Επιμέλεια, Θανάσης Κρεκούκιας
Απόγευμα 9ης Σεπτεμβρίου 2017. Ο “χορευτής” βγαίνει από το τελευταίο δύσκολο σημείο του Ανγκλίρου, τις Λες Πιεντρουσίνες με την κλίση στο 20%. Απομένουν δυο μόλις χιλιόμετρα μέχρι τον τερματισμό, χίλια μέτρα μέχρι να τελειώσει η ανηφόρα στο πιο δύσκολο βουνό της επαγγελματικής ποδηλασίας. Ο Στίβεν ντε Γιόνγκ φωνάζει μέσα από το αυτοκίνητο της Trek Segafredo, “go Alberto, go, go, go”, προσπαθώντας να εμψυχώσει τον αθλητή του, που έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια όχι απλά κούρασης, αλλά εξάντλησης. Οι Ισπανοί που βρίσκονται δεξιά και αριστερά του δρόμου, ουρλιάζουν μέσα σε ντελίριο ενθουσιασμού, “vamos Alberto, vamos campeón, vamos”, ενώ ο Περίκο Ντελγάδο, πρώην νικητής του Tour και της Vuelta, σχολιαστής πλέον της ισπανικής τηλεόρασης, ζει το δράμα με τη δική του αγωνία, “μιλώντας” στον Κονταδόρ από το μικρόφωνο: “Κράτα Αλμπέρτο, κράτα, οχτακόσια μέτρα ακόμα, φτάσε στην κορυφή έστω με δέκα δευτερόλεπτα και το ετάπ θα είναι δικό σου”! Από πίσω, ο Κρις Φρουμ και ο Βάουτ Πουλς, αμφότεροι της Sky, έχουν ξεφύγει από το γκρουπ των φαβορί και καταδιώκουν τον Ισπανό, μειώνοντας συνεχώς (και επικίνδυνα) τη διαφορά.
Είναι φανερό ότι ο Φρουμ θέλει να βοηθήσει τον συναθλητή του να πάρει τη νίκη, για να τον ευχαριστήσει για τη συμβολή του στην κατάκτηση της κόκκινης φανέλας. Μπροστά, ο Κονταδόρ, σφίγγει τα δόντια και συνεχίζει να χορεύει πάνω στο ποδήλατο, φτάνει στην κορυφή, βάζει μεγάλο δίσκο και με τις ελάχιστες δυνάμεις που του έχουν απομείνει, μπαίνει στην κατηφόρα κυριολεκτικά “κομμάτια”. Κοιτάζει πίσω του, καταλαβαίνει ότι αυτή τη νίκη δεν μπορεί πια να του τη στερήσει κανείς και φτάνει πρώτος στον τερματισμό, βγάζοντας για τελευταία φορά το πιστόλι από τη θήκη για να πυροβολήσει στον αέρα. Εννιά χρόνια μετά τον πρώτο του θρίαμβο στο Ανγκλίρου, κατακτά και πάλι την φοβερή και τρομερή ανηφόρα στο Αστούριας, κλείνοντας με τον πιο όμορφο, τον πιο ονειρικό, τον πιο συγκλονιστικό τρόπο, την τεράστια καριέρα του.
