Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Ο Μιλιάτσκα, ο ποταμός που διαπερνάει το Σαράγιεβο, οριοθετεί την Γκρμπάβιτσα. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ήταν η μεγαλύτερη συνοικία της πόλης. Σε έκταση, όχι σε πληθυσμό.

Ενδεικτικό πως μετά την ανεξαρτητοποίηση της Βοσνίας η περιοχή χωρίστηκε διοικητικά σε δύο κομμάτια, με τις καθόλα διακριτές ονομασίες Γκρμπάβιτσα Ι και Γκρμπάβιτσα ΙΙ.

Σε μια πόλη περιστοιχισμένη από τέσσερα βουνά, τα βοσκοτόπια ήταν -τότε- υπέρτερα των ανθρώπινων κατασκευών. Οι ξεχωριστές απέδιδαν την πολυπολιτισμική ταυτότητα της πόλης.

Στα δυτικά του ποταμού, όπου και βρίσκεται η Γκρμπάβιτσα, (συν)υπήρχαν το τζαμί του Ουμού Αρίφ, η καθολική εκκλησία του Αγίου Ιγνάτιου και ένα μοναστήρι Φραγκισκανών.

Αντάμα στα σπίτια των θρησκειών και αυτό που ένωνε ολάκερη την γειτονιά. Το ομώνυμο γήπεδο, το Γκρμπάβιτσα, έδρα της Ζελέζνιτσαρ. Μικρό, ίσα που χωρούσε 20.000 πιστούς σε κάθε λιτανεία των «Plavi».

Αντικείμενο του πόθου ένα εισιτήριο. Οποτεδήποτε. Για οποιοδήποτε παιχνίδι. Για οπουδήποτε στην εξέδρα. Τότε η θέση εκεί δεν σήμαινε τίποτα για τη θέση έξω από δαύτη.

Οι πιτσιρικάδες που ξεροστάλιαζαν ολημερίς στα βοσκοτόπια δίπλα στο γήπεδο, στο δικό τους παιχνίδι, το είχαν βρει το αποκούμπι. Αδιαφορώντας για το αν θα σκίσουν ρούχα ή δέρμα, περνούσαν μέσα από τη σιδερένια αγκυλωτή περίφραξη μόνο και μόνο για να κλέψουν ματιές από μια προπόνηση και να ξεπατικώσουν κινήσεις από τα είδωλά τους.

Ένας από δαύτους ξεχώριζε στην όψη. «Švabo» τον φώναζαν. Ο «Γερμανός». Δεν είχε να κάνει μόνο με την καταγωγή του. Κατά το… ένα τέταρτο άριες οι ρίζες του. Ο πατέρας του, ο Μιχαήλ, Γερμανο-Σλοβένος ήταν. Η μάνα του, η Καρολίνα, ήταν Πολωνο-Τσέχα.

Όλες οι φυλές στο Σαράγιεβο συναντιόντουσαν.

Αυτό το γερμανικό τέταρτο έφτανε και περίσσευε για να τον χαρακτηρίσει στην παιδική ομήγυρη. Πόσο μάλλον που και φυσιογνωμικά το υπερτόνιζε. Ψηλός, μακρυκάνης, κατάξανθος. Τον ενοχλούσε μέχρι δακρύων το «Švabo», αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αποτινάξει. Ποτέ δεν μπόρεσε.

Όπως και να βρει και λύση στο πώς να χωρέσει σε μια τρύπα, σε έναν σιδερένιο φράκτη, η οποία είχε ανοιχτεί τόσο ώστε να περνάνε συνομήλικοί του άλλων, μικρότερων, διαστάσεων.

Μα ήταν η Ζελέζνιτσαρ. Η είσοδος για το Γκρμπάβιτσα.

Χαλάλι τα κοψίματα. Όχι όμως και εκείνα στα παντελονάκια. Σιδεράς ήταν ο Μιχαήλ, νοικοκυρά η Καρόλινα, δεν τους περίσσευαν ούτε για ανανέωση της γκαρνταρόμπας των παιδιών τους (η Γκορντάνα ήταν η μικρότερη κόρη τους) μα ούτε και για ραφές, υφάσματα και νέα μπαλώματα.

Όταν λοιπόν η Ζελέζνιτσαρ ανακοίνωσε δοκιμές νεαρών παιδιών ώστε να ξεχωρίσει και να εντάξει τα πλέον ταλαντούχα στα τμήματα υποδομής της, το δέλεαρ για τον «Švabo» προκειμένου να δηλώσει συμμετοχή, τελευταίος και πλέον διστακτικός από την παρέα του, δεν ήταν η πιθανότητα να επιλεχθεί.

Ούτε καν.

Ούτε τα υποτυπώδη αθλητικά γονίδια τον παρακίνησαν. Ο πατέρας του, όταν δεν κροτάλιζε άτσαλα το ακορντεόν, εκτονωνόταν παίζοντας μποξ, ενώ η μητέρα του ασχολούνταν στα νιάτα της με τον στίβο.

Ούτε καν.

Το ότι όμως αυτοί που θα επιλέγονταν θα εξασφάλιζαν -βάσει των όσων υποσχόταν η σχετική πρόσκληση- και είσοδο σε κάθε παιχνίδι της Ζελέζνιτσαρ στο Γκρμπάβιτσα έφτανε και περίσσευε, μιας και έτσι θα γλύτωνε τον αδυσώπητο φράκτη και τα όσα προκαλούσε.

