Θα ξεκινήσω από το τέλος. Αν αυτή που παρακολουθούμε ήταν η τελευταία σεζόν του Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ στην Ελλάδα και η πραγματικότητα με έβαζε στη θέση να αναρωτηθώ τι θα θυμάμαι από το ποδόσφαιρο που κρύβουν τα τρόπαιά του, θα έγραφα το εξής: ένας πρακτικός προπονητής που λατρεύει να πιέζει τους ποδοσφαιριστές του να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να παίξουν στα κόκκινα για να εκφράσουν τις ιδέες του στο γήπεδο κατάφερε να παρουσιάσει μια ομάδα που κέρδισε δίκαια και με άνεση όλους τους μεγάλους της αντιπάλους με μια ιδέα παιχνιδιού που βασίζεται στην ταχύτητα κατά την λήψη των αποφάσεων. Ταχύτητα στη δράση και στην αντίδραση.
Πώς το έκανε φέτος ο “κόουτς Μέντι”; Πολύ νωρίς στη σεζόν, όταν άρχισε να βλέπει τι (δεν) παίρνει από τις καλοκαιρινές μεταγραφές μεσοεπιθετικά, ο Ισπανός προπονητής συνειδητοποίησε την ανάγκη να γίνει η ομάδα του πιο αποτελεσματική στην αμυντική λειτουργία και πιο γρήγορη στην επιθετική μετάβαση συγκριτικά με την προηγούμενη έκδοση του Ολυμπιακού – αυτή που οδήγησε στην κατάκτηση του UEFA Conference League.
Του πήρε λίγο χρόνο για να εκπαιδεύσει αυτό το γκρουπ και να μεταδώσει στους ποδοσφαιριστές τη νοοτροπία για την διαρκή εγρήγορση, την ένταση στη συμπεριφορά τους και στις τέσσερις φάσεις του παιχνιδιού και γι’ αυτό ο Ολυμπιακός του είχε σκαμπανεβάσματα στο πρώτο κομμάτι της περιόδου.
Οι δύο ανήλικοι… λαγοί από το καπέλο του
Βγάζοντας τους δύο “ανήλικους” λαγούς από το καπέλο του, τον Χρήστο Μουζακίτη και τον Μπάμπη Κωστούλα ο Μεντιλίμπαρ βρήκε τα στοιχεία που του έλειπαν για να φτιάξει ένα σύνολο από την ομαδική λειτουργία του οποίου αναδύονται τα βασικά στοιχεία της αγωνιστικής ταυτότητας που τον αντιπροσωπεύει. Κι όταν άρχισε να δίνει χρόνο στον Ρόντινέι σε θέση πλάγιου μεσοεπιθετικού άρχισε να βρίσκει και τη συνεισφορά που ζητούσε στο επιθετικό κομμάτι: σέντρες και γυρίσματα με ακρίβεια, και καλά χτυπήματα στις στατικές φάσεις.
Με τον Μουζακίτη ο Μεντιλίμπαρ βρήκε την σιγουριά για τις αμυντικές μεταβάσεις και την ταχύτητα στην επιθετική μετάβαση. Αυτά τα στοιχεία που έβαλε στο παιχνίδι του Ολυμπιακού ένας μέσος που ξέρει τι θα κάνει με την μπάλα, προκειμένου να προωθήσει το παιχνίδι, προτού καν την πάρει στα πόδια του, ήταν πολύτιμα στη στιγμή που τα έδωσε ο Μουζακίτης.
Χάρη στη δική του απόδοση ο Μεντιλίμπαρ κέρδισε χρόνο για να τον δώσει στον Ντάνι Γκαρθία προκειμένου εκείνος να προσαρμοστεί εδώ και να εξοικειωθεί με το περιβάλλον ώστε να καταφέρει να μας παρουσιάσει τον εαυτό που με συνέπεια παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό.
