Επιλογή Σελίδας

Του Λευτέρη Ελευθερίου

Αν η επιστροφή του Μανόλο Χιμένεθ στον πάγκο της ΑΕΚ, η οποία, αν δεν ήταν ήδη, τον τοποθετεί στην κατηγορία εκείνων των διαθέσιμων για συγκεκριμένες ομάδες προπονητών, συνέβη ώστε να ‘σωθούν’ χρήματα για τη χειμερινή μεταγραφική περίοδο, έγινε ξεκάθαρο στο ‘Γεώργιος Καραϊσκάκης’ ότι δεν αρκούσε.

Ο προπονητής που έχει ένα συναισθηματισμό για την ομάδα που κοουτσάρει, την αγαπά με τα καλά και τα κακά της κι έχει αφήσει τον τεχνοκρατισμό στο σπίτι, λέει κι ένα “δεν πειράζει” παραπάνω και πείθεται, αφού ξέρει το αντικείμενο του πόθου με τα καλά και τα στραβά του, ότι μπορεί να κάνει διαχείριση ώστε να το υπηρετήσει με βάση τους στόχους του και όχι την πραγματικότητα.

Αυτό που εγγυήθηκε ο Χιμένεθ ήταν ότι η ΑΕΚ θα αντιμετώπιζε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσήλωση το παιχνίδι στο Φάληρο. Η εβδομάδα του κενού, άλλωστε, εξυπηρετούσε το σκοπό αυτόν. Ο Ισπανός θα προσπαθούσε να σβήσει μονοκοντυλιά τις απογοητευτικές αμυντικές εμφανίσεις της, που την είχαν καταστήσει ένα παρανοϊκό είδος ομάδας και, κυρίως, ανάγκασαν τον Δημήτρη Μελισσανίδη να θέσει το δάκτυλο υπό τον τύπο των ήλων και να πάρει ρηξικέλευθες αποφάσεις, με κορωνίδα αυτών την καρατόμηση των Μάσιμο Καρέρα και Ίλια Ίβιτς.

Αποδείχθηκε, όμως, ότι το αμυντικό πρόβλημα είναι πραγματικό και δεν αφορά στους ανθρώπους. Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι οι ποδοσφαιριστές έπαιζαν για να διώξουν τον προπονητή. Ακόμα και στα τελευταία παιχνίδια του Καρέρα υπήρχε πάθος, το οποίο εξοστρακιζόταν στην ασπίδα μιας εξωφρενικής ανασφάλειας και όχι στην έλλειψη ποιότητας. Αυτό σημαίνει ότι πλέον πρόκειται για σύμπλεγμα, το οποίο δεν αφορά στην άμυνα, θα ήταν αστείο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο να λέγεται ότι φταίει μία γραμμή για όλα τα δεινά, αλλά στη διάταξη: τις αποστάσεις, την αλληλοκάλυψη και, πιο φιλοσοφικά, την εμπιστοσύνη και αυτό που οι αθλητικοί ψυχολόγοι αποκαλούν “φόβο του λάθους”. Σε όλα τα τελευταία παιχνίδια της, η ΑΕΚ θυμίζει το ανέκδοτο με εκείνους τους επιστήμονες, που ο ένας βλέπει μία μπανανόφλουδα στο δρόμο και λέει στον άλλον: “Ωχ, θα γλιστρήσω”. Θα ήταν πολύ αστείο, αν δεν εκτεινόταν σε τέτοιο χρόνο ώστε να λαμβάνεται πολύ σοβαρά.

Το 3-0, που δημιουργήθηκε στην τελευταία φάση του αγώνα, ένα σκορ που θα έπρεπε να μην απασχολεί σε ό,τι αφορά την έκτασή του, είναι σημαντικό. Συνήθως τα στερεότυπα απωθούν σε ό,τι αφορά την πολυχρησία και όχι την αλήθεια που φανερώνουν, αλλά είναι σαφές ότι ο Χιμένεθ δεν μπορούσε, όσο κι αν ήξερε τους παίκτες της ομάδας, να σχεδιάσει ένα παιχνίδι στο οποίο η ΑΕΚ θα έκανε κατοχή. Αυτό που θα πόνταρε θα ήταν μια ανόρθωση ηθικού, η οποία καιροφυλακτούσε για να εμφανιστεί, σχεδόν την έβλεπες να κοιτάζει από τη γωνία, αλλά δεν έγινε, τελικά εμφανής.

