Επιλογή Σελίδας

Του Παύλου Δεπόλλα

Ο σεβάσμιος κύριος μπροστά του, κιόλας σενιαρισμένος μετά το τέλος του αγώνα, μέσα στο απαστράπτον μπλε σακάκι του, προσπαθούσε να τον κάνει να νιώσει άνετα.

Στην τελετουργική χειραψία που του έτεινε, λες κι ήταν παλιόφιλοι, ο 17χρονος ανταποκρίθηκε. Στο… λέγειν, όχι.

Ήθελε τόσα να πει στον Μάικλ Τζόρνταν ο ΛεΜπρον Τζέιμς, αλλά για μία φορά, εν αντιθέσει με την ορμητικότητά του πάνω στα παρκέ, στάθηκε ντροπαλός. Μια τυπική απάντηση («Στη Νέα Ορλεάνη»), στην ερώτηση του… μεγάλου για το πού ήταν η μητέρα του, αυτό ήταν όλο. Σάμπως όμως και τι να του πρωτοξεφούρνιζε, στο παιχνίδι που ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας του πλανήτη είχε επαναλάβει το περίφημο «The shot»;

Κλίβελαντ, Ιανουάριος του 2002. O σχεδόν 39χρονος «MJ» τέζαρε τους Καβαλίερς και με τη φανέλα του Γουίζαρντς, με ένα πανομοιότυπο καλάθι σε νεκρό χρόνο από την κορυφή της ρακέτας με εκείνο του 1989, ως «Ταύρος» μαινόμενος τότε, απέναντι στον Κρεγκ Ίλο. Το μεγαλύτερο ταλέντο της περιοχής και ολόκληρης της Αμερικής έμενε από απόσταση αναπνοής με το στόμα ανοιχτό.

ΛεΜπρον Ρέιμον Τζέιμς Σίνιορ. Ο έφηβος που έναν χρόνο νωρίτερα είχε βρεθεί στο Σικάγο, καλεσμένος της “Αυτού Εξοχότητος”. Που έναν χρόνο μετά ήταν πάλι παρών στο Κλίβελαντ, στο αποχαιρετιστήριο πια ματς του «Μιχαλάκη» εκεί. Που δεν ευτύχησε να αντιμετωπίσει το είδωλό του στο ΝΒΑ, μια και, όταν ο ένας αποχώρησε, ο άλλος εισήλθε. Αλλά που δεν άργησε να γίνει ο ίδιος ο καλύτερος παίκτης του πλανήτη, για κάποιους και όλων των εποχών. Πάνω και από τον “θεό” του αθλήματος. Τον δικό του “θεό”.

Έξω από το Κλίβελαντ, στο Άκρον του ελληνικότατου ονόματος (που σήμαινε και κορυφή, ύψιστος βαθμός στην αρχαιότητα…), γεννήθηκε και μεγάλωσε ο κατοπινός “Βασιλιάς”. Πριν δηλαδή δει το πρώτο φως στο ίδιο μέρος και κάποιος Κάρι! Ο Στεφ όμως, ως από σπόντα περαστικός. Επειδή ο πατέρας του, Ντελ, έτυχε να παίξει μια χρονιά στους «Καβς».

O ΛεΜπρον, γέννημα-θρέμμα του Οχάιο. Χαμίνι, όχι “βασιλόπουλο”. Τον δικό του μπαμπά δεν τον γνώρισε, παρά μόνο όταν έγινε μεγάλος και τρανός. Ένα θαύμα της φύσης, ένας σπάνιος συνδυασμός υψηλού IQ, ζωώδους δύναμης και απαράμιλλης τεχνικής. Εκρηκτικότητα, χειρισμός της μπάλας, ακόμα και μακρινό σουτ, όταν η μπάλα έκαιγε, όλα ήταν εκεί από τα νεανικά χρόνια του «εκλεκτού».

«The Chosen One», όπως τιτλοφορούνταν το εξώφυλλο του «Sports Illustrated» για πάρτη του 17χρονου, ο οποίος προοριζόταν να γράψει ιστορία και να γίνει ο καλύτερος της γενιάς του. Για μία φορά οι διθύραμβοι που ακολουθούσαν ένα σούπερ ταλέντο αποδείχθηκαν… χαμηλόφωνοι. Λίγοι. Γιατί ο… «LJ» πέρασε πάνω και από τον πιο ψηλό πήχυ που του είχε τεθεί.