Αυτό ήταν το τελευταίο αγωνιστικό κεφάλαιο ενός από τους μεγαλύτερους ποδηλάτες όλων των εποχών και σαφέστατα του κορυφαίου της γενιάς του. Ο Αλμπέρτο Κονταδόρ δεν υπήρξε απλά ένας τεράστιος αθλητής σε ό,τι αφορά τις νίκες που κατέκτησε, η μεγαλοσύνη του δεν περιορίζεται στο πλουσιότατο παλμαρέ του. Αν θα τον θυμόμαστε για κάτι – περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – αυτό είναι η μαγεία της ποδηλασίας στην πιο αυθεντική μορφή της. Ο “πιστολέρο” υπήρξε ο πιο επιθετικός ποδηλάτης του 21ου αιώνα, αυτός που πρόσφερε απλόχερα θέαμα, αγωνία και ανατροπές, όλα αυτά με τον πιο αντισυμβατικό τρόπο και στον υπερθετικό βαθμό. Μακριά από οποιονδήποτε αγωνιστικό κομφορμισμό ή συντηρητικές τακτικές, ο Κονταδόρ υπάκουσε μόνο στο αρχέγονο ένστικτο του γεννημένου πρωταθλητή, αντιλαμβανόμενος την ποδηλασία σαν μια υπόθεση απόλυτης ευθύνης απέναντι στο άθλημα και τους φιλάθλους, όπου στρατηγικός προορισμός ήταν η νίκη, αλλά μέσα από μια πορεία απαλλαγμένη από την ανάγκη υποχωρήσεων ή εκπτώσεων. Η αδιαπραγμάτευτη συνέπεια του Ισπανού σε όσα προαναφέραμε, δημιούργησε αυτόν τον άρρηκτο δεσμό με τους φίλους της ποδηλασίας, οι οποίοι λάτρεψαν την αγωνιστική φιλοσοφία του χορευτή και αναγνώρισαν την διαρκή προσπάθειά του να διαλύσει κάθε ισορροπία, επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο του ρίσκου και της φαντασίας.
Σε ένα από τα “αριστουργήματα” της καριέρας του, στο 17ο ετάπ της Vuelta του 2012, εκείνο με τερματισμό στο Φουέντε Ντε, όπου “διέλυσε” αγωνιστικά και ψυχολογικά τον Πουρίτο με την επίθεσή του στο Κογιάδο ντε λα Οθ, είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους: “Μέσα μου πάλευαν ένας άγγελος και ένας διάβολος. Ο άγγελος μου έλεγε, έχεις τρελαθεί; Πού θα πας; Είναι πολλά τα χιλιόμετρα, θα σε καταπιούν στη συνέχεια, θα τα χάσεις όλα. Όμως ο διάβολος, μου έλεγε, φύγε, φύγε, φύγε. Τώρα. Φύγε. Και επέλεξα να ακολουθήσω τον διάβολο”. Στην αμφίδρομη σχέση του Κονταδόρ με τους φιλάθλους ή αν το προτιμάτε, με το ίδιο το άθλημα, υπήρξε ο “διάβολος” εκείνος που έχτισε το γεμάτο υπέροχες περιπέτειες και δονκιχωτικές περιπλανήσεις προφίλ που αγαπήσαμε όλοι μας. Η σύγχρονη ποδηλασία ξεχειλίζει από “αγγέλους” που είτε συμβιβάζονται με το βάθρο, είτε “παραδίνονται” αμαχητί στο βατόμετρο, είτε υπολογίζουν μέχρι εξάντλησης τα δεδομένα, είτε υποτάσσονται στη φωνή της λογικής, είτε δειλιάζουν μπροστά στις προκλήσεις, είτε δεν έχουν το κουράγιο να παίξουν σε μια ζαριά τα κεκτημένα, είτε νιώθουν να τους πνίγει το δέος απέναντι στον πρώτο. Σεβαστά όλα αυτά, αλλά η ιστορία πάντα ευγνωμονεί τους “διαβόλους”, υποκλίνεται μπροστά τους, “τραβιέται” πίσω στο πέρασμά τους νιώθοντας σεβασμό.
