε σχεδόν εκνευρισμένη η Μπλανς, κουνώντας το δάχτυλο στην μικρή.
Η κα Ρούντολφ, η οποία δεν ξεχώρισε ποτέ κανένα από τα οκτώ παιδιά της, ούτε κάποιο από τα άλλα 14(!) του συζύγου της, Εντ, από τον πρώτο γάμο του, απέκτησε ξάφνου έναν επιπλέον σκοπό ζωής.
Χωρίς να παραμελήσει κανέναν, όφειλε στον εαυτό της να βγάλει ψεύτη εκείνον τον γιατρό. Επιθυμούσε να πάει μία μέρα στο ιατρείο του και να του πει κατάμουτρα ότι δεν είχε δίκιο, ότι λάθεψε.
Ευτυχώς, για την Μπλανς, αυτό φρόντισε να το κάνει «αθόρυβα» και συνάμα «εκκωφαντικά» η ίδια η Ουίλμα, μία ντουζίνα χρόνια αργότερα, με ένα μετάλλιο στίβου και μερικά πρωτοσέλιδα.
Η Μπλανς μετέδωσε την πίστη της στην Ουίλμα, η οποία δεν είχε κάνει βήμα πριν την ηλικία των τεσσάρων ετών, λόγω πολιομυελίτιδας και βρεφικής παράλυσης…
Η μητέρα της είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά όταν το αριστερό πόδι του κοριτσιού της είχε ατροφήσει και οδηγήθηκε σε (προσωρινή) παράλυση. Αρχικά της είπαν ότι πρόκειται για επιπλοκές λόγω της πρόωρης γέννησής της.
Η κατάσταση του μωρού επέφερε επίσης συμπληρωματικά προβλήματα με πνευμονία, κοκίτη και ιλαρά, οστρακιά, κάνοντας αρχικά την οικογένεια Ρούντολφ να σκέφτεται απλώς την επιβίωση της κόρης τους.
Κανένας, ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω και κυρίως η μαμά της μικρής.
Στο Κλάρκσβιλ, το τοπικό νοσοκομείο δεν δεχόταν μαύρους ασθενείς… Ο Εντ βρήκε μία λύση, η οποία ήταν πιο δαπανηρή και πιο δύσκολη, στη μετακίνηση. Το πανεπιστημιακό νοσοκομείο στην περιοχή Μεχάρι της πόλης Νάσβιλ, περίπου 45 μίλια (κάτι παραπάνω από 70χλμ.) από το σπίτι των Ρούντολφ, δέχθηκε την Ουίλμα.
Η Μπλανς εξήγησε πως δεν μπορεί να μεταφέρει εκεί την κόρη της κάθε μέρα, παρά μόνο μία φορά εβδομαδιαίως.
Ζήτησε ένα σεμινάριο από γιατρούς, νοσοκόμες και θεραπευτές, ώστε τις υπόλοιπες έξι ημέρες να κάνει εκείνη το απαραίτητο μασάζ στα πόδια της Ουίλμα, μέχρι το κορίτσι να αποκοιμηθεί, κάθε βράδυ.
Η ζωή της ήταν εργασία και θεραπεία, για τα επόμενα δύο χρόνια. Τον πρώτο χρόνο, στα παρθενικά σημάδια βελτίωσης στους μύες της Ουίλμα, τρία από τα αδέρφια της έμαθαν επίσης να της κάνουν μασάζ.
Τον δεύτερο χρόνο, η νεαρή έκανε μικρές διαδρομές κουτσαίνοντας και το 1948, σε ηλικία οκτώ ετών, μπορούσε να περπατήσει μόνο φορώντας ειδικό κηδεμόνα.
Όλοι άρχισαν να πιστεύουν ότι θα τα καταφέρει όταν την αντίκρισαν να παίζει μπάσκετμπολ στην πίσω αυλή με τον αδερφό της, Ουέσλι, προς έκπληξη όλης της οικογένειας και μπροστά στα δακρυσμένα μάτια της Μπλανς!
