Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Σε όλη τη διάρκεια των προκριματικών του μουντιάλ του Κατάρ, όποιος συζήτησε για την Εθνική μας άκουγε πάντα την ίδια ερώτηση: τελικά έχουμε τόσο κακούς παίκτες ώστε εξαιτίας τους η Εθνική μας δεν μπορεί να κερδίσει το Κόσοβο και τη Γεωργία ή έχουμε τόσο καλούς, ώστε χάρη σε αυτούς η ομάδα να μην χάνει από την Ισπανία στη Γρανάδα, να κερδίζει τη Σουηδία στην Αθήνα και να την τρομάζει στη Στοκχόλμη; Τώρα που η Εθνική μας αποκλείστηκε μπορούμε και να μιλήσουμε για τους παίκτες της. Αρχικά όχι για τους τωρινούς, αλλά για όσους είχανε στελεχώσει τις προηγούμενες ομάδες, αυτές του Οτο Ρεχάγκελ και του Φερνάντο Σάντος, που έκαναν επιτυχίες.
Ποιοι έπαιζαν παλιά
Όταν μιλάμε για την «Εθνική του Ρεχάγκελ» όλοι θυμόμαστε την ομάδα του 2004. Μόνο που ο Οτο δεν ήρθε στην Ελλάδα το 2002 κι έφυγε το 2005: έμεινε στην Εθνική κοντά δέκα χρόνια και δεν είχε μόνο τον Ζαγοράκη, τον «Κάρα», τον Νικοπολίδη, τον Χαριστέα και τους άλλους ήρωες του 2004, αλλά δούλεψε στην Εθνική και με άλλους πολλούς.
Όταν προκρίθηκε με την Εθνική στα τελικά του μουντιάλ του 2010 (για πρώτη φορά μετά το 1994) στην ομάδα του έπαιζε τερματοφύλακας ο Τζόρβας, δεξί στόπερ ήταν ο Βίντρα, ενώ ένας από τους κόφτες ήταν ο φιλότιμος Τζιόλης. Στην αποστολή εκείνου του άδοξου μουντιάλ, (άδοξου εξαιτίας μιας ανόητης ήττας από την Νότιο Κορέα στην πρεμιέρα), υπήρχαν ο Καπετάνος, ο Πρίττας, ο ταλαιπωρημένος από τραυματισμούς Πατσατζόγλου. Για να πάει τότε η Εθνική στη Νότιο Αφρική είχε παίξει μπαράζ με την Ουκρανία του Σεφτσένκο. Σε αυτό είχαν αγωνιστεί ο Πλιάτσικας, ο Μόρας κι ο Νίκος Σπυρόπουλος. Τους τιμώ όλους: έδωσαν και την ψυχή τους για την ομάδα. Αλλά αν αυτοί αγωνίζονταν σήμερα πολύ αμφιβάλω αν θα έβρισκαν θέση βασικού στην ομάδα του Τζον Φαν τ΄Σκιπ.
Στην Αγγλία όχι στη Λίβερπουλ
Ας δούμε τι έγινε στη συνέχεια. Τον Ρεχάγκελ διαδέχτηκε ο Φερνάντο Σάντος. Η Εθνική μας μαζί του προκρίθηκε στα τελικά του Euro του 2012 και μάλιστα πέρασε και στη φάση των 16. Στην αποστολή που ταξίδεψε στην Πολωνία για τα τελικά ήταν ο Μαλεζάς, ο Φετφατζίδης, ο Φωτάκης και ο Μάκος. Βασικοί εκείνης της ομάδας ήταν ο Σηφάκης, ο Μανιάτης, ο Κυριάκος Παπαδόπουλος κι ο χρήσιμος Χολέμπας, που έπαιξε στην Αγγλία, αλλά όχι στη Λίβερπουλ όπως τώρα ο Τσιμίκας. Ολοι αυτοί είχαν αξιολογηθεί ως οι καλύτεροι Ελληνες ποδοσφαιριστές. Δυο χρόνια αργότερα, πάλι με τον Σάντος, η Εθνική μας προκρίθηκε και στα τελικά του μουντιάλ της Βραζιλίας. Στην αποστολή της επέστρεψαν ο Τζιόλης κι ο Βίντρα, βετεράνοι και οι δυο, βρήκε θέση ο Κονέ, ήταν ο Γλύκος, και χώρεσαν κι ο Ταχτσίδης κι ο Χριστοδουλόπουλος. Πόσοι άραγε από αυτούς τους πιστούς στρατιώτες του Σάντος, αν έπαιζαν τώρα, θα συγκαταλέγονταν στις πρώτες επιλογές του Φαν τ Σκιπ; Ισως μόνο ο Λάζαρος.
