O Nίκος Παπαδογιάννης αποτίει το ύστατο κατευόδιο στον Κόμπι Μπράιαντ και νιώθει ότι μαζί του έφυγε ένα κομμάτι από τη ζωή μας.
Βυθίστηκα στον κόσμο του Κόμπι Μπράιαντ επί τέσσερις μήνες. Τόσο μου πήρε για να μεταφράσω τη γραμμένη από τον Ρόλαντ Λέιζενμπι πρόσφατη βιογραφία του, ώστε να κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις MVPublications.
Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια για να πάρω αναπνοή, ένιωθα σαν να πέρασα το τετράμηνο αγκαλιασμένος με έναν άνθρωπο αλλιώτικο, ξεχωριστό, με μία λέξη: «μοναδικό». Unique.
Μόνο τέτοιοι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ξεχωριστοί πλανήτες, νησίδες μέσα σε ένα πέλαγος μετριότητας και συγκατάβασης.
Ωστόσο, το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει ποτέ χωρίς απώλειες. Το τίμημα είναι βαρύ. Όπως θα έλεγαν στην πατρίδα του, «this is not a free ride». Και δεν αναφέρομαι στον τραγικό θάνατό του.
Τον καιρό της παντοκρατορίας του στα γήπεδα, ο Κόμπι ήταν ένα κορμί, και ένα μυαλό, γεμάτο με πληγές. Το βιογραφικό tου δεν περιείχε μόνο θαύματα, αλλά και τραύματα.
«Υοu wanna play? You gotta pay».
Μέσα στα σωθικά του, ο φαινομενικά εξωστρεφής και λαμπερός Κόμπι Μπράιαντ ήταν ένας άνθρωπος βαθιά, βαθύτατα, μοναχικός.
Αντιλαμβανόταν από πολύ μικρός, αυτό που σημείωσα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ο θρόνος είναι μονοθέσιος και δεν χωράει άλλους».
Ο Κόμπι δεν έζησε τα φριχτά παιδικά χρόνια που έστρεψαν άλλους μπασκετμπολίστες του ΝΒΑ στη βιοπάλη. Δεν ήταν παιδί μονογονεϊκής οικογένειας ούτε φτωχός. Δεν συναναστρεφόταν γκάνγκστερς και δεν κυκλοφορούσε στις λεωφόρους των ναρκωτικών.
Η οικογένειά του έζησε μία μεσοαστική ζωή σε καλοβαλμένο προάστιο της Φιλαντέλφια, μακριά από τα τρομακτικά γκέτο της μεγαλούπολης.
Οι δρόμοι δεν τον αγκάλιασαν ποτέ ως δικό τους άνθρωπο, αν και ο ίδιος ο Κόμπι κατέβαλε ηρωικές προσπάθειες για να φτιάξει προφίλ αντάξιο του inner city. Έγινε ακόμα και ράπερ, κόντρα στη φύση του, ώστε να διεκδικήσει αυτό που στις ΗΠΑ αποκαλούν street cred.
Όταν ο πατέρας του, Τζο «Τζέλιμπιν» Μπράιαντ, ξεβράστηκε από το ΝΒΑ, η πολυμελής οικογένεια μετακόμισε στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε σε μία κουκλίστικη βίλα, στην τοποθεσία Τσιρίλιο της Τοσκάνης.
Ο Κόμπι ακολουθούσε τον πατέρα του στους αγώνες, με το πούλμαν της Πιστόια, όπου παρακολουθούσε αγώνες του ΝΒΑ όσο οι Ιταλοί μπασκετμπολίστες ροχάλιζαν. Ο ήρωάς του ήταν ο Τζούλιους Έρβινγκ.
Τις περισσότερες ημέρες, έπαιζε μπάσκετ με μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς σε ένα εξοχικό γηπεδάκι ανάμεσα σε πεύκα. Αυτό ήταν το μόνιμο καταφύγιό του, μετά το σχολείο.
