Ένα ταξίδι από το Ριμπεϊράο, στα νοτιοανατολικά της Βραζιλίας, στο Σάο Πάουλο, από εκεί στο Ντόνετσκ και στο Λονδίνο. Και πάντα με αποφασιστικότητα και προσήλωση στο στόχο…
Παρακινημένος από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο Γουίλιαν άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στην ακαδημία του Μαρσελίνιο Καριόκα, ενός από τα μεγαλύτερα είδωλα στην ιστορία της Κορίνθιανς. Εκεί που πήγε αρχικά για να κάνει ένα δοκιμαστικό σε ένα φιλικό παιχνίδι φορώντας την φανέλα της αγαπημένης ομάδας της οικογένειάς του και δεν έφυγε ποτέ. Μαζί με τον καλό φίλο του, τον αμυντικό Λεάντρο Νοβάες, με τον οποίο έπαιξε μαζί από το 1998, από όταν ακόμα πήγαιναν σχολείο δηλαδή, μέχρι το 2006 πριν ο Γουίλιαν προωθηθεί στην πρώτη ομάδα της Κορίνθιανς.
Το ποδόσφαιρο, βέβαια, δεν ήταν τόσο γενναιόδωρο με τον Λεάντρο όσο με τον Γουίλιαν ή ο Λεάντρο δεν ήταν τόσο γενναιόδωρος με το ποδόσφαιρο όσο ο Γουίλιαν. Ο πρώην αμυντικός ήταν αρχηγός της Κορίνθιανς στο Copa São Paulo de Futebol Júnior το 2007, τη χρονιά που ο Willian πουλήθηκε στη Σαχτάρ Ντόνετσκ. Και ήταν ως εκεί. Ενώ ο κολλητός του άρχιζε την πορεία του στην Ευρώπη για να συστηθεί ευρέως στο ποδοσφαιρικό κοινό, αυτός αναγκαζόταν να αφήσει την μπάλα, όπως και τόσοι άλλοι. Σήμερα, είναι οδηγός Uber για να εξασφαλίσει τα προς το ζην της οικογένειάς του.
«Εγώ ήμουν περισσότερο φασαριόζος, ενώ ο Γουίλιαν ήταν δύσκολο να ξεφύγει. Δεν θυμάμαι να τον έχω δει ποτέ. Εγώ μάλωνα με προπονητές, διευθυντές συλλόγων, προέδρους. Και ο Γουίλιαν ήταν πάντα πολύ επιμελής, πολύ συγκεντρωμένος» θυμάται ο Λεάντρο Νοβάες.
Όλοι όσοι ήταν δίπλα του εκείνα τα χρόνια, του ξεκινήματος, θυμούνται το ίδιο. Πόσο συγκεντρωμένος ήταν στο ποδόσφαιρο, ότι έκανε αυτό που έπρεπε για να γίνει αυτό που ονειρευόταν. Με υπομονή, την οποία δεν έχουν πάντα όλοι. Η ζωή του ήταν να γίνει ποδοσφαιριστής. Δεν έβγαινε ποτέ έξω, δεν έκανε την ζωή που έκαναν οι άλλοι φίλοι του στην εφηβεία, διότι στο μυαλό του η ζωή του ήταν το ποδόσφαιρο.
Και ήταν αυτός ο χαρακτήρας του, που δεν άλλαξε με το πέρασμα των χρόνων, καθώς από τη Σαχτάρ πήγε στην Τσέλσι και στην Άρσεναλ και καθώς καθιερωνόταν στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας, που επαινούσαν οι συμπαίκτες του και οι προπονητές του: το τυπικό καλό παιδί, που λατρεύεται από όλους.
