Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Στην καρδιά του Ρίο Ντε Τζανέιρο, λίγο βορειότερα από τις διάσημες παραλίες της Ιπανέμα και της Κοπακαμπάνα, βρίσκεται η γειτονιά της Σαούντε.

Εκεί που εφάπτεται με τη θάλασσα δεσπόζει ένα περίεργο σημείο, μία ανάμνηση για την σκληρότητα του ανθρώπου προς τον ίδιο του τον εαυτό. Πρόκειται για το Πέντρο Ντο Σαλ, (Βράχος του αλατιού). Εκεί γινόταν κάποτε το παζάρι στο οποίο οι Πορτογάλοι άποικοι γαιοκτήμονες ξεδιάλεγαν τους πιο “ανθεκτικούς” σκλάβους που ξεφόρτωναν τα δουλεμπορικά από τη Δυτική Αφρική.

Και στη σύγχρονη εποχή του όμως ο Βράχος δεν έχασε τη σημασία του, δίνοντας όμως, αντιθέτως, αξία στην ευρηματικότητα και την εξωστρέφεια του ανθρώπινου πνεύματος. Κάθε απόγευμα μαζεύονται εκεί οι πιο ταλαντούχοι νεαροί της πόλης και επιδίδονται σε επιδείξεις. Χορός, μουσική, αέρινες φιγούρες από δαύτους που αποκαλούν τους εαυτούς τους «sambistas».

Και στο πλάι τους η αφρόκρεμα των επίδοξων “Πελέ”. To Πέντρο Ντο Σαλ αποτελεί διαχρονικά την προσωποποίηση της έκφρασης, της κομψότητας και της ευφορίας της χώρας. Χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν επίσης τον τρόπο με τον οποίον η Βραζιλία έπαιζε ποδόσφαιρο. Αυτή η κουλτούρα που την οδήγησε να εφαρμόσει στο γήπεδο την Ginga, την τέχνη του να απολαμβάνεις την μπάλα με χαρά, τρέλα και ίσως και λίγη απάτη.

Εκείνοι οι σκλάβοι ήταν που κουβάλησαν μαζί τους τους ρυθμούς της Αφρικής. Χορός, ακροβατικά, μουσική και οι κινήσεις των ζώων συνδυάστηκαν στην πάροδο των αιώνων για να δημιουργήσουν την Καποέιρα. Αυτή η μορφή πολεμικής τέχνης ήταν απαραίτητη για την επιβίωση. Στην πορεία δημιουργήθηκε και η Σάμπα με την ευελιξία στα πόδια και το κορμί.

Η μίξη των δύο ειδών που κυριάρχησαν στους δρόμους και στις φυτείες της χώρας οδήγησε στην εφεύρεση του Τζίνγκα. Και αυτή ήταν που ήρθε να διαμορφώσει εν τη γένεσει του το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και να δώσει το πιο όμορφο από τα παιχνίδια που είδαμε ποτέ, αυτό που σήμερα αποκαλούμε «jogo bonito».

Το Τζίνγκα είναι η ψυχή της χώρας και ουσιαστικά αποτελεί τη λέξη που περιγράφει τον συλλογικό τρόπο με τον οποίον ο Βραζιλιάνος κινείται, περπατά, μιλά, αισθάνεται και -το πιο σημαντικό- παιδεύει το τόπι και τους αντιπάλους του. Όσα δηλαδή πρέσβευσε με τον ανώτατο τρόπο ο Αρτούρ Αντούνες Κοΐμπρα, αυτός που ο κόσμος έμαθε να αποκαλεί με το πιο τέλειο των ποδοσφαιρικά εύηχων συντομιών, το σκέτο μα τόσο ζηλευτό, Ζίκο.

Μικρός Αρθούρος

Γεννημένος το 1953, καταγόταν από μια οικογένεια χαμηλότερης μεσαίας τάξης πορτογαλικής καταγωγής. Όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής (αλλά και όλων των εποχών του κόσμου), ονειρεύτηκε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και από πολύ μικρός επέλεγε να αποφεύγει το σχολείο και να ματώνει στους δρόμους γύρω από το Πέντρο Ντο Σαλ.

