Ο κόσμος μπορεί να θυμάται τον Βίνσεντ βαν Γκογκ για μια σειρά από «άσχετες» λεπτομέρειες: για το ότι ήταν ζευγάρι με μία ιερόδουλη, γεγονός που προσέδιδε μία τελείως διαφορετική εννοιολογική «χροιά» κάθε φορά που ξεστόμιζε κάτι βαρύ, όπως «Γ@μώ την πουτ@να μου!». Ή για το πώς έκοψε το αυτί του (οι φήμες που λένε πως το έπραξε αυτό με το που άκουσε το «Διθέσιο» από την Κατερίνα Λιόλιου ελέγχονται ως ανακριβείς). Ενδεχομένως και για την τραγική του κατάληξη, όταν αυτοπυροβολήθηκε στο στομάχι και πέθανε δύο ημέρες αργότερα, ψελλίζοντας «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα», που ήταν και τα τελευταία λόγια του.
Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, ο Ολλανδός είχε πάρει από το χέρι τον εξπρεσιονισμό και τον είχε οδηγήσει στον απόλυτο δημιουργικό του Κολοφώνα, αφήνοντας πίσω του πλειάδα αριστουργημάτων, όπως, για παράδειγμα, Την Έναστρη Νύχτα πάνω από τον Ροδανό.
Το ευρύ κοινό μπορεί να θυμάται τον Ναδάλ για μια σειρά από «άσχετες» λεπτομέρειες: για το γεγονός πως τραυματιζόταν με την συχνότητα που ζητάει συγγνώμη από το τηλεοπτικό κοινό ο Γιώργος Λιάγκας, για το ότι μέχρι να σερβίρει μπορούσες να δεις ολόκληρη την τριλογία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (δύο φορές), για το ότι την τελευταία διετία αρνείτο πεισματικά να δεχτεί πως ο Χρόνος είχε φέρει την ερεβώδη βασίλισσά του στο κουτάκι δίπλα από τον Βασιλιά (του χώματος) και του είχε κάνει ματ.
Και, αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτα πιο άδικο στα παγκόσμια τενιστικά χρονικά: ο Ράφα επί μία εικοσαετία υπήρξε η επιτομή του παίκτη που κοιτούσε τις έναστρες αγωνιστικές νύχτες και τρυπούσε μετά μανίας τον προσωπικό του ουρανό. Ξανά και ξανά και ξανά, με μια ένθεη μανία που όμοιά της δεν είχαμε συναντήσει ποτέ στο παρελθόν- και διατηρούμε τις αμφιβολίες μας πως θα την συναντήσουμε και στο απώτερο μέλλον.
Ήταν εκείνος που ύψωσε άθρυπτο ανάχωμα στον τυφώνα που άκουγε στο όνομα «Ρότζερ Φέντερερ», σε μια εποχή που το να νικήσεις τον Ελβετό μάγο ήταν εξίσου πιθανό με το να τιμηθεί μετά θάνατον για το φιλανθρωπικό του έργο ο Αδόλφος Χίτλερ.
Ήταν ο «Ταύρος» με το ασύλληπτο forehand, ο τενίστας που έκανε θελκτική την άμυνα για ένα τεράστιο μέρος του κοινού, το απροσπέλαστο ανάχωμα που εξαντλούσε- νοητικά και σωματικά- τους αντιπάλους του, υποχρεώνοντάς τους να υποκλιθούν στο τηλαυγές μεγαλείο του.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν η πιο δυσκολοκατάβλητη καρδιά των κορτ, ένα αληθινό ρομπότ που δεν έβγαινε ποτέ εκτός λειτουργίας, ακόμη κι εκείνες τις σπάνιες φορές που ο διαιτητής είχε μετρήσει μέχρι το εννιά και το μόνο που απέμενε ήταν ν’ ακουστεί ο επιθανάτιος αγωνιστικός του ρόγχος.