Η γνωριμία με τη (δύσκολη) ζωή

Για την Γκλόρια Τζέιμς, η έλευση στον κόσμο ενός μωρού στις 30 Δεκεμβρίου του 1984, δεν μπορεί, θα ήταν χαρμόσυνο γεγονός. Σίγουρα πάντως ήταν επιβαρυντικό της χαοτικής οικογενειακής της κατάστασης. Η ίδια κοριτσάκι ακόμη. Δεκαέξι ετών. Πατέρας ο Άντονι ΜακΚλίλαντ, ένας απλώς περιστασιακός σύντροφος. Παρών σε κάθε λογής απατεωνιές, απών έκτοτε από τη φαμίλια που θα μπορούσε να δημιουργήσει.

Μέσα σε λίγους μήνες από τη γέννηση του ΛεΜπρον, η «Γκλο» έχασε και τη μάνα της και τη γιαγιά της, με τις οποίες έμενε μαζί. Εκεί που είχε δύο γυναίκες να την φροντίζουν, έπρεπε η ίδια να φροντίζει τρία αγόρια. Και τους δύο αδερφούς της δηλαδή. Ούτε η ίδια έμεινε μακριά από μπλεξίματα με τον νόμο.

Η μαμά έκανε και μερικές ημέρες φυλακή, ο γιος της έχασε 100 ολόκληρες σχολικές ημέρες στη Γ’ Δημοτικού. Σχολείο δηλαδή αραιά και πού. Σπίτι εδώ κι εκεί. Σταθερή οικία δεν υπήρχε, μια χρονιά άλλαξε έξι διαφορετικές. Για να φτάσει κάποια στιγμή να αλλάξει και… οικογένεια. Ευτυχώς.

Φούτμπολ, το αμερικανικό, έπαιζε πρώτα ο ΛεΜπρον. Έπεσε σε καλό προπονητή και ακόμα καλύτερο άνθρωπο. Φρανκ Γουόκερ το όνομά του. Τον έβαλε σπίτι του, τον τάισε, τον… έκανε μπασκετμπολίστα. Υπό την έννοια ότι ήταν ο πρώτος που του έδωσε μια μπάλα μπάσκετ.

Στην πίσω αυλή του σπιτικού του μίστερ Γουόκερ, παίζοντας “μονάκια” με τον Φρανκ Τζούνιορ, ο μικρός ΛεΜπρον ένιωσε το πρώτο σκίρτημα για το άθλημα που θα του άλλαζε τη ζωή. Για το άθλημα του οποίου ο ίδιος θα άλλαζε την ιστορία…

Η γνωριμία με το (εύκολο) μπάσκετ

Πάνω που είχε στρώσει ως μαθητής, φτάνοντας από… αρχικοπανατζής να λάβει βραβείο παρουσίας στα μαθήματα (!), ήρθε η μετεωρική εξέλιξή του ως μπασκετμπολίστας να τον τραβήξει πάλι έξω από την αίθουσα και να τον κρατάει ολοένα και περισσότερο μέσα σε μια σάλα.

Δεν χρειαζόταν να ακούσει δεύτερη κάτι, να επαναληφθεί μια οδηγία, να δει πάλι ένα σύστημα στο πινακάκι. Τα έπιανε με την πρώτη, είχε αντίληψη, όπως βέβαια και απίστευτα σωματικά προσόντα. Στα 13 του ήταν σχεδόν 1.85μ. και ηγέτης μιας ομάδας ονόματι Σάμιτ Λέικ Χόρνετς. Προπονητής της, ο Ντρου Τζόις. Ο δεύτερος (ΙΙ). Ανάμεσα στους παίκτες ο γιος του. Ο Ντρου Τζόις ΙΙΙ. Άλλο ζευγάρι πατέρα-γιου, καθοριστικό στη ζωή του… Απλώς ο Τζόις έμεινε προπονητική φιγούρα.