Τριακόσια παιδιά δοκιμάστηκαν. Ξεχώρισαν οι 25. Ήταν ένας εξ αυτών. Ήταν-δεν ήταν 13-14.

Εξήντα χρόνια αργότερα, σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, ο «Švabo», ο Ίβιτσα Όσιμ, δεν ξέχασε εκείνον τον φράκτη, μνημονεύοντάς τον ως την αιτία που το ποδόσφαιρο έγινε η ζωή του.

Αγιασμένος να ‘ναι.

Καταραμένος να ‘ναι.

O Στράους της Γκρμπάβιτσα

Τα 800 (παλιά) δηνάρια ήταν οι προβλεπόμενες απολαβές του πρώτου επαγγελματικού συμβολαίου που υπέγραψε, αμέσως με την ενηλικίωση. Δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο. Ήταν όμως περισσότερα από τη σύνταξη του Μιχαήλ.

Και ήταν τόσα ώστε η Καρολίνα θα μπορούσε να του εξασφαλίσει τα απαραίτητα για να βελτιώσει τη διατροφή του. Λιπόσαρκος, ακόμα και τότε, στα τέλη των 50s, όλοι όσοι τον διαχειρίζονταν το επισήμαιναν.

Πολύ καλός τεχνίτης, ναι, μα δεν θα μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο με τέτοια καχεκτική σωματοδομή. Έτσι κι αλλιώς η εναλλακτική υπήρχε. Κοφτερό μυαλό, ξεχώρισε από τα γυμνασιακά του χρόνια για την κλίση του στα μαθηματικά.

Τόσο ανεπτυγμένη που δεν χρειάστηκε καν να δώσει εξετάσεις για να γίνει δεκτός στην τοπική Πανεπιστημιακή Μαθηματική σχολή. Πέρασε απλώς και μόνο με τις διακρίσεις και τις συστάσεις που είχε ως μαθητής.

Η πρώτη του εξεταστική ήταν που συνέπεσε με εκείνα τα 800 δηνάρια και το συμβόλαιο. Τότε ούτε που φανταζόταν πως θα ήταν η τελευταία, μιας και έκτοτε σιγά-σιγά, γεύμα το γεύμα, δράμι το δράμι, βοηθούσε το κορμί του.

Να αντέχει περισσότερο, να ανταποκρίνεται καλύτερα, να μπορεί να στέκεται σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, χωρίς να μένει από ανάσες, χωρίς να πέφτει στο κάθε τζαρτζάρισμα, χωρίς να βγάζει απλώς -ασθμαίνοντας και πονώντας αφόρητα σε όλο του σώμα- το πολύ ένα ημίχρονο.

Από εκεί που προκαλούσε απορία για το κατά πόσον θα μπορέσει, εξελίχτηκε ραγδαία. Βασικός στη Ζελέζνιτσαρ, σημείο αναφοράς της, διεθνής πρώτα με τις Ελπίδες και μετά με την πρώτη ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, παίρνοντας μέρος ως και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964. Όλα διαδοχικά, όλα γρήγορα.

Δαντελένιος μεσοεπιθετικός, με αδιανόητη τεχνική και ντρίμπλες που ζάλιζαν, που εξαντλούσαν κάθε αντίπαλο, με κίνηση θαρρείς πατημένη σε πεντάγραμμο να παράγει, σε κάθε χνάρι του στο χορτάρι και σε κάθε του επαφή με την μπάλα, μουσική.

«Štrausa s Grbavice»«O Στράους της Γκρμπάβιτσα». Έτσι τον αποκάλεσαν. Ψάχνοντας κάποιον Γερμανό, για να ταιριάξει με το πρώτο του προσωνύμιο, βρήκαν Αυστριακό. Το ίδιο ήταν στη συλλογική συνείδηση, εφόσον πέτυχαν και συνθέτη, μουσικό, δημιουργό. Για να μπορέσουν έτσι να δώσουν υπόσταση, αίσθηση, σε ό,τι έβλεπαν και ένιωθαν από αυτόν στο γήπεδο.

Η ανέλιξή του όμως δεν του εξασφάλισε στάτους προνομιακό. Κάθε άλλο. Το φθινόπωρο του ’64 τιμωρήθηκε με ετήσιο αποκλεισμό εξαιτίας της εμπλοκής του σε σκάνδαλο δωροδοκίας. Έμεινε στην ιστορία ως «Afera Planinic», δηλαδή η «Υπόθεση Πλάνινιτς», βαφτισμένο από το επίθετο του τερματοφύλακα της Ζελέζνιτσαρ.

Aφορούσε σ’ αυτόν όμως άμεσα. Ο Όσιμ και ο κολλητός του, ο Ντράγκο Σμάιλοβιτς, όντας οι δύο καλύτεροι παίκτες της Ζελέζνιτσαρ, ήταν αυτοί που, στα δύο παιχνίδια που η διοίκηση των «Plavi» είχε πουλήσει, ενημερώθηκαν σχετικά πριν τη σέντρα για το αποτέλεσμα που είχε συμφωνηθεί.

