Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

O Mπάνε Πρέλεβιτς και εγώ θα έχουμε πάντοτε εκείνο το σουτ. Όποτε ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη για την τηλεοπτική περιγραφή κάποιου αγώνα του ΠΑΟΚ, κάθε φορά που τον συναντούσα στην Πυλαία, ήξερα ότι θα ερχόταν αργά ή γρήγορα κάποιος τρίτος -συνήθως ο αγαπημένος φίλος και συνάδελφος Πάνος Χορόζογλου- για να μας συστήσει, για χιλιοστή φορά: «Μπάνε, αυτός εδώ είναι που έκανε τη μετάδοση όταν έβαλες εκείνο το τρίποντο, με τον Άρη».

Οι πιο πιστοί φίλοι του ΠΑΟΚ έχουν αποστηθίσει και τον τρόπο που περιέγραψα τη φάση και σπεύδουν να κάνουν αναπαράσταση όποτε με βλέπουν: «Πρέλεβιτς… Τον ακολουθεί ο Σούμποτιτς… Ένα, μηδέν, στο τέλος… Καιαιαι! Ο ΠΑΟΚ θα πάρει τη νίκη! Είναι απίστευτο, 96-99».

Το τάιμ-άουτ που προηγήθηκε είχε τη δική του ιστορία. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς σχεδίασε αρχικά ένα σύστημα με μακρινή παρακινδυνευμένη πάσα στον Κεν Μπάρλοου, έπειτα άλλαξε γνώμη μετά από παρέμβαση του 20χρονου Νίκου Μπουντούρη και ζήτησε από τον Τζον Κόρφα να κατεβάσει τη μπάλα με ντρίμπλα. Ο Πρέλεβιτς πετάχτηκε και τον διέκοψε: «Αν δεν μπορεί, να πάρω εγώ τη μπάλα;»

«Μπορεί!», απάντησε αυστηρά ο Ντούντα. Στα ελληνικά όλα αυτά. Ώσπου, τον κοίταξε με μάτι που γυάλιζε και του παρέδωσε τα χαλινάρια: «Μπάνε, ντρίμπλα, φουλ σπριντ», και κάτι άλλο ακατάληπτο. Αυτό ήταν. Ο Μπάνε παρέλαβε τη μπάλα από την επαναφορά του Μπουντούρη 3,5 δευτερόλεπτα πριν το τέλος, έφτασε στη σέντρα σαν ελάφι με τον Σούμποτιτς στο κατόπι του, έκανε ένα πηδηματάκι που αργότερα ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων (βήματα ή μη βήματα) και το μπουμπούνισε με ταμπλαδούρα, από 8-9 μέτρα.

Δευτερόλεπτα αργότερα, ο ήρωας της βραδιάς έκανε μισό γύρο θριάμβου στις πλάτες οπαδού του ΠΑΟΚ (αφού στο άλλο μισό του Παλέ στριμώχνονταν αποσβολωμένοι οπαδοί του Άρη). «Έχουν γίνει πολλά ντέρμπι ΠΑΟΚ-Άρη, αλλά νομίζω ότι αυτό ήταν το συγκλονιστικότερο των τελευταίων χρόνων», είπα από το μικρόφωνο του Μέγκα. Ήταν το πρώτο εκείνης της χρονιάς και κρίθηκε στην παράταση.

Ο Κόρφας είχε δώσει προβάδισμα στον ΠΑΟΚ με τρίποντο (96-94), ο Παναγιώτης Γιαννάκης ισοφάρισε σε 96-96 μετά από επιθετικό ριμπάουντ, αλλά ο Μπάνε είπε την τελευταία λέξη σε άπταιστα ελληνοσερβικά. Ο «δράκος» έσπευσε μεγαλόψυχα να τον συγχαρεί, την ίδια στιγμή που όλοι γύρω του διαμαρτύρονταν ή βλαστημούσαν.

Αργότερα, στο αεροδρόμιο, ο Κώστας Ρήγας μου εξηγούσε χαρτί και καλαμάρι ότι όχι, δεν ήταν βήματα το «κουτσό» του Πρέλεβιτς. Το φινάλε της σεζόν βρήκε τον ΠΑΟΚ πρωταθλητή για πρώτη και μοναδική φορά στη σύγχρονη ιστορία του, την δε αυτοκρατορία του Άρη να πνέει τα λοίσθια, αφού οι Γκάλης, Γιαννάκης, Ιωαννίδης πλησίαζαν ο ένας μετά τον άλλον την εξώπορτα.