Τί θα ήταν το άθλημα χωρίς τον Παντάνι, τον Τσάβα, τον Άντι, τον Περίκο, τον Ινό, τον Μερξ, τον Πουλιντόρ, τον Μπααμόντες, τον Μπάρταλι, όλους αυτούς τους ξεχωριστούς “διαβόλους” που θα μνημονεύονται με θρησκευτική ευλάβεια στους αιώνες των αιώνων; Όλοι οι μεγάλοι εμπνέουν, αυτό είναι σίγουρο, όμως κάποιοι από αυτούς έχουν κατακτήσει το προνόμιο να “μιλάνε” διαφορετικά στο θυμικό των φιλάθλων, διαμορφώνοντας με το στιλ και την προσέγγισή τους, τα ίδια τα “θέλω” του αθλήματος. Και ο Κονταδόρ είναι σίγουρα ένας από αυτούς. Το είχα γράψει στη διάρκεια της φετινής Vuelta, το επαναλαμβάνω και εδώ: Το πόσο θα μας λείψει, θα το συνειδητοποιήσουμε του χρόνου, όταν θα απουσιάσει ο “αστάθμητος παράγοντας”, όταν όλα θα κυλάνε ψυχρά και υπολογισμένα, όταν δεν θα υπάρχει ο “φόβος” μιας “παλαβής” εξέλιξης που θα φέρει τα πάνω-κάτω. Όμως αυτή θα είναι μια ακόμα αναγνώριση για τον μεγάλο Ισπανό που πρωταγωνίστησε επί μια δεκαετία, πετυχαίνοντας θαυμαστά πράγματα που ποτέ δεν θα ξεχαστούν. Και όσες σκιές και αν υπήρξαν – που υπήρξαν – στη διάρκεια της καριέρας του, με το πέρασμα των χρόνων θα “υποχωρήσουν” ακόμα περισσότερο, αφού στην τελική κρίση όλων θα παραμείνουν “ζωντανά” τα μεγάλα, τα αληθινά, τα θαυμαστά. Θα θυμόμαστε και τα λάθη, αλλά θα μνημονεύουμε τα ξεχωριστά.
“Όσο αναπνέω, θα κάνω επίθεση”, είχε πει κάποτε ο μεγάλος Μπερνάρ Ινό και αυτό εφάρμοσε σε όλη την καριέρα του ο Αλμπέρτο Κονταδόρ. Το είχε μέσα του ο Ισπανός, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς, σίγουρα όμως του το διαμόρφωσε ακόμα βαθύτερα η περιπέτεια της υγείας του, όταν έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα στην ποδηλασία. Ήταν μόλις 21 ετών και είχε πάρει μέρος με την ομάδα του, Liberty Seguros, στην Vuelta a Asturias. Αρκετές μέρες πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ένιωθε δυνατούς πονοκεφάλους, αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν στο πρώτο ετάπ. Μετά από 40 χιλιόμετρα διαδρομής, ζαλίστηκε, έχασε τον έλεγχο του ποδηλάτου του, έπεσε στο οδόστρωμα και άρχισε να έχει επιληπτικούς σπασμούς. Αμέσως μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο σε νοσοκομείο, όπου οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, έδειξαν ότι υπέφερε από σηραγγώδες αιμαγγείωμα, μια σπάνια αγγειακή δυσπλασία του εγκεφάλου. Η κατάστασή του ήταν κρίσιμη και οι γιατροί αποφάσισαν ότι ο Αλμπέρτο έπρεπε να υποβληθεί σε μια λεπτή εγχείριση ώστε να του αφαιρεθεί το αιμαγγείωμα, χωρίς σε καμία περίπτωση να μπορούν να εγγυηθούν το κατά πόσο θα μπορούσε να συνεχίσει την ποδηλασία σε επαγγελματικό επίπεδο. Η επέμβαση έγινε στην κλινική Hospital Ramón y Cajal της Μαδρίτης και ήταν απόλυτα επιτυχημένη, αφήνοντάς του για “ενθύμιο” μια τεράστια ουλή, η οποία ξεκινάει από το ένα αυτί του και καταλήγει στο άλλο, διασχίζοντας όλο το πάνω μέρος του κρανίου.