Νέα πατρική (φιγούρα) στο μεταξύ ο Τζέιμς είχε βρει στον Έντι Τζάκσον. Στον νέο άντρα στη ζωή της μητέρας του, διοργανωτή συναυλιών. Με το δικό του σκοτεινό παρελθόν δαύτος, εμπόριο ναρκωτικών γαρ, με αμφιλεγόμενες προθέσεις στο παρόν. Έγινε φιλαράκι με το παιδί της συντρόφου του που έμπαινε στην εφηβεία, μήπως όμως είχε μυριστεί ευκαιρία; Παραδάκι;

Το όνομα του νεαρού μπασκετμπολίστα είχε ήδη αρχίσει να κυκλοφορεί σε παναμερικανικό επίπεδο, κορυφαία διεθνή μανατζερικά γραφεία είχαν βρεθεί στο κατόπι του. Ο μικρός αναγκαστικά έπρεπε να μεγαλώσει απότομα. Να ωριμάσει. Να εμπλακεί σε κουβέντες οικονομικής υφής, να ξεχωρίσει ποιοι άνθρωποι στη ζωή του ήταν εκεί για τον ίδιο και όχι για τα χρήματα που αργά ή γρήγορα θα προσείλκυε. Δυσκολότερα πράγματα από το να βάζει μια μπάλα σε ένα καλάθι…

Με την ίδια ευχέρεια βέβαια την χειριζόταν. Την κατέβαζε, την μοίραζε, την έκοβε, την έκλεβε. Ένα γομαράκι 110 κιλών από τα 15 του, με θεόσταλτο ταλέντο συνάμα. Με τον κοντούλη υιό Τζόις, τον Ζάιαν Κότον και τον Γουίλι ΜακΓκι σχημάτισαν τους αποκαλούμενους «Fab Four» και κατέκτησαν τους πρώτους του τίτλους.

Όλοι μαζί μεταπήδησαν στο Σεντ Βίνσεντ-Σεντ Μέρι, επιλογή που ξένισε αρκετό κόσμο. Ιδιωτικό καθολικό χάι σκουλ, με (και για) λευκούς ως επί το πλείστον μαθητές. «Fighting Irish» άλλωστε το εύγλωττο παρατσούκλι της ομάδας. Το θέμα είναι ότι το παρεάκι συνέχισε μαζί αυτούσιο. Ακόμα και ο πατήρ Τζόις, ο οποίος έκατσε και σε αυτόν τον πάγκο.

Στην πορεία οι «Fab Four» έγιναν «Fab Five», με πέμπτο… υπέροχο μέλος τον πάουερ φόργουορντ (και κατοπινό γυρολόγο των ευρωπαϊκών γηπέδων, ακόμα και στα 36 του τον συναντούσαμε στη Λιμόζ) Ρόμεο Τράβις. Άλλη μια, ακόμα μεγαλύτερη, φιλία ζωής για τον Τζέιμς. Το παραμύθι έμπαινε σε νέα, πιο ελκυστικά κεφάλαια.

Τέσσερα γράμματα, τέσσερα χρόνια φρενίτιδας

SΤVM. Τα αρχικά του Λυκείου με το οποίο η… λεμπρονίτιδα θα εξαπλωθεί σε ανεξέλεγκτο βαθμό. Ενόσω παίζει και φούτμπολ εκεί, διατηρώντας βάσιμες ελπίδες σύμφωνα με ειδικούς να ακολουθήσει καριέρα ακόμα και στο NFL, ο φίλος μας φροντίζει σε κάθε του εμφάνιση να επιβεβαιώνει τα όσα ακούγονται για πάρτη του.

Ναι, είναι το πλήρες πακέτο. Ναι, παίζει λες και είναι άνδρας ανάμεσα σε παιδιά. Και, όχι, δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής στους σχετικούς διθυράμβους που του αφιερώνονται. Υπό τις προστατευτικές φτερούγες του Τζόις, η πρόοδός του συνεχίζει να είναι αλματώδης.

