Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Δεν μου αρέσει να γράφω ή να μιλώ για τους ανθρώπους μετά τον θάνατό τους. Από μικρό παιδί λειτουργούσα με τη νοοτροπία ότι του ανθρώπου του αναλογούν τιμές όσο είναι εκεί για να τις δεχθεί. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις, όταν πρόκειται για ανθρώπους των οποίων η προσωπικότητα και η προσφορά δεν αναδείχθηκε στο μέγεθος που της έπρεπε. Την εκτίμησή μου προς τον Κώστα Γενεράκη την είχα επικοινωνήσει στον ίδιο, πολλά χρόνια νωρίτερα από την σημερινή ημέρα. Βρίσκω όμως νόημα σε αυτό εδώ το σημείωμα κυρίως προκειμένου να μιλήσω στους νεότερους για εκείνον, αλλά και για να τιμήσω τη στιγμή: έφυγε από την ζωή ο τελευταίος άνθρωπος που κατέκτησε το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ως πρόεδρος και δεν κυκλοφορούσε με μπράβους.

Μπορεί η κατάκτηση του τίτλου, το 1992, με την ΑΕΚ και η συνεισφορά του να μην τον έκαναν ποτέ όσο mainstream θα χρειαζόταν να γίνει προκειμένου να αποκτήσει το δικό του λήμμα στην wikipedia, αλλά στην συνείδηση όσων τον έζησαν ως παράγοντα θα μείνει ως ένας από τους μεγαλύτερους ευγενείς του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Ένας άνθρωπος που έδινε ζωντανό παράδειγμα στον ορισμό του ευγενή: ευγενικός στη συμπεριφορά, με νοοτροπία και πολιτισμό βασισμένο σε υψηλά ιδανικά.

Ο Κώστας Γενεράκης δεν ζητούσε τα φώτα, ούτε παρίστανε κάποιον μεγαλύτερο από την οικονομική του επιφάνεια. Έγινε πρόεδρος στην ΑΕΚ μόνο όταν ένιωσε την ανάγκη να βοηθήσει, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό το 1991. και δίχως να τάξει λεφτά που δεν είχε για να βάλει στην ΠΑΕ. Ενώ είχε προηγουμένως συμπληρώσει περίπου μια 10ετία ως κάποιος που προσέφερε από διαφορετικές θέσεις και με διαφορετικούς τρόπους στην ΑΕΚ, κι ενώ ήταν ο πρώτος κάτοχος των μετοχών της ΠΑΕ, ο Γενεράκης “περνούσε κάτω από το ραντάρ”, διότι δεν επεδίωκε την προβολή. Διοίκησε με την ίδια ταπεινοφροσύνη, σε σχέση με την δημόσια παρουσία του αλλά και την συμπεριφορά του εντός ΑΕΚ, κάνοντας πολύ χώρο στον Ντούσαν Μπάγεβιτς εκείνον τον καιρό. Στον καιρό του, το γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας ήταν πιο “εκκλησία” συγκριτικά με το “πριν” και το “μετά”.

Αυτή την ευγένεια, μαζί και την διάθεσή του να βοηθά με κάθε τρόπο – δηλαδή είτε οικονομικά είτε δίνοντας τον χρόνο, την εμπειρία και την τεχνογνωσία του, η ΑΕΚ την εκμεταλλεύτηκε επί δεκαετίες. Δηλαδή οι άνθρωποι, κάθε λογής άνθρωποι, την εκμεταλλεύτηκαν επί δεκαετίες. Τον εκμεταλλεύτηκαν επί δεκαετίες, βάζοντας του πάντα μπροστά “την ανάγκη της ΑΕΚ”. Κι αυτός εκεί, αναντίρρητα, άλλοτε έδινε χρήματα, άλλοτε νομιμοποιούσε καταστάσεις και καθεστώτα με την υπογραφή του ή την κατάληψη μιας θέσης στο διοικητικό συμβούλιο. Με θυμάμαι, στα χρόνια που κάλυπτα το ρεπορτάζ της ΑΕΚ, να προσπαθώ να αντιληφθώ γιατί το κάνει, δηλαδή να βρω το όφελός του, το προσωπικό συμφέρον πίσω από τις επιλογές του. Δεν βρήκα ποτέ τίποτα.

Στο μυαλό μου ο Κώστας Γενεράκης ήταν διαχρονικά ένα “σπάνιο πουλί” στην ζούγκλα του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Έμοιαζε πάντα όχι απλώς σαν ξένος, αλλά σαν είδος προς εξαφάνιση, όχι μόνο για την ποδοσφαιρική δημόσια ζωή αλλά και για την κοινωνική δημόσια ζωή. Ένας άνθρωπος του “σαλονιού”, με σπουδές στην Αγγλία της δεκαετίας του ’50, που βρέθηκε να μιλά στον πληθυντικό ευγενείας σε έναν χώρο που κυκλοφορούσαν μπράβοι και όπλα. Τον θαύμαζα πάντα επειδή δεν άλλαξε πολιτισμό, δεν άλλαξε συμπεριφορά, και επειδή δεν έφυγε. Εμεινε στο ποδόσφαιρο για να συνεχίσει να δίνει στην ΑΕΚ σε περιόδους που τον έπιαναν στο στόμα τους ένα σωρό απολίτιστοι κάφροι.

Δεν υποστηρίζω ότι ήταν άγιος ο Κώστας Γενεράκης, άλλωστε δεν τον γνώρισα τόσο καλά που να μπορώ να μιλώ για την ανθρώπινη ποιότητά του. Αποτελούσε όμως πάντοτε το παράδειγμα όταν προσπαθούσα να τεκμηριώσω τον ισχυρισμό ότι θα μπορούσαν να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και να “πετύχουν” άνθρωποι που δεν κυκλοφορούν με μπράβους. Και γι’ αυτό με ενοχλεί που έχει μείνει “αχαρτογράφητος” για τις wikipedia του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σε μια κανονική χώρα, ο Γενεράκης θα ήταν ένας από τους πιο σεβάσμιους, αλλά και από αυτούς που το ίδιο το ποδόσφαιρο θα ήθελε να φωτίζει και να δείχνει, με την ελπίδα να επηρεάσει και να ενθαρρύνει άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.

Πηγή: Gazzetta