Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Μπουένος Άιρες, 2 Ιουνίου του 1988. Η Αντριάνα είχε προειδοποιηθεί μέρες πριν.

Στο πλησιέστερο νοσοκομείο, το González Catáns, δεν θα μπορούσαν να την βοηθήσουν γιατί η κλινική δεν διέθετε ούτε τον εξοπλισμό ούτε την υποδομή για εγκυμοσύνες με επιπλοκές ή πρόωρες γέννες.

Της είχαν υποδείξει ότι πρέπει να πάει στο νοσοκομείo Piñero στην περιοχή του Flores.

Η Αντριάνα, με τρεις βαθμούς θερμοκρασία και το κρύο να της τρυπάει το κόκκαλο, ξέρει ότι χρειάζεται τρεις ώρες για να φτάσει στο Piñero.

Πρέπει να αλλάξει δυο λεωφορεία και να προλάβει το τραίνο.

Παίρνει το «96», κατεβαίνει στο σταθμό στη Villa Soldati και τελευταία στιγμή μπαίνει στο «76» στο Flores, στην Avenida Varela.

Σε ολόκληρη τη διαδρομή είναι ήσυχη, τρώει τηγανίτες και προσπαθεί να καθησυχάσει το σύντροφό της, τον Λέο που είναι έτοιμος να καταρρεύσει από το άγχος.

Ο Λέο, όσο πλησιάζει στην κλινική, περπατά όλο και πιο γρήγορα κι όταν φτάνει στην είσοδο των επειγόντων περιστατικών, τον σταματά ο φύλακας.

«Πού πάτε κύριε;» – «Τί εννοείτε; Γεννάει η γυναίκα μου».  «Ποια γυναίκα κύριε; Τί λέτε;».

Ο Λέο είχε ανοίξει τόσο πολύ το βήμα του που είχε ξεχάσει την Αντριάνα πίσω.

Η νεαρή γυναίκα είχε ήδη πολλαπλές συσπάσεις και εάν δεν επιλαμβάνονταν οι περαστικοί θα είχε γεννήσει στο δρόμο.

Την παραλαμβάνουν οι νοσοκόμοι και την οδηγούν εσπευσμένα στην αίθουσα τοκετού.

Στις 15.23 ο Σέρχιο βλέπει το πρώτο φως της ζωής του. «Συγχαρητήρια, είναι ένα υγιέστατο αγοράκι», λένε και ξαναλένε στην Αντριάνα όταν συνέρχεται από τη νάρκωση.

Το αισθανόταν ότι θα κάνει αγόρι, τα λίγα ρούχα που είχε ρίξει στην τσάντα ήταν μόνο λευκά και γαλάζια.

Όταν πρωτοκράτησε στην αγκαλιά της αυτό το μικρό ανθρωπάκι των 4 κιλών και 400 γραμμαρίων, η Αντριάνα γύρισε το βλέμμα ασυναίσθητα στο παράθυρο.

«Αυτό το μωρό θα μας γεμίσει φως», είπε στον Λέο. «Αυτός είναι ο διάδοχος».

Ο κόσμος δεν έπαψε ποτέ να ψάχνει για το διάδοχο. Στην Αργεντινή ειδικά, ο κόσμος δεν έπαψε ποτέ να αναζητά τον νέο Μαραντόνα.

Το παρελθόν, ο μύθος, η επιδραστικότητα του Ντιέγκο στη νεότερη ιστορία του σπορ, έπρεπε με κάποιον τρόπο να διεισδύσει στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, γιατί το κενό που άφησε ο Pibe de Oro ήταν αβάσταχτα δυσαναπλήρωτο, ειδικά για μια χώρα που ζει και αναπνέει για την μπάλα.

Η αναζήτηση του διαδόχου, του νέου προφήτη, του νέου μεσσία, ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την περιπετειώδη αποχώρηση του Ντιέγκο από την ενεργό δράση. Ο κατάλογος των διαδόχων ήταν μακρύς, γεμάτος ελπίδα, αστέρια και αστερίσκους.

Πρώτος στη λίστα ο Ντιέγκο Λατόρε, εκεί στο μεσοδιάστημα της αλλαγής της δεκαετίας του ’80 με εκείνη του ’90.

Ο Λατόρε ήταν το αστέρι της Μπόκα. Είχε το ίδιο όνομα με το «θεό», εξωτικό επώνυμο που «γκέλαρε» στα media, σκόραρε εντυπωσιακά με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο.

