Του Γιάννη Φιλέρη
Στο Πριγκιπάτο του Μονακό, απέναντι στην τοπική φιλόδοξη ομάδα, με το πολύ γεμάτο ρόστερ και τον ενθουσιασμό του “ρούκι” ξεκινάει τη φετινή του διαδρομή ο Παναθηναϊκός (20:00 στο Novasports Prime) στην πρεμιέρα της EuroLeague, που προβλέπεται πιο ανταγωνιστική από ποτέ. Αν για τους Μονεγάσκους ο αγώνας έχει ιστορική σημασία καθώς είναι ο πρώτος που θα δώσουν στην κορυφαία συλλογική διοργάνωση, οι “πράσινοι” νιώθουν σαν στο σπίτι τους.
Εντάξει δεν έχουν ξαναπαίξει στην Κυανή Ακτή (αν και σίγουρα θα έχουν συναντήσει τη γειτονική Αντίμπ) η φετινή συμμετοχή τους στο υψηλότερο επίπεδο είναι η 41η! Άλλη ελληνική ομάδα δεν έχει τόσες. Ούτε μία, δε, έχει παίξει και τόσους αγώνες. Συνολικά 726, από τον πρώτο της που χάνεται στα βάθη του χρόνου, συγκεκριμένα στις 9 Δεκεμβρίου 1961, όταν έχασε στο Ισραήλ από τη Χάποελ Τελ Αβίβ 82-58 και την “πράσινη” φανέλα φορούσε ο Γιώργος Βασιλακόπουλος (πρώτος σκόρερ στη ρεβάνς με 19π).
Φέτος, ο Παναθηναϊκός παίζει για 24η σερί χρονιά στην Euroleague και 28η τα τελευταία 30 χρόνια (έχει απουσιάσει τη σεζόν 1998-99). Μόνο ο Ολυμπιακός είναι καλύτερός του, αφού οι “ερυθρόλευκοι” συμπληρώνουν τριάντα σερί παρουσίες με τους κορυφαίους της Ευρώπης.
Το να βλέπουμε τους “πράσινους” στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, η Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, η Σουπρολίγκα, η Ευρωλίγκα, όπως κατά καιρούς ονομάστηκε η διοργάνωση είναι κάτι πολύ συνηθισμένο από την περίοδο 1961-62 όταν προκρίθηκαν για πρώτη φορά. Υπήρξε, ωστόσο, ένα διάστημα 8 ετών όπου ο ΠΑΟ έλαμψε δια της απουσίας του. Ήταν η εποχή της κυριαρχίας του Άρη (και για λίγο του ΠΑΟΚ) που σάρωσε τους τίτλους στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση την εκπροσώπηση της χώρας στη μάχη για την ανάδειξη του πρωταθλητή Ευρώπης.
Από τις 8 Νοεμβρίου 1984 όταν ηττήθηκε για δεύτερη φορά από την Βίρτους Γκραναρόλο Μπολόνια (96-87) στον β’ γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της σεζόν 1984-85, ο Παναθηναϊκός έπρεπε να περιμένει οκτώ χρόνια. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1993 (καλή ώρα σαν σήμερα), ξανάπαιζε στη διοργάνωση, χωρίς να υποψιάζεται τι θα επακολουθούσε. Ότι, δηλαδή, μέσα σε δυο δεκαετίες θα κατακτούσε έξι φορές το βαρύτιμο τρόπαιο θα γινόταν ο κυρίαρχος της Ευρώπης παίζοντας συνολικά 11 φορές σε φάιναλ-φορ! Κι όμως την αμέσως προηγούμενη σεζόν (1992-93), ο Παναθηναϊκός δεν είχε καν το δικαίωμα να αγωνιστεί στην Ευρώπη, αφού για πρώτη και μοναδική φορά στα 50 χρόνια που συμμετέχει στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, έμενε εκτός νυμφώνος.