Μετά την έξοδό του από την κλινική, ο Κονταδόρ πέρασε πέντε μήνες μακριά από οποιαδήποτε αγωνιστική δραστηριότητα, όμως στη συνέχεια – και παρά την αντίθετη σύσταση των ιατρών – ξεκίνησε σιγά-σιγά τις προπονήσεις με την ομάδα του. Τρεις σκληροί μήνες χρειάστηκαν μέχρι να μπορέσει να βρει τη φόρμα του και να επανέλθει στην αγωνιστική δράση τον Ιανουάριο του 2005, στο Tour Down Under, κερδίζοντας το πέμπτο ετάπ της διοργάνωσης, σε μια νίκη, την οποία ο ίδιος έχει περιγράψει ως τη σημαντικότερη της καριέρας του. Η περιπέτεια αυτή, τον ατσάλωσε ψυχολογικά και πνευματικά και τον έκανε ανίκητο, όχι απέναντι στους αντιπάλους του, αλλά απέναντι στις δυσκολίες του κάθε αγώνα. Από εκεί και μετά, καμία αναποδιά, καμία πτώση, καμία απώλεια χρόνου, κανένας τραυματισμός, καμία εγκατάλειψη, καμία αποτυχία στους στόχους, δεν μπόρεσε να τον επηρεάσει. Υπήρξε ο πιο “ατσάλινος” ποδηλάτης του πελοτόν, μέχρι και την τελευταία ημέρα της φετινής Vuelta. Ένα πραγματικό “τέρας” ψυχραιμίας, ένας αδιαπέραστος “τοίχος”, πάνω στον οποίο γινόταν θρύψαλα κάθε προσπάθεια για ψυχολογικό πόλεμο ή για mind games από οποιονδήποτε αντίπαλο και αν προερχόταν. Όταν έχεις μπει στο χειρουργείο χωρίς να ξέρεις όχι αν θα ξανακάνεις ποδήλατο, αλλά αν θα βγεις ζωντανός από αυτό, όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν αδιάφορες λεπτομέρειες.
Και αυτή ακριβώς η ψυχραιμία, ήταν που τον έκανε τόσο διαφορετικό. Γιατί από τη στιγμή που τίποτα δεν ήταν ικανό να τον λυγίσει, να τον “σπάσει”, να τον απογοητεύσει, ο Αλμπέρτο ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Και αυτό που οι αντίπαλοί του θεωρούσαν ότι μπορούσε να τον θέσει εκτός μάχης, γύριζε μπούμερανγκ εναντίον τους. Τα παραδείγματα μέσα στην τελευταία δεκαετία είναι αμέτρητα. Ένα – οποιοδήποτε – απρόοπτο νόμιζες ότι τον έβγαζε από την “εξίσωση”, αλλά εκείνος φρόντιζε να ξαναγράψει την εξίσωση, σκορπώντας τον πανικό, ακόμα και όταν η ίδια η λογική έδινε τις εγγυήσεις της ότι δεν απειλούσε κανέναν. Οι πρωτοπόροι “έτρεμαν” μόνο και μόνο από την παρουσία του, γιατί ήξεραν ακριβώς αυτό, ότι μόνος του μπορούσε να αλλάξει κάθε δεδομένο και να διαλύσει οποιοδήποτε διαμορφωμένο status quo μέσα σε έναν αγώνα. Ποιος άραγε μπορεί να ξεχάσει το Φουέντε Ντε, το Φορμιγάλ, το Ματσούκος, το Πλατό ντε Μπέιγ, το Βερμπιέ, το Μορτιρόλο, το Ανγκλίρου, την Αίτνα και τόσες άλλες χρυσές σελίδες ενός ακούραστου, ακατάβλητου και ανυπέρβλητου πρωταγωνιστή, που είχε τον μοναδικό τρόπο, ακόμα και όταν βρισκόταν εκτός διεκδίκησης, να κρίνει ο ίδιος τον νικητή, προσφέροντας παράλληλα θέαμα βγαλμένο από άλλες εποχές, που έλεγες ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά εκείνος βρισκόταν πάντα εκεί για να μας τις θυμίσει.