Στα εννιά της, η Ουίλμα Ρούντολφ έκανε ντρίμπλες με τη μπάλα του μπάσκετμπολ από το πρωί, φορώντας το βαρύ ειδικό παπούτσι, όμως υπήρχαν στιγμές που μπορούσε να τρέχει στην αυλή ξυπόλητη, χωρίς να το έχει στο πόδι της!
Λάτρεψε την πορτοκαλί μπάλα τόσο, που η μητέρα της επέστρεφε από τη δουλειά και της έβαζε τις φωνές, ώστε να σταματήσει αργά το απόγευμα για να φάει.
Το 1953, έχοντας πια σταθεί γερή στα πόδια της, βρέθηκε στο γυμνάσιο Μπερτ και έγινε άμεσα μέλος της ομάδας μπάσκετμπολ του σχολείου.
Ήταν τέτοια η ενέργεια και η διάθεση αυτού του ψηλόλιγνου κοριτσιού -για να καλύψει και τα χαμένα χρόνια- που ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον προπονητή, Κλίντον Γκρέι.
Εκείνος της έβγαλε το πρώτο παρατσούκλι της, το «Skeeter». Λέγοντας της όταν «ακόμη και στον πάγκο, όποτε γυρίζω το κεφάλι και κοιτάζω, στριφογυρνά σαν σκιέρ!». Ο αθλητικός προσανατολισμός της έφηβης «που δεν θα ξαναπερπατούσε ποτέ» άλλαξε όταν το γυμνάσιό της προσκλήθηκε σε γυμναστικές επιδείξεις στο πανεπιστήμιο Τένεσι Στέιτ.
Ο κόουτς Γκρέι διαπίστωσε τότε πόσο γρήγορα τρέχει η Ουίλμα και χρονομετρούσε κάθε προπόνησή της. Ο Αμερικανός προπονητής δημιούργησε μία ομάδα στίβου και η Ρούντολφ νίκησε σε όλες τις κούρσες των 50, 75, 100 και 200μ.!
Το Τένεσι Στέιτ την προσκάλεσε να λάβει μέρος στο καλοκαιρινό καμπ του κολεγίου. Ο γυμναστής του, Έντουαρντ Στάνλεϊ Τεμπλ, εντυπωσιάστηκε από τα προσόντα της και ήθελε άμεσα να την συμπεριλάβει στην περίφημη ομάδα στίβου των «Tigerbells».
Από το 1954 και για δύο χρόνια προπονούνταν εκεί και το ταλέντο της την οδήγησε σε ηλικία μόλις 16 ετών στην Ολυμπιακή ομάδα 4Χ100μ. των Η.Π.Α., για τους Αγώνες της Μελβούρνης, το 1956.
Δεν είχαν περάσει παρά μόνο πέντε-έξι χρόνια από τότε που μία από τις μελλοντικές κορυφαίες σπρίντερ της χώρας είχε αρχίσει να περπατά κανονικά…
Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να φανταστεί πως από τη μπασκέτα στην πίσω αυλή του σπιτιού της, θα πατήσει το Ολυμπιακό ταρτάν στην Αυστραλία.
Η Μπλανς Ρούντολφ έβαλε τα κλάματα όταν έμαθε τα νέα.
«Θα γίνεις το πρώτο παιδί από αυτό το σπιτικό που μπορεί να σπουδάσει. Αν το τρέξιμο είναι το “εισιτήριό” σου για αυτό, να το κάνεις και να θυμάσαι πάντα ότι θα μπορείς να γίνεις η καλύτερη, αν το βάλεις στο μυαλό σου», ήταν τα λόγια της συγκινημένης μητέρας.
«Μπορείς να πετύχεις τα πάντα, αν δεν τα παρατάς», συνέχισε να της λέει. Η απειρία της Ουίλμα στη Μελβούρνη, όμως, ήταν ολοφάνερη στις κινήσεις της.