Ο πρώτος διάδοχος πήγε στη Φιορεντίνα και δεν άφησε καν τα ίχνη του, πολλώ δε το στίγμα του. Μετά δοκίμασε στην Τενερίφη και στην Σαλαμάνκα μήπως ο ισπανικός αέρας του ταιριάξει καλύτερα.

Απέτυχε κι εκεί οικτρά και κατέληξε πίσω στην Αργεντινή, το μοναδικό μέρος του πλανήτη που κάποιος θυμόταν ότι κάποτε ήταν «ο διάδοχος».

Πίσω στην πατρίδα είχαν ξεπροβάλλει ήδη ο Αριέλ Ορτέγκα και ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο. Αμφότεροι στη Ρίβερ, βραχύσωμοι όπως ο Ντιέγκο, «μαλλιάδες», «αλητάκοι», μπαλαδόροι παλαιάς κοπής. Κι εκείνοι δεν τα κατάφεραν ποτέ.

Όσο περνούσε ο χρόνος τόσο πιο δύσκολο γινόταν να γεφυρωθεί το χάσμα, τόσο πιο πολύ εξιδανικεύονταν οι αρετές του Ντιέγκο, τόσο πιο δύσκολο ήταν να βρεθεί ο διάδοχος.

Στην Ρίβερ και στην Μπόκα «ο νέος Μαραντόνα» έγινε σχεδόν αυτοσκοπός, προέκυψαν διλήμματα Ρικέλμε-Αϊμάρ, λίγο αργότερα Τέβεζ-Ντ’ Αλεσσάντρο.

Η ίδια η πραγματικότητα και ο ρους της ιστορίας μας έφεραν στο καλοκαίρι του 2006 όταν πια φιγουράριζαν δυο ονόματα στην κορυφή: Λίονελ Μέσι και Σέρχιο Αγουέρο.

Ο πρώτος είχε ήδη ξεπροβάλλει στο παλκοσένικο της πρώτης ομάδας της Μπάρσα, μετρούσε 19 συμμετοχές ως βασικός στους blaugrana και τρεις με το εθνόσημο.

Ο Κουν, αν και έναν χρόνο νεότερος του Λέο, είχε μόλις μεταγραφεί στην Ατλέτικο Μαδρίτης μετά από μια στρατοσφαιρική σεζόν στην Ιντεπεντιέντε.

Κι αν ο Μέσι εκμεταλλεύτηκε το επικούρειο «λάθε βιώσας», προερχόμενος από το θερμοκήπιο της Μασία, ο Αγουέρο ρίχτηκε από παιδί στην αρένα με τα λιοντάρια και επιζήτηζε, σχεδόν απαίτησε την έγκριση του Καίσαρα. Ήταν ο πρώτος διάδοχος που θα ξεπηδούσε από την αρένα, ο πρώτος με την έγκριση του λαού της Αργεντινής.

Στις 7 Ιουλίου του 2003, ένα αγόρι 15 χρονών και 35 ημερών που το φώναζαν «Κουν», παρατσούκλι που του κόλλησε ένας γείτονας από παρήχηση του γιαπωνέζικου καρτούν με τον τίτλο “Kum Kum the Caveman”, ντεμπουτάρει φορώντας τη φανέλα της Ιντεπεντιέντε στην Primera Division της Αργεντινής σε ένα ματς εναντίον της Σαν Λορέντζο.

Είχε μόλις σπάσει το ρεκόρ του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και ήταν ο νεότερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της λίγκας.

Φοράει το αντιδημοφιλές 34 στη φανέλα, έχει βλέμμα χαμένο, τρέμουν τα πόδια του. Ο Όσκαρ Ρουτζέρι τον έχει αγκαλιάσει και μοιάζει να του κάνει κατήχηση. «Μπες να το χαρείς μικρέ, διασκέδασέ το», ήταν η συμβουλή του.

Σημειολογικά, εκείνο το ντεμπούτο το θυμάται και ο ίδιος ο Μέσι. «Είχαν ολοκληρωθεί οι αγωνιστικές υποχρεώσεις με τη Μπαρσελόνα και είχα επιστρέψει στην Αργεντινή για διακοπές.

Θυμάμαι ήμουν στο σπίτι μου στο Ροζάριο. Λίγες μέρες πριν είχα γίνει κι εγώ 16 και το μεγάλο μου όνειρο ήταν να ντεμπουτάρω στην πρώτη ομάδα. Ήξερα βασικά ότι ήταν θέμα χρόνου.