Η κατακόρυφη πτώση
Ξαναδιαβάστε τα ονόματα όλων αυτών και μετά θα μιλήσουμε και για τους τωρινούς. Είναι χειρότεροι αυτοί που παίζουν τώρα από εκείνους; Αν κάποιος έβλεπε τα ματς με τη Γεωργία (ακόμα κι αυτό που η Εθνική μας κέρδισε με ένα πέναλτι στο 90΄) ή τα παιγνίδια με το Κόσοβο, θα έλεγε ότι οι τωρινοί είναι χειρότεροι. Αν έβλεπε τα ματς με τη Σουηδία (ακόμα κι αυτό στη Στοκχόλμη) θα έλεγε ότι παίκτες με το ταλέντο των σημερινών εκείνες οι ομάδες δεν είχαν. Τι πιστεύω εγώ; Πως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση: οι καλοί παίκτες κάνουν τις καλές ομάδες, αλλά και οι καλές ομάδες βοηθούν τους παίκτες να μοιάζουν καλύτεροι. Τον Ιούλιο του 2014 η Εθνική μας έφτασε ένα πέναλτι από τα προημιτελικά του μουντιάλ. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς έχασε από τα Νησιά Φερόε. Είχαν σταματήσει ο Καραγκούνης και ο Κατσουράνης, που στο μουντιάλ δεν είχαν παίξει μαζί παρά ελάχιστα. Τεράστια η απουσία τους. Αλλά δεν ήταν αυτή ο λόγος της κατακόρυφης πτώσης.
Αυτά είναι που λείπουν
Αν κάτι με ενοχλεί με αυτές τις συνεχείς αποτυχίες της Εθνικής είναι ότι «καίγεται» μια σπουδαία φουρνιά παικτών που μένουν χωρίς επιτυχίες: παίκτες όπως ο Βλαχοδήμος, ο Τσιμίκας, ο Γιαννούλης, ο Τζόλης, ο Μασούρας, ο Φορτούνης, ο Μπουχαλάκης, ο Μπακασέτας, ο Ζέκα κτλ είναι εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές. Λένε ότι οι παλιοί ήταν μια γροθιά κι ότι οι τωρινοί έχουν προσωπικές ατζέντες κτλ: παραμύθια της Χαλιμάς. Αν η Εθνική ήταν καλή στο πρώτο ημίχρονο με τη Σουηδία π.χ ήταν γιατί οι παίκτες, βλέποντας την ελπίδα για πρόκριση στο μουντιάλ να μπαίνει από μια χαραμάδα, τα έδωσαν όλα. Μόνο που δυστυχώς αυτό δεν οδηγεί πάντα σε ένα καλό τέλος: στο ποδόσφαιρο ό,τι ονειρευτήκαμε δεν επαφίεται πάντα στον πατριωτισμό μας. Χρειάζεται πχ να έχεις μια καλά δομημένη ομάδα, με αρχές και αγωνιστική ταυτότητα ακόμα και για να κερδίσεις την Γεωργία και το Κόσοβο. Και αυτά δεν μπορεί δυστυχώς να τα βρουν οι παίκτες μόνοι τους. Χρειάζεται μια ομάδα να έχει σοβαρότητα, αρχές, καθοδήγηση. Αυτά είναι που λείπουν.