Αν και ήταν ο νεότερος από τα έξι αδέρφια, δεν άργησε να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στα πέντε αγόρια της φαμίλιας. Οι Νάντο, Αντονίτο, Εντού και Τονίκο τον έβαζαν στην ομάδα που είχα δημιουργήσει.

Ο Τονίκο ήταν εκείνος που αρχικά τον φώναζε «Arthurzinho» («Μικρός Αρθούρος»), το οποίο οι φίλοι του το έκαναν «Arthurzico», μετά «Tuzico» και τέλος «Zico». Αυτήν την τελική έκδοση τη δημιούργησε η αγαπημένη του ξαδέλφη Ερμελίντα.

Αν και ο πιο αδύνατος και κοντούλης της συντροφιάς, έκανε τα θαύματά του με τη Ζουβεντούδε και υποχρέωνε το κοινό να μαζεύεται για να τον χαζέψει με τις ώρες. Η Ρίβερ, μία ομάδα σάλας, ήταν η πρώτη που τον ξεχώρισε και του έδωσε το πρώτο χαρτζιλίκι.

Σε μία από τις παραστάσεις του στη σάλα έβαλε εννέα γκολ. Εκεί τον είδε ένας ρεπόρτερ της Φλαμένγκο και παρότρυνε τον πατέρα του να τον πάει για δοκιμαστικό στη μεγάλη ομάδα του Ρίο. Ήταν 14 ετών, όταν μπήκε στην ακαδημία της «Φλα».

Ο μπαμπάς, ο οποίος ήταν και ο μεγαλύτερος θαυμαστής του, φρόντισε να προσλάβει έναν γυμναστή που δούλεψε με την ενδυνάμωση του μικρού, πράγμα που είχε εκπληκτικά αποτελέσματα σε εκείνο το πλάσμα που τότε αποκαλούσαν «σπουργίτι».

Στους Άντρες προβιβάστηκε το 1971, στα 18 του, και άλλαξε για πάντα την ιστορία του club.

Το απρόβλεπτο που έγινε λογικό

Δεν ήταν ο πρώτος που ακολούθησε πιστά το δόγμα του Τζίνγκα. Υπήρξαν αμέτρητοι Βραζιλιάνοι πριν από αυτόν, με τον Γκαρίντσα να θεωρείται ο σημαντικότερος εκφραστής του. Ο πιο σπουδαίος μέχρι την εμφάνιση του Ζίκο, ο οποίος αποτέλεσε ουσιαστικά τον πρώτο που συνδύασε τόσο αρμονικά το θέαμα με την ουσία, πηγαίνοντας το άθλημα ένα βήμα παρακάτω.

Η δική του ευφυΐα αποτυπωνόταν στην ικανότητά του να αφομοιώνει νέα δεδομένα και να δημιουργεί ένα ξεχωριστό δικό του μονοπάτι. Ελάχιστοι πριν ή μετά από εκείνον μπόρεσαν να κάνουν την μπάλα να δακρύσει που δεν βρισκόταν στα πόδια του. Και στα δυο του πόδια. Αμφιδέξιος όσο ελάχιστοι στην ιστορία με το τόπι, έμοιαζε πάντα να κουβαλάει αυτό το σπάνιο ταλέντο του ανθρώπου που μπορεί και πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να πετύχει. Και την ίδια στιγμή να το πράτει με την ιδιοφυΐα εκείνου που πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να δει.

Σε μία εποχή όπου το 10 ήταν το απόλυτο νούμερο στο χορτάρι, μπορούσε ταυτόχρονα να οργανώνει ως επιτελικός, να μοιράζει το παιχνίδι με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο και να μεταμορφώνεται στο πιο τρελό μαμούνι μέσα στην περιοχή. Να τα τελειώνει από κάθε πλευρά, κάθε σημείο, με κάθε τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί, να φανταστεί.

Εάν το Τζίνγκα έχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ο Ζίκο έκανε το απρόβλεπτο να μοιάζει τόσο εύκολο και λογικό όσο το να παίρνεις ένα φλυτζάνι τσάι, ακούγοντας τα πουλάκια στην εξοχή. Ήταν λες και η αισθητική του γύρω από το άθλημα αναγορευόταν επιστήμη των αισθήσεων και των ποδοσφαιρικών παραισθήσεων.