Ο Αλμπέρτο Κονταδόρ είναι ακριβώς αυτό. Το τέλος μιας άλλης εποχής. Πολλοί έχουν πει ότι υπήρξε ο συνδετικός κρίκος της “αμαρτωλής” γενιάς του Άρμστρονγκ με τους σημερινούς νεώτερους, τους πιο “καθαρούς”. Όμως αν κοιτάξουμε με πιο ανοιχτό ορίζοντα την αγωνιστική συμπεριφορά του Ισπανού σε αυτή τη δεκαετία, τότε θα καταλήξουμε ότι με την αναχώρησή του από το πελοτόν, μπαίνει οριστικό τέλος σε μια άλλη, πολύ πιο σημαντική – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις διαφορετικές παραμέτρους – ποδηλατική εποχή. Εκείνη του ενστίκτου, της πρωτοβουλίας, του αυθόρμητου, της φαντασίας. Είναι αλήθεια ότι είχε απομείνει μόνος του, μοναχικός εκπρόσωπος ενός στιλ που πλέον έχει εκλείψει εδώ και πολλά χρόνια, δίνοντας τη θέση του σε μια νέα, τελείως διαφορετική προσέγγιση, που στηρίζεται στην επιστημονική ανάλυση, στο διάβασμα των αριθμών, στην υλικοτεχνική υποστήριξη, όλα αυτά στον υπέρτατο βαθμό. Δεν νομίζω ότι έχει κανείς το δικαίωμα να κατηγορήσει την εξέλιξη, όμως μπορεί να διαπιστώσει ότι παράλληλα με το καινούργιο “πρόσωπο” της επαγγελματικής ποδηλασίας, προκύπτουν νέες συνήθειες και εξαφανίζονται παλιές. Ο Κονταδόρ φρόντισε να μας δώσει σε όλη της την έκταση αυτή τη σύγκριση των δυο διαφορετικών “κόσμων”, κερδίζοντας σαφώς την παρτίδα, όχι μόνο στα αποτελέσματα, αλλά – κυρίως – μέσα στις καρδιές των φιλάθλων.
Ο πιστολέρο είναι ο τελευταίος από τους πολύ μεγάλους που φεύγει, έχοντας τιμήσει όσο κανείς στον 21ο αιώνα, το μεγαλείο του αθλήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε σε μακρινές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Γι’ αυτό και είναι αναντικατάστατος. Γιατί με το δικό του “adiós”, κλείνει ερμητικά η αυλαία του παρελθόντος, αφήνοντας ελεύθερο πλέον το πεδίο στην νέα γενιά και – πολύ περισσότερο – στην καινούργια πραγματικότητα της ποδηλασίας. Η κληρονομιά που μας αφήνει ο Αλμπέρτο είναι πολύτιμη, αφού μέσα από τις δικές του εμφανίσεις απολαύσαμε κάτι που χωρίς αυτόν θα μπορούσαμε να δούμε μόνο μέσα από παλιά βίντεο ή να διαβάσουμε σε επετειακά βιβλία. Αν κάτι εντυπωσιάζει – και είμαι σίγουρος ότι πολλοί αγνοούν – είναι η δύναμη των συμπτώσεων αλλά και της ατυχίας που συνόδευσαν τον Ισπανό στη διάρκεια της καριέρας του. Στους επτά μεγάλους γύρους που κατέκτησε (οκτώ αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι), σχεδόν καθολική είναι η απουσία ισχυρών ομάδων που τον συνόδευσαν στις προσπάθειές του, ενώ εντυπωσιάζει το γεγονός πως στην πλειοψηφία τους, δεν ήταν προγραμματισμένο να τους τρέξει, άρα δεν είχε προετοιμαστεί για να τους διεκδικήσει. Αυτό από μόνο του μεγαλώνει ακόμα περισσότερο τον μύθο του Κονταδόρ και οριοθετεί ένα ιδιαίτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε ως αθλητής, μην έχοντας την παραμικρή σχέση με τους υπόλοιπους μεγάλους της εποχής του.
