Του Νίκου Παπαδογιάννη
Του το χρωστούσε η ιστορία του Γιώργου Μπαρτζώκα, αυτό που του χάρισε με γενναίο τόκο απόψε στο Φάληρο.
Την εκδίωξή του από «παρακρατικά» στοιχεία που ωστόσο φορούσαν ίδια χρώματα με τον ίδιο είχε δρομολογήσει μία ήττα όχι από τον παντοδύναμη αρμάδα προηγούμενων ετών, αλλά από ένα «τριφύλλι» ελαφρώς μαδημένο.
Στη σύνθεση εκείνου του Παναθηναϊκού περιλαμβάνονταν ρολίστες, αμούστακοι και νεοσύλλεκτοι.
Πεντέμισι χρόνια αργότερα, ο πλήρης Παναθηναϊκός που φιγουράρει στην 6η θέση της Εuroleague κατηφόρισε στο Φάληρο, πάρκαρε στο ίδιο πάρκινγκ όπου διαδραματίστηκαν τα θλιβερά επεισόδια της 9ης Οκτωβρίου 2014 και ηττήθηκε από τον Ολυμπιακό του σελοτέιπ.
Σπανούλης και Μιλουτίνοβ στα «πιτς» εκτός υπηρεσίας, τρεις άλλοι απροπόνητοι, τρεις νεοφερμένοι, πλίνθοι, κέραμοι, ερριμμένα ωστόσο με απόλυτη τάξη.
Ο Ολυμπιακός της δεύτερης περιόδου του Μπαρτζώκα είναι ομάδα με αρχές, με αρχή, με μέση.
Δεν γράφω «και με τέλος», γιατί αυτό το ρημάδι το τέλος έφερε στο λιμάνι πολύ περισσότερα προβλήματα από εκείνα που έλυσε. Νομίζω ότι, σιγά σιγά, οι φυσικοί αυτουργοί του το αντιλαμβάνονται.
Ο Ολυμπιακός παραμένει ζωντανός στο κυνήγι της πρόκρισης και θα ήταν …ακόμη ζωντανότερος, αν δεν είχε διαπράξει αυτοχειρία στο Τελ Αβίβ.
Οι αποστάσεις που χωρίζουν τους διεκδικητές είναι τόσο μικρές, ώστε καλύπτονται με μία ή δύο υπερβάσεις.
Ήταν υπέρβαση το αποψινό; Και ναι και όχι.
Ο Ολυμπιακός μπορεί να υστερεί σε βάθος και σε ομοιογένεια, αλλά το σχήμα του είναι πιο ισορροπημένο και πιο ορθολογικό από αυτό του Παναθηναϊκού. Στο δυναμικό του υπάρχει ποιότητα, υπάρχει και πείρα.
Tώρα που αποκτήθηκε ικανός προπονητής για να αντικαταστήσει το τίποτε του πρώτου τριμήνου, προστέθηκε στην εξίσωση η απαραίτητη καθοδήγηση, σε επίπεδο όχι μόνο τεχνικό, αλλά και πνευματικό. Δεν θυμάμαι να βλέπω τέτοιο πάθος τις μέρες του Μπλατ και του Κεμζούρα.
Πάνω απ’ όλα, ο Ολυμπιακός του 2020 βγήκε στο παζάρι με το τεφτέρι γεμάτο σημειώσεις, οπότε μπάλωσε τα κενά του με τρόπο αριστοτεχνικό. Τόσο ο «Σακ» ΜακΚίσικ όσο και ο Οκτάβιους Έλις ανέλαβαν νευραλγικούς ρόλους και τους διεκπεραίωσαν στην εντέλεια, ο πρώτος αξιοποιώντας 34 λεπτά συμμετοχής, ο δεύτερος ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί του σχεδόν αναντικατάστατου. Ο Μπάικς παραμένει αόρατος, αλλά παραείναι νωρίς για να κριθεί. Ο Βεζένκοφ έδειξε σιγουριά μολονότι ρίχτηκε για δεύτερη φορά σε ναρκοπέδιο (αφού η άμυνα με αλλαγές τον έστελνε πεσκέσι πάνω στον Ράις, αλείφοντας αλάτι στις πληγές του ΟΑΚΑ), ενώ ο Παπανικολάου έχει προσθέσει ποιοτικό playmaking στο ήδη πληθωρικό παιχνίδι του. Το άγχος στο φινάλε πήγε να τον κάνει μοιραίο, αλλά οι 8 πόντοι του στο τελευταίο πεντάλεπτο έγιναν αιχμή του δόρατος. Θυμίζω ότι στο διάστημα 30’-35’ ο Ολυμπιακός πέτυχε μόλις 2 πόντους και το ντέρμπι ανέδιδε οσμή ανατροπής.
