Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Είναι οξύμωρο. Γεγονός αλλά οξύμωρο. Έπαιζε ποδόσφαιρο μέχρι και πέντε μήνες πριν συμπληρώσει τα 41 του.

Κέρδισε 26 τίτλους σε 21 χρόνια επαγγελματικής καριέρας, αγωνιζόμενος μόλις σε τέσσερεις ομάδες, σε τρεις διαφορετικές χώρες. Έκανε 130 συμμετοχές με την Εθνική Ολλανδίας, κρατώντας μάλιστα μέχρι το 2017 το σχετικό ρεκόρ. Από δαύτα, από αυτά που ακόμη κατέχει, άλλο τίποτα. Από ατομικές διακρίσεις, επίσης.

Όταν λοιπόν ένας συμπατριώτης του, από τους κορυφαίους γραφιάδες της χώρας του, τον προσέγγισε, λίγο μετά από την απόφασή του να κρεμάσει τα γάντια του, ζητώντας του να γράψει την βιογραφία του, συνάντησε διστακτικότητα, επιφυλακτικότητα. Δεν ήταν πως δεν ήθελε. Δεν ήταν πως φοβόταν να πει, να μοιραστεί πράγματα. Ήταν πως θεωρούσε ότι δεν είχε να πει τίποτα το ενδιαφέρον για το κοινό που θα προσκαλούταν να αγοράσει το βιβλίο των αποσταγμάτων της ζωής του.

Θεωρούσε πως δεν είχε να προσφέρει τίποτα από όσα παραδοσιακά πουλάνε, από εκείνα που διαχρονικά προκαλούν.

«Συγγνώμη», αποκρίθηκε στον γραφιά, «αλλά νομίζω πως δεν είμαι και τόσο rock’n’roll τύπος».

Ούτε υπερέβαλε ούτε και ήταν ταπεινός. Δεν λάθεψε. Δεν προσπάθησε να αποφύγει κάτι. Μπορούσε, αν ήθελε, χίλιες και δυο δικαιολογίες να βρει. Για τον ίδιο αυτό ίσχυε. Και ισχύει. Το πίστευε και προφανώς, ο Έντβιν Βαν Ντερ Σαρ, το πιστεύει. Γι’ αυτό άλλωστε και η βιογραφία του, ακόμη, δεν έχει γραφτεί.

Μεταξύ βαλέδων και ρηγάδων

Λατρεμένη συνήθεια του Λουίς Bαν Χάαλ τα χαρτιά. Ξέφευγε, ξέδινε, ξεμπλόκαρε. Φυσικά, καμία εντύπωση δεν προκαλεί πως η παρέα με την οποία πρωτοξεκίνησε να παίζει ακόμα και σήμερα, κοντά τέσσερεις δεκαετίες αργότερα, ίδια είναι. Ναι, προφανώς όχι πάντα, αλλά αυτοί με τους οποίους προτιμάει να μοιράζεται το τραπέζι ο εκλέκτορας της Ολλανδίας απαράλλαχτοι έχουν μείνει.

Ξεχωριστός ανάμεσά τους ο Ρούουντ Μπρέρινγκ. Άσημος, άγνωστος ποδοσφαιρικά. Ούτε ξακουστή καριέρα έκανε ως επιθετικός ούτε και κάτι ιδιαίτερο έχει να παρουσιάσει ως προπονητής. Ήταν και παραμένει απλώς ομοτράπεζος του Βαν Χάαλ ενώπιον της πράσινης τσόχας.

Πριν μπει η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, ο Μπρέρινγκ ήταν προπονητής στην ομάδα Νέων της Νόρντβαϊκ, μιας ερασιτεχνικής Ολλανδικής ομάδας. Και ο Βαν Χαάλ ξεκινούσε ουσιαστικά τη δική του σταδιοδρομία στους πάγκους, όντας στο επιτελείο του Λίο Μπενάκερ στον Άγιαξ. Σ’ ένα χαρτοπαίγνιό τους λοιπόν μεταξύ βαλέδων και ρηγάδων, ο Βαν Χάαλ εξομολογείται το μαράζι του στον Μπρέρινγκ.

Ο Άγιαξ δεν είχε (τότε) μαντήλι να κλάψει και του είχε ανατεθεί να βρει έναν νεαρό, εξελίξιμο τερματοφύλακα, προκειμένου να στελεχώσει την δεύτερη ομάδα του «Αίαντα», αποτελώντας και μια τριτοτέταρτη επιλογή για την πρώτη.

Περιορισμοί στην αναζήτηση δεν υπήρχαν, ειδικά εφόσον δεν υπήρχαν χρήματα. Οπότε ακόμα και το ερασιτεχνικό επίπεδο δεν αποκλειόταν.

Ο Μπρέρινγκ λοιπόν εκ των πλέον καταλλήλων για να απευθυνθεί. Και η αλήθεια είναι πως πολλή σκέψη ο ίδιος δεν χρειάστηκε προκειμένου, πριν καν το επόμενο φύλλο, ν’ απαντήσει στον Βαν Χάαλ, συστήνοντας του τον τότε 20χρονο τερματοφύλακα της δικής του ομάδας.