Ο Κόμπι φαινόταν από μικρός, ότι θα μεγαλώσει. Θυμάμαι τον Τζέι Τζέι Άντερσον, του ‘Αρη, να αφηγείται, πώς ο ίδιος κάποτε ηττήθηκε σε έναν διαγωνισμό τριπόντων από τον 12χρονο Κόμπι στην Ιταλία.
Η Ευρώπη διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του Κόμπι σε ό,τι είχε να κάνει με την κοινωνικότητα και την καλλιέργειά του.
Ο μαύρος έφηβος από την Αμερική έμαθε καλά την ιταλική γλώσσα, την οποία αργότερα χρησιμοποιούσε για να ξεσπάει προς τον πατέρα του δίχως να καταλαβαίνουν οι άλλοι. Εκστράτευε για εκδρομές στις Άλπεις. Διάβαζε βιβλία. Έκανε παρέα με ιταλάκια.
Λίγο λίγο, η «μασκώτ» της Πιστόια έγινε ο μικρός άρχοντας της Τοσκάνης, ένα λυγερόκορμο και πανέμορφο μαύρο αγόρι ανάμεσα στα έκπληκτα χλωμά πρόσωπα.
Η βίλα στο Τσιρίλιο είναι ακόμη στη θέση της, αλλά τα φώτα της παραμένουν σβηστά. Δεν θα ξαναζήσει χριστουγεννιάτικα πάρτι όπως εκείνα που οργάνωναν η Παμ και ο Τζο Μπράιαντ, με τη συμμετοχή γειτόνων και φίλων.
Ο «Τζέλιμπιν» ήταν ένας αλέγκρος Αντετοκούνμπο των 70s-80s, αλλά με το μυαλό έξω από το κεφάλι του. Λίγο αλλοπαρμένος, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Μία διαφορετική ανάγνωση θα ισχυριστεί ότι ο πατέρας του Κόμπι βρισκόταν μπροστά από την εποχή του, αφού ήταν ένας ψιλόλιγνος φόργουορντ ικανός να παίξει μακριά από το καλάθι και να συνδυάσει την ουσία με το θέαμα.
Τότε ήταν σχεδόν πρωτάκουστο ένας παίκτης με ύψος 2μ06 να κυκλοφορεί έξω από τη ρακέτα, να σουτάρει από μακριά και να χειρίζεται επιδέξια τη μπάλα.
Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι έχω περιγράψει έναν αγώνα του στο Ιβανώφειο, για το Κύπελλο Κόρατς, προς το τέλος της καριέρας του. Τότε το σώμα του είχε γεμίσει και ήταν πιο βαρύς.
Ο Τζο Μπράιαντ ήταν και φιγουρατζής, όπως και ο γιος του. Αυτό σημαίνει, άλλωστε, ο τίτλος του βιβλίου που μετέφρασα: «Showboat». Ήταν το κοροϊδευτικό παρατσούκλι που κόλλησε στον Κόμπι ο Σακίλ, τα πρώτα χρόνια της συνύπαρξης των δύο στους Λέικερς.
Ο Κόμπι έγινε αυτός που έγινε επειδή ήταν εμμονικός. Από τινέιτζερ ακόμη, στο Λόουερ Μέριον της «Φίλι», έβαλε στόχο την αναρρίχηση στην κορυφή και δεν λογάριαζε κανένα εμπόδιο.
Αμφιβάλλω αν υπήρξε παίκτης που έκανε περισσότερη προπόνηση από τον ίδιον. Οι εργάσιμες ημέρες του ξεκινούσαν από την 5η πρωινή, χειμώνα και καλοκαίρι. Τα κλειδιά του γυμναστηρίου τα είχε αυτός, στην τσέπη του.