Στα 200μ. αποκλείστηκε από τα προκριματικά, αλλά με τις Μέι Φαγκς, Μάργκαρετ Μάθιους και Ουίλι Ουάιτ κατόρθωσαν να φτάσουν ως τον τελικό της σκυταλοδρομίας.
Στη μεγάλη κούρσα, οι Αμερικανίδες είδαν τελικά την πλάτη τόσο της Αυστραλής Μπέτι Κάθμπερτ (χρυσής Ολυμπιονίκη επίσης των 100 και 200μ., αλλά και των 400μ. στο Τόκιο το 1964) και των Σίρλεϊ Στρίκλαντ, Νόρμα Κρόκερ και Φλερ Μέλορ όσο και της ομάδας της Μεγάλης Βρετανίας.
Παρόλα αυτά, στα 16 της, η Ουίλμα Ρούντολφ στεκόταν στο τρίτο σκαλί του βάθρου, φορώντας στο στήθος το χάλκινο μετάλλιο.
Αυτή η διάκριση ενδεχομένως να ήταν αρκετή για μία κοπέλα που οι γιατροί έλεγαν ότι θα μείνει καθηλωμένη για όλη τη ζωή της. Ήταν μία απάντησή της, αλλά μόνο η πρώτη.
Όταν επέστρεψε στο γυμνάσιο Μπερτ με το μετάλλιο στα χέρια, οι συμμαθητές της την περικύκλωσαν και ήθελαν να το χαζέψουν, να το αγγίξουν. «Παιδιά που με αντιπαθούσαν και εγώ, στην πραγματικότητα, νόμιζα ότι αντιπαθώ ύψωσαν ένα πανό που έγραφε “καλώς ήρθες”. Ήταν η στιγμή που συγχώρησα τους πάντες για όσα είχα βιώσει», έγραψε στην αυτοβιογραφία της.
Ένα χάλκινο μετάλλιο είχε διαγράψει από το παιδικό μυαλό χρώματα, φυλές και διακρίσεις. Όταν η Ουίλμα γύρισε σπίτι με αυτό, είδε πως το «παράσημό» της ήταν γεμάτο… δαχτυλιές. Ενοχλήθηκε, η μητέρα της επιχείρησε μάταια να το γυαλίσει.
Η έφηβη αθλήτρια δεν στεναχωρήθηκε, αλλά αποφάσισε να συνεχίσει «για να πάρω άλλο ένα, ένα χρυσό, που θα μείνει καθαρό από αποτυπώματα»…
Τι, ωστόσο -και δίχως δόση απληστίας- θα μπορούσε να είναι αρκετό για ένα χαμογελαστό κορίτσι ύψους 1,80μ. που δεν επρόκειτο να σταθεί στα πόδια του; Ποια θα ήταν η προσωπική λύτρωσή της για τα φτωχικά χρόνια στο Τένεσι και τον ρατσισμό που βίωσε στο σχολείο και στους δρόμους;
Ένα χρυσό μετάλλιο, πάντως, όχι…
Ο στόχος της Ουίλμα Ρούντολφ ήταν μεν ένα από αυτά, όμως στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, το 1960, σε ηλικία πια 20 ετών, ξεπέρασε μέχρι και τις δικές της προσδοκίες.
Όταν οι Ιταλοί δημοσιογράφοι αντίκρισαν την ψηλή κοπέλα από τις Η.Π.Α., το παρωνύμιό της, το «Skeeter», ξεχάστηκε. «Μαύρη Γαζέλα» ήταν το νέο παρατσούκλι της από τους Ιταλούς, ενώ ο γαλλικός Τύπος την αποκάλεσε «μαύρο διαμάντι».
Για τους πάντοτε λίγο πιο «κτητικούς» συμπατριώτες της, όμως, η Ρούντολφ έγινε ο «τυφώνας» με τις επιδόσεις και τις επιτυχίες της στη Ρώμη.