Στα τελευταία 6 παιχνίδια του, ο Ολυμπιακός μετράει 4 νίκες και μόνο 2 ήττες, από τις οποίες η μία ήταν κοροϊδίστικη. Στο Κάουνας έχασε «πολλά με λίγα», αλλά μέρος της ευθύνης για αυτή την ήττα βαρύνει τη διοίκηση, ένεκα της απαγόρευσης μεταγραφών. Ξέρω, ξέρω. Το περιβόητο «ban» αποδόθηκε αρμοδίως σε συμπαιγνία, πόλεμος νεύρων ή αβλεψία, αλλά εδώ δεν διαβάζετε οπαδική στήλη.
O Παναθηναϊκός μπορεί να είναι απολαυστικός όταν μπουμπουνίζει τα τρίποντα πέντε-πέντε, αλλά δεν παύει να θυμίζει τραπέζι που του λείπει ένα πόδι. Ο αντίπαλος που τον κατεβάζει στους 80 πόντους πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες επιτυχίες με γεωμετρική πρόοδο. Aν έμεινε στο παιχνίδι μέχρι το τέλος, τον οφείλει στους εύκολους πόντους που του χάρισε ο Ολυμπιακός με 5-6 φτηνά λάθη που μεταφράστηκαν σε αιφνιδιασμούς.
Στην άμυνα των «πρασίνων» πασχίζουν να μπαλώσουν τα κενά τέσσερις στην καλύτερη περίπτωση, δύο στη χειρότερη, παίκτες.
Ο Μπαρτζώκας σημάδεψε κατ’ ευθείαν στην καρωτίδα, επιστρατεύοντας στο δεύτερο ημίχρονο πεντάδες με δύο απειλητικούς γκαρντ (ΜακΚίσικ, Ρότσεστι), παρ’ όλο που οι αμυντικές αδυναμίες του δεύτερου άφηναν κενά στα μετόπισθεν.
Ο Ταϊρίς Ράις μπορεί να είχε αρκετές καλές στιγμές, αλλά η άμυνά του στον ΜακΚίσικ θύμιζε μολυβένιο στρατιωτάκι, ιδίως στα τελευταία λεπτά.
Ο Φρεντέτ έγινε παγκίτης και έμεινε σε μονοψήφιο νούμερο συμμετοχής, ενώ ο ξαφνικά βασικός Ράουτινς βάζει υποψηφιότητα για τον τίτλο της χειρότερης μεταγραφής στην ιστορία. Σε όποια ιστορία προτιμάτε.
Mέσα στην αρειμάνια γελοιότητα των ημερών, και δεν αναφέρομαι μόνο στα αθλητικά, οι παίκτες των δύο ομάδων βρήκαν το κέφι και το κουράγιο για να παίξουν καλό μπάσκετ χωρίς να ασχολούνται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Το ίδιο είχε συμβεί και στις 6 Δεκεμβρίου, στο πρώτο φετινό ντέρμπι ανάμεσά τους. Όσο αποκρουστικό και αν είναι το περιτύλιγμα, η αλήθεια του παρκέ υπενθυμίζει ότι μόνο χαμένο βγαίνει το ελληνικό μπάσκετ από τo παιδιάστικο πείσμα που κρατάει τον Ολυμπιακό εκτός Βasket League. Αλλά αυτή είναι μία συζήτηση για τη μεθεπόμενη ημέρα, η οποία θα ξημερώσει το καλοκαίρι, μόλις σβήσουν τα φώτα. Εάν δεν έχουμε ριζικές ανακατατάξεις, η επόμενη αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο «αιωνίους» των 9 ευρωπαϊκών τροπαίων θα γίνει μέσα στο καταχείμωνο του 2020-1. Οι εννέα μήνες που μεσολαβούν μπορεί να κυοφορήσουν τερατογενέσεις ή και κανένα ανεμογκάστρι.
Πηγή: Gazzetta