Για τον Μάρτιο, προ εμφάνισης του κορονοϊού που έφερε τα πάνω – κάτω, είχε προγραμματιστεί στην Πράγα φιλικό της Τσεχίας με την Βραζιλία, ως (άτυπο) ριπίτ του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962.
Στο συγκεκριμένο Μουντιάλ, το οποίο διεξήχθη στην Χιλή και είχε ως πρωταγωνιστές τον σεισμό που προηγήθηκε της διοργάνωσης και το… ξύλο που έπεσε στα παιχνίδια, η Σελεσάο έφτασε με την αύρα της παγκόσμιας πρωταθλήτριας (τέσσερα χρόνια νωρίτερα στην Σουηδία), αλλά με το μεγάλο της αστέρι, τον 21χρονο πλέον Πελέ, να ταλαιπωρείται από τραυματισμό και να προσφέρει ελάχιστα.
Ο Αμαρίλντο, ο οποίος πήρε την θέση του «μαύρου διαμαντιού», εξελίχθηκε στον ήρωα της ομάδας του Αϊμορέ Μορέιρα (προπονητής του Παναθηναϊκού την σεζόν 1975-76) η οποία, μπορεί να μην είχε τον Πελέ, αλλά διέθετε τεράστιους παίκτες, όπως ο Γκαρίνσα, ο Ντιντί και ο Βαβά, μεταξύ άλλων.
Η Τσεχοσλοβακία, η οποία στην φάση ομίλων πήρε 0-0 από την Βραζιλία, έφτασε μέχρι τον τελικό της 17ης Ιουνίου του 1962 στο κατάμεστο «Εστάδιο Νασιονάλ» του Σαντιάγο, όπου μάλιστα κατάφερε να προηγηθεί γρήγορα στο σκορ (15′), με τον θρυλικό της μέσο, Γιόζεφ Μάζοπουστ.
Ο Αμαρίλντο απάντησε άμεσα (17′) και έδωσε το σύνθημα στην Σελεσάο, η οποία ήλεγξε τον ρυθμό του αγώνα και, στο τελευταίο εικοσάλεπτο (69′ Ζίτο, 78′ Βαβά), «καπάρωσε» το δεύτερο παγκόσμιο στέμμα της και, μάλιστα, διαδοχικό.
Βραζιλία – Τσεχοσλοβακία 3-1
(17′ Αμαρίλντο, 69′ Ζίτο, 78′ Βαβά – 15′ Μάζοπουστ)
Βραζιλία (Αϊμορέ Μοϊρέρα): Ζίλμαρ, Τζάλμα Σάντος, Μάουρο Σάντος, Ζοζίμο, Νίλτον Σάντος, Ζίτο, Ντιντί, Γκαρίνσα, Βαβά, Αμαρίλντο, Ζαγκάλο.
Τσεχοσλοβακία (Ρούντολφ Βίτλαχιλ): Σρόιφ, Πόπλουχαρ, Νόβακ, Πλούσκαλ, Τίσι, Μάζοπουστ, Κβάσνακ, Σέρερ, Γιέλινεκ, Πόσπιχαλ, Κάντραμπα.
Διαιτητής: Νικολάι Λάτισεφ (Σοβιετική Ένωση)