Η Ουίλμα κατέκτησε αρχικά το χρυσό μετάλλιο στα 100μ. με χρόνο 11΄΄, ο οποίος θα αποτελούσε και παγκόσμιο ρεκόρ αν δεν ήταν οριακά ευνοϊκός ο άνεμος. Επιβεβαίωσε την κυριαρχία της και στα 200μ., νικώντας με 24΄΄, που ήταν νέο Ολυμπιακό ρεκόρ!
Ο στόχος του τρίτου μεταλλίου τέθηκε υπό αμφισβήτηση όταν κατάλαβε ότι είχε υποστεί διάστρεμμα και της συνέστησαν να μην αγωνιστεί στην σκυταλοδρομία 4Χ100.
Άλλος στη θέση της θα κατέβαζε το κεφάλι και λυπημένα και συγκαταβατικά. Ήταν ήδη χρυσή Ολυμπιονίκης και δεν χρειαζόταν να ρισκάρει.
Μονάχα που η Ουίλμα Ρούντολφ δεν έμαθε ποτέ να τα παρατά. Δεν πορεύτηκε ποτέ στον εύκολο δρόμο. Αγωνίστηκε στην κούρσα και βοήθησε τις Η.Π.Α. να κατακτήσουν το χρυσό, με παγκόσμιο ρεκόρ!!!
Ήταν η πρώτη Αφρο-αμερικανή που κατακτούσε τρία χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια στην ίδια διοργάνωση.
Στην αυτοβιογραφία της αποκάλυψε ότι επιθυμούσε να πανηγυρίσει και στους τρεις αγώνες, για να αφιερώσει τις νίκες στον θρυλικό Τζέσε Όουενς, ο οποίος ήταν η έμπνευσή της, όταν κατάλαβε για τα καλά ότι ο στίβος είναι ο προορισμός της.
Ο Όουενς και οι δικοί του αγώνες κατά των φυλετικών διακρίσεων και υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσαν οδηγό της και όταν αποχώρησε από τον στίβο και αφοσιώθηκε στην προσφορά στην κοινότητα της.
Η τέταρτη «νίκη» της ήρθε με την επιστροφή της στην Αμερική. Τούτη τη φορά η υποδοχή δεν έγινε στο γυμνάσιο Μπερτ, αλλά σε μία πιο μεγαλοπρεπή σκηνή.
Η πολιτεία του Τένεσι διοργάνωσε μία παρέλαση, για την αυτοκινητοπομπή που θα μετέφερε την Ρούντολφ από το αεροδρόμιο στην πόλη. Ο θερμός υποστηρικτής της διατήρησης του φυλετικού διαχωρισμού, κυβερνήτης Μπιούφορντ Έλινγκτον, υποχρεώθηκε να σκύψει το κεφάλι και να υποδεχθεί με ένα «θεατρικό» χαμόγελο το 20χρονο κορίτσι.
Αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν να επιχειρήσει να γυαλίσει το χάλκινο μετάλλιο του 1956 από τις δαχτυλιές.
Χάρηκε με την ψυχή της που αυτό που «γυαλίστηκε» το 1960 ήταν, έστω και για λίγο, «σκουριασμένες» αντιλήψεις. Καθώς είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα δεχθεί να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο για την παρέλαση αν το κοινό δεν αποτελείται και από μαύρους και από λευκούς.
Το πέτυχε, το απόλαυσε και από εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως ο δικός της προορισμός θα είναι διαφορετικός, Αποχώρησε από τον στίβο δύο χρόνια αργότερα, μόλις στα 22 της, αλλά δεν ξέχασε και δεν ξεχάστηκε.