Και ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν, χωρίς να έχουν επιλογή. Στο πρώτο μάλιστα παιχνίδι, στη φιλοξενία της Χάιντουκ (επικράτησε με 4-0), ήταν τόσο επιτηδευμένα κακός, τόσο αδιάφορος που προκάλεσε και την οργή των συμπαικτών του, οι περισσότεροι εκ των οποίων πληροφορήθηκαν τα συμφωνηθέντα στο ημίχρονο.

Στο δεύτερο παιχνίδι, κόντρα στην Τρεσνιέβκα, ρόλο μεσάζοντα είχε ο Πλάνινιτς (εξ ου και η… βάφτιση του σκανδάλου). Η πρακτική ήταν αδύνατον να μείνει κρυφή, η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία τιμώρησε αρχικά τους πάντες και τα πάντα.

Οι τρεις εμπλεκόμενες ομάδες όμως τελικά έπεσαν στα μαλάκα (τιμωρήθηκαν κατόπιν εφέσεων με αφαιρέσεις βαθμών). Ακόμα και τότε -και ειδικά στην πάντα εύθραυστη συνομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας– ο συνεκτικός ιστός έπρεπε, έστω και μέσω του ποδοσφαίρου, να μείνει αρραγής και έτσι δύο ομάδες από την Κροατία (Χάιντουκ και Τρεσνιέβκα) και η μία από τη Βοσνία (Ζελέζνιτσαρ) να μην τιμωρηθούν ώστε να μην προκληθεί η παραμικρή αναστάτωση.

Για τους ποδοσφαιριστές, τους προπονητές και τους παράγοντες θέμα δεν υπήρχε. Σε αυτούς θα προσωποποιούνταν η ευθύνη και αυτοί θα δίνονταν βορά στην κοινή γνώμη.

Εκείνο τον χρόνο που έμεινε εκτός γηπέδων, ο Όσιμ γνώρισε την κατάθλιψη. Δεν μπορούσε να την ταυτοποιήσει τότε (ούτε και οι θεράποντές του), δεν μπορούσε να την προσδιορίσει, αλλά κατέληξε αγοραφοβικός, αποφεύγοντας οποιαδήποτε κοινωνική επαφή, αναπτύσσοντας μεταξύ άλλων και λογιών-λογιών (άλλες) φοβίες.

Τόσο έντονες που του προκάλεσαν και σωματικά προβλήματα υγείας. Νοσηλεύτηκε για τρεις μήνες, με ηπατικά και κυκλοφορικά ζητήματα, χωρίς οι γιατροί του να μπορούν να διευκρινίσουν επακριβώς την γενεσιουργό αιτία.

Του συστήθηκε ακόμα και να σταματήσει τελείως το ποδόσφαιρο, για να μην επιβαρύνει περαιτέρω την υγεία του. Πλέον όμως ακριβώς το να παίξει ποδόσφαιρο ήταν -έτσι το θεωρούσε τουλάχιστον- ζωτικής σημασίας για τον ίδιο.

Κυριολεκτικά.

Πλησιάζοντας στο τέλος της ποινής του, ανέλαβε ο ίδιος την ευθύνη να γυρίσει στο γήπεδο, αγνοώντας τις ιατρικές συμβουλές, απλώς και μόνο αναζητώντας λύση μέσω της επιστροφής του στα προβλήματα που ταλάνιζαν το κορμί του.

Όπως τότε, παιδί, με τον φράκτη.

Η επάνοδός του έγινε σε ένα παιχνίδι με τη Ραντνίτσκι. Δεν ξεκίνησε βασικός. Η Ζελέζνιτσαρ έπρεπε να κερδίσει για να αποφύγει τον υποβιβασμό. Γκολ όμως δεν έβρισκε.

«Hoćemo Švabu».

«Θέλουμε τον Γερμανό». Η ρυθμική, χορωδιακή απαίτηση από την εξέδρα. Πρώτιστα, ηχηρό συγχωροχάρτι για την -όπως είχε αντιμετωπιστεί η αθέλητη εμπλοκή του στο σκάνδαλο δωροδοκίας- προδοσία του.

Και δευτερευόντως, αλλά αυτονόητα, απαίτηση που ήταν νόμος. Είναι νόμος. Για κάθε προπονητή, οποιασδήποτε εποχής, οποιασδήποτε ομάδας, σε οποιοδήποτε γήπεδο.

Μπήκε, σκόραρε, με (σπάνια, παρά το μπόι του) κεφαλιά ύστερα από εκτέλεση κόρνερ, το μοναδικό και νικητήριο γκολ, κράτησε έτσι τη Ζελέζνιτσαρ στην κατηγορία, εξιλεώθηκε και -κατά δήλωσή του- γιατρεύτηκε. Πρώτα στην ψυχή και μετά στο σώμα.

Παίζοντας ποδόσφαιρο.

Αγιασμένο να ‘ναι.

Καταραμένο να ‘ναι.

Οι δυο σκέψεις πριν τον ύπνο

Οκτώ χρόνια έλειψε από το Σαράγιεβο. Τόσα έπαιξε στη Γαλλία, σε τέσσερεις διαφορετικές ομάδες. Δεν κέρδισε ποτέ τίποτα, φτάνοντας πιο κοντά ως μέλος της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, αλλά και πάλι τον Τελικό του Euro 1968 τον έχασε από την Ιταλία.