Ο Παύλος φέρνει τον Γκάλη
Η 8η θέση (η χειρότερη στην ιστορία του) του 1992 τον κράτησε μακριά από τα ευρωπαϊκά σαλόνια. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος έχοντας αναλάβει εξ ολοκλήρου την χρηματοδότηση του ΤΑΚ (όπως λέγονταν ακόμη οι ΚΑΕ) απάντησε με ηχηρές μεταγραφές. Πρώτη και καλύτερη αυτή του Νίκου Γκάλη, που μετά από 13 χρόνια στη Θεσσαλονίκη -το καλοκαίρι του 1992- έπαιρνε την απόφαση να αφήσει τον Άρη και να μετακομίσει στην Αθήνα αποδεχόμενος την μυθική προσφορά του προέδρου των “πρασίνων”. Ο Νικ υπέγραφε ένα αστρονομικό συμβόλαιο με ετήσιες αποδοχές 300 εκατομμύρια δραχμές (τωρινά χρήματα σχεδόν ένα εκατομμύριο ευρώ, αλλά πολύ περισσότερο κατ’ αναλογία, καθώς μιλάμε για… 30 χρόνια πριν) με τη συμφωνία να οριστικοποιείται σε μια ψαροταβέρνα της Νέας Κρήνης, όπου το λογαριασμό πλήρωσε ο ίδιος ο Γκάλης.
Τον μεγάλο άσο πλαισίωναν ο Στόικο Βράνκοβιτς στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και ο τρομερός σκόρερ Άριαν Κόμαζετς (μόλις 22 ετών, τότε).
Οι “πράσινοι” έφτιαχναν μια σπουδαία ομάδα, προσθέτοντας στο ρόστερ τους τον πλέι-μέικερ της Σοβιετικής Ένωσης στον θρίαμβο και το χρυσό μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ (1988), Τιτ Σοκ. Ο ελληνοποιημένος Εσθονός έπαιζε χωρίς πρόβλημα στο πρωτάθλημα, όχι όμως και στην Ευρώπη όπου λογιζόταν ως ξένος και επειδή ήδη ο Παναθηναϊκός είχε Κόμαζετς-Βράνκοβιτς δεν μπορούσε να αγωνιστεί! Μαζί τους ο έμπειρος Μηνάς Γκέκος, ο αρχηγός Αργύρης Παπαπέτρου (πατέρας του Ιωάννη), ο Γιάννης Γεωργικόπουλος και οι τότε νεαροί Φραγκίσκος Αλβέρτης, Νίκος Οικονόμου και Χρήστος Μυριούνης, συγκροτούσαν μια εξαιρετική ομάδα, την οποία κοούτσαρε ο Ζέλικο Παβλίσεβιτς.
Ο Κροάτης προπονητής είχε επιβιώσει της καταστροφικής σεζόν (1991-92), παρέμενε στη θέση του, αφού πρώτα είχε “καθαρίσει” Ντίνο Καλαμπάκο – Αργύρη Πεδουλάκη (του είχε κατονομάσει ως “σαμποτέρ” και υπαίτιους της ήττας από το Περιστέρι με διαφορά +20π και κατ’ επέκταση τον ευρωπαϊκό αποκλεισμό του ΠΑΟ, που έβγαινε στο Κύπελλο Κόρατς μέχρι με ήττα 19π) και από σπόντα τον Λιβέρη Ανδρίτσο.
Ο δις πρωταθλητής Ευρώπης με την Τσιμπόνα και την Γιουγκοπλάστικα-Pop84 (εξ ου και το παρατσούκλι “two cups” την φράση δηλαδή-απάντηση σε όσους τον αμφισβητούσαν, θυμίζοντας τα δυο Κύπελλα Πρωταθλητριών που είχε στην κατοχή του) οδήγησε τους “πράσινους” στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος (πρώτος τίτλος της ομάδας μετά το 1986). Στον τελικό ο Παναθηναϊκός με 36π του Νίκου Γκάλη και 30 του Άριαν Κόμαζετς επικράτησε του Άρη 96-89.
Στους τελικούς του πρωταθλήματος. κόντρα στον Ολυμπιακό του Γιάννη Ιωαννίδη και του Ζάρκο Πάσπαλι, ο Παναθηναϊκός με πλεονέκτημα έδρας άρχισε κάνοντας το 1-0, όμως οι “ερυθρόλευκοι” απάντησαν με δυο συνεχόμενες νίκες, γυρίζοντας τη σειρά στα μέτρα τους. Οι “πράσινοι” δεν κατέβηκαν ποτέ στον 4ο τελικό, διαμαρτυρόμενοι για τη διαιτησία του τρίτου αγώνα, ενώ είχαν τραυματία τον Στόγιαν Βράνκοβιτς που πατώντας πάνω στο πόδι του Σταύρου Ελληνιάδη, βγήκε νοκ-άουτ με σοβαρό διάστρεμμα.
