Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Μπουρλάκη

Είναι απόλυτα λογικό, όταν αναφερόμαστε σε νίκη της Ελλάδας επί των ΗΠΑ, το μυαλό μας να πηγαίνει στην Σαϊτάμα, τον Σεπτέμβριο του 2006. Τότε που οι σούπερ σταρ του ΝΒΑ, υποκλίθηκαν στην Εθνική μας ομάδα (101-95).

Κι όμως, εκείνος ο θρίαμβος ήταν η δεύτερη νίκη της Ελλάδας επί των ΗΠΑ. Πριν από 47 χρόνια από σήμερα και 29 από την Σαϊτάμα, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα είχε νικήσει για πρώτη φορά στην ιστορία του τους Αμερικάνους.

Σ’ ένα ένθερμο κοινό, στο Καλλιμάρμαρο (σκορ 83-81) κι απέναντι σε μια ομάδα που δεν είχε άσους του ΝΒΑ (απαγορευόταν τότε η παρουσία επαγγελματιών) αλλά πολύ καλούς παίκτες από το NCAA. Τους οποίους δε ξέρει ούτε και θυμάται κανείς (ο ΛεΜπρόν, ο Ουέιντ, ο Καρμέλο κι άλλοι, είναι ακόμα στο μυαλό μας) και σκεφτήκαμε να σας τους παρουσιάσουμε μαζί μ’ εκείνο το θριαμβευτικό παιχνίδι.

Στις 22 Μαΐου του 1977, ο Τύπος κάνει αναφορά στην άφιξη της Εθνικής Ομάδας των ΗΠΑ, ενόψει της φιλικής αναμέτρησης (24/5) στο Καλλιμάρμαρο με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Οι Αμερικανοί έκαναν στάση στην Αθήνα πριν από τη μετάβασή τους στο Τελ Αβίβ όπου θα λάμβαναν μέρος στο Διηπειρωτικό Πρωτάθλημα.

Η ώρα έναρξης είχε οριστεί για τις 21:00 και μάλιστα όπως αναφερόταν, ο κόσμος είχε δείξει τεράστιο ενδιαφέρον για την αναμέτρηση κι αναμενόταν κοσμοσυρροή. Η ομάδα των ΗΠΑ έφτασε στην Αθήνα με αποστολή 22 ατόμων, με προπονητές τους Γκέιλ Κάτλετ και Νταν Μόρισον.

Ο Κάτλετ (στην παρακάτω φωτογραφία) ήταν στο Σινσινάτι τότε με νωπές τις δάφνες από την ανάδειξή του σε κόουτς της χρονιάς στο NCAA (το 1976) και με τον τίτλο του ανερχόμενου (ήταν τότε μόλις 36 ετών). Τελικά ο 84χρονος -σήμερα- Κάτλετ δεν έφτασε τόσο ψηλά, πήρε ακόμα μια ατομική διάκριση (καλύτερος κόουτς της Atlantic-10 το 1982) και τελικά έκλεισε την μεγάλη του σε διάρκεια καριέρα, με 24 χρόνια στο West Virginia (τελευταία χρονιά το 2002) ενώ είχαν προηγηθεί έξι στο Cincinnati και με ένα πολύ καλό ρεκόρ (565 νίκες σε 890 αγώνες στο NCAA).

O Νταν (Ντουέιν) Μόρισον (στην παρακάτω φωτογραφία) μετρούσε ήδη 14 χρόνια στους πάγκους τουNCAA και μια ατομική διάκριση λίγες μέρες πριν από τον αγώνα στην Αθήνα ως «Προπονητής της χρονιάς» στηνMetro Conference. Τελικά έμεινε στο Georgia Tech ως το 1981 όταν (σε ηλικία τότε 51 ετών) αποφάσισε να αποχωρήσει από την ομάδα αλλά κι από την ενεργό δράση μετά το ρεκόρ 1-29 που είχε η ομάδα του.

Μάλιστα είχε διαφωνήσει έντονα με το Πανεπιστήμιο όταν αποφασίστηκε να συμμετέχει στην πανίσχυρη Περιφέρεια ACC αναφέροντας ότι «πρόκειται για μπασκετική αυτοκτονία, δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό».