Η Ζελέζνιτσαρ από την άλλη, δυο χρόνια μετά το φευγιό του (1972), κατέκτησε το Πρωτάθλημα, τον μοναδικό τίτλο της ιστορίας της επί ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.

Ο επαναπατρισμός τον βρήκε να περνάει αμέσως έξω από τις γραμμές του γηπέδου, να κάθεται στον πάγκο (1978). Χωρίς τίποτα το ενδιάμεσο, χωρίς καμία σπουδή. Έφυγε από τη Γαλλία απόμαχος ποδοσφαιριστής, γύρισε στην Γκρμπάβιτσα επαγγελματίας προπονητής.

Επαγγελματίας. Μεγάλη κουβέντα. Τη Ζελέζνιτσαρ ανέλαβε. Ψέματα. Η Ζελέζνιτσαρ, χωρίς δισταγμό, τον εμπιστεύτηκε, μόλις στα 37 του και παντελώς άπειρο προπονητικά. Και έτσι ρέφαρε για την οκταετία που έλειπε, περνώντας την επόμενη στον πάγκο της. Δύο φορές την οδήγησε στη δεύτερη θέση του Γιουγκοσλαβικό Πρωταθλήματος, άλλη μία φορά έπαιξε σε Τελικό Κυπέλλου.

Το μεγαλύτερο όμως παράσημο τού προπονητή πια Όσιμ σε αυτό το διάστημα ήταν και ο μεγαλύτερος αχός του. Οι «Plavi» έφτασαν στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA το 1986. Αντιμετώπιζαν τη Βιντεότον, η οποία επικράτησε στην έδρα της στο πρώτο παιχνίδι με 3-1.

Στη ρεβάνς η Ζελέζνιτσαρ ανέτρεψε το σκορ και, προηγούμενη με 2-0, ετοιμαζόταν για Τελικό. Στο 87′ όμως ο δεξιός μπακ της Βιντεότον, ο Γιόζεφ Τσουχάι, σκόραρε, άλλαξε τον φιναλίστ και παρτενέρ της Ρεάλ Μαδρίτης και εξώθησε ουσιαστικά τον Όσιμ στο να αφήσει και πάλι το Σαράγιεβο, αυτή τη φορά για το Βελιγράδι, αναλαμβάνοντας την Εθνική Γιουγκοσλαβίας.

Κατά πολλούς -και πιθανότατα δικαιολογημένα εκτιμώντας το– την πλέον ταλαντούχα φουρνιά όλων των εποχών στην ποδοσφαιρική της ιστορία. Δεν το έδειξε στην πρώτη απόπειρα με τον «Švabo» στον πάγκο, με εκκωφαντικό αποκλεισμό από τα τελικά του Euro 1988, το γεγονός όμως ότι δεν του κόστισε το πόστο του εκλέκτορα χαρακτηριστικό πλέον της καθολικής αναγνώρισης που απολάμβανε ως προπονητής.

Ήταν αυτός ο επαρκής, ο κατάλληλος για να διαχειριστεί την προορισμένη για κορυφές, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες, συγκεκριμένη ομάδα των «Orlovi».

Και το Italia 90 θα ήταν το παλκοσένικο όπου θα το αποδείκνυε. Τα προεόρτια όμως του καταστροφικού εμφυλίου στάθηκε αδύνατο να μην επηρεάσουν. Ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, όντας τιμωρημένος για την περίφημη κλωτσιά του στα έκτροπα του προ μηνών ντέρμπι της Ντινάμο Ζάγκρεμπ με τον Ερυθρό Αστέρα, δεν είχε συμπεριληφθεί στην αποστολή.

Ο διχαστικός λόγος και οι ανάλογες πράξεις ήταν εμφανείς στο κάθε τι. Μετά τη συντριβή της πρεμιέρας (1-4) από τη μετέπειτα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, Δυτική Γερμανία, ο Τύπος στη Γιουγκοσλαβία πλημμύρισε από μύθους. Ως και μια ντουζίνα μπουκάλια ουίσκι γράφτηκε πως ήπιε το ίδιο βράδυ της “τεσσάρας”.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον χαρακτήριζαν, άμεσα ή έμμεσα, αλκοολικό. Δεν θα ήταν η τελευταία. Συνήθως δεν απαντούσε. Θύμωνε, αλλά το προσπερνούσε. Εννοείται πως έπινε. Ποτέ δεν το έκρυψε. Αλλά ήξερε να πίνει και να μην μεθάει. Να πίνει αργά και με μεζέ μπροστά του.

Γι’ αυτό και ο Όσιμ δεν ήταν αλκοολικός. Ποτέ.

Η Γιουγκοσλαβία συνήλθε, ξεπέρασε τη συντριβή και ακολούθησε τη «Nationalmannschaft» στην τελική 16άδα της διοργάνωσης. Εκεί την περίμενε η Ισπανία. Με 11άδα αποτελούμενη από πέντε Βόσνιους, δύο Σέρβους, έναν Κροάτη, έναν Μαυροβούνιο, έναν Σλοβένο και έναν Βορειομακεδόνα, 11άδα απάντηση στις πολεμικές ιαχές που στις πατρίδες όλων αυτών σιγά-σιγά αλλά σταθερά κυριαρχούσαν, οι Γιουγκοσλάβοι επικράτησαν με 2-1 και προκρίθηκαν στα προημιτελικά.