Όποτε σκόνταφτε, σηκωνόταν, ξεσκόνιζε τη στολή του και επέστρεφε στο παρκέ με διπλάσιο πείσμα. Δεν μετράει πόσες φορές πέφτεις, αλλά πόσες φορές σηκώνεσαι. Ο Κόμπι πίστευε ακράδαντα σε αυτό το δόγμα.
Η εμμονοληψία του δεν ήταν ευχάριστη για κανέναν. Οι συμπαίκτες του δεν τον συμπαθούσαν. Οι προπονητές του δυσκολεύονταν ιδιαίτερα να συντονιστούν στο δικό του μήκος κύματος, το οποίο ήταν το μοναδικό αποδεκτό από τον ίδιο. Άλλο μήκος κύματος δεν αναγνώριζε.
Ακόμα και όταν έγινε συλλέκτης τίτλων στο ΝΒΑ, έβαζε στόχο να ξεπεράσει όσους κέρδισαν περισσότερα τρόπαια, ομαδικά ή και ατομικά.
«Καλό το δαχτυλίδι που κέρδισα, αλλά ο Σακίλ έχει τέσσερα», έλεγε μέσα στα αποδυτήρια των Λέικερς, όταν τον ρώτησαν αν έφτασε στο απόγειο της καριέρας του με το τρίτο του πρωτάθλημα.
Αργότερα έβαλε στο σημάδι τα ρεκόρ του Τζόρνταν στο σκοράρισμα. Δεν δεχόταν να νικηθεί από κανέναν, παρά μόνο από τον πανδαμάτορα χρόνο. Και αυτό, υπό όρους. «Θα συνεχίσω να παίζω μέχρι να ξεκολλήσουν οι τροχοί από το σασί», υποσχόταν.
Ξεσηκώνω, από το ίδιο βιβλίο, ένα εύγλωττο περιστατικό που συνέβη στην προετοιμασία της Team USA πριν το Μουντομπάσκετ 2006, πριν ο Κόμπι αποσυρθεί λόγω τραυματισμού (ευτυχώς για την Εθνική μας).
«Η επιρροή του στην ομάδα έγινε φανερή από τις πρώτες στιγμές της πρώτης προπόνησης, στο Λας Βέγκας. Ο ΛεΜπρόν Τζέιμς είχε μόλις κατεβεί από το δωμάτιό του και κατευθυνόταν προς το λεωφορείο που θα πήγαινε τους παίκτες στο γήπεδο, όταν είδε τον Κόμπι να βγαίνει από το γυμναστήριο του ξενοδοχείου, μούσκεμα στον ιδρώτα. Είχε ήδη συμπληρώσει αρκετές ώρες προπόνησης».
Την πρώτη μέρα. Στο Λας Βέγκας. Όταν οι άλλοι σταρ είχαν το μυαλό τους στους κουλοχέρηδες και στα ημίγυμνα κορίτσια που τους περίμεναν στη ρεσεψιόν.
Τα ίδια συνέβησαν δύο χρόνια αργότερα, καθ’ οδόν προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, όπου οι θεοί του μπάσκετ με ευλόγησαν να τον παρακολουθήσω σε δράση απέναντι στους Σπανούλη, Διαμαντίδη, Παπαλουκά, όταν πέτυχε 18 πόντους στο 92-69 των ΗΠΑ.
Αφηγείται, αυτή τη φορά, ο Ντουέιν Ουέιντ:
«Η καλύτερη ανάμνηση που έχω από τον Κόμπι είναι η συνεργασία μας στην Ολυμπιακή ομάδα. Θυμάμαι ότι φτάσαμε στην πόλη αργά το βράδυ και όλοι ανυπομονούσαν να σωριαστούν στα κρεβάτια τους. Όταν πήγα στο γυμναστήριο του ξενοδοχείου το επόμενο μεσημέρι, ο Κόμπι ήταν ήδη εκεί, με πάγο στα γόνατα, μουσκεμένος από τον ιδρώτα. Ήταν, λέει, στη δεύτερη προπόνηση της ημέρας. Οι υπόλοιποι ακόμα χασμουριόμασταν και εκείνος συμπλήρωνε δύο ώρες δουλειάς. Tότε κατάλαβα ότι αυτός ο τύπος ήταν από άλλο ανέκδοτο».