Αρχικά ασίσταντ στο Σεντ Βίνσεντ-Σεντ Μέρι, ο «κόουτς Ντρου» μεριμνεί για την ομαλή μετάβαση των παιδιών του (κυριολεκτικά για το ένα, μεταφορικά για τα άλλα), δίνοντας και ραπόρτο ανά τακτά διαστήματα στη μαμά Τζέιμς, η οποία του είχε εμπιστευθεί μπασκετικά τον κανακάρη της από τα 10 του χρόνια.

Βρισκόμαστε πάντα στο Άκρον και στο χάισκουλ των δύο Αγίων, οι οποίοι από κει ψηλά βλέπουν έναν νεαρό μαύρο μπασκετμπολίστα να λάμπει μπροστά από το δικό του φωτοστέφανο. Λίγες ημέρες προτού φυσήξει 15 κεράκια στη γενέθλια τούρτα, ο Τζέιμς ντεμπουτάρει με ισάριθμους πόντους. Λίγοι, μπροστά στους 21 που θα έχει μέσο όρο ως φρέσμαν.

Μέσα σε ένα τετράμηνο οδηγεί τους -αήττητους- Φάιτινγκ Άιρις στον πολιτειακό τίτλο και κάνει το ίδιο στη δεύτερη χρονιά του, όταν εκτοξεύεται στους 25.2 πόντους, τα 7.2 ριμπάουντ, τις 5.8 ασίστ, τα 3.8 κλεψίματα. Ρίχνει και μπόι, αγγίζει πια τα δύο μέτρα. Είναι τρελός (και πιο ψηλός) ο… Ιρλανδός!

Στο γηπεδάκι της ομάδας δίχως μπασκετικές δάφνες συρρέουν πλέον και εκπρόσωποι συλλόγων του ΝΒΑ. Για τις ανάγκες πάντων των ενδιαφερομένων, μερικοί αγώνες διεξάγονται στη μεγαλύτερη έδρα του Πανεπιστημίου Άκρον. Με ψεγάδι μια (μονάκριβη!) ήττα στη σεζόν 2000-2001, ο ΛεΜπρον ψηφίζεται και «Mr. Ohio». Ατομικός τίτλος που θα τον συνοδεύσει και στα δύο επόμενα έτη.

Γίνεται εξώφυλλο λοιπόν στο «Sports Illustrated», καλείται στο Σικάγο για να παίξει με εν ενεργεία ΝΒΑers και τον Μάικλ Τζόρνταν, εν είδει προετοιμασίας του «MJ» για την επικείμενη -δεύτερη- επιστροφή του στα παρκέ. Οι αριθμοί του ανεβαίνουν κι άλλο στην τρίτη χρονιά, έχοντας πια χεντ κόουτς τον Τζόις, ο τίτλος πάντως χάνεται στον Τελικό. Στην τέταρτη και τελευταία (χρονιά) κατακτά το Division II Championship για τρίτη φορά.

Γύρω-γύρω όλοι και στη μέση ο… ΛεΜπρόνης

«Δεν φοβόταν ακόμα και εν ώρα αγώνα να με ρωτήσει γιατί κάνουμε κάτι, αν δεν συμφωνούσε. Από παιδί είχε το θάρρος της γνώμης αλλά και ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης. Όπως τότε που μετά από ένα τουρνουά έδωσε μπροστά σε όλους το βραβείο του MVP που είχε κερδίσει στον Κόρι Τζόουνς».

Σε συνέντευξή του στο «cleveland.com» o κόουτς Τζόις επιβεβαιώνει (ότι τα διέθετε από τρυφερή ηλικία) όσα κανείς ψυλλιάζεται για τον χαρακτήρα, την αυτοπεποίθηση, την ηγετική φυσιογνωμία αυτού του ανθρώπου. Ήδη από το 2002 ο Τζέιμς έχει βάλει τους παρατρεχάμενούς του να υποβάλουν αίτημα στο ΝΒΑ για αλλαγή στους κανονισμούς επιλεξιμότητας.

Να μεταπηδήσει στο τοπ επίπεδο μια ώρα αρχύτερα θέλει, ώστε να καρπωθεί και το συμβόλαιο εκατομμυρίων δολαρίων που ξεκάθαρα τον περιμένει. και να βοηθήσει μέσω αυτού τη μητέρα του, την οικογένειά του. Η απάντηση της λίγκας είναι αρνητική. Δεν γίνεται να δηλωθεί στο ντραφτ παίκτης που δεν έχει τελειώσει το Λύκειο.