Ο Μπάνε Πρέλεβιτς, σχεδόν ξένος στην ίδια πόλη, ο άνθρωπος που στρατολογήθηκε από τον ΠΑΟΚ (με προέλευση τους «ερυθρόλευκους» του Βελιγραδίου) για να εκθρονίσει τον Νίκο Γκάλη κοιτάζοντάς τον κατάματα, ήταν ο νέος βασιλιάς της Θεσσαλονίκης.

Ο Μπάνε πάντοτε χαμογελούσε ευγενικά και λίγο πονηρά, με εκείνο το γνώριμο λοξό μειδίαμα, όποτε ο Πάνος άνοιγε το χρονοντούλαπο και μας μετέφερε νοερά στον Νοέμβριο του 1991. Αλλά, όχι. Αυτές οι μνήμες, των εγχώριων ντέρμπι, είναι για τους οπαδούς. Στο δικό μου το γέρικο μυαλό, ο Μπάνε Πρέλεβιτς είναι ένας αντιήρωας αρχαίας αθλητικής τραγωδίας, «ομ φατάλ» χωρίς να το θέλει, ένας απαρηγόρητος άνδρας που σπαράζει ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα: Μάρτιος 1992 στη Ναντ, μόλις τέσσερις μήνες μετά τη νύχτα της δόξας στο Αλεξάνδρειο.

To μοιραίο λάθος λίγο πριν την εκπνοή εκείνου του τελικού με τη Ρεάλ το έκανε ο Παναγιώτης Φασούλας, αλλά όλοι θυμούνται τον PRELEVICH, όπως έγραφε στην πλάτη της η μαύρη φανέλα με το 7. Διαβάστε εδώ το στόρι του αλησμόνητου τελικού της Ναντ ή, ακόμα καλύτερα, αναζητήστε το βίντεο στο YouTube για να καταλάβετε από ποια βάθη πήγασαν τα πικρά δάκρυα του Μπάνε.

Ήταν το απελπισμένο κλάμα του αθλητή που είχε ξεπεράσει τον εαυτό του ξανά και ξανά για να περάσει στην απέναντι όχθη, αλλά είδε την ευκαιρία να χάνεται από μία απροσεξία που δεν ήταν καν δική του. Ο Φασούλας έκανε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του εκείνο το βράδυ στο «Μπολιέ», αλλά ήταν τα πέντε τρίποντα του Πρέλεβιτς εκείνα που έφεραν τον τελικό από το -18 στην ισοπαλία, το τελευταίο μία τορπίλη από τα 10 μέτρα.

Όταν ο άλλοτε παίκτης του ΠΑΟΚ Μαρκ Σίμπσον σούταρε την 1+1 βολή στο σίδερο, απέμεναν 6 δευτερόλεπτα και όλοι στη Ναντ και στη Σαλονίκη θυμήθηκαν το τρίποντο που έριξε τον Άρη στο καναβάτσο λίγους μήνες νωρίτερα. Ο οπλισμένος Πρέλεβιτς σήκωσε τα χέρια για να εξαπολύσει το σουτ της νίκης, κάποιοι συμπαίκτες του βιάστηκαν να φύγουν μπροστά, ο Μπουντούρης πήγε λίγο χλιαρά να παραλάβει την μπάλα από τον Φασούλα, ο ψηλός σάστισε και πάσαρε σε αντίπαλο, τον Ρίκι Μπράουν.

Αντί να τελειώσει ο ΠΑΟΚ το ματς με ένα καλάθι θριάμβου ή έστω να το πάει στην παράταση (αφού το σκορ ήταν 63-63), έφυγε από τη Γαλλία ηττημένος. Ο Μπάνε σωριάστηκε στο παρκέ σαν άδειο σακί και ξέσπασε σε γοερούς λυγμούς και οιμωγές, μονολογώντας βραχνιασμένος στη μητρική γλώσσα του τα ανείπωτα. Έμεινε εκεί 2-3 λεπτά, ανήμπορος να σταθεί στα πόδια του. Τόσες δεκαετίες στα γήπεδα, δεν θυμάμαι να έχω ξαναζήσει στιγμές τόσο συγκλονιστικές.

Τον συνάντησα αρκετή ώρα αργότερα, πιο ήρεμο, με τα αθλητικά του ακόμη, έξω από την πράσινη πόρτα των σιωπηλών αποδυτηρίων. Και εκείνη η συνέντευξη διασώζεται στον ωκεανό του διαδικτύου: «Ούτε ξέρω πώς με μάρκαρε, ήθελα μόνο να κερδίσουμε, αλλά ό,τι έγινε έγινε. Προχωράμε τώρα προς το μέλλον, κοιτάμε μπροστά, τι άλλο να κάνουμε…».