Μετά τον τελευταίο αγώνα της, στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, όπου νίκησε αθλήτριες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αποσύρθηκε και επέστρεψε στο πανεπιστήμιο για να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
Όταν καταστάλαξε και οικογενειακά, αφού είχε γίνει μητέρα από τα 18 της, αλλά με πολλές ενδοοικογενειακές περιπέτειες, αφοσιώθηκε τόσο στα παιδιά της όσο και στην τοπική κοινότητα,
Πριν ολοκληρώσει το γυμνάσιο, το 1958, ήταν έγκυος στο παιδί του Ρόμπερτ Έλντριτζ και γέννησε την κόρη τους, αλλά ο Εντ Ρούντολφ δεν δεχόταν αυτή τη σχέση και απαγόρευσε στον νεαρό να βλέπει την Ουίλμα και τη νεογέννητη Γιολάντα.
Το βρέφος μεταφέρθηκε στην αδερφή της Ουίλμα, Ιβόν, στο Μιζούρι, ώστε να μην έχει επαφές με την οικογένεια Έλντριτζ. Η Ιβόν, όμως έπειτα από μερικούς μήνες, ζήτησε να υιοθετήσει την Γιολάντα, κάτι που η νεαρή αθλήτρια και ο πατέρας της αρνήθηκαν…
Η Ρούντολφ έμεινε με την κόρη της, αλλά το 1961 παντρεύτηκε τον αθλητή στίβου του πανεπιστήμιου Νορθ Καρολάινα, Ουίλι Ουόρντ, με τον οποίο χώρισε δύο χρόνια αργότερα. Ο μεγάλος έρωτας της ζωής της ήταν ο Ρόμπερτ Έλντριτζ, με τον οποίο επανασυνδέθηκε και παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα, αποκτώντας άλλα τρία παιδιά και μένοντας μαζί μέχρι το διαζύγιο τους, το 1980.
Αυτά τα χρόνια, πάντως ήταν και τα πιο παραγωγικά και γεμάτα έμπνευση για την Ουίλμα, η οποία θεωρεί ότι διακρίθηκε περισσότερο για την κοινωνική, παρά για την αθλητική προσφορά της.
Δηλώνοντας το 1981 ότι «θα ήμουν πολύ λυπημένη αν ο κόσμος με θυμάται απλώς ως μία σπουδαία σπρίντερ. Για μένα, η αληθινή “κληρονομιά” είναι αυτό που αφήνω πίσω στη νεολαία…
»Το μάθημα πως πρέπει οι νέοι, και κυρίως οι μαύροι, να γνωρίζουν ότι μπορούν να γίνουν οτιδήποτε θέλουν να γίνουν.
»Ο γιατρός μού είπε κάποτε ότι δεν θα περπατήσω ποτέ. Η μητέρα μου διαφώνησε και έλεγε ότι θα περπατήσω. Πίστεψα την μητέρα μου».
Μία λεωφόρος στο Τένεσι φέρει το όνομά της. Η φοιτητική εστία του Τένεσι Στέιτ, το ίδιο. Ένα άγαλμά της στέκει στους δρόμους του Κλάρκσβιλ.
Από το 1963, μετά το τέλος των σπουδών και της καριέρας της στο ταρτάν, για πολλές ώρες κάθε μέρα διάβαζε τα μαθήματα σε παιδιά μαύρων οικογενειών στη γενέτειρά της και βοηθούσε ιδρύματα για παιδιά με κινητικά προβλήματα, μέσω του ιδρύματός της, Wilma Rudolph.
Με ανεπτυγμένο μητρικό ένστικτο πριν καν αποκτήσει τα άλλα τρία παιδιά της, δεν σταμάτησε να μάχεται για τα δικαιώματα των μαύρων γυναικών, μέχρι τον θάνατό της, στις 12 Νοεμβρίου 1994, μόλις στα 54 της… Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του μεγάλου ήρωα της ζωής της, της μητέρας της, Μπλανς, η Ουίλμα άκουσε από το γιατρό κι άλλα άσχημα μαντάτα, αλλά δίχως τότε πολλά περιθώρια αντιστροφής.