«Δεν έχω ιδέα πώς συνέβαινε. Ποτέ μου δεν το κατανόησα σε πλήρη συνειδητό βαθμό. Δεν το σκεφτόμουν σχεδόν καθόλου. Απλώς γινόταν. Ήταν λες και επρόκειτο για ένα θείο δώρο. Και ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί ο Θεός μού έδωσε αυτή τη δυνατότητα να παίζω τόσο εύκολα ποδόσφαιρο. Ελπίζω όμως ότι αυτή Του την απόφαση, την εμπιστοσύνη, εγώ δεν την πρόδωσα ποτέ»!

Ο Ζίκο μετατράπηκε αμέσως σε έναν εκπληκτικό αρτίστα. Έναν καλλιτέχνη που όρισε την τέχνη της μπάλας. Αν ανατρέξει κανείς στο λεξικό του Cambridge, θα δει την «τέχνη» να ορίζεται ως «η κατασκευή αντικειμένων, εικόνων και μουσικής, που είναι όμορφα ή που εκφράζουν συναισθήματα».

Στην ελληνική γλώσσα η λέξη «τέχνη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε διαδικασία για την παραγωγή κάποιου προϊόντος, αυθαίρετου με τη ροπή του φυσικού κόσμου, που όμως ακολουθεί τους κανόνες του δημιουργού του. Όπως δηλαδή κι εκείνος δημιουργούσε στον δικό του γηπεδικό καμβά, δίνοντας σχήμα και αίσθημα στις μαγικές στιγμές.

Η απογοήτευση και ο «Λευκός Πελέ»

Πριν όμως απ’ όλα αυτά, θα γεμίσει από τις σκέψεις να τα παρατήσει. Είναι 19 ετών και το πάθος τον πλημμυρίζει ανεξέλεγκτα.

Ενώ λοιπόν σκοράρει το γκολ κόντρα στην Αργεντινή που στέλνει τη χώρα του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, θα μείνει εκτός στην τελική αποστολή. Η απογοήτευσή του είναι τέτοια που θα δηλώσει ότι δεν θα ξαναπαίξει ποτέ με το εθνόσημο. Μάλιστα θα κλειστεί στο σπίτι και δεν θα πάει καν στην ομάδα του για 15 ημέρες. Τα αδέρφια του ωστόσο θα καταφέρουν να τον πείσουν να επιστρέψει και να αφήσει την πικρία του να ξεθωριάσει με τον χρόνο. Και έτσι θα συμβεί.

Το 1973 θα κάνει οριστικά δική του τη φανέλα με το «10», υποχρεώνοντας τον διασημότερο ρεπόρτερ της εποχής, Νέλσον Ροντρίγκεζ, να γράψει: «Ο Ζίκο είναι ένας παίκτης που βρίσκεται στον δρόμο προς μία έξαλλη πληρότητα. Μπορώ αναμφίβολα από τώρα να τον τοποθετήσω σε εκείνη την γκάμα όπου ένας παίκτης κάνει ό,τι θέλει με την μπάλα».

Αφού πρώτα σάρωσε στα τοπικά Cariocas, θα λάβει την κλήση για το όνειρο. Το 1976 ένα από τα τέσσερα γκολ με τα οποία η Βραζιλία θα διαλύσει σε φιλικό την Ιταλία είναι δικό του. Δέκα χρόνια μετά, όταν θα αποσυρθεί από την Εθνική, θα μετράει 48 σε 71 συμμετοχές, πέμπτος στη λίστα και μοναδικός στην πρώτη 10άδα που δεν είναι καθαρός επιθετικός. Το 1978 θα πάει στο πρώτο του Μουντιάλ. Η Βραζιλία έχει σπουδαία ομάδα, μα θα μείνει εκτός Τελικού και τελικά στην τρίτη θέση, εξαιτίας του σκανδαλώδους και αμφιλεγόμενου 6-0 της Αργεντινής επί του Περού.