Είχε γίνει βέβαια τερματοφύλακας, δεν ήταν εξαρχής. Στα 10 του ξεκίνησε το ποδόσφαιρο ο Βαν Ντερ Σαρ και ουσιαστικά μέχρι το ξεκίνημα της εφηβείας του αμυντικός αγωνίζονταν, παίζοντας στην Φόρεχολτε, σ’ ένα χωριουδάκι της ολλανδικής υπαίθρου.

Η μετάβαση στο τέρμα απλή. Σ’ ένα παιχνίδι ο τερματοφύλακας δεν εμφανίστηκε, ήταν ο ψηλότερος από τα υπόλοιπα πιτσιρίκια και ο προπονητής τού έδωσε τα γάντια. Τόσο απλά.

Ακόμα απλούστερα κόλλησε στην εστία και έκτοτε δεν έφυγε από εκεί. Ο Μπρέρινγκ τον πρόσεξε, όταν πλέον πήγαινε Γυμνάσιο, σε σχολικά τουρνουά. Και στα 15 τον έφερε στη “μεγάλη” της περιοχής, τη Νόρντβαϊκ. Ως εκεί όμως. Ούτε καν ο ίδιος ο Βαν Ντερ Σαρ έβλεπε επαγγελματική δίοδο στο ποδόσφαιρο. Άδεια από τον εμπορικό σύλλογο έψαχνε να βγάλει, ώστε να ανοίξει το δικό του μαγαζάκι στη γενέτειρά του. Με την μπάλα, τα γάντια, απλώς ξεχαρμάνιαζε. Τίποτα περισσότερο.

Μέχρι την φλασιά του Μπρέρινγκ στην τσόχα πάνω. Ο Βαν Χάαλ δεν τρελαίνεται από τη σύσταση και στέλνει τον προπονητή τερματοφυλάκων του Άγιαξ, τον Φρανς Χεκ, για scouting. Το περνάει. Και έτσι κερδίζει και τη δική του προσοχή. Τον βλέπει σε κάποια παιχνίδια και, παρότι δεν ήταν ο καλύτερος μεταξύ των υποψηφίων, εν τούτοις προκρίνεται. Κυρίως γιατί δεν θα κόστιζε ευρώ. Δαπάνη έστω και ενός για τον -στην καλύτερη- τέταρτο ή πέμπτο τερματοφύλακα του «Αίαντα» το κλαμπ τότε δεν είχε.

Και κάπως έτσι μετακομίζει στο Άμστερνταμ, βάζοντας στην άκρη το σχέδιο για το εμπορικό μαγαζάκι. Πρόσκαιρα όμως, αφού ακόμα και τότε δεν περίμενε πως θα έβρισκε την άκρη στον Άγιαξ.

«Όχι» όμως σε μια τέτοια προοπτική -κατευθείαν από ερασιτεχνικό επίπεδο στην κορυφαία ομάδα της χώρας, στα 20 του, σε ηλικία δηλαδή που άλλοι στον «Αίαντα» έχουν ήδη κριθεί και έχουν ήδη αποχωρήσει…- δεν γινόταν να πει, όπως είχε κάνει πριν έναν χρόνο στην Σπάρτα Ρότερνταμ, η οποία επίσης αναζητούσε συμπλήρωμα της τριάδα των τερματοφυλάκων της. Η πρότασή της όμως ήταν απλώς η κάλυψη των μεταφορικών του εξόδων, δεν έβγαινε και αρνήθηκε.

Sweeper-keeper

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Ρίνους Μίχελς εμφάνισε το «Τotal Voetbal» (έτσι το λένε οι Ολλανδοί στην γλώσσα τους, έτσι και δικαιωματικά αναφέρεται), μεταξύ των όσων ρηξικέλευθων περιλάμβανε ήταν και η δομικά (για την εποχή) αλλαγή ευθύνης και συμμετοχής του τερματοφύλακα στο παιχνίδι.

Τότε την εστία των «Οράνιε» υπερασπιζόταν ο Γιαν Γιόνγκμπλεντ. Σίγουρα από τους λιγότερο (αν όχι ο λιγότερο…) φημισμένους εκείνης της ομάδας που ριζοσπαστικοποίησε το ποδόσφαιρο. Η δική του συμβολή σε αυτό, πάντα κατόπιν της φιλοσοφίας του Μίχελς, ήταν απλώς να βγαίνει από την περιοχή και να συμμετέχει στο build up.

Όχι κάνοντας κάτι το συγκλονιστικό, μωρουδιακά τα βήματα της εξέλιξης, απλώς ουσιαστικά… αγγίζοντας την μπάλα στις πάσες που άλλαζαν οι αμυντικοί, επιτρέποντάς τους να κερδίσουν μέτρα στο γήπεδο και έτσι να ανέβουν περισσότερο όλες οι γραμμές.

Τόσο απλό αλλά τόσο παράξενο και επαναστατικό για τα δεδομένα της εποχής, αφού για πρώτη φορά παρουσίαζε τον τερματοφύλακα ως -και- ποδοσφαιριστή.

Η ιδέα του Βαν Χάαλ στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, οπότε και πλέον διαδέχτηκε τον Μπενάκερ στον πάγκο του Άγιαξ, είχε ξεκάθαρη αφετηρία σε εκείνη την εποχή, αλλά ήταν σαφώς πιο προωθημένη. Ήθελε να δημιουργήσει τον πρώτο sweeper-keeper, τον πρώτο δηλαδή τερματοφύλακα-λίμπερο, το πρώτο σημείο αναφοράς του δικού του ποδοσφαιρικού μοντέλου που βασιζόταν στην γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας, στην οποία όμως θα συμμετείχαν και οι 11 που βρίσκονταν στο γήπεδο.