Είναι σαφές ότι το ΝCAA ως προοπτική δεν υπάρχει ούτε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ακόμα και να το σκεφτόταν ο ίδιος, δεν θα τον άφηναν οι γύρω του. Ατζέντηδες, κανάλια, ένας εσμός ατόμων και θεσμών που αναμένουν το σίγουρο κέρδος εκ της σχετικής προσκόλλησης.

Το Σεντ Βίνσεντ-Σεντ Μέρι αλλάζει στην τέταρτη σεζόν του αγωνιστικό πρόγραμμα και ταξιδεύει σε κάθε άκρη των ΗΠΑ, με τους αγώνες του να μεταδίδονται τηλεοπτικά σε εθνικό δίκτυο. Τοπικά κανάλια μεταδίδουν τα παιχνίδια στο Οχάιο με σύστημα pay-per-view, τα υπόλοιπα εκχωρούνται με το αζημίωτο στο «ESPN» και αυτό “αποζημιώνεται” με τη δεύτερη μεγαλύτερη τηλεθέαση αθλητικού γεγονότος (!), σε ένα ματσάκι της παρέας του Τζέιμς.

Το ίδιο το σχολείο του τσεπώνει μέσα σε μια αγωνιστική περίοδο πάνω από μισό εκατομμύριο δολάρια μονάχα από τα πανάκριβα εισιτήρια -τετραψήφια κάποια- των εντός έδρας αγώνων και από τα πενταψήφια νούμερα που του προσφέρονται από άλλα σχολεία, ώστε οι «Fab Five» να βρεθούν στα δικά τους γυμναστήρια. Ο εξής… One, εδώ που τα λέμε.

Η πλάκα είναι ότι η κότα με τα χρυσά αβγά απαγορεύεται βάσει των κανονισμών που διέπουν τον σχολικό αθλητισμό στο Οχάιο να δεχτεί δώρα άνω των 100 δολαρίων και την οποιαδήποτε πληρωμή που να απορρέει από την μπασκετική του ιδιότητα. Θησαυρίζουν οι πάντες δίπλα του, όχι αυτός.

Δώρο των 18ων γενεθλίων του, από τη μητέρα του, είναι ένα Hummer. Εκείνη έχει βρει τα λεφτά από ένα δάνειο, εξασφαλισμένο από τη… δυναμική των μελλοντικών κερδών του γιου της στο ΝΒΑ. Ερευνάται για παρατυπίες, απαλλάσσεται ο ΛεΜπρον. Δέχεται δυο ρετρό φανέλες αξίας 845 δολαρίων από εταιρεία ένδυσης, κρίνεται ένοχος.

Τιμωρείται για όλα κι όλα δυο ματσάκια, επιστρέφει θυμωμένος και βάζει 52 πόντους. Για να ηρεμήσει από την όλη ένταση που συσσωρεύεται για εξωαγωνιστικούς λόγους, όπως θα παραδεχθεί πολύ αργότερα, θα καταφύγει μερικές φορές στη μαριχουάνα.

Έτσι, σε συνθήκες οικονομικού παραλογισμού και αθλητικής παραφροσύνης, κυλάνε στο Άκρον οι τελευταίοι του μήνες μέχρι το ντραφτ του 2003, ώστε να ακολουθήσει τη δοξασμένη του επαγγελματική καριέρα. Χώρια ο… πονοκέφαλος για το αν θα επιλέξει να διαφημίζει τη Nike ή την Adidas (ή μήπως τη Reebok;), για ποσό που αγγίζει τα 100 “χαρτιά”.

Προτού φτάσει σήμερα να χαρακτηρίζει συνήθως μια αρνητική κατάσταση, το «άκρον άωτον» είχε (και) θετική χροιά. Άκρα υπερβολή αλλά και κολοφώνας. Ως το άκρον άωτον του ταλέντου για έναν αθλητή και δη μπασκετμπολίστα, ο μικρός από την ομώνυμη πόλη του Οχάιο είχε απλώς ξεκινήσει την πορεία του για την κορυφή.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This