Εκεί περίμενε ο Ντιέγκο Μαραντόνα και η Αργεντινή. Οι ιαχές όμως δεν επέτρεψαν ηρεμία. Πριν τη σέντρα ο (Σλοβένος) Σρέτσκο Κάτανετς ζήτησε από τον Όσιμ να μην αγωνιστεί, μιας και ο ίδιος αλλά και η οικογένειά του δέχονταν απειλές θανάτου, μόνο και μόνο γιατί βρίσκονταν στην αποστολή της Γιουγκοσλαβίας.

Πριν το ημίωρο ο δεύτερος βασικός αμυντικός χαφ των «Αετών», ο (Μουσουλμάνος) Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς, αποβλήθηκε. Ακόμα και έτσι, ακόμα και με αριθμητικό μειονέκτημα, οι Γιουγκοσλάβοι άντεξαν και έστειλαν την πρόκριση στα πέναλτι, έχοντας αυτοί τις καλύτερες ευκαιρίες στα 120 αγωνιστικά λεπτά, για να τα αποφύγουν.

Τόσο ατσάλι έμοιαζαν οι Βαλκάνιοι που, παρότι ξεκίνησαν τη διαδικασία των εκτελέσεων από τη βούλα, βλέποντας τον κάπτεν Στόικοβιτς να αστοχεί, ο δικός τους τερματοφύλακας, ο Τόμισλαβ Ίβκοβιτς, ούρλιαζε πως θα απαντήσει. Και το έκανε, σταματώντας την μπάλα στην εκτέλεση του Ντιέγκο.

Αλλά το άστρο είναι το μόνο που λυγίζει το ατσάλι. Και σε εκείνο το τουρνουά, σε εκείνο το παιχνίδι, το πρώτο από τα δύο που έστειλαν τους Λατινοαμερικάνους στον Τελικό, τα άστρα, όλα, είχαν φωτίσει τον Σέρχιο Γκοϊκοετσέα. Απέκρουσε τα δύο τελευταία πέναλτι των Γιουγκοσλάβων και τελείωσε εκεί, στο Comunale της Φλωρεντίας, τη διεθνή ποδοσφαιρική ιστορία τους.

Ναι, προκρίθηκαν και στα τελικά του Euro 1992, όμως τότε ο πόλεμος δεν περιοριζόταν σε ιαχές. Κατέκαιγε, ήδη, τα πάντα, με πρώτο και κύριο το Σαράγιεβο, το οποίο είχε ξεκινήσει να βομβαρδίζεται ανηλεώς από τις κυβερνητικές (σέρβικες) δυνάμεις.

Έτσι, όταν η UEFA απέκλεισε τη Γιουγκοσλαβία από τα τελικά της Σουηδίας, έναν μήνα πριν τη σέντρα -προφανώς ειρωνικό ότι οι Δανοί που αντικατέστησαν τους Γιουγκοσλάβους, ερχόμενοι απ’ ευθείας από διακοπές και παραλίες, στέφθηκαν Πρωταθλητές Ευρώπης- ο Όσιμ σε συνέντευξη Τύπου στο Βελιγράδι ανακοίνωσε την παραίτησή του, υπενθυμίζοντας (και δικαιολογώντας έτσι την απόφασή του) απλώς πως γεννήθηκε στο Σαράγιεβο.

Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο.

Ο πόλεμος, η καταστροφή, ο θάνατος παντού, ναι, δεν μπαίνουν σε καμία ζυγαριά, εξ ορισμού.

Ο μόνος τρόπος, ο μόνος λόγος να φύγουν έστω και πρόσκαιρα, έστω και συνειρμικά από το προσκήνιο, υποκειμενικά πάντα και μόνο, είναι το μαράζι.

Και του Όσιμ ένα ήταν.

«Κάθε φορά που πέφτω να κοιμηθώ σκέφτομαι δύο πράγματα. Το πρώτο, ότι αρνήθηκα δύο φορές τη Ρεάλ Μαδρίτης. Το δεύτερο είναι να αναρωτιέμαι για το Παγκόσμιο του 1990».

Αγιασμένο να ‘ναι.

Καταραμένο να ‘ναι.

Εν Αθήναις

Κανείς δεν έμαθε ποτέ, πώς και υπό ποιο πλαίσιο η «Βασίλισσα» προσέγγισε τον Όσιμ. Πέραν του μαραζιού του, ο ίδιος φρόντιζε με δημόσιες τοποθετήσεις του να διακωμωδεί (;), να εκλογικεύει (;), να δικαιολογεί (;), οτιδήποτε τέλος πάντων του επέτρεπε να το βγάζει από μέσα του και να το ψυχαναλύει.

«Τι θα μπορούσα να τους διδάξω;», αναρωτήθηκε μια φορά.

«Το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να με μάθει περισσότερος κόσμος», παρατήρησε μια δεύτερη.

Την ατάκα, έτσι κι αλλιώς, την είχε. Έτοιμη για κάθε συνθήκη, για κάθε περίσταση. Αφειδώς τις μοιράστηκε και στη διετία που ήρθε στα μέρη μας, αναλαμβάνοντας καλοκαίρι του ’92 τον Παναθηναϊκό. Με το καλώς όρισες, πείραξε το μάτι. Τα εμπριμέ πουκάμισα (του) δεν θεωρήθηκαν καλόγουστα.