Η επιστροφή στην ελίτ
Η διεύρυνση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη φάση των ομίλων να φιλοξενεί 16 ομάδες έδινε τη δυνατότητα στον δευτεραθλητή Ελλάδας, μέσω προκριματικών, να διεκδικήσει την είσοδό του στους ομίλους. Ο Παναθηναϊκός είχε κληρωθεί με την Λέφσκι Σόφιας, του γνωστού και μη εξαιρετέου “μπόμπερ” Γκιόργκι Μλαντένοφ. Δεν πήρε αψήφιστα την υπόθεση της πρόκρισης, μάλιστα ο βοηθός του Παβλίσεβιτς, Βλάσης Βλαϊκίδης, ταξίδεψε μέχρι τη Σόφια για να κατασκοπεύσει την αντίπαλο των “πρασίνων”.
Ο κορμός του Παναθηναϊκού παρέμενε στις επάλξεις, ο Σάσα Βολκόφ ερχόταν για να γίνει ο παρτενέρ του Βράνκοβιτς, ενώ ακόμη ένας Εσθονός (ο Άιβαρ Κουούσμα, ένας εξαιρετικός σουτέρ τριών πόντων) έμπαινε -με τη μέθοδο Σοκ- στο ελληνικό ρόστερ. Όσο για την ελληνική μεταγραφή εκείνου του καλοκαιριού, ο Παύλος Γιαννακόπουλος έπαιρνε στον Παναθηναϊκό έναν ακόμη διεθνή άσο, στη προκειμένη περίπτωση τον Κώστα Παταβούκα.
Παραμονές του πρώτου αγώνα στη Σόφια, ο Παναθηναϊκός έπαιζε στη Χαλκίδα (ήταν τιμωρημένος) με τον Απόλλωνα Πάτρας, για τη δεύτερη αγωνιστική της Α1. Νίκησε σχετικά εύκολα (79-67), με τους οπαδούς πάντως της ομάδας να αποθεώνουν τον… Ίβιτσα Όσιμ και να φωνάζουν, το ιστορικό σύνθημα “Παύλο Θεέ πάρε την ΠΑΕ”.
Λίγες μέρες μετά στις 20/10, όταν η ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟ έχανε 4-1 από τη Λεβερκούζεν (Κύπελλο Κυπελλούχων) το σύνθημα-επιθυμία και μήνυμα, δονούσε το ΟΑΚΑ
Ο Νίκος Γκάλης, πάντως, δεν έδινε σημασία τόσο στα ποδοσφαιρικά συνθήματα όσο στον αγώνα της Ευρώπης που ακολουθούσε.
“Να πω την αλήθεια μού έλειψε πολύ” δήλωνε στους δημοσιογράφους, καθώς και γι’ αυτόν ήταν πρωτόγνωρο να μην αγωνίζεται σε κάποια ευρωπαϊκή διοργάνωση: “Τι έκανε ρε παιδιά ο Βράνκοβιτς;” ρωτούσε με χιούμορ ο Νικ, βλέποντας το φύλλο της στατιστικής (καθιερωνόταν και επίσημα πλέον από την Galanis Sports Data) και τα τρομερά νούμερα του Στόικο κόντρα στους Πατρινούς: 17 πόντοι, 14 ριμπάουντ, 4 κοψίματα. Ο Παβλίσεβιτς είχε αφήσει εκτός αγώνα τον Βολκόφ, γιατί ένιωθε ενοχλήσεις στη μέση, ενώ σε κάποια στιγμή άφησε έξω και τους Σοκ-Κουούσμα, δοκιμάζοντας το “ευρωπαϊκό σχήμα” της ομάδας με πλέι-μέικερ τον Παταβούκα και μπακ-απ τον Γεωργικόπουλο.