Ο Βαν Ντερ Σαρ ιδανικός για να πειραματιστεί. Νέος, μακριά από τα φώτα, παίζοντας σχεδόν αποκλειστικά στην ομάδα των αναπληρωματικών του Άγιαξ, ο Βαν Χάαλ μαζί με τον Χεκ τον προετοίμαζαν ουσιαστικά για πάνω από δύο χρόνια για τον ρόλο που ήθελαν να λανσάρουν. Σε καθημερινή βάση έκανε δύο προπονήσεις, αποκλειστικά δουλεύοντας όσα του προόριζαν ως νέες αρμοδιότητες.

Και δεν έκανε τίποτα άλλο. Δεν έπαιζε σχεδόν καθόλου. Δύσκολα διαχειρίσιμο, γι’ αυτό και φυσιολογικά το καλοκαίρι του ’92 ζήτησε να φύγει για να πάει στην Χάγη. Ο Βαν Χάαλ το αρνείται και του ζητάει να κάνει υπομονή και να συνεχίσει να δουλεύει.

Η ευκαιρία δεν άργησε. Ο τότε βασικός του «Αίαντα», ο δημοφιλέστατος Στάνλεϊ Μέντσο, ο οποίος δούλευε επίσης τον ίδιο ρόλο που οραματιζόταν το τεχνικό επιτελείο της ομάδας για τον τερματοφύλακα, αδυνατεί να ανταποκριθεί, κάνοντας συνεχόμενα και καθοριστικά λάθη. Και έτσι, ουσιαστικά από την άνοιξη του 1993, ο Βαν Ντερ Σαρ δεν μπαίνει περιστασιακά στην ενδεκάδα, αλλά μονιμοποιείται εκεί.

Του πήρε λίγο λιγότερο από τρία χρόνια. Στα επόμενα δύο κέρδισε ισάριθμα Πρωταθλήματα Ολλανδίας, το Champions League (1995), αναδεικνυόμενος παράλληλα την ίδια χρονιά στον κορυφαίο τερματοφύλακα της Ευρώπης. Μετεωρική εξέλιξη, ανάλογη του ατόφιου ταλέντου που παρουσίασε στην ποδοσφαιρική Γηραιά Ήπειρο εκείνος ο Άγιαξ του Βαν Χαάλ, με τον ίδιο να λανσάρει ακριβώς και ιδανικά εκτελώντας το αυτό που το μυαλό του Ολλανδού τεχνικού είχε επινοήσει.

Πέραν δηλαδή των όσων συμβατικών προσόντων απαιτούνταν να διαθέτει ένας κορυφαίου επιπέδου τερματοφύλακας, ο Βαν Ντερ Σαρ είχε γίνει, θέτοντας μάλιστα τον πήχη πολύ ψηλά, παρότι ήταν ο ίδιος πρωτοπόρος, ο παρθενικός σύγχρονος sweeper-keeper της ιστορίας του ποδοσφαίρου, αυξάνοντας κατακόρυφα την επίδραση του τερματοφύλακα στον τρόπο που παιζόταν (και κερδιζόταν…) το παιχνίδι.

Van der Gol

Από εκείνη την ομάδα του Άγιαξ, η οποία έφτασε σε δύο σερί τελικούς Champions League στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και κατακτώντας τον έναν, ήταν ο τελευταίος που έφυγε από το Άμστερνταμ. Μόλις το καλοκαίρι του 1999, σε ηλικία 29 χρονών. Είχε το ελεύθερο από τη διοίκηση του «Αίαντα» να διαλέξει ο ίδιος την επόμενη ομάδα του.

Επισκέφθηκε το Λίβερπουλ, ξεναγήθηκε από τον Ζεράρ Ουγιέ στο Anfield, αλλά, μόλις άκουσε από τον Γάλλο πως μία από τις “μεγάλες” μεταγραφές των «Merseysiders» εκείνο το καλοκαίρι θα ήταν ο Σάμι Χίιπια από την “μικρούλα” Βίλεμ, δεν χρειάστηκε περαιτέρω διευκρινίσεις.

Έτσι κι αλλιώς ο όποιος ανταγωνισμός θα διαλυόταν λίγες μέρες αργότερα, όταν η Γιουβέντους του χτύπησε την πόρτα. Η «Vecchia Signora» έψαχνε τον διάδοχο του Άντζελο Περούτσι, ο Κάρλο Αντσελότι, τότε τεχνικός των «Bianconeri», τον θεωρούσε ιδανικό. Όχι μόνο για την διάδοχη κατάσταση, αλλά και για να κάνει στο Τορίνο ό,τι έκανε στον Άγιαξ, να αποτελεί δηλαδή τον πρώτο παίκτη της επίθεσης, τον άνθρωπο από τον οποίο θα ξεκινούσε το build up.

Πάνω-κάτω την ίδια ώρα, στο Μάντσεστερ ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον αναζητούσε και αυτός έναν τερματοφύλακα. Μόνο και μόνο βέβαια το ότι αυτός θα καλούταν να αντικαταστήσει τον φευγάτο από το «Old Trafford», Πέτερ Σμάιχελ, έμοιαζε… καταδικαστικό για τον επόμενο του Δανού στην εστία της Γιουνάιτεντ.