Τα “μεγάλα” γκολ του Κωστούλα, στα ντέρμπι, ήταν ιδανικό συμπλήρωμα στη συνεισφορά του Ελ Καμπί. Μαζί με τον Τσικίνιο, ο Κωστούλας συμπλήρωσε τον αριθμό των γκολ που χρειαζόταν ο Ολυμπιακός για να κάνει φέτος μια καλύτερη επίδοση στο Net xG (τα xGoals – τα xGoals του αντιπάλου) συγκριτικά με πέρσι με συνέπεια να κρατά σταθερά στην απόσταση των 6 βαθμών την ΑΕΚ με κριτήριο τους xPonits – δηλαδή τους βαθμούς που θα δίνονταν με βάση την ποιότητα των ευκαιριών που δημιουργεί και την ποιότητα των ευκαιριών που επιτρέπει στον αντίπαλο σε κάθε αγώνα μια ομάδα.
Μια ομάδα που θα έχει ακόμη μεγαλύτερη δυναμική
Από τον Φεβρουάριο του 2024, που αρχίσαμε να τον μελετάμε στο ελληνικό ποδόσφαιρο μέχρι σήμερα έχω πολλές φορές ακούσει να σχολιάζεται έως και απαξιωτικά ο Μεντιλίμπαρ ως ένας προπονητής που δεν παράγει εντυπωσιακό ποδόσφαιρο. Σαν να είναι κανόνας ότι ένας προπονητής πρέπει να πρεσβεύει το Positional Play και την μετεξέλιξή του στην πιο σύνθετη μορφή για να είναι “ελκυστικός” και “αποδεκτός”.
Στο μυαλό μου, ο 64χρονος προπονητής με τα 30+ χρόνια εμπειρίας στον πάγκο είναι ακριβώς αυτό που καταλαβαίνεις από εκείνον στον πρώτο του καιρό: ένας προπονητής που βάζει λίγα τακτικά ζητούμενα στους ποδοσφαιριστές του και ύστερα τους πιέζει σαν λοχίας του στρατού για να τους φτάσει στα άκρα, να τους οδηγεί επίμονα σε υπερβάσεις προκειμένου να περάσουν όλες οι πληροφορίες στο υποσυνείδητο των παικτών και αυτοί να εκτελούν τάχιστα, χωρίς να σκέφτονται.
Δεν θέλει την μπάλα στο δικό του μισό του τερέν. Θέλει ένταση και ταχύτητα στην επιθετική ανάπτυξη, χωρίς μεγάλες κατοχές με πολλές πάσες. Δουλεύει για να δημιουργεί καταστάσεις παιχνιδιού στο αντίπαλο μισό του τερέν κατά τις οποίες ο Ολυμπιακός, όταν αμύνεται, βρίσκεται κοντά στην μπάλα με περισσότερους ποδοσφαιριστές από όσους έχει εκεί ο αντίπαλος.
Δουλεύει με την ομάδα του για να ξαφνιάζει τον αντίπαλο με τις επιθετικές μεταβάσεις, τις οποίες χτίζει πάνω στην προωθητική πάσα με μια επαφή από τον παίκτη που κόβει την επίθεση του αντιπάλου. Κι όταν έχει την μπάλα, θέλει ατομική ενέργεια, ή σέντρα. Όχι επειδή πιστεύει ότι όλες οι σέντρες θα είναι ακριβείς, αλλά επειδή φέρνει κοντά στην μπάλα πολλούς ποδοσφαιριστές προκειμένου να την διεκδικήσουν και να εκτελέσουν.
Στον Ολυμπιακό ο Μεντιλίμπαρ βρήκε ή έφερε ποδοσφαιριστές με χαρακτηριστικά που βελτιώνουν την ομαδική λειτουργία. Δεν θα μπορούσε να παίζει τόσο αποτελεσματικά τις άμεσες επιθέσεις αν δεν είχε τερματοφύλακα με την ακρίβεια του Κωνσταντή Τζολάκη στις μακρινές μεταβιβάσεις. Δεν θα είχε καλύτερες αμυντικές επιδόσεις από τις περσινές αν δεν είχε βρει και “φτιάξει” τον Πιρόλα και τον Μπιανκόν για να πλαισιώσουν τον Κάρμο και τον Ρέτσο.