Αυτά γρήγορα τα άλλαξε. Μια-δυο επισκέψεις στο Κολωνάκι προσάρμοσαν γρήγορα στην απαιτούμενη συνθήκη την στιλιστική του εμφάνιση. Τον τρόπο όμως που εκφραζόταν, τον τρόπο που προπονούσε, τον τρόπο που μιλούσε σε παίκτες, συνεργάτες, τον τρόπο που επικοινωνούσε με/στα media ούτε καν προσπάθησε να αλλάξει.

Όσο και αν παρεξηγήθηκε γι’ αυτόν του τον τρόπο. Και το «παρεξηγήθηκε» είναι κυριολεκτικό. Σε κάθε του έκφανση και σημασία. Ποτέ δεν του αναγνωρίστηκε πως ήταν εδώ μαζί με τον μικρό του γιο, τον Σέλιμιρ, και δούλευε, ενώ η σύζυγός του, η Άσιμα, μαζί και η κόρη του, Ίρμα (ο Αμάρ είναι ο δεύτερος γιος του και ο μεγαλύτερος από τα τρία του παιδιά) ήταν εγκλωβισμένες στο εμπόλεμο, στο ισοπεδωμένο Σαράγιεβο.

Η οικογένεια Βαρδινογιάννη επανειλημμένως προσφέρθηκε να μεσολαβήσει ώστε να έρθουν με ασφάλεια στην Αθήνα. Ούτε να διανοηθούν να αφήσουν το σπίτι τους. Και ο Όσιμ καθημερινά, ασταμάτητα, με την έννοιά τους, την θλίψη του για μια πατρίδα, για το κάθε τι εκεί που διαλυόταν.

Μαζί με τον συμπατριώτη του, τον Ντούσαν Μπάγεβιτς (βοηθός του για ένα φεγγάρι στο ξεκίνημά του στην Εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας), έφεραν καραβιές προσφύγων στην Αθήνα, καλύπτοντας όλα τους τα έξοδα. Πρόσφυγες Κροάτες, πρόσφυγες Σέρβους, πρόσφυγες Βόσνιους, πρόσφυγες Μουσουλμάνους.

Δεν διάλεγε, δεν ξεχώριζε, δεν τον ένοιαζε. Όπως ακριβώς μεγάλωσε με τους πάντες, όπως έζησε με τους πάντες, όπως είχε τους πάντες, όλες τις φυλές, μέσα στην ίδια του την οικογένεια.

Δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον πόλεμο ως δικαιολογία, ως άλλοθι, ως μέσο για να γίνει πιο συμπαθής, πιο αγαπητός, να σμιλεύει το δημόσιο προφίλ του. Παρότι λυσσομανούσε, παρότι η προσωπική του καθημερινότητα στη φωτιά ήταν αδυσώπητη, δυσβάσταχτη, τα περισσότερα εν Ελλάδι για όσα περνούσε τα πληροφορηθήκαμε, αφού έφυγε.

Και όχι μόνο αυτά μα και άλλα ανθρώπινα. Την προτίμησή του στο μπάρμπεκιου, παρότι δεν είχε ιδέα πώς να το κάνει, τη φιλία του με τον Σάκοτα, τα αλληλοπειράγματα με τον Μάλκοβιτς, την πλάκα στον Μπάγεβιτς, την αναγνώριση στην ιδιοφυΐα του Ίβκοβιτς.

Και το ποδόσφαιρο. Με όλα όσα έχτισαν τον μύθο του -κυριολεκτικά- στα δύο χρόνια που (μας) άντεξε. Δεν έβλεπε και ούτε καταλάβαινε από βεντέτες, από ιερά και όσια (Σαραβάκος, Αποστολάκης). Δεν τον ένοιαζε η ίντριγκα, η πολιτική, τα έλεγε έξω από τα δόντια και έδινε την εντύπωση πως, αν του επιτρεπόταν, έστω και στο ελάχιστο, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα -όπου και όποτε χρειαζόταν- να σπάσει κιόλας. Των άλλων.

Όταν ο Παναθηναϊκός θα αντιμετώπιζε την Στουρμ Γκρατς στο Champions League, τον Νοέμβριο του 2000, σε αφιέρωμά της η «Αθλητική Ηχώ» ξεχώρισε μερικές από τις χαρακτηριστικότερες ατάκες του, ενόσω βρισκόταν στον πάγκο των «Πρασίνων».

Αξίζουν.

Σε ερώτηση για το ποιος είναι ο καλύτερος προπονητής:

«Μα ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Μόνο η φόρμα τού λείπει για να κάτσει στον πάγκο».

Απαντώντας γιατί πηγαίνει πάντα καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος στις συσκέψεις με τους διοικούντες τον Παναθηναϊκό:

«Πηγαίνω για… εκτέλεση. Με τόσα πιστόλια εκεί μέσα, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου τύχει. Τουλάχιστον να είμαι καλά ντυμένος»

Απαντώντας για τον περίφημο παραγκωνισμό του Δημήτρη Σαραβάκου:

«Για να ξαναπαίξει ο Σαραβάκος, θα πρέπει το ποδόσφαιρο να γίνει χάντμπολ, να μπαίνουν και να βγαίνουν συνεχώς οι ποδοσφαιριστές».