Ο αδερφός του «Φέργκι» και για χρόνια πλέον έμπιστός του scout, ο Μάρτιν Φέργκιουσον, εισηγείται να κινηθούν οι «Κόκκινοι Διάβολοι» για τον Βαν Ντερ Σαρ. Ο Σκωτσέζος μάνατζερ μοιάζει στην αρχή διστακτικός. Χάνει χρόνο. Ο Πρόεδρος της Γιουνάιτεντ, Μάρτιν Έντουαρντς, έχει ήδη συμφωνήσει να υπογράψει ως ελεύθερο τον Μαρκ Μπόσνιτς και έτσι, μόλις ενημερώνεται πως οι απαιτήσεις του Άγιαξ για τον Βαν Ντερ Σαρ θα έφταναν (ή και ξεπερνούσαν) τα… 5 εκατ. λίρες (ω καιροί, ω ήθη…) ούτε το συζητάει.

Με τα πολλά όμως, ο σερ Άλεξ παίρνει το «ok» και μαζί με αυτό και τηλέφωνο τον Ολλανδό τερματοφύλακα. Τον πετυχαίνει όμως στο λόμπι του αεροδρομίου, πηγαίνοντας στο Τορίνο, όπου και την επομένη θα υπέγραφε με τη Γιουβέντους.

Σε πλείστες όσες περιπτώσεις στην καριέρα του ο «Φέργκι» κατάφερε να χαλάσει τέτοιες συμφωνίες. Εκείνη όμως όχι, αφού ο Βαν Ντερ Σαρ τήρησε τον λόγο που είχε δώσει και όντως μπήκε στο αεροπλάνο για τον Ιταλικό Βορρά.

O Έντγκαρ Ντάβιντς βοηθάει στη προσαρμογή, αλλά στο γήπεδο τα δεδομένα είναι τελείως διαφορετικά. Στο ντεμπούτο του κιόλας, σε μια από τις πρώτες στιγμές της επιθετικής ανάπτυξης της Γιουβέντους κάνει αυτό που είχε διδαχτεί, αυτό που του είχε υποσχεθεί και ο Αντσελότι πως θα έκανε, συμμετέχει δηλαδή στο passing game των Τορινέζων, δίνοντας πάσα στον Πάολο Μοντέρο.

Ο Ουρουγουανός, άμαθος σε κάτι τέτοια στο κάλτσιο μα και στην καριέρα του, πανικοβάλλεται, δίνει μια στην μπάλα και την στέλνει πλάγιο, γυρίζοντας αμέσως στον Ολλανδό, ζητώντας του τα ρέστα για το “επικίνδυνο” παιχνίδι του. Αποσβολωμένος ο Βαν Ντερ Σαρ στρέφεται στον πάγκο αναζητώντας υποστήριξη, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως ο «Καρλέτο» συντασσόταν με τον αμυντικό του.

Κάπου εκεί, η υπόσχεση που είχε πάρει έμπρακτα καταρρέει. Κακός οιωνός.

Στο Τορίνο δεν κέρδισε τίποτα. Στην τελευταία αγωνιστική της πρώτης του σεζόν εκεί η Γιουβέντους έχει ένα +2 από τη Λάτσιο. Παίζει στην Περούτζια, ενώ οι «Laziali» υποδέχονται τη Ρετζίνα. Κερδίζουν με 3-0, την ώρα που στην Ούμπρια ανοίγουν οι ουρανοί. Καταρρακτώδης βροχή μετατρέπει το γήπεδο σε πισίνα.

Ο Πιερλουίτζι Κολίνα, διαιτητής της αναμέτρησης, μετά από μια ανάπαυλα που κράτησε 1.5 ώρα, διατάσσει, κόντρα στις διαμαρτυρίες των «Bianconeri», την έναρξη του δεύτερου ημιχρόνου. Πριν καλά-καλά οι ποδοσφαιριστές μάθουν… κολύμπι, η Περούτζια σκοράρει. Αδύνατον έκτοτε για οποιαδήποτε αντίδραση και έτσι η Γιουβέντους χάνει παιχνίδι και Πρωτάθλημα.

Την επόμενη σεζόν, ήταν η σειρά της άλλης πρωτευουσιάνας, της Ρόμα, να κατακτήσει το σκουντέτο. Και στα δύο Πρωταθλήματα, η Γιουβέντους είχε την καλύτερη άμυνα. Είκοσι γκολ δέχτηκε στο πρώτο, 27 στο δεύτερο. Όχι όμως δεν πιστώθηκε κάτι, αλλά κατακρεουργήθηκε.

Η εμφάνισή του στην Αθήνα, κόντρα στον Παναθηναϊκό στην τελευταία αγωνιστική του Champions League, χειμώνα του 2000, χαρακτηριστικό μόνο παράδειγμα των όσων προκαλούσε ως αντιδράσεις σε media και κοινή γνώμη.

Καταδικάζεται για το γκολ που δέχτηκε από το φάουλ του Πάουλο Σόουζα, επικρίνεται για το πέναλτι και την αποβολή του στον Νίκο Λυμπερόπουλο (με τον Μπασινά να κάνει το 3-1, αποκλείοντας την «Κυρία» από τη συνέχεια της διοργάνωσης).