Δεν θα μπορούσε να προωθήσει τον Ρόντινέι αν δεν είχε βρει τον Κοστίνια. Δεν θα είχε κερδίσει χρόνο αν δεν είχε προωθήσει τον Μουζακίτη και τον Κωστούλα, ή πιο σωστά αν δεν είχε κρατήσει χώρο στο ρόστερ του προκειμένου να βεβαιωθεί ότι θα τους δώσει ευκαιρίες. Δεν θα έπαιρνε όσα παίρνει από τον Τσικίνιο, τον Εσε και τον Ζέλσον Μαρτίνς αν δεν είχε συνεννοηθεί και συντονιστεί τόσο καλά μαζί τους.
Ναι, αλλά είχε πρόβλημα με τις κλειστές άμυνες, θα σκεφτεί κανείς. Απέναντι σε αυτές, μια ομάδα που παίζει με τον τρόπο του Μεντιλίμπαρ χρειάζεται πολλή ποιότητα στις επιθετικές μονομαχίες. Έχει ανάγκη από ποδοσφαιριστές που θα επιτεθούν με την μπάλα στον αντίπαλο, για να τον περάσουν και να δημιουργήσουν ρήγμα. Στη σεζόν είχε έναν με τέτοια ποιότητα/ικανότητα, τον Ζέλσον Μαρτίνς. Στην επόμενη είμαι βέβαιος ότι θα προσπαθήσει να βρει περισσότερους του ενός. Και αν το πετύχει, θα μας παρουσιάσει μια ομάδα που θα έχει ακόμη μεγαλύτερη δυναμική.
Ο Μεντιλίμπαρ δεν κατακτά μόνος του τον τίτλο
Ο Μεντιλίμπαρ χρειάστηκε να φτάσει τα 64 βιολογικά και τα 31 προπονητικά χρόνια, αλλά και να μεταναστεύει στην Ελλάδα για να αναδειχθεί πρωταθλητής στην μεγάλη κατηγορία. Αν η προπονητική ήταν ατομικό άθλημα, θα είχε αναδειχθεί ήδη από το 2017 πρωταθλητής, διότι τότε είχε κατακτήσει τον τίτλο του προπονητή της χρονιάς στην La Liga για το έργο του στην Εϊμπαρ. Προφανώς όμως ισχύει στην περίπτωση που συζητάμε ότι τα όσα έζησε προτού αφιχθεί στον Πειραιά τον προετοίμασαν για αυτά που ζει σήμερα.
Και τελικά, είναι και αυτό που θα θυμόμουν από τον Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ αν επρόκειτο για την τελευταία του χρονιά στην Ελλάδα: ότι ένας προπονητής χωρίς ανασφάλειες, με ισχυρή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, μπορεί να ακούει μόνο το μυαλό του όσο ηλεκτρικός και αν είναι ο πάγκος του και να δουλεύει για να απολαμβάνει τη δουλειά του και όχι με την επιβίωση στον πάγκο να είναι γι’ αυτόν ο αυτοσκοπός. Στην αρχή του φθινοπώρου ο κόουτς Μέντι είχε το νου του για να πακετάρει. Συνέχισε όμως, με πλήρη επίγνωση, να κάνει “του κεφαλιού” του, διότι παρέμεινε αποφασισμένος να πορευτεί στον δρόμο του και όχι στον δρόμο της διπλωματίας και της πολιτικής, διότι πρώτα απ’ όλα ήθελε να απολαύσει τη δουλειά του.
Προφανώς ο Μεντιλίμπαρ δεν κατακτά μόνος του τον τίτλο. Διότι, για παράδειγμα, το ποδόσφαιρό του δεν θα είχε φανεί στο τερέν, ή δεν θα είχε “αντέξει” αν δεν είχε τέτοια ποιότητα η δουλειά του προπονητή φυσικής κατάστασης, του Χρήστου Μουρίκη. Η ηγεσία του Μεντιλίμπαρ όμως ήταν και φέτος υποδειγματική: μπαμπάς και θείος για τους παίκτες έξω από το τερέν, ένας τύπος που “σεληνιάζεται” με το πρώτο σφύριγμα του διαιτητή και πιέζει ανελέητα τους ποδοσφαιριστές για να τους βγάλει τον καλύτερο εαυτό τους σε μια διαρκή λειτουργία υπό μεγάλη πίεση. Και αυτές τις συνθήκες δεν τις δημιουργεί μόνο στα παιχνίδια, αλλά και στις προπονήσεις. Señor Mendilibar, es un placer seguir su trabajo.
Πηγή: Sport24