Με τον ερχομό της νέας δεκαετίας θα οδηγήσει την Φλαμένγκο στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος (1980) και την ίδια χρονιά με δικό του γκολ η «Seleção» θα νικήσει σε φιλικό την Αγγλία μέσα στο Wembley. Έχει φτάσει η στιγμή του προσωπικού θριάμβου.

Οι Άγγλοι θα τον αποκαλέσουν με τη μεγίστη τον προσφωνήσεων. Θα τον πουν «Λευκό Πελέ» και η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ό,τι πιο κοντινό στον «Βασιλιά» είχε εμφανιστεί μέχρι τότε.

Θα το επιβεβαιώσει το 1981, φτάνοντας στην κορύφωση της ευρηματικότητάς του. Στον τριπλό Tελικό του Copa Libertadores θα βάλει αρχικά δύο γκολ (2-1) κόντρα στους Χιλιάνους της Κομπρελόα, οι οποίοι θα πάρουν το δεύτερο ματς (1-0). Ο τίτλος θα κριθεί σε τρίτο ραντεβού. Είναι το δικό του meeting point με την ιστορία. Θα βάλει ακόμα δύο, το δεύτερο με μυθικό φάουλ, και θα χαρίσει στην «Φλα» το πιο σημαντικό ασημικό που είχε λάβει ποτέ. Θα μετρήσει 11 δικά του γκολ σε όλη αυτή τη διαδρομή και θα ανακηρυχθεί κορυφαίος σε όλη τη Νότια Αμερική.

Για την ακρίβεια, θα είναι το πιο συναρπαστικό 20ήμερο στην ιστορία του club αλλά και τη δική του καριέρα. Λίγες μέρες μετά το Libertadores, θα οδηγήσει την Φλαμένγκο στο Brasileirão του 1982 και θα ταξιδέψει στο Τόκυο για τη Διηπειρωτική κόντρα με τη Λίβερπουλ. Αφού ζαλίσει με ντρίμπλες και προσποιήσεις τους «Reds», οι οποίοι δεν ξέρουν τι τους έχει χτυπήσει, θα ενορχηστρώσει και τα τρία γκολ της ομάδας του, για να ψηφιστεί MVP ενός ακόμα Τελικού.

Ακολουθεί το καλοκαίρι του 1982 και μία από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις στην ιστορία των εθνικών ομάδων.

1982

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας η «Seleção» ταξιδεύει ως το απόλυτο φαβορί. Ο Τέλε Σαντάνα έχει καταφέρει να αποδώσει στο χορτάρι τον απόλυτο συνδυασμό όλων των μορφών που διέπουν την ψυχή της χώρας. Το Τζίνγκα στον υπερθετικό βαθμό του.

Ο Ζίκο έχει στο πλευρό του ένα ανυπέρβλητα μπαλαδόρικο σύνολο, με τους Σώκρατες, Φαλκάο, Τονίνιο Σερέζο, Όσκαρ, Έντερ, Ζούνιορ να κάνουν απίθανα πράγματα. Καθαρός ηγέτης θα σκοράρει τέσσερεις φορές και θα μοιράσει άλλες τόσες ασίστ.

Ωστόσο, στο κρίσιμο παιχνίδι με την Ιταλία ο σκληρός Κλαούντιο Τζεντίλε θα τον κυνηγήσει και θα τον χτυπήσει παντού, θα του δώσει τα πόδια στα χέρια και ο Πάολο Ρόσι με ένα αδιανόητο χατ τρικ θα χτίσει τον δικό του μύθο.

Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι η «Seleção» είναι εκτός, για να γίνει μία από τις τρεις καλύτερες Εθνικές που δεν σήκωσαν ποτέ το τρόπαιο, μαζί με την Ουγγαρία του 1952 και την Ολλανδία του 1974.

Campionato

Το 1983, αφού χαρίσει ακόμα ένα Πρωτάθλημα στην Φλαμένγκο και σβήνοντας 30 κεράκια στην τούρτα της ζωής του, αποφασίζει να ενδώσει στις ευρωπαϊκές Σειρήνες. Τον διεκδικούν η Μίλαν, η Γιουβέντους και η Πρωταθλήτρια Ρόμα, αλλά η Ουντινέζε θα κάνει την έκπληξη, πληρώνοντας ένα μυθικό ποσό για την εποχή τόσο στην «Φλα» όσο και στον ίδιο, κάνοντάς τον τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη στον πλανήτη.