Είχε προηγηθεί ο αποκλεισμός στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Ιταλίας από την Μπρέσια, ακολούθησε και η απώλεια του σκουντέτο από τη Ρόμα με δύο βαθμούς διαφορά.

Όσους δηλαδή έχασε η Γιουβέντους στο μεταξύ τους ντέρμπι στο Τορίνο, πέντε αγωνιστικές πριν το φινάλε. Στο πεντάλεπτο οι  «Bianconeri» προηγούνται με 2-0, δύο όμως γκολ των Ρωμαίων στο τέλος διαμορφώνουν το τελικό 2-2. Δύο χαμένοι βαθμοί, δύο βαθμοί με φαρδιά πλατιά τη δική του υπογραφή, αφού φέρει ακέραια ευθύνη και για τα δύο γκολ που δέχτηκε σε εκείνο το παιχνίδι.

Δεν ήταν τα μόνα εκείνη τη σεζόν. Ήταν όμως τα πλέον χαρακτηριστικά. Ο Τύπος τον διέλυε. Ο «τερματοφύλακας με βούτυρο στα χέρια» και «Van der Gol» έγιναν οι συνηθισμένες προσφωνήσεις του.

Οι οπαδοί της ίδιας του της ομάδας ζητούσαν την καθαίρεσή του, βγάζοντας ένα κάρο ειρωνικά συνθήματα εναντίον του. Οι άνθρωποι του κλαμπ καταρράκωναν ακόμα περισσότερο την συντετριμμένη του αυτοπεποίθηση, παραγγέλλοντας μέχρι και οφθαλμολογικές εξετάσεις για να διαπιστώσουν πως είναι όλα καλά με την όρασή του.

Χειρότερη εποχή στην καριέρα του δεν υπήρξε. Είχε την ευκαιρία διαφυγής από το τέλος της πρώτης σεζόν στο Τορίνο, όταν ο Βαν Χάαλ, έχοντας πλέον μετακομίσει στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, τον κόρταρε. Αρνήθηκε. Ήταν μεν άσχημη η κατάσταση, όχι όμως τόσο. Όχι όσο επιδεινώθηκε στη δεύτερη χρονιά του. Και τελευταία, όπως αποδείχτηκε.

Και πάλι το συζήτησε, παίρνοντας μάλιστα διαβεβαιώσεις πως θα στηριζόταν μέχρι τέλους. Λίγες μόνο μέρες αργότερα η Γιουβέντους έκανε παγκόσμιο ρεκόρ μεταγραφικής δαπάνης, αγοράζοντας από την Πάρμα, έναντι 35 εκατ. ευρώ, τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν. Ξεκάθαρο τι ρόλος προαλείφονταν για τον Βαν Ντερ Σαρ. Προφανές ότι η συνύπαρξη πλέον και έμοιαζε και ήταν αδύνατη.

Μία κάποια λύση

Δύο χρόνια νωρίτερα, είχε κοστίσει μόλις το 1/7 των χρημάτων που δόθηκαν για τον Μπουφόν. Δύο χρόνια νωρίτερα, κοτζάμ Γιουνάιτεντ θεωρούσε υπερβολική τη δαπάνη των 5 εκατ. λιρών για την αγορά του. Όχι λόγω αξίας αλλά λόγω αντιτίμου. Τρομακτικά γρήγορη αλλαγή και που αντανακλάται ακριβώς σε αυτά τα δύο deals της Γιουβέντους.

Και πού να προστεθεί στο σκηνικό και αυτό της πώλησής του από τους «Bianconeri». Θυμίζει βέβαια λίγο μέρα της μαρμότας. Πάλι ο Μάρτιν Φέργκιουσον κάνει την εισήγηση στον αδερφό του.

Ο «Φέργκι», αν ήταν μία διστακτικός, όταν είχε την ευκαιρία να τον αποκτήσει κατευθείαν από τον Άγιαξ, τότε ήταν 10, με τον Ολλανδό να προέρχεται από καταστροφικές σεζόν στο Τορίνο.

Και εκτός των άλλων και πάλι ο Πρόεδρος των «Κόκκινων Διαβόλων», ο Μάρτιν Έντουαρντς, έχει ήδη δώσει την έγκρισή του για αγορά του Ρόι Κάρολ (έναντι 3 εκατ. ευρώ από την Γουίγκαν), οπότε -και πάλι- δεν του περίσσευε μπάτζετ για έναν ακόμα τερματοφύλακα, πόσο μάλλον τη δεδομένη στιγμή έναν που δεν είχε και την αποδοχή του σερ Άλεξ.

Ο Ολλανδός ψάχνεται αρκετά. Ντόρτμουντ και Λίβερπουλ εκ νέου εμφανίζονται διατεθειμένες να συζητήσουν, με την προϋπόθεση πως η όποια κίνηση θα γινόταν στο τέλος της μεταγραφικής περιόδου. Δεν άντεχε να περιμένει τόσο. Δεν ήθελε να το ρισκάρει να ξεμείνει ως αναπληρωματικός στη Γιουβέντους και έτσι αποδέχεται ό,τι εκείνη την στιγμή, στο ξεκίνημα του καλοκαιριού του 2001, είχε στα χέρια του.

Φούλαμ; Φούλαμ.