Μετρήστε: Μόλις τον Φεβρουάριο του 2008 έμαθε ότι δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον τίτλο του στον Γύρο Γαλλίας, αφού η ASO απέκλεισε την Astana λόγω των περιστατικών ντόπινγκ της προηγούμενης χρονιάς (όταν ο Κονταδόρ δεν ανήκε στην ομάδα). Κλήθηκε από την Astana να ξεκινήσει προετοιμασία για το Giro του 2008, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην Ισπανία! Κάτι που σημαίνει ότι για το 2008 δεν βρισκόταν στον προγραμματισμό του ούτε η Vuelta, την οποία τελικά έτρεξε και κέρδισε. Το ίδιο συνέβη και με τους άλλους δυο Γύρους Ισπανίας που πρόσθεσε στη συλλογή του, το 2012 και το 2014. Ο σχεδιασμός του δεν περιλάμβανε κανέναν από τους δυο. Το 2012 συμμετείχε στη Vuelta, αφού η τιμωρία του δεν του επέτρεψε να τρέξει το Tour εκείνης της χρονιάς και το 2014 πήρε μέρος, αφού πρώτα εγκατέλειψε πρόωρα τον Γύρο Γαλλίας. Κάπου εδώ μπορείτε να προσθέσετε και το Tour του 2009, το οποίο ναι μεν ήταν προγραμματισμένο να τρέξει, χωρίς όμως να έχει υπολογίσει ότι ο μεγαλύτερος αντίπαλός του σε αυτό θα ήταν η ίδια η ομάδα του. Και περνώντας στις ατυχίες και τα απρόοπτα, ο Αλμπέρτο σε ολόκληρη την καριέρα του “κυνηγήθηκε” αλύπητα από τις πτώσεις και τους τραυματισμούς. Κατάφερε να κατακτήσει το Giro του 2008, έχοντας κάταγμα σε ένα από τα οστά του σκαφοειδούς στο αριστερό του χέρι, ενώ στο Giro του 2015, ύστερα από πτώση, χτύπησε άσχημα τον αριστερό του ώμο, αδυνατώντας από τους πόνους να φορέσει στο βάθρο τη ροζ φανέλα.
Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει δυο φορές τον Γύρο Γαλλίας λόγω πτώσεων (2014 & 2016), όμως κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει τα 20 χιλιόμετρα που έκανε το 2014, όταν ανέβηκε το πρώτης κατηγορίας Πλάτσερβαζελ με ραγισμένη την κνήμη, υποχρεώνοντας την επικεφαλής της ιατρικής ομάδας της διοργάνωσης να πάει δίπλα στο αυτοκίνητο του Ρίις και σχεδόν να τον παρακαλέσει να πείσει τον αθλητή του να σταματήσει τον αγώνα. Το είπαμε και στην αρχή, τίποτα δεν στάθηκε ικανό να “τσαλακώσει” την ψυχολογία του Κονταδόρ στην πορεία της καριέρας του, καμία δυσκολία δεν μπόρεσε να σταθεί εμπόδιο στην αφοσίωση και την αγάπη του για την ποδηλασία. Τα κάθε λογής απρόοπτα σίγουρα είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος, όμως μετά από κάθε ένα από αυτά, έβγαινε πάντα πιο δυνατός και πιο αποφασισμένος να συνεχίσει. Το μοναδικό, τελικά, που του στοίχισε, ήταν η μεγάλη περιπέτεια με την υπόθεση του ντόπινγκ, αμέσως μετά το Tour του 2010, εκεί όπου τεράστιο ρόλο στην όλη εξέλιξη της υπόθεσης, έπαιξαν η υποκρισία και ο παραλογισμός της UCI και της WADA. Να εξηγηθώ για να μην παρεξηγηθώ. Η – τεράστια – ένστασή μου δεν αφορά στο αν ο Κονταδόρ έκανε χρήση της κλεμπουτερόλης ηθελημένα ή όχι, το CAS σε τελική ανάλυση, στην τελεσίδικη απόφασή του, γνωμοδότησε ότι η ουσία μπήκε ακούσια στον οργανισμό του.
Όμως η αθλιότητα με την οποία κινήθηκαν οι δυο οργανισμοί, δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της ποδηλασίας. Ήταν η UCI εκείνη που ανέθεσε στην ισπανική ομοσπονδία να αποφασίσει επί του θέματος. Οι Ισπανοί τον αθώωσαν και του επέτρεψαν να τρέξει κανονικά μέσα στο 2011. Η UCI και η WADA είχαν, σύμφωνα με τον νόμο, περιθώριο 90 ημερών για να κάνουν έφεση στην αθωωτική απόφαση – καταφεύγοντας στο CAS – και θεώρησαν ηθικό να το πράξουν την τελευταία ημέρα, χωρίς να κρατήσουν το παραμικρό πρόσχημα. Η απόφαση του CAS βγήκε στις 6 Φεβρουαρίου του 2012 (!), αφαιρώντας από τον Κονταδόρ τόσο το Tour του 2010 όσο και τις υπόλοιπες νίκες που έκανε μέσα στο 2011. Η ποινή ήταν διετής αποκλεισμός που μέτρησε αναδρομικά από το 2010 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2012. Αν ενδιαφέρει κάποιον η γνώμη μου, η τιμωρία στην ουσία της μπορεί να ήταν σωστή, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε και στη λογική στην οποία στηρίχτηκε, αποδείχτηκε τελείως απαράδεκτη. Για μένα ο Κονταδόρ εξέτισε την ποινή του και επέστρεψε καθαρός στο πελοτόν για τη δεύτερη ευκαιρία του, ακριβώς αυτό που υποστηρίζω για κάθε αθλητή που πιάστηκε ντοπαρισμένος. Όμως ποτέ δεν κατάλαβα γιατί του αφαιρέθηκε ο Γύρος Ιταλίας του 2011, τον οποίο έτρεξε υπό την αιγίδα – και την άδεια – της UCI, περνώντας όλους τους νόμιμους ελέγχους και ολοκληρώνοντάς τον με τον πλέον πεντακάθαρο τρόπο.