Σε ό,τι αφορά στην ομάδα των Αμερικάνων; Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να μάθουμε ποια ήταν τα στελέχη τους. Που όπως θα διαπιστώσετε ήταν παίκτες επιπέδου από το NCAA ανεξάρτητα αν τελικά δεν έφτασαν σε μεγάλη καριέρα

Ο Στιβ Κόλιερ (στη φωτογραφία) ήταν σούπερ σταρ στα σχολικά του χρόνια, αναδείχθηκε Mr.Basketball το 1974, σε έναν αγώνα είχε πετύχει 55 πόντους και το σχολείο του, το Southwestern απέσυρε τη φανέλα του με το νούμερο 31 όταν αποφοίτησε έχοντας συνολικά 2.023 πόντους και 1.034 ριμπάουντ.

Το 1977 ήταν «φρέσκος» στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι αλλά ως πρωτοετής ήταν πρώτος σκόρερ, πασέρ και ριμπάουντερ στην ομάδα του! Τελικά δεν έπαιξε στο ΝΒΑ.

Ο Τζεφ Κάμινγκς, ήταν ο σέντερ της ομάδας. Με μέσο όρο 19 πόντους και 12 ριμπάουντ στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα ήταν ο «σταρ» των Αμερικανών. Τελικά τον επέλεξαν οι Μπόστον Σέλτικς στον 4ο γύρο του ντραφτ το 1978, δεν έπαιξε ποτέ στο ΝΒΑ αλλά στην Ιταλία και του βγήκε σε καλό καθώς εκεί γνώρισε τη σύζυγό του, Ντανιέλα.

Στην παρακάτω φωτογραφία τον βλέπετε σε δράση (με το νούμερο 11) όταν αγωνιζόταν στo Πανεπιστήμιο Tulane.

Ο Χάρι Ντέιβις (20 ετών τότε) από το Florid State ήταν ένας εξαιρετικός παίκτης στο «4» με 14,8 πόντους και 6 ριμπάουντ κατά μέσο όρο. Βρέθηκε στο νούμερο 33 του ντραφτ το 1978, αγωνίστηκε στο ΝΒΑ σε Κάβαλιερς και Σπερς, έπαιξε και στην Ευρώπη (Σαραγόσα) και ήταν από τους καλύτερους σκόρερ, προς το τέλος της καριέρας του, στοCBA. Πλέον είναι μέλος τουHall Of Fame του Florida State.

Τον βλέπετε σε δράση με το Florida State.

Ο Πιερ Γκόντεν, ένας περιφερειακός παίκτης με ύψος 1,85μ. που ήταν «ο καλύτερος σκόρερ του Κολεγίου του» (όπως διαβάζουμε στο ρεπορτάζ της εποχής) αλλά χωρίς περισσότερα στοιχεία και ο Καρλ Τζόνσον (φόργουορντ με 1,96μ. ύψος και μέσο όρο 11,1 πόντους και 6,9 ριμπάουντ) από το Saint Louis ήταν ακόμα δύο παίκτες της Εθνικής ομάδας των Η.Π.Α..

O Μπομπ Μίλερ, με ύψος 2,08μ. από το Πανεπιστήμιο του Cincinnati ήταν ένας δυνατός πάουερ φόργουορντ, που τελικά έπαιξε δύο αγώνες στο NBA με τους Σπερς αλλά τη βασική του καριέρα την έκανε στο CBA όπου το 1984 αναδείχθηκε κορυφαίος ριμπάουντερ (είχε κατά μέσο όρο 11,2 ριμπάουντ στην καριέρα του).

Μάλιστα στο NCAA είχε αναδειχθεί μέλος της καλύτερης ομάδας της Metro Conference, δύο φορές (1977 και 1978). Το 2019 είχε μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση στο λαιμό κι αυτό του έδωσε την ώθηση να ασχοληθεί με την ποίηση.

Ο Ντέξτερ Ριντ από το Memphis State ήταν ο άλλος σταρ της ομάδας. Με παρατσούκλι «Το Μεταξένιο Σουτ» και μέσο όρο 17 πόντους και 4,6 ριμπάουντ στην τελευταία του χρονιά στο Κολλέγιο ήταν ένας εξαιρετικός σκόρερ και σουτέρ (αριστερόχειρας) με πλήθος ατομικών διακρίσεων στο NCAA. Ακόμα είναι στο Top-10 στους σκόρερ του Πανεπιστημίου του!

Ο αριστερόχειρας Ριντ (στη φωτογραφία) ήταν ένας σπουδαίος παίκτης που δεν κατάφερε, όμως, να αγωνιστεί στο ΝΒΑ.

O Τζον Ουάσινγκτον (2,11μ.-σέντερ) ήταν ένας παίκτης «ιδιαίτερα δημοφιλής» στο Κολέγιό του που είχε 12,4 πόντους και 9 ριμπάουντ στην τελευταία του σεζόν. Τελικά δεν έπαιξε στο ΝΒΑ παρά μόνο στο CBA ενώ έκλεισε την καριέρα του στην Ισπανία, σε Φερόλ και Τενερίφη, το 1989.