Ευγενικός, πάντα υποστηρικτικός μέσα και έξω από το γήπεδο. Και ειδικά αυτό το μέσα στο γήπεδο σε σημείο… ανησυχητικό. Όπως τότε που ο Τίτε, πρώην προπονητής της «σελεσάο» έλεγε δημόσια ότι προβληματίζεται με τον υπερβολικά γενναιόδωρο χαρακτήρα του Γουίλιαν στο γήπεδο όταν, για παράδειγμα, μπορεί να είχε μεγάλη ευκαιρία για να «τελειώσει» ένα παιχνίδι σκοράροντας ο ίδιος, αλλά προτιμούσε να βγάλει μια πάσα στους περισσότερο… σταρ της ομάδας, στον Γκάμπριελ Ζεσούς ή στον Νεϊμάρ.
«Κάποιες φορές οι παίκτες μπορεί να αφήνουν ένα δικό τους γκολ δείχνοντας ότι ίσως πάνω από τον επαγγελματισμό είναι η φιλία. Μόνο που αν αποτύχει η ενέργειά τους και δεν έρθει τελικά το γκολ, τότε θα επικριθούν γι’ αυτό που έκαναν» ήταν τα λόγια του Τίτε.
Αν υπήρξε μια δύσκολη στιγμή στη ζωή του, μια στιγμή που ίσως να τον οδηγούσε ακόμα και στην απόφαση να αφήσει το ποδόσφαιρο, αυτή ήταν ο θάνατος της μητέρας του από καρκίνο, τον Οκτώβριο του 2016. Ήταν τόσο μεγάλο το «χτύπημα», τον επηρέασε τόσο βαθιά, που όχι μόνο άρχισε να χάνει κιλά, αλλά και να νιώθει ότι ίσως το ποδόσφαιρο να μην είχε πια την ίσια σημασία με πριν.
Χρειάστηκε λίγος χρόνος ώστε με την ίδια ορμή και με την ίδια αποφασιστικότητα με την οποία εξέπληττε τους φίλους του ως παιδί, μπήκε ξανά στο γήπεδο για να αγωνιστεί και να είναι δύο χρόνια αργότερα με την εθνική ομάδα της πατρίδας του παρών σε ένα δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο ως βασικός και απολαμβάνοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του προπονητή του.
Όσο κι αν ταξίδεψε, βέβαια, η καρδιά του είναι πάντα στο Ριμπεϊράο. «Όλη μου η οικογένεια είναι από το Ριμπεϊράο και όποτε είχα ελεύθερο χρόνο μου άρεσε να μένω στο σπίτι των παππούδων μου, στη γειτονιά Μπάρο Μπράνκο. Ήμουν πάντα με τα ξαδέρφια μου, έπαιζα μπάλα, πετούσα χαρταετούς, έπαιζα παιδικά παιχνίδια. Είχα το όνειρο μια μέρα να γίνω επαγγελματίας, αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι θα ήταν δύσκολο να το πετύχω. Αλλά φυσικά, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν φανταζόμουν να είμαι επαγγελματίας της Κορίνθιανς και να φτάσω στη σελεσάο» έχει πει.
H πρώτη… δοκιμασία του μακριά από την Βραζιλία ήταν στη Σαχτάρ, στην οποία αγωνίστηκε πέντε χρόνια (140 συμμετοχές, 20 γκολ, 44 ασίστ) και με την οποία κατέκτησε το τελευταίο κύπελλο ΟΥΕΦΑ, πριν η διοργάνωση γίνει Γιουρόπα Λιγκ. Είχε και μια… περιπέτεια μετά στην ρωσική Ανζί Μαχάτσκαλα, που έδωσε 35 εκατομμύρια ευρώ για να τον αποκτήσει πριν ο σύλλογος διαλυθεί μέσα σε λίγους μήνες.