Νεοπροβιβασθείσα τότε στην Premier League, δίνει 7 εκατ. (η αλλαγή που λέγαμε…) στην Γιουβέντους, ο ιδιοκτήτης των «Cottagers», Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, προσωπικά του προσφέρει ηγεμονικό συμβόλαιο και -από την στιγμή που ο και τότε εκλέκτορας της Ολλανδίας, Βαν Χάαλ, αφενός του εγγυάται ότι δεν κινδυνεύει η θέση του στους «Οράνιε», αφετέρου εν όψει της συμμετοχής τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 εκτιμούσε πως δεν θα έμενε παραπάνω από μια σεζόν στο «Craven Cottage»– το παίρνει απόφαση και μετακομίζει στο Λονδίνο.

Η Ολλανδία δεν προκρίθηκε στα τελικά της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας. Και στην αγγλική πρωτεύουσα δεν έμεινε για έναν, άντε δύο χρόνια, όπως περίμενε, αλλά τέσσερα, ανανεώνοντας μάλιστα στα μισά της διαμονής το συμβόλαιό του. Δεν του κακόπεσε. Το λάτρεψε το Λονδίνο. Αγόρασε μάλιστα και μια βίλα στα περίχωρα, στο Ρίτσμοντ, και πρακτικά ζούσε ξανά (σαφώς με μεγαλύτερη πολυτέλεια) όπως στα νιάτα του.

Εννοείται πως του έλειψε το πρωταγωνιστικό επίπεδο. Να ανήκει σε ομάδα που διεκδικεί.

Γι’ αυτό και επανειλημμένως έβρισκε τρόπους να εκφράζει τον θαυμασμό του προς την Άρσεναλ.

Όχι δημοσίως. Σε κοινή θέα το έκανε, παίζοντας πάντα εξαιρετικά κόντρα στους «Κανονιέρηδες». Μα ο Αρσέν Βενγκέρ ποτέ δεν πήρε το μήνυμα, ποτέ δεν συγκινήθηκε και δεν μπήκε στη διαδικασία να κάνει το παραμικρό για να του αλλάξει γειτονιά στο Λονδίνο.

Το πέναλτι

Η νομοτέλεια στο «Old Trafford» συντελούταν. Πώς να βρεθεί κάποιος να φορέσει τα γάντια του Σμάιχελ; Και άντε και βρισκόταν. Πώς να το δικαιολογήσει, πώς να αποδιώξει την σκιά του ανυπέρβλητου Δανού; Μετά τις δύο φορές που είχε την ευκαιρία αλλά ποτέ δεν προχώρησε, ο σερ Άλεξ είπε να τις τριτώσει. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν μια ερώτηση στον Ρούουντ Βαν Νιστελρόι για το αν ο συμπατριώτης του παρέμενε φιλόδοξος και ήταν ακόμη fit. Στα 35 του βάδιζε άλλωστε τότε ο Βαν Ντερ Σαρ.

Η απόκριση ήταν θετική, οπότε κάτι άλλο ο «Φέργκι» δεν χρειάστηκε και έτσι καλοκαίρι του ’05 βρήκε -επιτέλους- έναν άξιο αντικαταστάτη του Σμάιχελ, έξι χρόνια μετά την αποχώρησή του από το Μάντσεστερ (πληρώνοντας, για την ιστορία, μόλις 2.5 εκατ. ευρώ για να τον αγοράσει από τη Φούλαμ).

Ταίριαξε. Λειτούργησε. Ό,τι είχε αποκομίσει από τους προηγούμενους σταθμούς του αποδείχτηκε ωφέλιμο στους «Κόκκινους Διαβόλους». Και έτσι επέστρεψαν τόσο ο Ολλανδός (για πρώτη φορά μετά την φυγή από την πατρίδα του) όσο και η Γιουνάιτεντ στους τίτλους.

Αυτό που του έλειπε ήταν μια “στιγμή Βαν Μπρόικελεν”. Μπορεί για το ολλανδικό ποδοσφαιρικό dna να μοιάζει αδιανόητο, μα ο Χανς Βαν Μπρόικελεν, ο πρόκατοχός του στην Εθνική Ολλανδίας, ήταν γνωστός για τις αποκρούσεις του στα πέναλτι, τόσο μάλιστα ώστε οι συμπατριώτες του τον αποκαλούσαν «Βασιλιά των πέναλτι».

Είχε κρίνει τον τελικό του Champions League το 1998 για χάρη της PSV, ενώ στο Euro της ίδια χρονιάς είχε αποκρούσει πέναλτι των Σοβιετικών στον Τελικό. Για τέτοιες στιγμές, τόσο καθοριστικές όσο μια απόκρουση που θα έκρινε έναν τίτλο, ζούσε και ανέπνεε ο Βαν Ντερ Σαρ.

Πόσο μάλλον όταν συνέπιπτε με μια εμφανή αδυναμία του καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του και μια “κατάρα” της φυλής του: τα πέναλτι. Δεν είχε την στιγμή που έψαχνε στον Τελικό του Champions League το 1996. Η Μίλαν κέρδισε το τρόπαιο από τη βούλα. Δεν την είχε στο Euro εκείνης της χρονιάς, όταν η Ολλανδία αποκλείστηκε από την Γαλλία στα προημιτελικά. Δεν τις είχε ούτε στους ημιτελικούς του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998 ούτε και στο Euro 2000, με τους «Οράνιε» να μένουν εκτός Τελικών από Βραζιλία και Ιταλία αντίστοιχα. Στα πέναλτι φυσικά.