Μισές αλήθειες, μεγάλα ψέματα
Οσοι μειώνουν τους παίκτες ισχυρίζονται και κάτι ακόμα που με διαβολίζει: λένε ότι η Εθνική Ελλάδος παίζει καλά με τους δυνατότερους, γιατί τάχα μου ξέρει ν αμύνεται και να χτυπάει στις αντεπιθέσεις, ενώ δεν έχει παίκτες με ταλέντο για να κερδίζουν όσους απέναντί της αμύνονται. Είναι μια μισή αλήθεια, δηλαδή ένα ακόμα ψέμα. Τα τελευταία χρόνια η Εθνική μας αμύνθηκε καλά παίζοντας εκτός έδρας στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Βέλγιο το 2017, ακόμα και στη Βουδαπέστη με την Ουγγαρία το 2015. Αλλά υπήρξαν και ματς στα οποία έπαιξε καλά χωρίς να παίζει μόνο άμυνα: ήταν αξιοπρεπέστατη με το Βέλγιο το 2017 στο Καραϊσκάκη, με την Ουγγαρία το 2016 εντός έδρας, με την Βοσνία και την Φινλανδία τον καιρό του Φαν τ Σκιπ σε ματς στο ΟΑΚΑ και φέτος και στα δυο ματς με τη Σουηδία – και στην Αθήνα και στην Στοκχόλμη κι ας κέρδισε μόνο το πρώτο. Και δεν έχει πάντα προβλήματα με τις ομάδες που παίζουν κλειστά: έχει όταν είναι κακοπροετοιμασμένη κι όταν η ενδεκάδα της αλλάζει συνέχεια. Στο τελευταίο ματς με το Κόσοβο π.χ εμφανίστηκε με ένα σχήμα που αποτελεί παράδειγμα ποδοσφαιρικής ανοησίας: έπαιξε στο ΟΑΚΑ με το Κόσοβο με τρία στόπερ, χωρίς φορ και με μια μεσαία γραμμή αποτελούμενη από τους Μπουχαλάκη, Μάνταλο και Πέλκα που αποτελεί ποδοσφαιρικό παράδοξο.
Η έλλειψη σοβαρότητας
Δεν έχει πρόβλημα παικτών η Εθνική: οι παίκτες που βρίσκονται σε αυτή είναι άτυχοι γιατί δεν έχουν τον Ρεχάγκελ ή τον Σάντος ή έστω τον Σκίμπε, που με μια ομάδα με λιγότερο ταλέντο από την εφετινή, έπαιξε μπαράζ με την Κροατία για μια θέση στο μουντιάλ του 2018. Παίκτες υπάρχουν (και πολλοί…) κι αυτό φαίνεται από τη σχετική ευκολία με την οποία καλύπτονται οι απουσίες. Με τη Σουηδία στο ΟΑΚΑ έλειπαν εξαιτίας τραυματισμών ο Γιαννούλης, ο Γαλανόπουλος, ο Ζέκα, ο Φορτούνης, ο Μασούρας, ο Πέλκας, ο Κουρμπέλης και η Εθνική κέρδισε. Στα δυο τελευταία ματς κλήθηκε επειγόντως ο Γούτας. Και ήταν μια χαρά. Οσο για την περίφημη πληρότητα των παλιών Εθνικών ομάδων κι αυτό παραμύθι είναι: επί Ρεχάγκελ έχει παίξει αριστερό μπακ ο Καραγκούνης κι αριστερό χαφ ο Γιαννακόπουλος. Επί Σάντος έχει παίξει εξτρέμ ο Κονέ και αριστερό μπακ ο Τοροσίδης. Συμβαίνει πάντα η Εθνική μας να έχει απώλειες και να πρέπει να βρεθούν λύσεις εκ των ενόντων.
Δεν ήταν το πρόβλημα οι παίκτες. Η ομάδα πλήρωσε την έλλειψη εμπειρίας στην άμυνα (όπου για ένα γινάτι έλειψαν ο Μανωλάς κι ο Παπασταθόπουλος) και φυσικά πλήρωσε και την απόλυτη έλλειψη σοβαρότητας της ομοσπονδίας. Την απουσία παραγόντων της κυρίως: όσοι ασχολούνται είναι κάτι αργόσχολοι που πίνουν καφέδες διοικώντας με ένα τηλέφωνο. Αν μάθετε τα κριτήρια σύστασης του οργανογράμματος της ομοσπονδίας θα φρίξετε.
Θέλω να πω και κάτι τελευταίο γιατί το ακούω πολύ. Λένε ότι ο Μανωλάς και ο Παπασταθόπουλος φταίνε για τη μη κλήση τους. Όσοι τα λένε αυτά απλά δεν θυμούνται τις παλιές ιστορίες. Το 2002, όταν ήρθε ο Ρεχάγκελ, ο Ντέμης Νικολαϊδης ανακοίνωσε ότι δεν θα ξαναπαίξει στην Εθνική «της ΕΠΟ του Ολυμπιακού». Τον αποθεώσανε. Μετά τον φώναξε ο Ρεχάγκελ. Του είπε δυο πράγματα κι ο Ντέμης γύρισε πίσω. Διότι ο προπονητής του τον έπεισε. Και τον έπεισε γιατί ήταν προπονητής. Ο καλύτερος της Εθνικής μας.
Πηγή: Κάρπετ Show