Στο σαλόνι η τηλεόραση έπαιζε το Ιντεπεντιέντε-Σαν Λορέντζο.

Από το ίδιο το ματς δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτα θα έλεγα. Θυμάμαι όμως πολύ χαρακτηριστικά εκείνο το αγόρι της Ιντεπεντιέντε πριν μπει στο γήπεδο. Ήταν σχεδόν στην ηλικία μου και έτοιμο να κάνει και το δικό μου όνειρο πραγματικότητα».

Στη ουσία ουδέποτε υπήρξε ανταγωνισμός μεταξύ των δυο. Τα δυο παιδιά είχαν πολύ καλή σχέση μεταξύ τους από τότε που συναντήθηκαν στα μικρά εθνικά κλιμάκια.

Δέθηκαν, έγιναν φίλοι από το πρώτο μεγάλο τουρνουά, ένα παγκόσμιο κύπελλο κάτω των 20 ετών το 2005 και από το ολυμπιακό τουρνουά του 2008 μοιράζονταν και το ίδιο δωμάτιο στις αποστολές.

Έκτοτε η ίδια ιστορία. Ο Μέσι να κοιμάται νωρίς, ο Αγουέρο να ξενυχτάει μέχρι αργά χαζεύοντας στην τηλεόραση και να ταλαιπωρεί το συγκάτοικο.

Όταν στο Μουντιάλ της Βραζιλίας η αργεντίνικη ομοσπονδία αποφάσισε να μείνουν οι ποδοσφαιριστές σε μονόκλινα έγινε και η σχετική πλάκα μεταξύ τους: «πώς θα αντέξεις χωρίς εμένα», «τί θα απογίνεις χωρίς τη γκρίνια» και τα συναφή.

Δεν ενοχλήθηκε ποτέ ο Κουν από την πρόοδο και την «εκτίναξη» του Μέσι στην κορυφή.

Ο Αγουέρο ακολούθησε το δικό του δρόμο, έγινε ένας φορ περιοχής σε κορμί δεκαριού, εκμεταλλεύτηκε τα δολοφονικά του ένστικτα μέσα στην περιοχή και την υψηλότατη τεχνική του. Γρήγορος, φαντεζί, με τρομερό προσόν την ισορροπία και το χαμηλό κέντρο βάρους.

«Έμαθα να παίζω και να τα βγάζω πέρα με τη μπάλα σε ανώμαλο και τραχύ έδαφος στην παιδική μου ηλικία.

Όταν μαθαίνεις κοντρόλ σε τέτοιες συνθήκες, είναι εύκολο να βρίσκεις ισορροπία στο χορτάρι και να υπολογίζεις το κάθε γκελ της μπάλας».

Στην αυτοβιογραφία του, “Mi historia” αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σε εκείνα τα χρόνια, όπως και στο πιο διάσημο «πρώτο γκολ».

Ήταν Σεπτέμβρης του 2005, σε ένα νικηφόρο ντέρμπι με 4-0 εναντίον της Ρασίνγκ. Κατέβασε μια χαμένη πάσα του γνωστού μας από την ΑΕΚ, Μάρτιν Παουτάσο, και στη συνέχεια έκανε αυτό:

 

Ατόφιο, καθαρό ταλέντο. Ένα γκολ με σλάλομ που ναι, θυμίζει Ντιέγκο, είναι άξιο αναφοράς για ένα παιδί που χρίστηκε εν αγνοία του διάδοχος του «θεού».

Ο Κουν τότε ήταν ακόμα ακατέργαστος, αδούλευτος, δίχως τακτικά καλούπια και βαθιά γνώση του παιχνιδιού. Μετά ακολούθησε η εξέλιξη, η προσαρμογή, η καινοτομία, η μετάλλαξη.

Ο Κουν με την πάροδο των ετών έμαθε να στηρίζει μόνος του την επίθεση, προσαρμόστηκε στη ροή του αγώνα, «διάβαζε» τις φάσεις.

Το «μόνος μου κι όλοι σας» το κράτησε απλώς καλά κρυμμένο στη φαρέτρα του, σαν παλιό, πολύτιμο κειμήλιο από την Αργεντινή.