Ας είναι. Ο ίδιος, από τότε, τις τρεις φορές που τερμάτισε πρώτος σε μεγάλους γύρους, φρόντισε σε καθεμιά από αυτές να υπενθυμίσει στην παγκόσμια ομοσπονδία την αδικία, προσθέτοντας δυο δάχτυλα στο σύνολο. Προσωπικά, προσθέτω μόνο το Giro του 2011, χωρίς όμως να ξεχνάω τούτο: η ποσότητα στο θετικό δείγμα του Κονταδόρ ήταν 0,00000000005 g/ml (50 πικογραμμάρια). Για να πάρετε μια ιδέα για τι ακριβώς μιλάμε, η σχέση ενός γραμμαρίου με ένα πικογραμμάριο, είναι η ίδια που έχει ένα χιλιοστό με τρεις φορές την απόσταση της Γης από το Φεγγάρι (353.680 χιλιόμετρα Χ 3). Κλείνω αυτή την παρένθεση, την μοναδική που κόστισε τόσο πολύ στον Ισπανό, παραπέμποντας στον τερματισμό του Φουέντε Ντε, στην Vuelta του 2012. Ο τρόπος με τον οποίο πανηγύρισε εκείνη τη νίκη και την επική ανατροπή στη γενική κατάταξη, η μοναδική φορά που δεν έβγαλε το πιστόλι για να “πυροβολήσει”, ήταν πρωτίστως όλο του το “είναι”, η ψυχή του, τα συναισθήματα, η συσσωρευμένη πίκρα και οργή μαζί, αλλά και η απερίγραπτη χαρά της επιστροφής, η καρδιά του που χτυπούσε σε ανεξέλεγκτους ρυθμούς, η δικαίωση της υπερπροσπάθειάς του, η ζωή του η ίδια που ένιωσε να την παίρνει και πάλι στα χέρια του. Γι’ αυτό και επέλεξα αυτό το συγκεκριμένο “κλικ” ως κεντρική φωτογραφία του κειμένου. Γιατί είναι ο πιο ανθρώπινος Κονταδόρ που έχω ζήσει. Και γιατί εκείνες τις στιγμές είχα το προνόμιο να τις περιγράψω στο Eurosport. Όρθιος, ενθουσιασμένος, ευτυχισμένος.