Ο άγραφος κανόνας του πρωταθλητισμού είναι: «Μην επιτρέψεις στον αντίπαλο να σε δει να ιδρώνεις». Ο Κόμπι δεν πίστευε σε τέτοιες βλακείες. Ο ιδρώτας του ήταν το ελιξήριο της επιτυχίας που από παιδί οραματιζόταν.
Ο Κόμπι Μπράιαντ ήταν ένας άνθρωπος με πολλές αδυναμίες. Η ολοκληρωτική και με κάθε κόστος αφοσίωση στην καριέρα του τον αποξένωσε σταδιακά από όλους τους ανθρώπους που βρίσκονταν δίπλα του όσο εκείνος μεγάλωνε.
Στις τελευταίες στροφές της σταδιοδρομίας του, ο Κόμπι δεν αντάλλασσε ούτε «καλημέρα» με τους γονείς του. Η οικογένειά του έφτασε σε σημείο να βγάλει τα αναμνηστικά του σε πλειστηριασμό.
Οι παλιόφιλοί του στη Φιλαντέλφια τον είχαν ξεγράψει, όπως και το κοινό της γενέτειράς του, όπου πάντοτε άκουγε αποδοκιμασίες. Παλαιοί συμπαίκτες, προπονητές και άλλοι συνεργάτες του τον κακολογούσαν σε κάθε ευκαιρία, με πρώτο τον «Σακ».
Ακόμα και ο γάμος του πέρασε από χίλια κύματα, αφού ο Κόμπι είχε βγάλει τη φήμη γυναικά και τροφοδοτούσε τις κουτσομπολίστικες στήλες στο αδηφάγο και γεμάτο πειρασμούς L.A., πέρα από τη διαβόητη υπόθεση με την απόπειρα βιασμού στο Ντένβερ.
Η Βανέσα κατέθεσε αίτηση διαζυγίου επικαλούμενη «αγεφύρωτες διαφορές», τις μέρες του λοκ-άουτ του ΝΒΑ το 2011. Προγαμιαίο συμβόλαιο ο Κόμπι δεν ήθελε ποτέ.
Το ζευγάρι τα ξαναβρήκε ενώ είχε χωρίσει από κλίνης το 2012, τις μέρες των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ενώ είχε ήδη δύο θυγατέρες.
Εάν είχε προχωρήσει το διαζύγιο, η Βανέσα θα διατηρούσε στην κατοχή της το ήμισυ της περιουσίας που αποκτήθηκε από το ζεύγος στη διάρκεια του έγγαμου βίου.
Επιπρόσθετα, ο Κόμπι θα υποχρεωνόταν να πληρώνει μηνιαία διατροφή 365.000 δολαρίων για διατροφή των δύο θυγατέρων του, καθώς και 1 εκατομμύριο τον μήνα για την ζωντοχήρα.
Ο αναπόφευκτος εξωδικαστικός συμβιβασμός θα του κόστιζε δεκάδες εκατομμυρίων και το ποσό μπορεί να έφτανε τα εννέα ψηφία.
Περισσότερο, όμως, τσάκιζε τον Κόμπι η σκέψη της μοναξιάς. «Μαμασίτα», αποκαλούσε πάντοτε τη συμβία του: «Μανούλα».
Από μία τραγική ειρωνεία της μοίρας, η συμφιλίωσή του με τον Σακίλ Ο’Νηλ πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη δεύτερη εγκυμοσύνη της Βανέσα. Οι δυό τους δεν ήταν πλέον συμπαίκτες και δεν είχαν πολλά να χωρίσουν.
«Με το καλό τα γεννητούρια», του ευχήθηκε ο Σακίλ, αγκαλιάζοντάς τον πάνω στο παρκέ μετά από χρόνια παγωμένων σχέσεων, πριν από έναν αγώνα Λέικερς-Χιτ το 2007.