Στην Ισπανία και πολύ περισσότερο στην Αγγλία, έμαθε να παίζει στο χώρο, να κινείται για να δημιουργεί πλεονέκτημα στο συμπαίκτη, ανακάλυψε το ποδόσφαιρο με τη σωστή προσέγγιση στο meta-ποδόσφαιρο του μέλλοντος.

«Είμαι πολύ περήφανος για τον εαυτό μου και για όσα πέτυχα, πάνω απ’ όλα όμως είμαι περήφανος για την οικογένειά μου και τις καταβολές μου. Σύρθηκα στη λάσπη, κοιμόμασταν σε ένα αυτοσχέδιο σπίτι χωρίς οροφή, αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον. Ήταν μια συνεχής μάχη και τη ζήσαμε όλοι μαζί ενωμένοι.

Πώς να μην είμαι περήφανος πια;», τον ακούς να λέει και έχει δίκιο.

Ο πατέρας του ο Λέο ντε Καστίγιο και η μητέρα του, η Αντριάνα Αγουέρο κλέφτηκαν ανήλικοι ακόμα και έφτασαν στο Μπουένος Άιρες από την επαρχία του Tucumán με μοναδικό εφόδιο τα νιάτα και την άγνοια κινδύνου τους.

Ο Κουν πήρε το επώνυμο της μητέρας του, επειδή εκείνο το μεσημέρι στο Piñero, ο Λέο και η Αντριάνα ήταν ακόμα ανύπαντροι και κάτω των 18.

Κατοικούσαν στο «κρησφύγετο με τις οχιές», “la cueva de las víboras”, ένα παράπηγμα που δεν είχε καν όλα τα τούβλα στους κατ’ ευφημισμόν τοίχους.

Τους έλειπαν και τα στοιχειώδη, η σκεπή ήταν η τελευταία έγνοια τους. Η Αντριάνα ήταν έγκυος 6 μηνών στον Κουν όταν μια δυνατή καταιγίδα παραλίγο να αφανίσει ολόκληρη την οικογένεια.

Έμειναν 15 μέρες σε ένα σχολείο για πλημμυριοπαθείς, μετά με το χαμόγελο και την ελπίδα ξανάχτισαν το σπιτικό τους.

Δεν είχε σημασία που δεν είχαν τίποτα, ο Λέο και η Αντριάνα ήταν ευτυχισμένοι. Μερικές φορές δεν χρειάζεται να καταλάβουμε, ούτε μπορούμε να ορίσουμε την ευτυχία όπως την αντιλαμβάνονται οι άλλοι.

Ο Λέο έκανε μεροκάματα σε έναν φούρνο, στον ελεύθερο χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο, όπως κάθε νεαρό παιδί στην Αργεντινή.

Ήταν καλός, ουδέποτε ωστόσο προπονήθηκε ή εντάχθηκε σε κανονική ομάδα. Ενίοτε του προσφέρονταν μηνιαία «συμβόλαια», συμφωνίες να παίξει σε τοπικές ομάδες με αντίτιμο λίγα πέσος που όμως για την οικογένεια ήταν ζωτικής σημασίας.

«Οι φίλοι του πατέρα μου επιμένουν ότι ήταν καλύτερος από μένα», θυμάται ο Κουν. «Τεχνίτης και ζογκλέρ, μάλλον από εκείνον πήρα το ταλέντο», λέει γελώντας.

Η ζωή στο Los Eucaliptus, την παραγκούπολη μεταξύ Quilmes και Bernal που μετακόμισε η οικογένεια όταν ο Κουν έγινε τριών ετών εξακολούθησε να είναι δύσκολη.

Πολλά βράδια στο τραπέζι έφτανε μόνο λίγο μπαγιάτικο ψωμί και δυο φλυτζάνια μάτε (ένα καφεϊνούχο ρόφημα δημοφιλές στις φτωχογειτονιές της Λατινικής Αμερικής).

Η φτώχεια ήταν ανεξέλεγκτη, οι συνθήκες πραγματικά δύσκολες. Πολλοί φίλοι του μικρού Κουν είτε πέθαναν είτε σήμερα είναι στη φυλακή. Η μόνη διέξοδος για τα παιδιά ήταν το ποδόσφαιρο.

Όταν μεγάλωναν και το πράγμα ζόριζε ή δεν τα κατάφερναν με το ποδόσφαιρο, ο δρόμος ήταν η παρανομία και οι συμμορίες.