Εκεί είναι που τα ιταλικά clubs θα διαμαρτυρηθούν στην Ιταλική Ομοσπονδία και εκείνη με τη σειρά της θα ζητήσει αποδείξεις για την προέλευση των χρημάτων. Η Ουντινέζε αρνείται να τις καταθέσει και ακυρώνεται η μεταγραφή. Αυτό θα οδηγήσει σε ταραχές στην πόλη.

Εξαγριωμένοι οι οπαδοί των «Ζεβρών», θα κλείσουν δρόμους, θα δημιουργήσουν επεισόδια για μέρες και θα απειλήσουν με το σύνθημα «ή τον Ζίκο ή πάμε να παίξουμε στο Αυστριακό Πρωτάθλημα».

Τελικά, έπειτα από κινητοποιήσεις ενός μήνα, θα νικήσουν και ο σπουδαιότερος παίκτης της ιστορίας τους θα φτάσει στο Friuli.

Είναι η εποχή που το Campionato ανθίζει και κάθε ομάδα αποκτά σούπερ σταρ.

Τα όνειρα των «Friulani» δεν έχουν όριο, πιστεύοντας ότι το δίδυμο του Ζίκο με τον Φράνκο Καούζιο μπορεί να νικήσει τους πάντες. Ο Βραζιλιάνος μάγος είναι φανταστικός. Σκανδαλώδης και ο τρόπος με τον οποίον στέλνει τα αλησμόνητα φάουλ-“μπανάνα” στα παραθυράκια, τα οποία γίνονται το απόλυτο highlight στις αθλητικές εκπομπές. Θα βάλει πολλά. Στο φινάλε της σεζόν θα φτάσει τα 19 γκολ συνολικά, ρεκόρ για καινούργιο παίκτη στη Serie A, και θα μείνει μόνο ένα πίσω από τον αρχισκόρερ Μισέλ Πλατινί. Αν και θα ψηφιστεί κορυφαίος παίκτης του Πρωταθλήματος, η Ουντινέζε είναι απογοητευτική και τερματίζει ένατη.

Η επόμενη χρονιά θα τον χτυπήσει με τραυματισμούς και θα τον αφήσει με μόλις πέντε γκολ σε 15 αγωνιστικές. Τα άσχημα θα συνεχιστούν. Η ιταλική Εφορία θα τον κυνηγήσει για απόκρυψη εσόδων και παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος. Πλέον πρέπει να φύγει. Είναι 32 και θέλει να επιστρέψει στην πατρίδα.

Θα φυλάξει ωστόσο ένα μεγάλο ρεσιτάλ για το φινάλε. Αυτή τη σπουδαία μάχη με τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Το ύστατο παιχνίδι του στην Ιταλία θα τον βρει απέναντι στη Νάπολι και το καινούργιο αστέρι της.

Ο Μαραντόνα θα βάλει φάουλ. Ο Ζίκο θα απαντήσει με δύο δικά του. Ο «Ντιεγκίτο» όμως θα χαρίσει το 3-2 στους Ναπολιτάνους με ένα πρελούδιο από το «Χέρι του Θεού». Θα πηδήξει στον αέρα με το χέρι απλωμένο και θα σκοράρει με περιπετειώδη τρόπο. Θα του το πιστώσουν.

«Είναι η μεγαλύτερη απάτη που έχω δει στη ζωή μου. Και το έλεγαν για τους Ναπολιτάνους και τους Αργεντινούς ότι είναι απατεώνες», θα ξεστομίσει έξαλλος και χρόνια αργότερα θα ζητήσει συγγνώμη από τον αντίπαλό του, τον οποίον στην πορεία της ιστορίας θα σπεύσει -κόντρα στη βραζιλιάνικη πεποίθηση για ανωτερότητα του Πελέ- να κατονομάσει κορυφαίο όλων των εποχών.

