Του Νίκου Παπαδογιάννη
Έβλεπα το πρώτο ημίχρονο και τραβούσα τα λιγοστά μαλλιά μου. Η Εθνική έχανε κατά κράτος όχι από την Τουρκία, αλλά από τον εαυτό της.
Οι παίκτες της εμφανίστηκαν στο γήπεδο τρακαρισμένοι σαν αδιάβαστα μαθητούδια. Με χέρια που έτρεμαν και μυαλό που ταξίδευε στους παλιούς αποκλεισμούς και στις εύκολες δικαιολογίες.
«Χάσαμε, αλλά….». «Έλειπαν οι…».
Κάθισα και το καλοσκέφτηκα στο ημίχρονο και συνειδητοποίησα ότι οι παίκτες του Πιτίνο ήταν όντως μαθητούδια.
Διαβασμένα, αλλά μαθητούδια. Με δικαιολογίες βάσιμες και όχι του τύπου, «ένα ρακούν μου έκλεψε το τετράδιο».
Από τους δώδεκα διεθνείς της Βικτόρια, είχαν ξαναπαίξει σε μεγάλη διοργάνωση μόνο οι Σλούκας, Καλάθης, Παπαγιάννης, ο Λαρεντζάκης στην Κίνα και ο Καββαδάς προ αμνημονεύτων στη Σλοβενία (2013).
Οι υπόλοιποι επτά είναι πρωτάρηδες. Ακόμα και ο αναντικατάστατος Ντίνος Μήτογλου βάπτισμα του πυρός παίρνει.
Έπειτα κοίταξαν γύρω τους και κατάλαβαν ότι δεν είχαν τίποτε απολύτως να φοβηθούν.
Η Τουρκία ήταν μία ομάδα απλά καλούτσικη και με περισσότερο χρόνο προετοιμασίας, αλλά ευάλωτη και βατή.
Η πλάστιγγα της φαιάς ουσίας στους πάγκους έγερνε προς το γαλάζιο σε βαθμό εξωπραγματικό. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο προπονητής, έχει μπει σε λάθος σελίδα.
Η κλάση των δύο ηγετών της ελληνικής ομάδας, παικτών που έχουν τη μπάλα δική τους και όχι spot shooters σαν τον Κορκμάζ ή γερόλυκων αμυντικών όπως ο Ιλιασόβα, ήταν αρκετή για να σπάσει τα κοντέρ.
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν; Ακόμα και με ψέματα, η διαφορά έπεφτε από τους 14 στους 7.
Όχι, ήταν οφθαλμαπάτη η εικόνα των πρώτων δέκα λεπτών. Προϊόν άγχους, απειρίας, έλλειψης συντονισμού.
Η συνταγή των Τούρκων, με τραμπούκικη σκυταλοδρομία στους Καλάθη, Σλούκα, μπορεί να έφερε αποτελέσματα στο πρώτο μισό του παιχνιδιού, αλλά δεν έφτανε για να εκτροχιάσει τέτοιους μαέστρους επί 40 λεπτά.
Το έγραψα και στην ανάπαυλα στο live του Gazzetta: θέμα πέντε λεπτών ήταν, να αλλάξει η εικόνα του αγώνα.
Ενός ή δύο παικτών ικανών να κρατήσουν τα μπόσικα στις δύσκολες ώρες (όπως έκαναν ο Λαρεντζάκης και ο Καββαδάς), καλύτερης συνεννόησης στην άμυνα, ομαδικής προσπάθειας στα ριμπάουντ.
Το μόνο που χρειάζονταν ο Σλούκας και ο Καλάθης ήταν να νιώσουν σιγουριά στα νώτα τους, μέχρι να ξεκολλήσουν από το πορθμείο. Τι να φοβηθούν δηλαδή, τον Οζντεμίρογλου ή τον Μαχμούτογλου;
Ή τον Τσεντί Οσμάν που παριστάνει τον πόιντ-γκαρντ μόνο και μόνο επειδή οι Αμερικανοί θαμπώνονται όποτε βλέπουν παίκτη που σκαμπάζει τα βασικά;
Την αυτοπεποίθηση του β’ ημιχρόνου την χάρισαν στην Εθνική όχι τα τρίποντα των Σλούκα, Μήτογλου στο ξεκίνημα, αλλά η κατακόρυφη αμυντική βελτίωση.