Ο Κουν όμως ξεχώριζε από μικρός και πίσω στο σπίτι τον περιέβαλαν μόνο με αγάπη και κατανόηση. Η Αντριάνα δεν του φώναξε ποτέ παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, όταν επέστρεφε αργά τη νύχτα μετά το παιχνίδι στους δρόμους. Ο Λέο κρυφοκαμάρωνε που ο γιος του είναι ο καλύτερος παίκτης στη γειτονιά.

Από πιτσιρικάς έκανε «όνομα» στο νότιο Μπουένος Άιρες. Έπαιξε σε διάφορες «εξωτικές» ομάδες νέων.

Loma Alegre, 1 de Mayo, 20 de Junio, Pellerano Rojo, Bristol, Los Primos. Πριν καν κλείσει τα δέκα, ο Κουν είχε αλλάξει έξι ομάδες.

Τον είδε ο θρυλικός Ρικάρντο Μποτσίνι, ο άνθρωπος που ανακάλυψε τα περισσότερα ταλέντα της Ιντεπεντιέντε και εισηγήθηκε την άμεση εγγραφή του στο τμήμα ακαδημιών του συλλόγου.

Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η ένταξη του παιδιού στις ακαδημίες της Ιντεπεντιέντε ήταν η πρώτη πραγματική ανάσα για την οικογένεια Καστίγιο.

Ο δικηγόρος Χοσέ Μαρία Ασταρλόα, φανατικός οπαδός της ομάδας, φρόντισε να αποκτήσουν το πρώτο τους κανονικό σπίτι στο Quilmes, ήταν ό,τι καλύτερο είχε συμβεί ποτέ στον Κουν και την οικογένειά του.

Όλα αυτά είναι βιώματα που δεν σβήνουν ποτέ, όσα εκατομμύρια και να βγάλει κανείς στην πορεία της ζωής του. Όπου κι αν σε βγάλει ο δρόμος, δεν ξεχνάς ποτέ την αφετηρία.

Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή πριν χρόνια στη Μαδρίτη, ο παραγωγός επεφύλαξε μια έκπληξη στο «αστέρι» της Ατλέτικο. Μια τηλεφωνική παρέμβαση του πατέρα από την Αργεντινή.

Όταν ο Κουν άκουσε τη φωνή του δεν έσπασε απλώς, κατέρρευσε. Siempre mi papà estuvo conmigo, ήταν το μόνο πράγμα που κατόρθωσε να ψελλίσει μετά την παρέμβαση του πατέρα του. «Ο μπαμπάς στεκόταν πάντα δίπλα μου».

Η προσωπική ιστορία του Αγουέρο είναι ίσως το μοναδικό στοιχείο που χρειάζεται οποιοσδήποτε θεατής για να καταλάβει πως έγινε ποδοσφαιριστής «με κάθε κόστος». Είναι από τις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άλλη επιλογή, που η λύση είναι πραγματικά μονόδρομος. Ένα μείγμα πίστης, αίσθησης καθήκοντος και άγνοιας κινδύνου. Ένας δρόμος που ακολουθείται αφού μετέλθεις όλα τα μέσα.

Σε ένα από τα τελευταία του παιχνίδια με την Ιντεπεντιέντε και ενώ η Ατλέτικο είχε ήδη δαπανήσει 25 εκατομμύρια ευρώ για την απόκτησή του, πάλευε με τέτοια λύσσα σε βαθμό που διακινδύνευε τη σωματική του ακεραιότητα.

Ο διαιτητής του βγάζει κίτρινη κάρτα, τιμωρείται και χάνει το τελευταίο εντός έδρας παιχνίδι εναντίον της Μπόκα. Τρελαίνεται, χάνει τον έλεγχο, αντιδρά χειρότερα από μικρό παιδί. Είναι η μια όψη του νομίσματος.

Στο παρθενικό του γκολ με τη φανέλα της Ατλέτικο ήρθε και η δεύτερη όψη, το ίδιο ορατή με την πρώτη. Το πρώτο του γκολ στο Calderón το έβαλε εναντίον της Ρεκρεατίβο Ουέλβα. Έσπρωξε τη μπάλα με το χέρι στα δίχτυα.

Όλο το γήπεδο στο πόδι, οι αντίπαλοι να διαμαρτύρονται σαν τρελοί, ο Φερνάντο Τόρρες με τον Μανίς που έχουν πλήρη εικόνα της φάσης βλέπουν τον πιτσιρικά να πανηγυρίζει σαν τρελός, σαν να πέτυχε το ωραιότερο γκολ της καριέρας του.