Το κορίτσι που γεννήθηκε λίγους μήνες αργότερα ήταν η Τζιάνα-Μαρία (με το ιταλικό όνομα), ένα από τα θύματα του μοιραίου ελικοπτέρου της 26ης Ιανουαρίου 2020.
Με όρους μπάσκετ, ο Κόμπι Μπράιαντ ήταν το απόλυτο είδωλο της νέας εποχής και παράλληλα ο προπομπός της.
Η διαφορά του με τον Μάικλ Τζόρνταν ήταν ότι ο τελευταίος έκανε τους συμπαίκτες του να μοιάζουν καλύτεροι από ό,τι ήταν. Αυτό σπανίως ίσχυε με τον Κόμπι, παρά τις αδιαμφισβήτητες επιδόσεις του στις ασίστ και στην άμυνα.
Ο προσφάτως αποδημήσας μέντορας των δύο ημίθεων, Τεξ Ουίντερ, φλογερός υπερασπιστής του Κόμπι όποτε αυτός έδειχνε απομονωμένος σε κάποια μισοσκότεινη γωνία, απορούσε πώς ήταν δυνατόν να επιλεγεί τόσες φορές στην All-Defensive Team κάποιος που δεν ενδιαφέρεται για την άμυνα!
«Θα τον ήθελα καλύτερο και πιο συγκεντρωμένο στα μετόπισθεν», έλεγε ο πιστός συνεργάτης του Φιλ Τζάκσον. «Η αγωνιστική φιλοσοφία του δεν περιλαμβάνει ιδιαίτερη προσπάθεια στην άμυνα. Πολλές φορές παίζει μόνος του ζώνη ή μαρκάρει λάθος παίκτες, επιδιώκοντας κλεψίματα και παρεμβολές».
Αλλά αυτό δεν είναι το αμυντικό δόγμα του 21ου αιώνα; Οι κορυφαίοι του είδους (όπως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο) δεν είναι τόσο ικανοί στην προσωπική άμυνα, όσο στο διάβασμα των «διαδρόμων» και στις βοήθειες. Περισσότερο κλέβουν μπάλες και μοιράζουν τάπες σε αφηρημένους αντιπάλους παρά μαρκάρουν.
Την ίδια τακτική ακολουθούσε και ο Τζόρνταν, ο οποίος φυσικά θαύμαζε το επιθετικό ταλέντο του Κόμπι και απέρριπτε την πανθομολογούμενη θεωρία ότι ο τότε «μικρός» προσπαθούσε να τον μιμηθεί.
«Δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα», είπε κάποτε ο Τζόρνταν. «Ο μιμητισμός είναι στη φύση του ανθρώπου. Έτσι μαθαίνουμε όσα μαθαίνουμε, αντιγράφοντας τους άλλους. Ο Κόμπι μπορεί να είναι ο κορυφαίος από όσους μεγάλωσαν με το σύνθημα ‘Be Like Mike’, αλλά θυμηθείτε και πόσοι από τους προγενέστερους φώτισαν το δικό μου μονοπάτι. Αν δεν υπήρχε ο Ντέιβιντ Τόμπσον και άλλοι σαν αυτόν, δεν θα γινόμουν αυτός που έγινα. Το ίδιο ισχύει για τον Κόμπι. Από όλους τους συγχρόνους του, εκείνος ήταν που εργάστηκε πιο σκληρά ώστε να καλλιεργήσει το έμφυτο ταλέντο του. Όποτε τον βλέπω σε δράση, αισθάνομαι σαν να ξαναζώ τη δική μου καριέρα».
Πρώτα απ’ όλα, ο Κόμπι ήταν ερωτευμένος με αυτόν που αντίκρυζε καθημερινά στον καθρέφτη του. «Χρειάζεται μία γερή δόση ναρκισσισμού, για να γίνει κάποιος Κόμπι Μπράιαντ ή Μάικλ Τζόρνταν», συμπέρανε ο ψυχολόγος Τζορτζ Μάμφορντ.