Αλλάζοντας παίκτες σε όλα τα σκριν, η Εθνική έκρυψε τον ορίζοντα των Τούρκων, με πρωταγωνιστή τον Παπαγιάννη, αλλά και τον Μήτογλου.
Όταν οι παίκτες του Ορχούν Ενέ εντόπιζαν το mis-match, δηλαδή συχνά, οι αμυντικοί της πίσω γραμμής (ακόμα και μικρόσωμοι όπως οι Λαρεντζάκης, Κασελάκης) κέρδιζαν μονομαχίες ή έδιναν σωστά φάουλ.
Μετά την ανάπαυλα, οι Τούρκοι έβαλαν όλα κι όλα 10 καλάθια σε 29 προσπάθειες, ουσιαστικά με δύο παίκτες: Μαχμούτογλου και Κορκμάζ.
Τα ξένοιαστα σουτ στην άλλη άκρη τα έφερε η άμυνα. Όταν καταλαβαίνεις ότι μπορείς να διορθώσεις στα μετόπισθεν κάθε αστοχία της άλλης άκρης, απελευθερώνεσαι.
Η ίδια ελληνική ομάδα που στο πρώτο μισό του αγώνα είχε 10/35 σουτ πέτυχε μετά την ανάπαυλα 22/34: από το 28% στο 64%, λες και την άγγιξε το ραβδάκι της καλής μάγισσας.
Ή του καλού μάγου, για να ξαναβάλουμε τον Ρικ Πιτίνο στο κάδρο!
Το σκορ μετά το εναρκτήριο δεκάλεπτο θυμίζει εκείνο τον τελικό του Ολυμπιακού με τη Ρεάλ στο Λονδίνο: Ελλάδα 73, Τουρκία 41.
Ποιος περίμενε τέτοιο πράγμα από αυτή την αποδεκατισμένη Εθνική; Ποιος περίμενε τέτοιο πράγμα από οποιαδήποτε Εθνική Ελλάδας;
Ουδείς. Ιδίως τώρα που δεν έχουμε ομάδα.
Σπεύδω να αλλάξω τη διατύπωση για να μην παρεξηγηθώ και να μην αδικήσω κανέναν: τώρα που νομίζαμε ότι δεν έχουμε ομάδα.
Διότι, είναι πια ξεκάθαρο, ομάδα έχουμε. Και προπονητή και παίκτες. Εφτά πρωτοκλασάτες απουσίες και όμως απέχουμε έναν ρούμπο από την πρόκριση.
Και παίζουμε και μπασκετάρα. Και ελεύθερο μπάσκετ και μπάσκετ του προπονητή.
Ήρεμο και σοβαρό. Αποφασιστικό και σκεπτόμενο. Αλέγκρο και ελκυστικό. Ολοι για έναν και ένας για όλους.
Η Εθνική δεν γίνεται πια να αποτύχει. Πήγε στον Καναδά για μία ευπρόσωπη παρουσία και έφτασε ήδη ένα βήμα πιο μακριά από τις made in the NBA Καναδά, Τουρκία.
Ακόμα και αν ηττηθεί από την Τσεχία, που δεν το πολυβλέπω ομολογώ, δεν θα είναι αποτυχημένη.
Αποτυχημένοι είναι εκείνοι που έδωσαν ένα καράβι λεφτά για να φιλοξενήσουν Προολυμπιακό τουρνουά και έκαναν μία τρύπα στο νερό: οι Κροάτες, οι Καναδοί.
Οι Τσέχοι, για να μη ξεχνιόμαστε, είναι οι ίδιοι Τσέχοι που προκρίθηκαν από τον Όμιλο της Εθνικής μας στην Κίνα, ενισχυμένοι όμως με Βέσελι και Σιλμπ.
Εμείς είδαμε και πάθαμε για να τους κερδίσουμε με 6 πόντους στη Σενζέν (ενώ χρειαζόμασταν +12) με μία σύνθεση στην οποία περιλαμβάνονταν ο Γιάννης, ο Θανάσης, ο Πρίντεζης, ο Παπαπέτρου, ο Παπανικολάου και ο Μπουρούσης.
Τότε ήταν που είχαμε τη μεγάλη ευκαιρία για διάκριση, όχι τώρα. Το 2019 στην Κίνα. Πλήρεις.
Αφήστε με όμως, γιατί έχω να ράψω κοστούμι για την Τελετή Έναρξης. Ελπίζω να μη μου βγει ξινό, όπως τότε στο Καράκας.
Πηγή: Gazzetta