Του Νίκου Παπαδογιάννη
Πέρασαν 15 χρόνια από τότε που ετοιμαζόμασταν για τελικό στη Σαϊτάμα και θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, το συναίσθημα του επόμενου πρωινού.
Επειδή όμως η μνήμη παίζει περίεργα παιχνίδια και η τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν -και τους ανέμους που το συνοδεύουν- έκανα κάτι που μου έγινε αγαπημένη συνήθεια από τότε που εφευρέθηκε το ίντερνετ και τα ηλεκτρονικά αρχεία των εφημερίδων.
Έψαξα τα κείμενα που έγραφα τότε, μετά τη νύχτα των καμικάζι. Και χάθηκα ανάμεσα στις παθιασμένες λέξεις της ανεπανάληπτης στιγμής.
Συγγνώμη που θα σας αναστατώσω μεσημεριάτικα, αλλά το ρεπορτάζ της ημέρας -για τη Sportday τότε, αφού δεν υπήρχε Gazzetta- έλεγε τα εξής γλαφυρά και παραληρηματικά, αν αγαπάτε. Με τίτλο: «Τότε που προσγειώθηκαν οι εξωγήινοι»:
«Το 24ωρο που ακολούθησε το «θαύμα θαυμάτων» της Παρασκευής κύλησε εδώ στο Τόκιο σαν ένα γλυκό όνειρο. Το συναίσθημα ήταν εφάμιλλο με αυτό που νιώθει κανείς αργά τη νύχτα, με σβηστά τα φώτα, το κορμί ιδρωμένο και τις αισθήσεις γεμάτες, όταν το μόνο που θέλει είναι να κλείσει τα μάτια και να απολαύσει τη χαλαρότητα μετά το σεξ.
Λένε ότι οι καλύτερες στιγμές στον έρωτα είναι τα δέκα λεπτά πριν και τα δέκα λεπτά μετά. Δεν συνεχίζω, όμως, διότι πρώτον μας διαβάζουν μικρά παιδιά και δεύτερον θα νομίζετε ότι είμαι από εκείνους τους ανέραστους που δεν ευχαριστιούνται μια αθλητική νίκη αν δεν τη συσχετίσουν με “Π-ήπες”, “δάκρυα που έχυσε η Ελλάδα” και άλλα αηδιαστικά, άλλων αθλητικών φυλλάδων.
Με το συμπάθιο, έτσι; Σε τούτη την εφημερίδα δεν πρόκειται να διαβάσετε τέτοιες χυδαιότητες.
Μου φαίνεται σαν να το ονειρεύτηκα αυτό που έζησα την Παρασκευή εδώ στη χώρα απ’ όπου ανατέλλει ο ήλιος. Σαν να συνέβη μπροστά στα μάτια μου κάτι εξωπραγματικό, απόκοσμο και συνάμα μαγευτικό, λες και προσγειώθηκε εξωγήινο διαστημόπλοιο μέσα στο στάδιο-διαστημόπλοιο της Σαϊτάμα.
Μόνο πέρυσι στον ημιτελικό του Βελιγραδίου βίωσα αυτό το συναίσθημα, ίδιο υποθέτω με αυτό που πέρασε στα κύτταρα των ποδοσφαιρόφιλων πρόπερσι στην Πορτογαλία.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια, κοίταξα ξανά τον ηλεκτρονικό πίνακα, έστρεψα το βλέμμα στο παρκέ και δεν είχε αλλάξει τίποτα: Ελλάδα 101, ΗΠΑ 95. Θυμάστε που φωτογραφίζαμε το ταμπλό στο Τορόντο, όταν η τότε Εθνική προηγήθηκε των Αμερικανών με 21-17; Δεν πέρασαν παρά δώδεκα χρόνια.