Ο Κουν είναι (και) αυτό. Στην αναλογική κλίμακα θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το δικό του «χέρι του θεού», γιατί ο διάδοχος έπρεπε να έχει όλα τα στοιχεία του βασιλιά που καλείται να υποκαταστήσει.

Η πορεία του στην Ατλέτικο ήταν υπέροχη, υπήρξε ένας εξαιρετικός επιθετικός με πλούσιο ρεπερτόριο και απίθανα στατιστικά.

Ασίστ, σουτ, πλασέ, ακόμα και κεφαλιές που για έναν επιθετικό ύψους 173 εκατοστών δεν θα μπορούσε να είναι προτέρημα. «Κοντός», «βαρύς», καθόλου θεαματικός, αλλά διαβολικά αποτελεσματικός.

Το 2011 που δεν τον χωρούσε πια η Μαδρίτη και έφυγε για τη Σίτι, είχε προλάβει να σηκώσει το Γιουρόπα Λιγκ και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Δεν ήταν πια ο «διάδοχος», ήταν όμως ο Σέρχιο «Κουν» Αγουέρο.

Στην Αγγλία και στην «αντιδημοφιλή» Μάντσεστερ Σίτι των πετροδόλαρων, ο Κουν έχτισε το δικό του μύθο, εγκαθίδρυσε το δικό του νόμο. Με απτές, αδιαμφισβήτητες αποδείξεις.

Πρώτα έγινε ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των citizens προσπερνώντας το μεγάλο Έρικ Μπρουκ, μετά ο πρώτος ξένος σκόρερ ολόκληρης της Premiership, αφήνοντας πίσω του «τέρατα» όπως ο Τιτί Ανρί, ο Ρόμπιν Φαν Πέρσι, ο Ντιντιέ Ντρογκμπά, όλοι τους μύθοι του αγγλικού πρωταθλήματος.

Κέρδισε τα πάντα με τη γαλάζια φανέλα, τα πάντα εκτός απ’ το μεγάλο κύπελλο. Το προσπάθησε μέχρι και το τελευταίο του παιχνίδι με τη γαλάζια φανέλα, πάλεψε γι’ αυτό το κύπελλο, αλλά και το 2021 δεν ήταν η σειρά της Σίτι, δεν ήταν η σιερά του Πεπ, δεν ήταν και η δική του.

Σχεδόν το ίδιο πράγμα του συμβαίνει και με την εθνική ομάδα, με την οποία δεν κατόρθωσε να κατακτήσει την κορυφή του κόσμου. Με την albiceleste είχε την ευκαιρία στον τελικό του 2014, άγγιξε το κύπελλο αλλά δεν το ύψωσε ποτέ στον ουρανό του Μαρακανά, γιατί το γκολ του Μάριο Γκέτσε στο 113ο λεπτό του αγώνα συνέτριψε τα όνειρα και της Αργεντινής και τα δικά του.

Ακόμα πιστεύει ότι εάν ο Σαμπέγια τον είχε ξεκινήσει και δεν έμπαινε ως αλλαγή στο ημίχρονο, η έκβαση του αγώνα θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Έχει κάθε δικαίωμα να το πιστεύει, είναι ο μοναδικός που έχει το δικαίωμα να το πιστεύει, περισσότερο κι από τον ίδιο τον Λιονέλ Μέσι, τον μοναδικό ομοεθνή του που τον ξεπέρασε. Γιατί ο Κουν είναι και θα είναι πάντοτε ο άνθρωπος της κραυγής.

Μάντσεστερ, Etihad Stadium, 13 Μαΐου 2012. Εκατό δευτερόλεπτα πριν το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή, εκατό δευτερόλεπτα που κρίνουν ένα ολόκληρο πρωτάθλημα.

Η Σίτι, με ένα εκπληκτικό ντεμαράζ πέντε συνεχόμενων νικών, μεταξύ των οποίων και η νίκη στο τοπικό ντέρμπι, απέχει μια νίκη από τον πρώτο τίτλο μετά από 44 ολόκληρα χρόνια. Το τελευταίο εμπόδιο για τους citizens, προκειμένου να προσπεράσουν τους Red Devils, είναι η Κουίνς Παρκ Ρέηντζερς.

Στο δεύτερο λεπτό των καθυστερήσεων, ο Έντιν Τζέκο με καρφωτή κεφαλιά έχει ισοφαρίσει σε 2-2 και έχει κάνει τη μισή πόλη να το (ξανα)πιστέψει.