Το καλοκαίρι του 2013, τον πήρε στην Τσέλσι ο Ρομάν Αμπράμοβιτς και στο «Στάμφορντ Μπριτζ» ο Βραζιλιάνος έζησε ίσως τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του. Έμεινε ως το 2020, είχε μεταξύ άλλων προπονητή τον Ζοσέ Μουρίνιο, «τον καλύτερο του κόσμου» σύμφωνα με τον Γουίλιαν, πήρε δύο πρωταθλήματα (2014, 2017), ένα Γιουρόπα Λιγκ (2019), ένα Κύπελλο (2018) και ένα Λιγκ Καπ (2015), έχοντας 234 συμμετοχές με 37 γκολ και 34 ασίστ. Ακολούθησε μια σεζόν στην… κόκκινη πλευρά του Λονδίνου με 25 εμφανίσεις, 1 γκολ και 5 ασίστ με την φανέλα της Άρσεναλ.
Το 2021, γύρισε στην αγαπημένη του Κορίνθιανς και ένα χρόνο αργότερα η Φούλαμ, στην επιστροφή της στην Πρέμιερ Λιγκ, πόνταρε στην εμπειρία του και του έδωσε την ευκαιρία να επιστρέψει στην Αγγλία, για να κάνει άλλες 58 συμμετοχές, να βάλει 9 γκολ και να δώσει 7 ασίστ δείχνοντας ότι ακόμα το «έχει».
Εξάλλου, ο ίδιος ο Γουίλιαν, πάντα αποφασιστικός, μόλις πριν από μερικές ημέρες, ενώ ακόμα αναζητούσε την επόμενη ομάδα της καριέρας του, μίλησε στο BBC λέγοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να σκεφτεί την απόσυρση και ότι νιώθει πως μπορεί να παίζει ακόμα για τρία-τέσσερα χρόνια, μέχρι τα 40 του.
«Όταν έφυγα από την Άρσεναλ, πολλοί μου έλεγαν να γυρίσω στην Βραζιλία, να παίξω στην Κορίνθιανς και να… συνταξιοδοτηθώ εκεί. Υπήρχε μεγάλη δυσπιστία για το αν μπορούσα να συνεχίσω. Φιλοδοξία μου, όμως, είναι να συνεχίσω να απολαμβάνω το ποδόσφαιρο, να συνεχίσω να παίζω σε υψηλό επίπεδο. Εξακολουθώ να έχω αυτή την επιθυμία, αυτή την επιθυμία να συνεχίσω να παίζω σε υψηλό επίπεδο. Νιώθω καλά. Πιστεύω ότι μπορώ να παίξω σε υψηλό επίπεδο για μερικά χρόνια ακόμη» έλεγε πριν από έναν χρόνο εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος νιώθει ότι σε μια… προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία μπορεί να παραμένει σε αυτό το υψηλό επίπεδο.
«Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πολύ. Νομίζω ότι είναι πιο δυναμικό, πιο γρήγορο. Κάθε χρόνο που περνά, κάθε σεζόν που περνά, το ποδόσφαιρο γίνεται πιο γρήγορο. Νομίζω ότι σήμερα αν δεν προσέχεις τον εαυτό σου, είναι αδύνατο να μπορείς να παίξεις. Και αυτό απαιτώ πραγματικά από τον εαυτό μου. Στην ηλικία μου πρέπει να είμαι ακόμα πιο προσεκτικός, να προσέχω τη διατροφή μου, να προσέχω και τον ύπνο μου. Γι’ αυτό κάνω ό,τι μπορώ για να αποδώσω στο γήπεδο. Άνθρωποι από την ομάδα μου, άνθρωποι από το εξωτερικό, αντίπαλοι με τους οποίους παίζουμε, μου λένε ‘Φίλε, όποιος σε κοιτάξει δεν θα πει ποτέ ότι είσαι 36 ετών’. Και αυτό είναι ωραίο να το ακούς. Δείχνει ότι πάντα προσπαθώ να κάνω τα πράγματα με τον καλύτερο τρόπο».
Η ικανότητά του να παίζει σε όλη τη μεσαία γραμμή, η τεχνική του, ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε να παίρνει την σωστή απόφαση για να καθοδηγήσει τους συμπαίκτες του τον έκαναν τα προηγούμενα χρόνια περιζήτητο από τους κορυφαίους συλλόγους του κόσμου. Και στα 35 του και στα 36 του…