Αποκρινόμενος στην ερώτηση «αν ήσασταν Βαρδινογιάννης, ποιον ποδοσφαιριστή θα αγοράζατε;»:

«Αν ήμουν Βαρδινογιάννης, δεν θα ασχολούμουν με το ποδόσφαιρο».

Αναφερόμενος στις συγκριτικές αδυναμίες του Παναθηναϊκού σε σχέση με την ΑΕΚ της εποχής του:

«Ένα FIATάκι δεν μπορεί να νικήσει μια Porsche. Οι αντίπαλοι τρέχουν με BMW και εγώ με Volkswagen».

Στρεφόμενος, δημοσίως, κατά των ποδοσφαιριστών του:

«Εύχομαι οι ποδοσφαιριστές των άλλων ομάδων να μην μοιάζουν στους δικούς μας».

Αφτιά, σίγουρα, δεν χάιδευε. Εννοείται κυρίως στα αποδυτήριά του. Ακόμα όμως και όσοι στη συνεργασία τους τότε αδικήθηκαν ή ένιωσαν αδικημένοι, μόνο τα καλύτερα έλεγαν -αργότερα, όταν κατακάθισε το συναίσθημα και απέμεινε η επίγνωση- για τις ιδέες του, την προπονητική του προσέγγιση, τη μεθοδολογία, το όραμά του.

Διάολε, και με όλον τον σεβασμό, ήθελε μπόλικο από δαύτο και ακόμα περισσότερα κάκκαλα να δοκιμάζεις (έστω και) σε προπονητικά διπλά τον Γιάννη Καλλιτζάκη στο κέντρο, μόνο και μόνο για να εμφυσήσεις το (άγνωστο ως και έννοια τότε, στις αρχές των 90s) build up.

Ή να αγνοήσεις την παλλαϊκή απαίτηση και τη διοικητική παράκρουση για να παίξει, να χρησιμοποιείται τακτικά, ώστε τουλάχιστον να προσαρμοστεί, το ακριβότερο μεταγραφικό απόκτημα της εποχής, ένας εν ενεργεία διεθνής Αργεντινός επιτελικός χαφ, όπως ήταν ο Χουάν Χοσέ Μπορέλι.

Κατέκτησε ένα Κύπελλο -κόντρα στον Ολυμπιακό του Λιούμπκο Πέτροβιτς, αντίπαλός του και στον έναν χρόνο που βρέθηκε στον πάγκο της Παρτιζάν (1991-1992), όντας τότε τεχνικός στον παντοκράτορα Ερυθρό Αστέρα, τον οποίον κέρδισε στον Tελικό του Κυπέλλου Γιουγκοσλαβίας– και ένα Super Cup, ποτέ όμως δεν μπόρεσε να κερδίσει (εκείνη την στιγμή τουλάχιστον) αποδυτήρια, εξέδρα, διοίκηση και Τύπο.

Ακόμα και όταν άπαντες αναγνώρισαν πως είχε βάλει τις βάσεις για τη δημιουργία της ομάδας που ο (διάδοχός του) Χουάν Ραμόν Ρότσα απελευθέρωσε, οδηγώντας ένα παιχνίδι μακριά από τον Τελικό του Champions League το 1996.

Ακόμα και η πλέον περίφημη ατάκα του, αυτή που προικοδότησε στην αιωνιότητα περί της ιδιότητας της μπάλας, λάθος –σκόπιμα- μεταφράστηκε.

Σε ένα παιχνίδι με τον Ηρακλή στο Καυταντζόγλειο, στην τρίτη αγωνιστική της δεύτερης σεζόν του Όσιμ, ο άθλιος Παναθηναϊκός έχανε στο ημίχρονο με 2-0 από τον Ηρακλή (με “10άρι” του τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς). Στο 77’ ο Φρατζέσκος, στο 83’ με πέναλτι ο Σαραβάκος και στις καθυστερήσεις ο Μαυρίδης γύρισαν το ματς για τους «Πρασίνους», χωρίς όμως να πάρουν και τα εύσημα από τον τεχνικό τους.

«Η μπάλα είναι πουτάνα ολκής. Γι’ αυτό νικήσαμε σήμερα, ενώ έπρεπε να χάσουμε», λέει στην γλώσσα του, φόρα παρτίδα, στη συνέντευξη Τύπου. Ο μεταφραστής του, Δημήτρης Παναγιωτάκης, προσπαθώντας να αποδώσει όσο πιο κόσμια μπορούσε την παρόλα του Βόσνιου, μεταφράζει απλώς «πόρνη».

Και έτσι ακόμα (αποδείχτηκε πως) έγραψε.

Αλλά σίγα που θα το άφηνε ο Όσιμ. Χρόνια μετά, όταν ρωτήθηκε για τη μνημειώδη φράση του, ξεκαθάρισε πως η λέξη που χρησιμοποίησε χαρακτηρίζοντας την μπάλα ήταν «πουτάνα».

Αγιασμένη να ‘ναι.

Καταραμένη να ‘ναι.