Η μέρα ωστόσο για την επιστροφή στην ελίτ της Ευρώπης πλησίαζε. Το κοντέρ θα άρχισε να ξαναγράφει την ιστορία του Παναθηναϊκού στην κορυφαία διοργάνωση, στην οποία μέχρι τότε μετρούσε 31 νίκες-33 ήττες και 1 ισοπαλία (με την Σλάβια Πράγας το 1972, όταν έφτασε μέχρι τους “4”, ενώ τη σεζόν 1981-82 έπαιξε και στον όμιλο των “6”).
Ο αιώνιος Φράνκι
Οι στόχοι ήταν υψηλοί, καθώς ο Παναθηναϊκός, όχι άδικα, φιλοδοξούσε να φτάσει (όπως κι έγινε άλλωστε) μέχρι το φάιναλ-φορ του Τελ Αβίβ. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1993 ξεκινούσε μια τρομερή διαδρομή. Η επικράτηση του Παναθηναϊκού ήταν εύκολη (σκορ 84-68) και ο Γκάλης σημείωνε 28 πόντους χάνοντας μόλις ένα σουτ (11/12δ) και μοιράζοντας 5 ασίστ: “Είστε σίγουροι ότι είναι 37 ετών;” ρωτούσαν αποσβολωμένοι οι Βούλγαροι, που είδαν επίσης τον Στόικο Βράνκοβιτς να έχει νταμπλ-νταμπλ (14π, 12ρ) και τον Σάσα Βολκόφ να σκοράρει 18π, σερβίροντας και έξι τελικές πάσες.
“Φέτος θα είμαι καλύτερος, γιατί έχω προσαρμοστεί πλήρως στα δεδομένα του Παναθηναϊκού. Με ρωτάτε συνέχεια για την ηλικία μου, σας πληροφορώ ότι νιώθω σε εξαιρετική κατάσταση. Έχω στερηθεί πάρα πολλά για να βρίσκομαι πάντα σε αυτό το επίπεδο”, σχολίαζε με νόημα ο Γκάλης, προαναγγέλλοντας μια εξαιρετική χρονιά. Ουσιαστικά την τελευταία του, αφού τέτοιες μέρες του 1994 ξαφνικά έβγαλε την μπρίζα…
Ο Χρήστος Μυριούνης είχε επίσης διψήφιο αριθμό πόντων (12 και ακόμη 7ρ), ο Μηνάς Γκέκος είχε σκοράρει 2π, ο Νίκος Οικονόμου 1 και ένας κοντοκουρεμένος νεαρός 19 ετών, που έπαιζε όμως ήδη τρία χρόνια, τελείωνε το ματς με 9π (3/4δ, 1/4τρ σε 21 λεπτά συμμετοχής).
Ήταν, βέβαια, ο Φραγκίσκος Αλβέρτης που είτε το πιστεύετε είτε όχι από τότε μέχρι αύριο, έχει ζήσει (είτε σαν παίκτης, είτε σαν προπονητής, είτε σαν διοικητικό στέλεχος) 660 αγώνες του Παναθηναϊκού στην Ευρωλίγκα! Το μαλλί έχει μακρύνει και ασπρίσει, ο Φράνκι πλησιάζει τα 50 (εντάξει, 47 ετών είναι ακόμα), αλλά είναι πάντα κοντά στον Παναθηναϊκό συνδέοντας αυτό το ένδοξο παρελθόν με το παρόν και το μέλλον της “πράσινης” ομάδας.
Στην ιστορία, άλλωστε, που ξεκίνησε στη Σόφια την τελευταία μέρα του Σεπτεμβρίου του 1994, ένα σημαντικότατο κεφάλαιο, έχει γράψει και ο ίδιος…
ΥΓ: Ο Παναθηναϊκός νίκησε, βέβαια, και στη ρεβάνς (81-79) πέρασε στους ομίλους, όπου τερμάτισε στη 2η θέση, πίσω από την Εφές με 9 νίκες σε 14 αγώνες. Στα πλέι-οφ πέταξε έξω την πρωταθλήτρια Ευρώπης Λιμόζ και πήγε στο Τελ Αβίβ, όπου ηττήθηκε στον ημιτελικό από τον Ολυμπιακό και νίκησε στον μικρό τελικό την Μπαρτσελόνα, κατακτώντας την 3η θέση. Νωρίτερα, μέσα στη χρονιά, ο Κώστας Πολίτης είχε αντικαταστήσει τον Παβλίσεβιτς
Πηγή: Sport 24