Το ν’ αραδιάσει κανείς τα επιτεύγματα του Ισπανού είναι έργο καταδικασμένο ν’ αποτύχει: αφενός γιατί ο συνολικός χρόνος ανάγνωσης του κειμένου θα εκτοξευόταν στις 4 μέρες, 22 ώρες και 17 λεπτά (αν είστε από εκείνους που διαβάζουν γρήγορα), αφετέρου επειδή το νόημα στην επίζηλη καριέρα του Ράφα δεν είναι η στείρα λογική, μα το συναίσθημα.
Όπως αυτό της έκπληξης, όταν επικράτησε του Φέντερερ μέσα στο χορτάρινο σπίτι του ασταμάτητου Ελβετού στον καλύτερο τελικό όλων των εποχών (2008, Wimbledon). Όπως του θαυμασμού κάθε φορά που τον έβλεπε κανείς να βγάζει ένα backhand down the line, την στιγμή που θα ορκιζόσουν ότι μισό δεύτερο πριν ήταν στην 3η σειρά της εξέδρας και ήταν ανέφικτο να προλάβει το χτύπημα του αντιπάλου του. Ή της συγκίνησης, όταν ανακοίνωσε χθες πως μετά το Davis Cup θα κρεμάσει δια παντός τη ρακέτα του, πηγαίνοντας να βρει στο ηλιοβασίλεμα τον έτερο Βασιλιά.
Ο Ναδάλ της τελευταίας διετίας προφανώς και ήταν ένα αγωνιστικό κακέκτυπο του πρότερου, ασυναγώνιστου εαυτού του. Ήταν, όμως, τέτοια η πίστη στο πρόσωπό του που άπαντες πόνταραν πως θα επιστρέψει και πάλι και θα κατακτήσει- για χιλιοστή εξηκοστή τέταρτη φορά, αν μετράμε σωστά- το Roland Garros.
Πώς όχι, άλλωστε; Από τα 17 (!) του ο “Matador” άκουγε πως αν συνεχίσει να πιέζει τα γόνατά του δεν πρόκειται να παίζει μετά τα 24-25. Έπειτα πως δεν έχει καμία τύχη ν’ αγωνιστεί μετά τα 28. Τα 30. Τα 32. Το πολύ τα 34.
Η απάντηση του Ναδάλ; Σαμπάνια, Grand Slams, αποθέωση, επέμβαση, αποκατάσταση, επιστροφή στα κορτ, σαμπάνια, Grand Slams, από…
Απότομο, υπό μία έννοια, τέλος.
Ενδεχομένως ουδέποτε στην ιστορία ένας αθλητής δεν πήγε για τόσο πολύ καιρό κόντρα στη λογική- στη λογική, τον Φέντερερ, τον Τζόκοβιτς, τον Μάρεϊ και τα λοιπά ιερά τέρατα που βρήκε στο δρόμο του. Και που τα κέρδισε επανειλημμένως στα «μεγάλα» τουρνουά, έχοντας θετικό ρεκόρ απέναντι σε όλους στα Majors.
Το πέσιμο της δικής του αυλαίας έρχεται να προστεθεί σ’ εκείνο, προ διετίας, του Ρότζερ και σφραγίζει την ολόχρυση εποχή του τένις, που έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη κυρίως χάρη σ’ αυτούς τους δύο.
Ας είναι: ο Ράφα, σαν ένας «διαστρεβλωμένος» βαν Γκογκ, αφήνει πίσω του πληθώρα από- χωμάτινα και μη- αριστουργήματα που δε θα φθαρούν ποτέ.
Να, σαν Την Έναστρη Νύχτα πάνω από τον Ροδανό.
Το μάτι σου θα πέσει αρχικά στην αντανάκλαση του φωτός στο νερό της Αρλ. Στην άψογα σχεδιασμένη μπλε και μωβ πόλη. Στο ασθενικό κίτρινο της νύχτας.
Αν αγάπησες, όμως, τον Ναδάλ και, συνεπακόλουθα, τον Φέντερερ, ξέρεις ότι το μυστικό κρύβεται στο ζευγάρι κάτω δεξιά.
Εκείνο που μας έκανε να σηκώσουμε το βλέμμα στον ουρανό.
Και να θαυμάσουμε τα άστρα.
Πηγή: Sdna