Ξεκινώντας να γράφω για τον “πιστολέρο”, αποφάσισα ότι δεν θα είχε κανένα νόημα – ούτε και ουσία – να απαριθμήσω όλες τις νίκες του, φτιάχνοντας ένα σχετικό χρονολόγιο. Οι πραγματικά μεγάλοι δεν έχουν ανάγκη από τέτοιες “λεπτομέρειες”. Εκείνο που τελικά μετράει, είναι ο τρόπος που σε κάνουν να τινάζεσαι, να τρελαίνεσαι, να ανατριχιάζεις, να συγκινείσαι, να παθιάζεσαι, να αγαπάς ακόμα περισσότερο το άθλημα. Και ο “χορευτής” τα πέτυχε όλα αυτά αμέτρητες φορές. Με αμέτρητα εκατομμύρια φίλους της ποδηλασίας σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες στιγμές, κανείς μας δεν θα ξεχάσει το ρεσιτάλ επιθέσεων εναντίον του Ράσμουσεν στο Πλατό ντε Μπέιγ (Tour 2007), την αέρινη επίδειξη δύναμης στο Ανγκλίρου (Vuelta 2008), την κορυφαία παράστασή του σε Γύρο Γαλλίας απέναντι στους Άρμστρονγκ και Μπρουινέλ (Tour 2009), την επική μονομαχία με τον Άντι στο Τουρμαλέ (Tour 2010), το απόλυτο “χορευτικό” του στην Αίτνα (Giro 2011), την μεγαλύτερη ανατροπή του 21ου αιώνα σε μεγάλο γύρο στο Φουέντε Ντε (Vuelta 2012), την κυριαρχία του απέναντι στον Φρουμ στην Φαραπόνα και το Ανκάρες (Vuelta 2014), το “μαστίγωμα” της Astana στο Μορτιρόλο (Giro 2015), την παγίδα του Φορμιγάλ (Vuelta 2016) και φυσικά την τελευταία του νίκη, στη συγκλονιστική του εμφάνιση στο Ανγκλίρου πριν λίγες εβδομάδες.
Αυτός ο τελευταίος του μεγάλος γύρος στην Ισπανία, ήταν, νομίζω, το πιο ταιριαστό “αντίο” σε όσους τον αγάπησαν και τον θαύμασαν. Δεν έχει καμία σημασία η ημέρα της Ανδόρας, αυτό που μετράει είναι ότι για μια ακόμα φορά αγωνίστηκε για να κερδίσει, για να ανέβει στην κορυφή. Επιτέθηκε στα 11 από τα 21 ετάπ της Vuelta, ξεσηκώνοντας θύελλα ενθουσιασμού όχι μόνο ανάμεσα στους συμπατριώτες του, αλλά σε όλους τους εραστές του ποδηλατικού “ονείρου”, το οποίο ενσάρκωσε κάθε φορά που σηκωνόταν από τη σέλα για να χορέψει στις ανηφόρες. Η τελευταία παράσταση του Κονταδόρ υπήρξε μια ακόμα αθλητική μαγεία και το κλείσιμο της αυλαίας με τον στερνό πυροβολισμό του στον τερματισμό του Ανγκλίρου, ήταν το τέλος που θα ευχόταν κάθε μεγάλος πρωταθλητής στη δική του καριέρα. Ο αποχαιρετισμός στη Μαδρίτη, το επόμενο βράδυ, ήταν το τελευταίο “κύμα” από τα γεμάτα ευγνωμοσύνη “ευχαριστώ” που του χάρισαν εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανοί σε αυτές τις τρεις εβδομάδες, φωνάζοντας, γράφοντας και ζωγραφίζοντας το αξέχαστο “Gracias Alberto” σε κάθε μέτρο της διαδρομής. Και τώρα που η “διαδρομή” ολοκληρώθηκε, τώρα που τα φώτα έσβησαν και ο “χορευτής” κατέβηκε από το ποδήλατο, θα θυμόμαστε για πάντα με αγάπη και νοσταλγία εκείνον που μας ενέπνευσε, που μας καθήλωσε, που μας ξεσήκωσε και που μας χάρισε την πεμπτουσία της αυθεντικής ποδηλασίας…
Επιτρέψτε μου να χαρίσω αυτό το κείμενο σε έξι “λάτρεις” του Αλμπέρτο Κονταδόρ. Στον κύριο Ευάγγελο Μαντά, στον Γιώργο Αποστόλου, πρόεδρο της Κυπριακής Ποδηλατικής Ομοσπονδίας, στον Αντρέα Τριανταφύλλου, σχολιαστή του Eurosport, στον Γιώργο Θεοδωρίδη από τις Σέρρες, στον Μήτσο Βαγγελάκη από τους Γαργαλιάνους και πάνω απ’ όλους, στον Βασίλη Αναστόπουλο, μαζί με τον οποίο μεταδώσαμε ατελείωτες ώρες και αγώνες του “πιστολέρο” και είχαμε την τύχη να περιγράψουμε παρέα το “έπος” του Φουέντε Ντε.
Πηγή: Sport 24