Το εγκεφαλικό που άλλαξε τα πάντα

Πόση σχέση μπορεί να έχει η Αθήνα με το Γκρατς; Όση είχε, καταμεσής του ’94, ο Παναθηναϊκός με την Στουρμ. Καμία. Τόσο η πόλη όμως όσο και η ομάδα αποδείχτηκαν λιμάνι απάνεμο, επιτέλους, για τον καταταλαιπωρημένο άνθρωπο και καμβάς η δεύτερη για τον πρωτοπόρο προπονητή.

Στην πόλη ο Όσιμ αντάμωσε με όλη του την οικογένεια, βρήκε την ηρεμία και τη γαλήνη του. Την ομάδα απλώς την έβαλε στον χάρτη. Όχι μόνο του αυστριακού ποδοσφαίρου (δύο Πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα) μα και του ευρωπαϊκού, φτάνοντάς την από τα άγραφα ενδότερα ως τους «16» του Champions League.

«Δεν έκανε τα δέντρα να βγάλουν πόδια, αλλά τα έμαθε και να κλωτσάνε», το επικό απολογιστικό σχόλιο αυστριακής εφημερίδας για τη συμβολή του «φιλόσοφου», όπως τον χαρακτήρισαν, Βόσνιου σε μια ακόμα προπονητική οκταετία του, σε έναν ακόμα επαγγελματικό κύκλο του.

Όταν ολοκληρώθηκε, ακολούθησε τον δρόμο του μεταξιού (και των γιεν), μετακομίζοντας στην Ιαπωνία. Τρία χρόνια στην Chiba United (2003-2006), ένα στην Εθνική ομάδα. Άλλο άκρο σε επίπεδο νοοτροπίας. Τόσο για εκείνους που συνάντησε όσο και για αυτούς που τον φιλοξένησαν.

Έγινε καρτούν, εξώφυλλο σε video game, βιβλίο με τις ατάκες που ξεστόμισε στην τετραετή του παραμονή στην Ιαπωνία («Οι λέξεις του Όσιμ») έγινε best seller, πουλώντας περισσότερα από 400.000 αντίτυπα, ανάγκασε έναν από τους μεταφραστές του ως εκλέκτορας να βάλει τα κλάματα, επειδή δεν μπορούσε διαφορετικά να μεταφέρει στους ποδοσφαιριστές την ακριβή έκταση της οργής του, έγινε τηλεσχολιαστής και κόντεψε να πεθάνει.

Στα προημιτελικά του Κυπέλλου Ασίας το 2007 έφυγε από τον πάγκο του, αρνούμενος να δει τα πέναλτι στα οποία είχε οδηγηθεί η αναμέτρηση με την Αυστραλία.

«Δεν είναι καλό για την καρδιά μου. Δεν θέλω να πεθάνω στον πάγκο της Ιαπωνίας. Θέλω να πεθάνω στο σπίτι μου, στο Σαράγιεβο».

Τέσσερεις μήνες μετά, παρακολουθώντας ένα παιχνίδι της Άρσεναλ στην Premier League στον καναπέ του σπιτιού του, υπέστη εγκεφαλικό. Έμεινε σε κώμα για πάνω από δύο εβδομάδες και, όταν ξύπνησε, το πρώτο που ρώτησε τη σύζυγό του ήταν πόσο έληξε το παιχνίδι.

Μετά από αυτό σταμάτησε τα πάντα. Μόλις στα 66 του. Δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Γύρισε στο Σαράγιεβο, εκεί στα δυτικά του Μιλιάτσκα, στην Γκρβάμπιτσα. Δυσκολευόταν στην κίνηση, το περπάτημά του έγινε πιο βαρύ, η ομιλία του πιο αργή αλλά πάντα γλαφυρή και παραστατική, κουραζόταν όμως ευκολότερα, φαινόταν και ήταν, συνεχώς, ταλαιπωρημένος.

Η εν υπνώσει -ας είναι καλά το ποδόσφαιρο- χρόνια επιβάρυνση της υγείας του, όταν φανερώθηκε και επέστρεψε, αναδείχθηκε πια επιθετικά και αμείλικτα. Δεν του στέρησε χρόνια, πλήρης ημερών έφυγε, στα 81 του, του στέρησε όμως καλοζωία στα ύστερά του.

Τόσο που δεν μπόρεσε να παραμείνει ούτε στο Σαράγιεβο για να φύγει -όπως ήθελε- εκεί. Η Άσιμα επέμενε, για την καλύτερη φροντίδα του, να μετακομίσουν στο (δεύτερο σπίτι τους) Γκρατς, όπου και απεβίωσε την Πρωτομαγιά του 2022.

Όσο τον βαστούσαν τα πόδια και το κορμί του, ντυνόταν, φορούσε το χαρακτηριστικό μπερεδάκι του και με το μπαστούνι του, αργά-αργά, γύριζε τη γειτονιά. Ψάχνοντας κάνα γηπεδάκι, καμιά αλάνα, οπουδήποτε που να κλωτσάνε τόπι, για να κάτσει να (το) χαζέψει.

Όπως το έμαθε και ο ίδιος. Όπως τον συντρόφευσε στη ζήση του. Όπως το πήρε μαζί του, φεύγοντας.

Αγιασμένο να ‘ναι.

Αγιασμένος να ‘ναι.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This