Ότι κάποτε θα φτάναμε να τους κοιτάξουμε στα μάτια, ορισμένοι το περίμεναν. Ότι θα διεκδικούσαμε ακόμα και νίκη, οι ονειροπόλοι το οραματίζονταν. Ότι μια ζεστή βροχερή νύχτα στο Τόκιο θα τους κάναμε να ζηλεύουν το «γαλανόλευκο θαύμα» και τον «τρόπο των Ελλήνων», αυτό πια ξεπερνάει κάθε γέννημα αρρωστημένης φαντασίας.
Εδώ στη μητρόπολη των κόμικς, η πραγματικότητα βάλθηκε να καταργήσει κάθε σύνδεσμο με τα ταμπού του παρελθόντος. Οχι μόνο αθλητικά ταμπού, αλλά και κοινωνικά. Θα ήταν ίδια η πανεθνική ηδονή αν στην απέναντι όχθη βρισκόταν άλλη ομάδα αντί των ΗΠΑ; Ασφαλώς όχι, εκτός πια κι αν τύχαινε να φοράει ημισέληνο σε κόκκινο φόντο.
Το προχθεσινό χαστούκι του Έλληνα στον Αμερικανό το ευχαριστήθηκε ακόμα και ο μίσαθλος. Ήταν η μέρα της απάντησης του Δαυίδ στον Γολιάθ, με όπλο όχι τη σφεντόνα αλλά την πορτοκαλί μπάλα του μπάσκετ. Την κρατούσαν στα χέρια τους ένδεκα συν ένας εξωγήινοι του αθλητισμού.
“Χάσαμε από την Ελλάδα διότι αυτή ξέρει πώς να εκκολάπτει τους νεαρούς μπασκετμπολίστες της”, υποκλίθηκε ζαλισμένος ο Μάικ Σιζέφσκι. Πρόκειται για την πιο θεαματική ανακρίβεια στην ιστορία του αθλήματος, ειδικά όταν προέρχεται από τα χείλη ενός προπονητή που διαπρέπει στο κολεγιακό μπάσκετ των ΗΠΑ.
Να του στέλναμε άραγε μια κασέτα από το πανεπιστημιακό πρωτάθλημα της Ελλάδας; Ή έστω από αγώνα της Α1; Καλύτερα όχι, γιατί θα κάνει χαρακίρι ο καημένος ο “Κ” μόλις καταλάβει από ποιους ηττήθηκε.
“Οφείλουμε να μιμηθούμε τους Ελληνες”, δήλωσε. Ναι, αλλά όχι στον τομέα του προγραμματισμού ή της οργάνωσης. Σε καρδιά, σε παλικαριά, σε φλόγα, σε ομόνοια και σε αφοσίωση.
Η Ελλάδα θα φορέσει σήμερα το στέμμα της παγκόσμιας πρωταθλήτριας, αρκεί να αντιμετωπίσει τους Ισπανούς σαν να είχε απέναντί της και τον άτυχο Γκασόλ. Ή σαν να είχε απέναντί της τους γιάνκηδες. Ο μοναδικός κίνδυνος είναι πια ο αποπροσανατολισμός και η υπερβάλλουσα σιγουριά.
Παγκόσμια πρωταθλήτρια. Παγκόσμια πρωταθλήτρια. Παγκόσμια πρωταθλήτρια. Παγκόσμια πρωταθλήτρια. Δεν μπορώ να περιμένω. Θέλω να το γράφω. Θέλω να τ’ ακούω. Αν είναι όντως όνειρο, μην τολμήσει να με ξυπνήσει κανείς».
Όνειρο ήταν, η στέψη, και ως τέτοιο κλειδώθηκε στο χρονοντούλαπο με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Μαζί με το πάρτι που δεν έγινε ποτέ.
Ο φίλος μου ο Δημήτρης Καρύδας ξεκίνησε με το αεροπλάνο Σάββατο μεσημέρι από την Ελλάδα με δικά του έξοδα μόνο και μόνο για να το ζήσει το όνειρο, αλλά έμεινε με την προσμονή και με τα γιαπωνέζικα σουβλάκια που τον κεράσαμε, στα στέκια που είχαμε ήδη ανακαλύψει τόσες μέρες στο Τόκιο.