Ο Κουν τρέχει και τη μαζεύει από τα δίχτυα, δεν πανηγυρίζει, ο νους ταξιδεύει μονάχα στη μια φάση που απομένει.

Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι στον πάγκο σφίγγει τις γροθιές αλλά μέσα του ξέρει ότι η ελπίδα είναι της απελπισίας, απ’ εκείνες που μένουν σαν χαρακιές στην ψυχή του οπαδού.

Είναι η πρώτη χρονιά του Κουν στο Μάντσεστερ, έχει σκοράρει 22 γκολ, ξέρει όμως ότι χωρίς τον τίτλο τα γκολ δεν σημαίνουν τίποτα.

Όταν ο Ντε Γιονγκ τη διώχνει μακριά ο Κουν είναι στη σέντρα με τα χέρια στη μέση.

Το ταμπλώ γράφει Γιουνάιτεντ 89 – Σίτι 87, γιατί η ομάδα του Σερ Άλεξ κέρδισε και τη Σάντερλαντ εκτός έδρας και πλέον περιμένει μόνο τη λήξη στο Etihad για να πανηγυρίσει ένα ακόμη πρωτάθλημα.

Μετά το πρώτο αποτυχημένο γέμισμα στα καρέ της QPR, ο Αγουέρο χάνεται από το πλάνο.

Εμφανίζεται ξανά όταν η ομάδα ξανακερδίζει την κατοχή και ο Νασρί προσπαθεί να κερδίσει μέτρα για να βγει μια τελευταία φάση.

Στην πραγματικότητα, ο Κουν είναι ο άνθρωπος που ρίχνει τη σανίδα σωτηρίας στους συμπαίκτες του με την υποδοχή και την προστασία της μπάλας, πριν την πασάρει στον τρελο-Μπαλοτέλι.

Ο Μάριο είναι στο ύψος της μεγάλης περιοχής, αλλά πιέζεται, γλιστράει και τη χάνει. Η τελευταία πράξη της τραγωδίας οδεύει προς το τέλος της.

Πάντοτε όμως στην τραγωδία εμφανίζεται ο από μηχανής θεός. «Τραγωδία μίμισις πράξεως σπουδαίας και τελείας».

Στην τραγωδία για να επέλθει η κάθαρση, έχει ανάγκη από υγιείς συνθήκες, από την κορύφωση του δράματος των ηρώων της. Και πρέπει πάντοτε να είναι αναπάντεχη, όσο πιο δραματική γίνεται, στο όριο της υπερβολής.

Ο Κουν τη στρώνει μπροστά του, περνάει το δυστυχή αμυντικό σαν σταματημένο και στη συνέχεια σουτάρει με όση δύναμη έκρυβε μέσα του. Ένα σουτ ευθύβολο, χωρίς την παραμικρή ταλάντωση.

Η μπάλα τινάζει τα δίχτυα και μαζί τους τινάζονται και 48 χιλιάδες καρδιές μέσα στο γήπεδο σαν να τις χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

Ο Κουν τρελαμένος πετάει τη φανέλα. Για μένα προσωπικά δεν χρειαζόταν να βάλει άλλο γκολ στην καριέρα του, αρκεί αυτό.

Την ίδια στιγμή, ο βετεράνος σχολιαστής Μάρτιν Τάιλερ με την κραυγή του στην τηλεοπτική μετάδοση χαρίζει στο ποδόσφαιρο μια από τις πιο έντονες στιγμές στην ιστορία του σπορ: «Αγουέροοοοοοοο».

 

Αυτή την κραυγή πήρε μαζί του στη Βαρκελώνη, αυτό το ανατριχιαστικό στιγμιότυπο είχαν στο νου και οι οπαδοί της Μπαρσελόνα, αυτήν την ενστικτώδη κίνηση στο χώρο περίμεναν. Για τον Κουν ήταν κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Ο χρόνος θα γύριζε πίσω κι ας είχαν γκριζάρει οι κρόταφοι υπενθυμίζοντας ότι παραμένει αμείλικτος.

Το κίνητρο, ο ψυχισμός, η διάθεση είναι εκείνα που μετράνε όταν πρωτογίνεται το τέλος ορατό. Ο Κουν δεν ήθελε πολλά. Δεν τον ένοιαζε πια ούτε ο θρόνος, ας δοκιμάσουν να καθίσουν οι επόμενοι. Άλλωστε στα στερνά του δέχτηκε να υπογράψει σε μια ομάδα όπου βασιλιάς ήταν άλλος και δεν είχε ανάγκη από διάδοχο.