O Λάρι Ουίλιαμς, μέλος τουLouisville ήταν ο νεαρότερος παίκτης της ομάδας. Εξαιρετικός φόργουορντ, μεγαλωμένος σε δύσκολο περιβάλλον και μέλος συμμορίας από τα… 9 του χρόνια, βγήκε διέξοδο στο μπάσκετ. Ήταν επιλογή των Ντένβερ Νάγκετς στον πέμπτο γύρο του ντραφτ, δεν έπαιξε στο ΝΒΑ αλλά έκανε καλή καριέρα στο CBA και για πέντε χρόνια στην Ευρώπη, πριν βρεθεί νεκρός στα 48 του χρόνια (το 2004) από αδιευκρίνιστη αιτία. Το 1990 είχε χάσει και τη σύζυγό του, συνεπεία καρκίνου του μαστού.

Ο Ρικ Ουίλσον, αγωνιζόταν στη θέση «2», επίσης στο Louisville, ήταν πολύ καλός σκόρερ και είχε πληθώρα ατομικών διακρίσεων στην Metro Conference. Είχε μέσο όρο 17,8 πόντους και το 1978 έγινε επιλογή στο νούμερο 25 του ντραφτ από τους Ατλάντα Χοκς. Στην πρώτη του χρονιά στοNBA αγωνίστηκε σε 81 αγώνες (είχε μέσο όρο 3 πόντους-1,2 ριμπάουντ-1,2 ασίστ).

Τελικά η καριέρα του δεν κράτησε πολύ, το 1979 κόπηκε από τους Χοκς μετά από πέντε αγώνες και είχε δύο σεζόν στο CBA πριν εγκαταλείψει το μπάσκετ στα 25 του χρόνια για να γίνει επαγγελματίας (με μεγάλη επιτυχία) στο Softball.

Και τέλος ο Τζιμ Γουντ, ο καλύτερος ριμπάουντερ του Georgia Tech (ακόμα και στις μέρες μας είναι μέσα στην 20άδα της σχετικής λίστας στο Κολλέγιο) ένας δυνατός παίκτης που στη συνέχεια δεν έφτασε ως το ΝΒΑ.

Φτάνουμε λοιπόν και στην προαναγγελία της αναμέτρησης με τους οιωνούς να είναι θετικοί ως προς την προσέλευση του κόσμου. «Τα ιερά τέρατα του μπάσκετ», όπως αποκαλούνταν στα ρεπορτάζ οι Αμερικάνοι, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με την Εθνική μας ομάδα.

Και η Εθνική μας ομάδα έφτασε σε μια εξαιρετική εμφάνιση και νίκη με 83-81 και μάλιστα με περιπετειώδη τρόπο. Ενώ απέμεναν 6’’ για το φινάλε, ο Απόστολος Κόντος σούταρε, η μπάλα χτύπησε στην στεφάνη αλλά ο Γιώργος Καστρινάκης με φόλοου έγραψε τον επίλογο και τον τίτλο φυσικά στο θρίαμβο της «γαλανόλευκης».

Μπροστά σε 10 χιλιάδες θεατές, σε γιορτινή ατμόσφαιρα στο Καλλιμάρμαρο και με τους Αμερικανούς να έχουν σπουδαία ομάδα αλλά το «ανοιχτό» γήπεδο τους επηρρέασε σε μεγάλο βαθμό.

Στο ημίχρονο οι Αμερικανοί ήταν μπροστά στο σκορ με 42-41 και η σύνθεση της Ελλάδας είχε ως εξής: Κορωναίος 18, Καστρινάκης 14, Σακελλαρίου 8, Παπαγεωργίου 2, Γιαννουζάκος 5, Κόντος 15, Διάκουλας 2, Γιαννάκης 4, Κοκολάκης 15.

Από τους Αμερικανούς, πρώτος σκόρερ ήταν ο Ουίλσον με 24 πόντους.

Είναι ένας αγώνας που δεν τον… πολυθυμόμαστε, δεν έχει διαδοθεί ιδιαίτερα αλλά έχει μεγάλη σημασία αφού αποτελεί την πρώτη νίκη της Εθνικής μας επί των Αμερικάνων. Η δεύτερη ήρθε 29 χρόνια αργότερα, το 2006 στο Παγκόσμιο της Σαϊτάμα.

Πηγή: ΕΟΚ e-magazine

Pin It on Pinterest

Shares
Share This