Το τέλος του «jogo bonito»

Το 1985 θα επιστρέψει στην Φλαμένγκο, αλλά δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος.

Αν και στα 33 του, ο Σαντάνα θα τον πάρει μαζί του στο Μουντιάλ του Μεξικού. Εκεί όπου η ακόμα εξαιρετική Βραζιλία θα αλλάξει εποχή. Ο Ζίκο αστοχεί σε πέναλτι στην κανονική διάρκεια στα προημιτελικά με τη Γαλλία και αποκλείεται. Είναι το φινάλε του Τζίνγκα. Το τέλος του εθνικού «jogo bonito». Στα γήπεδα των ΗΠΑ τέσσερα χρόνια αργότερα η «Seleção» θα κατακτήσει το τρόπαιο, παίζοντας ευρωπαϊκά, σχεδόν κυνικά. Έχει χάσει πλέον την ψυχή της.

Με την «Φλα», αν και κάνει καλή ποδοσφαιρική ζωή και προσέχει τον εαυτό του με σχεδόν ευλαβικό τρόπο, οι τραυματισμοί στο γόνατο δεν τον αφήνουν να κάνει όσα θα ήθελε. Στη δεύτερη πενταετία του εκεί θα σκοράρει συνολικά 12 γκολ στο Πρωτάθλημα και δεν θα κατακτήσει τίποτα. Είναι πλέον 35 ετών και σκέφτεται να το παρατήσει.

Δεν θέλει όμως να αποδεχτεί την ήττα από τον χρόνο που περνάει. Έχει αυτή τη λόξα της μπάλας να κυριαρχεί στη σκέψη και τις επιθυμίες του. Είναι αρχές των 90s και η Ιαπωνία αρχίζει να μαζεύει Βραζιλιάνους. Το 1991 θα παίξει στη Β’ Κατηγορία και θα κάνει κάτι εκπληκτικό. Με 21 γκολ σε 22 αγώνες θα προβιβάσει τη Σουμιτόμο Μέταλς. Θα πάρει προαγωγή για την Κασίμα Άντλερς, όπου θα ξετρελαθούν μαζί του.

Όταν θα αποσυρθεί οριστικά το 1994, θα του στήσουν άγαλμα έξω από το γήπεδο, όπως έκαναν δηλαδή και στην Φλαμένγκο. Θα τον βρει πλέον κανείς να περιφέρεται σαν ποδοσφαιρικό πνεύμα στην Ιαπωνία και γύρω από το Maracanã. Σε αυτό το θρυλικό άντρο όπου είναι εκείνος που έχει σκοράρει περισσότερες φορές (333).

Θα τον βρει να ζυγίζει το πόδι για να στείλει ένα από τα μοναδικά φάουλ-curlers που σημάδεψαν όχι απλώς μία εποχή αλλά κάθε εποχή. Τα δικά του 101 γκολ-φάουλ είναι που θα εμπνεύσουν όσους ακολούθησαν τον τρόπο εκτέλεσής του σε κάθε υφήλιο, σε κάθε χώρα, την κάθε γειτονιά.

Είναι η προσωπική του προσφορά στην τέχνη. Ο Ζίκο υπήρξε από το πρώτο του δευτερόλεπτο στη Γη ένας υπέροχος ταξιδευτής που δεν είχε συγκεκριμένο σχέδιο και δεν ήταν προσηλωμένος στον προορισμό. Ένας μοναδικός καλλιτέχνης που άφησε την έμπνευση να τον παρασύρει όπου εκείνη ήθελε.

Εκείνος ο καλλιτέχνης που πίστεψε στο πεπρωμένο και το ένστικτό του. Που οι συνηθισμένοι ερεθισμοί τον άφησαν ανεπηρέαστο. Δεν υπήρξε ούτε ρυμουλκό ούτε ρυμουλκούμενο.

Γλίστρησε στην πράσινη τσόχα για να εκφράσει τον εαυτό του. Και, κάνοντάς το αυτό, κατάφερε, ξεκινώντας από έναν τεράστιο βράχο με αλάτι, να εμπλουτίσει παντοτινά με αστερόσκονη τις εποχές του κόσμου…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This