Το κοντινό μέλλον βρήκε τον Μπάνε να ζει το μάταιο όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992 με την αποκλεισμένη λόγω εμπάργκο Εθνική «Γιουγκοσλαβίας» (που ήταν εγκατεστημένη στην Αθήνα και έκανε προπονήσεις στη Νέα Σμύρνη), αλλά να κατακτά το τρόπαιο που ο οργανισμός του ΠΑΟΚ λαχταρούσε πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε ευρωπαϊκό τίτλο.

Μόνο όσοι έζησαν τις εποχές μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος της προσμονής και τις διαστάσεις του πάρτι που στήθηκε το βράδυ της 22ης Απριλίου 1992 στο μαυρόασπρο μισό της συμπρωτεύουσας. Και ας μη φορούσε κίτρινα ο αντίπαλος που έμεινε νικημένος στο καναβάτσο των τελικών.

«Πίνοντας σαμπάνια έρχεται η όρεξη», λέει μία παλιά παροιμία της Θεσσαλονίκης. Ο ΠΑΟΚ πίστεψε ότι ξεκινούσε τη δική του δυναστεία, αλλά όλα γκρεμίστηκαν μέσα σε μερικές εβδομάδες την άνοιξη του 1993. Στον ημιτελικό του φάιναλ-φορ με τη Μπένετον, όπου ο πρωταθλητής Ελλάδας κατέβηκε ως γκραν φαβορί και με 10.000 κόσμο στο πλευρό του, η παρέα του Κούκοτς έφυγε ηττημένη από το γήπεδο και ανεπανόρθωτα σοκαρισμένη.

Ο Μπάνε ήταν αυτός που ανέλαβε την ευθύνη για το τελευταίο σουτ (αφού οι Ιταλοί αποκρυπτογράφησαν σωστά το πλάνο του Ίβκοβιτς για πάσα στον αφρούρητο Μπάρλοου) και η άστοχη «καμινάδα» του από απόσταση 3 μέτρων έστησε το σκηνικό για το νικητήριο καλάθι διά χειρός του άγραφου Ραγκάτσι στα 2.3 δευτερόλεπτα. Ο Πρέλεβιτς είχε αστοχήσει και στην αμέσως προηγούμενη επίθεση του ΠΑΟΚ. Γι’ αυτό σας λέω, ως «ομ φατάλ» τον έχει καταγράψει η δική μου μνήμη.

Η ομαδάρα του Ίβκοβιτς σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της μέχρι την εκστρατεία στο ΣΕΦ, αλλά η αποτυχία στο φάιναλ-φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (το μοναδικό στην ιστορία του ΠΑΟΚ) έγινε μία ανοιχτή πληγή που κακοφόρμισε και δρομολόγησε τον αποκλεισμό από τον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη στα ημιτελικά των εγχώριων πλέι-οφ (1-3).

Στις τρεις ήττες του, ο εκτροχιασμένος ΠΑΟΚ πέτυχε 48, 54 και 49 πόντους αντίστοιχα. Το κέντρο βάρους μετατοπιζόταν αναπόδραστα στην Αθήνα, όπου αργά ή γρήγορα μετακόμισαν ο Φασούλας, ο Κόρφας, ο Ίβκοβιτς, ο Μπουντούρης, ο Φιλίππου, εν τέλει και ο ίδιος ο Πρέλεβιτς.

Όταν ο Μπάνε πέτυχε τη νικητήριο τρίποντο στον ευρωπαϊκό του ημιτελικό του 1998 για λογαριασμό της ΑΕΚ του Ιωαννίδη, ενάντια στην (πάλι) Μπένετον, του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ήταν μία γλυκιά προσωπική ρεβάνς για το χαμένο σουτ του 1993. Ούτε, όμως, τότε μπόρεσε ο Μπάνε να φορέσει το στέμμα του πρωταθλητή Ευρώπης.

Το Σαπόρτα του 1991 στη Γενεύη και το Κόρατς του 1994 στην Τεργέστη με τον βόρειο «Δικέφαλο», την ομάδα της καρδιάς του, έμελλε να παραμείνουν δίδυμοι πυλώνες της ευρωπαϊκής καριέρας του. H επιστροφή του στον ΠΑΟΚ, έναν χρόνο αργότερα, ήταν η τελευταία πράξη μίας πολύκροτης καριέρας. Έκτοτε το ντουλαπάκι του στην Πυλαία, ντουλαπάκι παίκτη, προπονητή αλλά και προέδρου, δεν έμεινε ποτέ κενή.

Πηγή: Gazzetta

Pin It on Pinterest

Shares
Share This