Toν καημό του τον ξεστόμισε. Δημοσίως στην ολλανδική τηλεόραση. Και ο Βαν Μπρόικελεν έτρεξε να βοηθήσει. Συναντήθηκαν και του άλλαξε προσέγγιση. Ως τότε ο Βαν Ντερ Σαρ πίστευε πως η απόκρουση σ’ ένα πέναλτι ήταν περισσότερο θέμα τύχης, στιγμής, μαντεψιάς. Ο Βαν Μπρόικελεν τον έβαλε σε τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης, επισημαίνοντάς του πως, όπως σε οτιδήποτε άλλο, έτσι και σε αυτό, η μελέτη θα μεγιστοποιούσε τις πιθανότητές του.

Αρχίζει λοιπόν να μελετάει, να κάνει scouting στους εκτελεστές πέναλτι των αντίπαλων ομάδων. Αποδίδει. Για πρώτη φορά η Ολλανδία κερδίζει σε σχετική διαδικασία στο Euro 2004 (την Σουηδία) με τον ίδιον να αποκρούει πέναλτι. Στο Community Shield του 2007 αποκρούει τρία παικτών της Τσέλσι.

Και λίγους μήνες αργότερα, πάλι κόντρα στην Τσέλσι, στον Τελικό του Champions League στη Μόσχα ήρθε και η στιγμή του.

Δεν έχει αποκρούσει κανένα πέναλτι από τα πρώτα πέντε που εκτελούν οι «Μπλε». Παρά ταύτα, η Γιουνάιτεντ μένει στη διεκδίκηση, αφού το χαμένο του Κριστιάνο Ρονάλντο ισοφαρίζεται από τον Τζον Τέρι, με το θρυλικό πλέον γλίστρημα που προκάλεσε την αστοχία του (στέλνοντας την μπάλα στο δοκάρι) στο τελευταίο από τα δέκα αρχικά πέναλτι, στερώντας έτσι την ευκαιρία στους Λονδρέζους να κερδίσουν, αν ήταν εύστοχος, το τρόπαιο.

Αμέσως μετά ο Ράιαν Γκιγκς εκτελεί και δίνει προβάδισμα στη Γιουνάιτεντ. Σειρά για την Τσέλσι παίρνει ο Νικολάς Ανελκά. Ήξερε πως ο Γάλλος προτιμάει να στέλνει την μπάλα στα δεξιά του τερματοφύλακα. Ήξερε όμως επίσης πως το scouting των πρωτευουσιάνων είχε υποδείξει πως ο Βαν Ντερ Σαρ επιλέγει να πέφτει τις περισσότερες φορές στα δεξιά του, οπότε περίμενε -όπως και έγινε- οι εκτελέσεις των Λονδρέζων να είναι στ’ αριστερά του.

«Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Περίμενα πως ο Ανελκά δεν θα εκτελούσε αριστερά αλλά στην αγαπημένη του πλευρά, στα δεξιά μου. Και γι’ αυτό σήκωσα το αριστερό μου χέρι, δείχνοντάς του την αριστερή γωνιά. Ήθελα να τον μπερδέψω, να του δείξω πως ξέρω τι του έχουν πει από το scouting, πως το περιμένω και πως ξέρω τι τελικά θα κάνει. Δικαιώθηκα, αφού εκτέλεσε από δεξιά, έπεσα σωστά και απέκρουσα. Για μερικά δευτερόλεπτα ένιωσα πως είχα φύγει από αυτόν τον κόσμο. Ήμουν σε άλλη διάσταση, κάπου αλλού. Όταν επέστρεψα, είδα τους συμπαίκτες μου να έρχονται πάνω μου για να πανηγυρίσουμε. Αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή της καριέρας μου».

Νέα πεδία δόξης λαμπρά

Ο αθεόφοβος δεν δίστασε να το ξανακάνει. Τον Μάρτιο του 2016. Είχε προ πολλού αποσυρθεί, μα η Νόρντβαϊκ είχε ξεμείνει από τερματοφύλακες και δεν είχε κανέναν να επιστρατεύσει εν όψει της φιλοξενίας των Γιόνταν Μπόις. Έτσι, οι άνθρωποί της στράφηκαν στο πιο φημισμένο της τέκνο, ζητώντας του, στα 46 πλέον, να βάλει τα χεράκια του και να βοηθήσει.

Άλλο που δεν ήθελε. Τι κι αν ήταν ερασιτεχνικό επίπεδο; Οκτώ χρόνια μετά λοιπόν από εκείνη την απόκρουση στο πέναλτι του Ανελκά, βρέθηκε ξανά αντιμέτωπος με πέναλτι. Ίδια ρουτίνα, διαφορετική κατεύθυνση. Έδειξε με το δεξί του χέρι τη δεξιά γωνιά του, έπεσε όμως στ’ αριστερά και απέκρουσε, συμβάλλοντας στο να πάρει η Νόρντβαϊκ την ισοπαλία (1-1). Έπεσε και απέκρουσε. Στα 46 του…

Άλλοτε δεν έπαιξε ξανά. One off, ήταν, special guest εμφάνιση. Είχε αποχωρήσει το 2011, αμέσως μετά την ήττα της Γιουνάιτεντ από την Μπαρτσελόνα στον Τελικό του Champions League. Το έκανε ως Πρωταθλητής Αγγλίας για τέταρτη φορά, ο γηραιότερος που κερδίζει ποτέ την Premiership. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε αναγορευτεί, για δεύτερη φορά στην καριέρα του, 39 χρονών τότε, κορυφαίος Τερματοφύλακας της Ευρώπης, εν πολλοίς εξαργυρώνοντας ένα εντυπωσιακό Παγκόσμιο ρεκόρ 1.311 λεπτών (και 14 διαδοχικών παιχνιδιών Πρωταθλήματος) απαραβίαστης εστίας.