Καρκίνος στον εγκέφαλο και τον φάρυγγα και η κατάστασή της επιδεινώθηκε σε λίγους μήνες…
Το 1999, το περιοδικό Sports Illustrated την κατέταξε στην πρώτη θέση των σπουδαιότερων προσωπικοτήτων του Τένεσι και στην 41η των κορυφαίων αθλητών του 20ου αιώνα, όχι μόνο για τις επιτυχίες της στον στίβο.
Στην αυτοβιογραφία της επανέλαβε πως «με πλήγωνε που δεν μου έδιναν τη δυνατότητα να βελτιώσω τις ζωές των μαύρων της κοινότητάς μου». Κάτι που έλεγε στις διαλέξεις ή στις ομιλίες της σε πορείες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε μία από αυτές τις ομιλίες τόνισε ότι «ήμουν πολίτης των Η.Π.Α. που πάντα εργαζόταν σκληρά. Πίστευα στα όνειρα και στη νομιμότητα, αλλά η κοινωνία μού έκλεινε τις πόρτες. Εγώ κατάφερα να ανοίξω μερικές, όμως πολλοί συμπολίτες μου δεν έχουν αντίστοιχες ευκαιρίες, λόγω ανόητων προκαταλήψεων, που αναπόφευκτα οδηγούν σε αντιδράσεις βίας…».
Πολλά από τα κλισέ της ζωής και του Τύπου ταιριάζουν στην περίπτωση και στο έργο της. Παιδί με «ατσάλινη» αποφασιστικότητα. Άνθρωπος-παράδειγμα θέλησης.
Ακόμη και οι εικόνες των αγώνων της στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τις αρχές εκείνης του ’60, με το κόψιμο του νήματος στο τέλος κάθε κούρσας, δίνουν μία διαφορετική, «λογοτεχνική» εικόνα και χροιά στην αθλητική ιστορία της.
Η πορεία της Αμερικανίδας σπρίντερ, ωστόσο, δεν ήταν μόνο σημαντικές πρωτιές στο γήπεδο. Επέμενε πως «θέλω να με πιστέψετε… Καμία ανταμοιβή, ηθική ή χρηματική, δεν είναι γλυκιά και ωραία χωρίς τα εμπόδια για να πετύχεις».
Το πρώτο «εμπόδιο» της το έθεσε ένα γιατρός που, ευτυχώς για την ίδια, έκανε λάθος. Το επόμενο, καθώς όταν εκείνη πατούσε στο ταρτάν δεν σκεφτόταν καμία δυσκολία και δεν τρόμαζε από κανέναν αντίπαλο, της το έβαλε η κοινωνία, ο ρατσισμός και η προκατάληψη.
Πέτυχε μερικές ακόμη «νίκες» εκτός αγωνιστικού χώρου, Μία από αυτές, συμμετέχοντας σε μία πορεία διαμαρτυρίας στο Κλάρκσβιλ, ήταν να αναγκάσει τον ιδιοκτήτη ενός εστιατορίου να δέχεται στα τραπέζια του και μαύρους πελάτες, κάτι που επέβαλλε στη συνέχεια και ο δήμαρχος της πόλης, για κάθε χώρο εστιάσης.
Όταν η Ουίλμα Ρούντολφ πήγαινε σχεδόν κουλουριασμένη στην γαλαρία του λεωφορείου στο νοσοκομείο του Μεχάρι, πίστευε πάντα ότι όχι μόνο θα σταθεί όρθια. Ήταν, επιπλέον, βέβαιη ότι μία μέρα θα στέκεται περήφανη ανάμεσα σε όσους, συχνά χωρίς κανέναν λόγο, τη μισούσαν.
Όπως έγραψε και η ίδια, «δεν πρέπει ποτέ να υποτιμήσετε τη δύναμη των ονείρων σας και την επιρροή του πνεύματος των ανθρώπων. Είμαστε όλοι ίδιοι και ζει μέσα σε όλους μας η προοπτική του μεγαλείου!».
Η ζωή και το μεγαλείο, άλλωστε, δεν έχουν ποτέ όρια.
Πηγή: Athletes’ Stories