Αρκεί να μη πέσει ο Νάρκισσος μέσα στη λίμνη με τις ρουφήχτρες…
Ο Ρικ Πιτίνο ήταν ανάμεσα στους κολεγιακούς προπονητές που περίμεναν μάταια την επίσκεψη του 18χρονου Κόμπι στο γραφείο του.
Στο προγραμματισμένο ραντεβού Κεντάκι εμφανίστηκε μόνο ένας γυμνασιακός προπονητής του θαυματουργού πιτσιρικά, αφού εκείνος είχε ήδη βάλει πλώρη για το ΝΒΑ.
Ένα βήμα τόσο τολμηρό ήταν τότε στα όρια του αδιανόητου, ειδικά για γκαρντ.
Η πρώτη προσωπική ανάμνησή μου από την καριέρα του Κόμπι ήταν εκείνο το περίφημο παιχνίδι πλέι-οφ με τα τέσσερα αίρμπολ, το 1997 στη Γιούτα.
Στα 18 του, ο τινέιτζερ Κόμπι ήταν, καταφανώς, άγουρος. Αλλά δεν φοβόταν την ευθύνη ούτε υπέφερε από καμία κρίση αυτοπεποίθησης. Η ίδια Τζαζ εισέπραξε την αποχαιρετιστήρια 60άρα του, δύο δεκαετίες αργότερα.
Ο αδίκητος θάνατος του Κόμπι Μπράιαντ σόκαρε την οικουμένη επειδή ο εκλιπών έδειχνε άτρωτος. Όπως ο Ντράζεν Πέτροβιτς που σκοτώθηκε στην άσφαλτο το 1993, όπως ο Μάτζικ Τζόνσον που χτυπήθηκε από τον τρομερό ιό το 1991.
Ουδείς πίστευε ότι μπορεί να χτυπηθεί από τέτοια συμφορά ένα είδωλο που φώτιζε τον κόσμο με κάθε εμφάνισή του.
Από τότε που ο Κόμπι σταμάτησε το μπάσκετ, έγινε άλλος άνθρωπος. Πιο προσηνής, πιο προσιτός, λιγότερο δύστροπος, λιγότερο ανταγωνιστικός. Ένας ιδανικός πρεσβευτής του μπάσκετ και του αθλητισμού ολόκληρου.
Ο Ανδρέας Ζαγκλής τον παρομοίασε με ήλιο. Αυτό ακριβώς ήταν ο Κόμπι Μπράιαντ την τελευταία πενταετία. Ένας ήλιος ζεστός, λαμπερός, εκτυφλωτικός, κίτρινος σαν τη φανέλα που φορούσε, πορτοκαλί όπως η μπάλα που γινόταν παιχνιδάκι στα δάχτυλά του.
«Στον πλανήτη του Κόμπι, μερικές φορές ο ήλιος χάνεται», διαβάζω στο οπισθόφυλλο της βιογραφίας του. Ο ήλιος της Φιλαντέλφια, της Τοσκάνης και του Λος Άντζελες, της οικουμένης ολόκληρης, έσβησε για πάντα, ένα μουντό πρωινό του Γενάρη στη Καλιφόρνια.
Ο άνθρωπος που πήρε το όνομά του από μία μπριζόλα («Κobe») και το παρατσούκλι του από μία ταινία του Ταραντίνο («Black Mamba») δεν υπάρχει πια.
Μαζί του, έφυγε για τον άλλο κόσμο και ένα κομμάτι από τη νιότη μας, αλλά και από τη χαρά του παιχνιδιού.
Ο παγκόσμιος αθλητισμός θα τον τιμά και θα τον θρηνεί μέχρι να σβήσει ο ήλιος.
πηγή: gazzetta.gr