Το μόνο που έλειψε από την τροπαιοθήκη του ήταν κάτι, οτιδήποτε, με την Εθνική Ολλανδίας. Διακρίσεις είχε, επιτυχίες γνώρισε, όχι όμως κάτι να κερδίσει με το εθνόσημο.

Έφτασε να κάνει αυτές τις 130 συμμετοχές, αποσυρόμενος τρία χρόνια νωρίτερα από τότε που κρέμασε, μια και καλή, τα γάντια του. Ήθελε να δώσει χώρο στους επόμενους, στους νεότερους.

Έζησε τα παιδιά του, τον Τζο (είναι ο μπόμπιρας που μπαίνει στο γήπεδο και πανηγυρίζει μαζί του, μετά την απόκρουση του πέναλτι κόντρα στην Σουηδία στο Euro 2004) και τη Λιν, στάθηκε όσο δεν πήγαινε στη γυναίκα του, την Ανεμαρί, όταν αυτή παραμονές Χριστουγέννων του 2009 υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία και χρειάστηκε μακρόχρονη νοσηλεία (η Γιουνάιτεντ τού έδωσε όση άδεια χρειαζόταν, μέχρι -ευτυχώς- να γιάνει η γυναίκα του, χωρίς κάποιες έκτοτε επιπλοκές στην υγεία και την καθημερινότητά της).

Και πάλι όμως. Κάτι έπρεπε να κάνει. Με κάτι έπρεπε να ασχοληθεί. Θα μπορούσε να θυμηθεί εκείνο το σχέδιο της νιότης του και να ανοίξει εμπορικό κατάστημα. Του δόθηκε όμως η ευκαιρία να συνδυάσει το επιχειρηματικό του δαιμόνιο με το ποδόσφαιρο. Και μάλιστα στον ιδανικότερο -ποδοσφαιρικά και επιχειρηματικά- τόπο. Άκρως οικείο. Τον Άγιαξ, αναλαμβάνοντας το 2012 Διευθυντής Μάρκετινγκ.

Τόσο αποτελεσματικός και τόσο επιτυχημένος ήταν, ώστε τέσσερα χρόνια αργότερα προβιβάστηκε σε ρόλο CEO και μαζί με τον πλέον Τεχνικό Διευθυντή, Μαρκ Όβερμαρς, συνθέτουν ένα εξαιρετικό δίδυμο που όχι μόνο έχει επαναφέρει τον «Αίαντα» σε τροχιά σταθερής παρουσίας σε… ανοιξιάτικο επίπεδο ανταγωνισμού στο Champions League (εντός των ολλανδικών συνόρων δεν υπάρχει πλέον) αλλά και εκμοντερνίσει την παραδοσιακή ποδοσφαιρική φιλοσοφία του κλαμπ, επενδύοντας, αναδεικνύοντας και αποσβένοντας συνεχώς σε έμψυχο ταλέντο από κάθε μεριά του πλανήτη.

Αυτός λοιπόν ο ψηλός (παρά τρία εκατοστά δίμετρος) και άχαρος, αυτός ο φαινομενικά, στην πρώτη ματιά, ατσούμπαλος, αυτό το «παγωμένο κουνέλι», όπως είναι το παρατσούκλι που του δώσανε οι συμπατριώτες του για τη φυσική του παρουσία τόσο στα δοκάρια όσο και έξω από το γήπεδο, αυτός που επάξια και πανεύκολα μπαίνει στην κορυφαία (τουλάχιστον) δεκάδα πορτιέρε που έπαιξαν ποτέ ποδόσφαιρο, αυτός που άλλαξε με το δικό του παιχνίδι τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται και αξιοποιείται ο τερματοφύλακας, αυτός δεν έχει υλικό να προσφέρει για να γίνει αρχικά και εν συνεχεία να είναι και ενδιαφέρουσα η βιογραφία του;

Η μεγαλοφυΐα του Έντβιν Βαν Ντερ Σαρ, τόσο όσο αγωνιζόταν όσο και ως ποδοσφαιρικό στέλεχος, είναι πως δεν θέλει να επιδεικνύει ή, ακόμα περισσότερο, επιδιώκει να κρύβει αυτήν ακριβώς τη μεγαλοφυΐα του.

Και αυτό είναι που περισσότερο τρομάζει. Η προοπτική των όσων ακόμα έχει να πετύχει και -δικαιολογημένα βάσει της ως τώρα πορείας του- αναμένονται. Και ποιος ξέρει, ίσως κάποια στιγμή, προσθέτοντας συνεχώς, φτάσει σε λογαριασμό που θεωρήσει άξιο ώστε να μοιραστεί, αυτός πλέον, από τη δική του σκοπιά, την ιστορία της ζωής του.

Και ας μην είναι rock’n’roll τύπος…

Πηγή: Athletes’ Stories