Η παθητικότητά της και το νοιάξιμο να καλύπτονται οι χώροι έφερε ένα δυσθεώρητο ποσοστό υπέρ του Ολυμπιακού, το οποίο έφτασε σχεδόν το 70% το 1ο τρίτο του παιχνιδιού. Κι αυτό συνέβαινε ενώ ήδη είχε βρει σκορ και αυτό τον έφερνε σε θέση οδηγού: αν για την Ένωση το κενό επιβαλλόταν ώστε να ξεφύγει από την αλυσίδα εφιαλτικών στιγμών που δημιουργούνταν για παιχνίδια της, για τους ‘ερυθρόλευκους’ η ευκαιρία ήταν αποφόρτισης και αληθινής αποκατάστασης. Που σημαίνει ότι η διαφορά σε ό,τι έχει να κάνει με τη βεβαιότητα της πράξης, δηλαδή των καταστάσεων που γίνεται να πραγματοποιηθούν, ήταν χαώδης και δημιουργούσε άλλη ραδιενέργεια στο πεδίο. Διότι άλλο είναι να πηγαίνεις με την αμφιβολία αν είσαι καλύτερος από την περυσινή έκδοσή σου, η οποία ήταν κυριαρχική, κι άλλο με το να ανησυχείς για τις σέντρες, επειδή μοιάζει να έχεις να πάρεις κεφαλιά από… πέρυσι (με το χρονικό επίρρημα να είναι μεταφορικό και όχι κυριολεκτικό).

Η ΑΕΚ, εν τέλει, στα γκολ που δέχθηκε παρουσίασε όλο το οπλοστάσιο της αμυντικής αφέλειάς της: έφαγε ένα σε επίθεση με μόνο έναν αντίπαλο στην περιοχή, ένα επειδή ουδείς μπορούσε να διώξει την μπάλα και ένα διότι ο παίκτης που κερδίζει το πέναλτι είναι τόσο έξυπνος, που ξέρει ακριβώς πώς να ενεργήσει όταν ο αμυντικός ‘διπλώνει’ στο μαρκάρισμά του. Το 2ο γκολ, δε, του Γιουσέφ ελ Αραμπί, έρχεται για να αναδείξει το φόβο απέναντι στη νομοτέλεια: πρόκειται κάτι να γίνει.

Υπάρχει μια σέντρα του Μαντί Καμαρά στο 79′, με τον Παναγιώτη Τσιντώτα να βγαίνει για να μπλοκάρει και κανέναν παίκτη του Ολυμπιακού στην περιοχή. Η μπάλα φεύγει από τα χέρια του τερματοφύλακα της ΑΕΚ, πέφτει κάτω. Αυτό συμβαίνει στους τερματοφύλακες, αλλά κάθε λάθος που γίνεται στην Ένωση έχει μια σημειολογία. Συμβαίνει λες κι οι ποδοσφαιριστές της κουβαλούν ένα βάρος. Στην παράλληλο κάθε κίνησης μοιάζει να διεξάγεται κάτι απευκταίο. Είναι εξαιρετικά οδυνηρή κατάσταση, η οποία πια έχει χάσει την έννοια της επίλυσης σε ό,τι αφορά τον αγωνιστικό σχεδιασμό και, παρά την επανάληψη, η οποία μοιάζει καρμπόν με τα δύο από τα τρία τελευταία παιχνίδια της το 2020, χρειάζεται νοητική επέμβαση.

Αυτονοήτως, αυτήν τη χαρίζουν οι νίκες. Η ΑΕΚ μοιάζει εκτός διεκδίκησης πρωταθλήματος, το -11 στην Ελλάδα δεν καλύπτεται πρακτικά, αλλά στα Σπάτα πρέπει να νιώθουν ότι δεν υπάρχει χρόνος. Μοιάζει πολύς καιρός από την τελευταία νίκη, έχει περάσει πολύς από την τελευταία σχετικά άνετη επικράτηση (το 4-1 επί της ΑΕΛ στη Ριζούπολη, στις 22 Νοεμβρίου, με το σκορ, όμως, να είναι 1-1 στο 71′) και 71 μέρες από το τελευταίο ‘τρίποντο’ με μηδέν στο παθητικό, το 1-0 στους ‘Ζωσιμάδες’ επί του ΠΑΣ στις 25 Οκτωβρίου.

Η ΑΕΚ δεν χρειάζεται απλώς νίκες: χρειάζεται νίκες με χαμηλό -έως και μηδενικό- συντελεστή στο παθητικό και, έπειτα, με διαφορά, ώστε να επιστρέψει στα ήσυχα βράδια. Αν μη τι άλλο, δεν πρέπει να μιζεριάσει, το πλασάρισμα είναι πάντα ένας καλός στόχος και το ποδόσφαιρο είναι, πέρα και πάνω από όλα, ελπίδα.

Πηγή: Contra