Περισσότερο λυπήθηκα αυτόν, για τον κόπο και τα έξοδά του, παρά την ομάδα. Η ομάδα μπήκε στο αεροπλάνο της επιστροφής σαν κεραυνόπληκτη, αν την έπιανες από τη μύτη θα έσκαγε, αλλά είχε για παρηγοριά τα μετάλλια.
Τα παγκόσμια μετάλλια. Και την ανάμνηση μίας νύχτας που έμοιαζε, και ήταν, καλύτερη και από σεξ. Με το συμπάθειο πάντα.
Οι «Π-Ήπες» και τα άλλα αηδιαστικά, που αναφέρονται στο κείμενό μου από το 2006, είναι από τα εμετικά πρωτοσέλιδα με τα οποία κάποιες εφημερίδες της Αθήνας χαιρέτισαν τη νίκη επί των Αμερικανών. Λες και απευθύνονταν σε έθνος ανέραστων.
Όχι ότι ήταν πολύ διαφορετική η κάψα με την οποία εκατοντάδες αυθόρμητοι πανηγυριστές έσπευσαν στην αμερικανική πρεσβεία, ε; Αυτός ο τόπος έχει τον τρόπο του να γίνεται σούργελο, ακόμα και στις καλύτερες στιγμές του.
Βράδυ Κυριακής, η έξαψη είχε πια περάσει. Το κείμενο που θα ήταν μεθεόρτιο αλλά εξελίχθηκε σε Μεγάλη Παρασκευή (ενώ ξεκίνησε ως Πάσχα, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά μαζί) είχε έναν τίτλο που αποδείχθηκε, και αυτός, ονειροπαρμένος. «Και να θυμάστε, θα ξανάρθουμε».
Δεν ξανάρθαμε. Τουλάχιστον όχι σε τελικό. Εκτός αν μετράει η νίκη του Γιάννη επί των Σανς. Που δεν μετράει. Έγραφα, τότε από τα δημοσιογραφικά της Σαϊτάμα, μέσα στη λανθάνουσα σκασίλα της ήττας:
«“Δεν πρέπει να φοβόμαστε την ήττα”, έλεγε αργά χθες το βράδυ στο Τόκιο ο Παναγιώτης Γιαννάκης. “Η ήττα μάς δίνει κίνητρο και μας βοηθάει να γίνουμε καλύτεροι. Βρισκόμαστε, άλλωστε, σε μια απίστευτη κορυφή”.
Εκεί ακριβώς βρισκόμαστε. Στην κορυφή. Όση απογοήτευση κι αν άφησε στα έκπληκτα μάτια μας η απροσδόκητη εικόνα του χθεσινού τελικού, ένα δένδρο είναι αδύνατο να κρύψει το δάσος.
Τώρα που σβήνουν οι προβολείς και δεν λάμπει τίποτε άλλο εκτός από τα μετάλλια, τα πρόσωπα των Ελλήνων παικτών, προπονητών, δημοσιογράφων, φιλάθλων, όλων όσοι ταξίδεψαν στα πέρατα της οικουμένης γι’ αυτή τη γλυκιά περιπέτεια, είναι φωτισμένα. Φωτισμένα από τη λάμψη του ασημένιου μεταλλίου.
Τι κι αν βρέθηκε μια ομάδα που ανακάλυψε το κουμπί της δικής μας και την τίναξε στον αέρα πιέζοντάς το με όλη τη δύναμή της; Είμαστε δεύτεροι σε ολόκληρο τον κόσμο.
Εχουμε στην πλάτη μας το παντοδύναμο ΝΒΑ, έχουμε στην πλάτη μας τους Ολυμπιονίκες Αργεντινούς, έχουμε στην πλάτη μας τους δυνάστες Σέρβους, έχουμε στην πλάτη μας Ιταλούς, Γάλλους, Βραζιλιάνους, Τούρκους, Ασιάτες, Αφρικανούς, όποιον άλλον παίζει μπάσκετ υπό τον ήλιο που ανατέλλει κάθε πρωί εδώ στην Ιαπωνία.
