Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξανδρου Σόμογλου

Ξένος ή Έλληνας προπονητής; Δώνης, Ουζουνίδης, ή μήπως Δέλλας; Αμέσως μετά την ισοπαλία της εθνικής μας ομάδας στην Πρίστινα (που ουσιαστικά ύψωσε απαγορευτικό πρόκρισης στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος απέναντι στη Σουηδία) «άναψε» για τα καλά στα ποδοσφαιρικά «καφενεία» η συζήτηση για τη διαδοχή του Τζον Φαν’τ Σχιπ στον πάγκο του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Ακόμη και οι τελευταίοι υπέρμαχοι του Ολλανδού τεχνικού, έδειξαν να χάνουν κάθε διάθεση παράθεσης οποιουδήποτε επιχειρήματος που να θέτει στο τραπέζι οιασδήποτε μορφής παράτασης της θητείας του νυν ομοσπονδιακού τεχνικού. Και άπαντες επιχειρούν να… διεισδύσουν στις σκέψεις του Θοδωρή Ζαγοράκη που θα κληθεί να επιλέξει το πρόσωπο που θα οδηγήσει την εθνική ομάδα στην αναγέννησή της.

Δεν είναι εύκολη η αναζήτηση του διαδόχου του Φαν’τ Σχιπ, όπως δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από τη «γαλανόλευκη», δεδομένου ότι εδώ και μια πενταετία διεξάγεται ξανά σε ένα ποτισμένο, από οπαδικό φανατισμό, περιβάλλον.

Είναι τόσο αρρωστημένη η αντιμετώπιση της εθνικής μας ομάδας, εντός και εκτός ΕΠΟ (στα media, στα social media, στα γραφεία της Ομοσπονδίας, στα γραφεία των μεγάλων ΠΑΕ) που μόνο ένα πρόσωπο θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει το φάρμακο εξυγίανσης που θα οδηγούσε ξανά το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σε μέρες… Ότο Ρεχάγκελ και Φερνάντο Σάντος. Ωστόσο, αφενός δεν νομίζω να είναι σε θέση η ΕΠΟ να καλύψει το υψηλό κασέ του και αφετέρου δεν πιστεύω ότι και ο ίδιος θα ενδιαφερόταν να καθίσει από τώρα στον πάγκο οποιασδήποτε εθνικής ομάδας.

Αναφέρομαι στον Ερνέστο Βαλβέρδε! Ένα πρόσωπο υπεράνω οπαδικών αντιπαραθέσεων και διαφορών, ένας προπονητής που κέρδισε με την παρουσία του στην Ελλάδα τον καθολικό σεβασμό όλων των φιλάθλων (και όχι μόνο των φίλων του Ολυμπιακού) και φυσικά μια προσωπικότητα που θα μπορούσε να φέρει στο ταλαιπωρημένο ελληνικό ποδόσφαιρο μια… όαση έμπνευσης που τόσο πολύ έχουμε όλοι μας ανάγκη.

Δεν σας κρύβω ότι αν ήμουν Θοδωρής Ζαγοράκης, θα την έκανα την προσπάθεια, όσο… απέλπιδα κι αν έμοιαζε. Και δεν θα το έπραττα μόνος μου. Γνωρίζοντας τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της ομοσπονδίας, θα έβαζα στο παιχνίδι και τα αφεντικά των μεγάλων ΠΑΕ. Τον Μαρινάκη, τον Σαββίδη, τον Μελισσανίδη, τον Αλαφούζο. Θα τους εξηγούσα ότι η παρουσία ενός ανθρώπου όπως ο Βαλβέρδε στην κορυφή της προπονητής πυραμίδας του ελληνικού ποδοσφαίρου, μόνο οφέλη θα είχε για όλους, και φυσικά και για τους ίδιους.

Η ποιοτική αναβάθμιση των εθνικών ομάδων οποιασδήποτε χώρας, συντελεί τα μέγιστα στη δημιουργία χρηματιστηριακών υπεραξιών των εγχώριων ταλέντων της. Αυτομάτως, ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ, ο Παναθηναϊκός, όλες οι ελληνικές ομάδες θα αποκτούσαν μια… πασαρέλα επίδειξης των «γηγενών ποδοσφαιρικών προϊόντων» τους, στη διεθνή αγορά. Αν ήμουν λοιπόν Ζαγοράκης θα έπειθα τους πιο ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες του ελληνικού ποδοσφαίρου να συμμετέχουν στην προσπάθεια πρόσληψης του Βαλβέρδε, ως επένδυση για το συμφέρον και την εξέλιξη των ίδιων των ομάδων τους.

Επειδή, βέβαια, πιθανότατα η συγκεκριμένη συζήτηση μοιάζει ουτοπιστική και άκρως… ρομαντική (ακόμη και ως σκέψη) για το ελληνικό ποδόσφαιρο, ας επιστρέψουμε στην πεζή μας πραγματικότητα.

Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα «Έλληνας ή ξένος ομοσπονδιακός τεχνικός», μήπως πρέπει αρχικά να προσδιορίσουμε τις αρμοδιότητες του νέου προπονητή της εθνικής;

Έλληνας ή ξένος, λοιπόν; Τι εθνικότητας πρέπει να είναι ο επόμενος ομοσπονδιακός τεχνικός; Είναι, όμως, αυτή η σωστή ερώτηση που πρέπει να τεθεί για τον διάδοχο του Φαν’τ Σχιπ; Μήπως πρέπει αρχικά να προσδιορίσουμε τις αρμοδιότητες του νέου προπονητή της εθνικής ομάδας; Τι ψάχνουμε ακριβώς;

Αναζητούμε έναν προπονητή, η ευθύνη του οποίου θα περιορίζεται αποκλειστικά στη διαχείριση της εθνικής ανδρών; Αναζητούμε έναν προπονητή που θα ηγείται ολόκληρου του οικοδομήματος των εθνικών μας ομάδων, που θα κληθεί ουσιαστικά να υλοποιήσει το «μοντέλο Σάντος» που εγκαταλείφθηκε άγαρμπα μετά την αποχώρηση του Πορτογάλου τεχνικού; Τι θα γράφει η… μικρή αγγελία που θα αναρτήσει η ΕΠΟ;

«Ζητείται προπονητής που θα φέρει άμεσα αποτελέσματα στην εθνική ανδρών και θα την οδηγήσει ξανά σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης;» ή «ζητείται προπονητής που θα κληθεί να αναπτύξει ένα αναπτυξιακό μοντέλο των εθνικών ομάδων και θα οδηγήσει την εθνική ανδρών ξανά στο δρόμο των επιτυχιών;»… Άλλη δουλειά η μία, άλλη η δεύτερη. Άλλες προδιαγραφές πρέπει να πληροί ο «υπάλληλος» που θα προσληφθεί για την πρώτη, άλλες για την επόμενη.

Υπάρχει και άλλη μια παράμετρος που πρέπει να εξεταστεί. Σε ποιο εργασιακό περιβάλλον θα κληθεί να δουλέψει ο επόμενος ομοσπονδιακός τεχνικός; Σε ένα περιβάλλον που θα δέχεται παρεμβάσεις από την Ομοσπονδία και όποιον ισχυρό κινεί τα νήματα σε αυτήν; Σε ένα περιβάλλον που θα τον περιμένουν στη γωνία… δημοσιογραφικά πιστόλια, έτοιμα να τον πυροβολήσουν και να δηλητηριάσουν τη σκέψη του κόσμου, επειδή αυτό θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ομάδας που υπηρετούν (όποια κι αν είναι αυτή);

Αν δεν μείνει ξανά η εθνική μας ομάδα έξω από τις εμφύλιες ποδοσφαιρικές συγκρούσεις των μεγάλων ΠΑΕ (με ότι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία της) δεν θα δει προκοπή, όποιος κι αν αναλάβει την «καυτή πατάτα» της τεχνικής της ηγεσίας. Ιδιαίτερα αν ο επόμενος ομοσπονδιακός είναι Έλληνας, φοβάμαι ότι αν δεν διαφοροποιηθεί το συγκεκριμένο περιβάλλον θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντέξει τόση αρρώστια.

Θεωρώ, για παράδειγμα, τον Γιώργο Δώνη μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επιλογή για την εθνική μας ομάδα, και σίγουρα μια επιλογή πιο έτοιμη προπονητικά, από την αντίστοιχη του Τραϊανού Δέλλα, που ως προσωπικότητα εμπνέει δεδομένα σεβασμό, αλλά προπονητικά δεν έχει πείσει ακόμη ότι μπορεί να φέρει εις πέρας μια τόσο «βαριά» αποστολή. Θα μπορέσει, όμως, είτε ο ένας, είτε ο άλλος να επιβιώσει σε ένα τόσο δηλητηριασμένο περιβάλλον; Δύσκολο…

Από την άλλη, βέβαια, αν είναι να φέρουμε ξανά στον πάγκο της εθνικής ομάδας κάποιον ξένο γυρολόγο προπονητή των ικανοτήτων του Τζον Φαν’τ Σχιπ, τότε μην το συζητάμε: Δώνης και πάλι Δώνης… δαγκωτό! Κι ας κληθεί να κολυμπήσει στο βούρκο του δηλητηριασμένου οπαδισμού. Τουλάχιστον ένας κανονικός προπονητής, έχει κάποιες μικρές πιθανότητες να επιβιώσει! Ο Φαν’τ Σχιπ δεν ήξερε ούτε καν να κολυμπά…

Πηγή: Sportday