Το ζητούμενο ήταν το περιβάλλον, η πρόκληση, οι απαντήσεις. Εσωτερικές και μη. Ο Αγουέρο στην ομάδα με τις περισσότερες ερωτήσεις και τις λιγότερες απαντήσεις στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα, ο Κουν στα blaugrana.

Δεν ήταν η πιο ασφαλής επιλογή για την καριέρα του, ήταν εσωτερική ανάγκη, προσωπικό στοίχημα ότι στα 33 του χρόνια μπορεί ακόμα, ότι φτάνουν δυο ανάσες για να αγγίξει και να κατακτήσει όσα δεν μπόρεσε σε όλη του την καριέρα.

Δεν έχει σημασία το τέλος, δεν έχει σημασία ο προορισμός, αλλά η βαθιά αναγνώριση.

🏟😀
👍⚽️#KunCuler
💙❤️ pic.twitter.com/dDkcQvuaqH

— FC Barcelona (@FCBarcelona) May 31, 2021

Σκάρτους πέντε μήνες κράτησε το όνειρο. Τέλη Οκτωβρίου του 2021, στο παιχνίδι εναντίον της Αλαβές, αισθάνθηκε έντονους πόνους στο στήθος. Οι ενδελεχείς εξετάσεις έδειξαν καρδιακή αρρυθμία και η εντολή του προσωπικού του ιατρού και αδελφικού του φίλου, Ρομπέρτο Πέιντρο, ήταν σαφής: ποδόσφαιρο τέλος.

Η καρδιά του Κουν δεν άντεχε πλέον αθλήματα υψηλών επιδόσεων, κινδυνεύει όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με κάθετι που περιλαμβάνει ψυχική και σωματική πίεση σε υψηλούς βαθμούς.

Δεκέμβριο του 2021 η συνέντευξη Τύπου της αποχώρησης, υπό τεράστιο συναισθηματικό φορτίο και αδυναμία να πει όλα όσα ήθελε.

“Βρίσκομαι εδώ για να σας ενημερώσω ότι αποφάσισα να σταματήσω να παίζω ποδόσφαιρο. Είναι μία πάρα πολύ δύσκολη στιγμή για μένα, αλλά πρώτα απ’ όλα είναι η υγεία μου. Βρέθηκα στα χέρια καλών γιατρών, οι οποίοι με συμβούλευσαν το καλύτερο για μένα. Έκανα ό,τι ήταν δυνατόν για να δω αν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσω, όμως δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές κι έτσι αποφάσισα ότι θα σταματήσω. Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι με βοήθησαν να εξελιχθώ. Φεύγω με το κεφάλι ψηλά, φεύγω χαρούμενος. Δεν ξέρω τι με περιμένει στο υπόλοιπο της ζωής μου, αλλά ξέρω πως έχω πολλούς ανθρώπους που με νοιάζονται”.

Κάπου εκεί έσπασε, το ίδιο και ο Λαπόρτα στο πλάι του. Με δάκρυα στα μάτια δέχτηκε λιγοστές ερωτήσεις, ακόμα και οι εκπρόσωποι του Τύπου ήταν σοκαρισμένοι με την εικόνα του παρ’ ολίγον βασιλιά να κλαίει. Δεν πρόλαβε να παίξει μαζί με τον Μέσι, δεν κατάφερε να ενθρονιστεί, δεν κατόρθωσε να κλείσει τον κύκλο. Έλειψε ένα τελευταίο κομμάτι. Πάντα θα λείπει.

Απέδειξε όμως ότι είναι πολύ πιο δυνατός από πολλούς άλλους, ότι έχει πλήρη ενσυναίσθηση για εκείνα που οφείλουν να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή μας.

Τω κρατίστω είχε απαντήσει ο Μέγας Αλέξανδρος όταν ρωτήθηκε για τον διάδοχό του. Αυτά λέγεται ότι ήταν και τα τελευταία του λόγια. “Στον πιο δυνατό“. Όποιος κι αν είναι.

Κι η ζωή έχει αποδείξει ότι ο πιο δυνατός, ο πιο άξιος, ο καλύτερος, είναι πάντοτε εκείνος που ξέρει να διαχωρίζει τα σημαντικά απ’ τα ασήμαντα.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This