Ωραία λοιπόν, κατόρθωσε η Ισπανία να μετατρέψει την άψογη εικόνα σε σωρό από συντρίμμια. Για μια βραδιά. Είμαστε δεύτεροι. Σκοτώστε μας!
Είναι αχάριστος, ανιστόρητος, αγνώμων και άσχετος όποιος σπεύσει να ζητήσει εξηγήσεις για τη χθεσινή ήττα και την ταπεινωτική μορφή που έλαβε ο τελικός.
Το Μουντομπάσκετ δεν ήταν αυτό που συνέβη χθες στη Σούπερ Αρίνα της Σαϊτάμα. Ήταν ό,τι (απολαυστικό, υπέροχο, ηδονικό) ζήσαμε τις 15 μέρες που προηγήθηκαν.
Η τιτάνια μάχη απέναντι στους Λιθουανούς. Το θαύμα των τελευταίων δευτερολέπτων στο ματς με την άτυχη Αυστραλία. Η θαυμαστή παράσταση του αγώνα με τη Βραζιλία. Η παλικαριά που κατέθεσαν τα παιδιά στην αναμέτρηση με τους Τούρκους.
Ο περίπατος απέναντι στους Κινέζους. Το βουνό από σφαλιάρες που εισέπραξαν στο σβέρκο τους οι Γάλλοι. Το απόλυτο υπερθέαμα του ανεπανάληπτου συναπαντήματος με τους Αμερικανούς. Η αήττητη πορεία ως τον τελικό.
Η κατάκτηση του μεταλλίου. Οι πανηγυρισμοί μετά τον ημιτελικό. Η βραχνιασμένη μας φωνή. Τα χαμόγελα των “πελαργών”.
Η δικαίωση μιας προσπάθειας, που ουσιαστικά ξεκίνησε την επόμενη μέρα του τελικού του Βελιγραδίου και ολοκληρώθηκε τη στιγμή της απονομής δώδεκα αστραφτερών μικρών δίσκων από ασήμι.
“Στη ζωή”, λέει σε στιγμές σπάνιας θυμοσοφίας ο Παναγιώτης Γιαννάκης, “δεν μετράει μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και το ταξίδι”. Το ταξίδι ήταν απολαυστικό, πέρα από κάθε προσδοκία.
Δεν πρόκειται να ασχοληθώ περισσότερο με την “παρά φύσιν”, σχεδόν τυχαία εικόνα του χθεσινού τελικού. Ήταν άδικη για την ομάδα η τελευταία της εικόνα, αλλά ελάχιστοι θα τη θυμούνται μεθαύριο.
Η Εθνική Ελλάδας, που σάρωσε αυτές τις μέρες σχεδόν όλους όσους βρήκε στο διάβα της, θα μείνει στις μνήμες ως η ομάδα που δίδαξε μπάσκετ σε φίλους και εχθρούς, η ομάδα που εξευτέλισε τα Αμερικανάκια.
Θα την ευγνωμονούμε όσοι σταθήκαμε δίπλα της μέχρι να μας κάνει να το προσπεράσουμε κι αυτό. Ποιος περίμενε ότι θα ξεχνούσαμε το Βελιγράδι μέσα σε δώδεκα μήνες;»
Πέρασε μιάμιση δεκαετία μέχρι να πείσω τον εαυτό μου να ξαναδεί τον τελικό της Κυριακής 3 Σεπτεμβρίου 2006. Όσα μου μαρτύρησε το βίντεο, τα κατέγραψα σε αυτό εδώ το κείμενο.
Tα υπόλοιπα τα φυλάκισε η μνήμη και θα τα κρατήσει για πάντα δικά της. Τυχεροί, οι λίγοι που ταξιδέψαμε στην Ιαπωνία και ζήσαμε την εποποιία τα Σαϊτάμα. Ό,τι συμβαίνει στο Τόκιο, μένει για πάντα στο Τόκιο.
Πηγή: Gazzetta