Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου
Παρακολουθώντας το βράδυ της Τετάρτης την προσπάθεια της Μάντσεστερ Σίτι να νικήσει την Μπριζ για να συνεχίσει στο Champions League, και βλέποντάς την, κατά το πρώτο ημίχρονο, να μην μπορεί να εξαργυρώσει την “80-20%” κατοχή της μπάλας και το 24-5 ρεκόρ επιθέσεων είχα μπροστά μου το παράδειγμα του αναποτελεσματικού πλάνου ενός προπονητή. Με πολύ λιγότερες επιθέσεις λόγω πολύ μικρότερης κατοχής της μπάλας η Μπριζ είχε περισσότερες (7) τελικές προσπάθειες από την Σίτι (6) και είχε πετύχει και γκολ. Ένα γκολ το οποίο πέτυχε σε μια επίθεση με 3 επιτιθέμενους εναντίων 5 αμυνόμενων – δηλαδή σε επίθεση χωρίς τακτική υπεροχή.

Τι δεν πήγαινε καλά στην Σίτι; Απέναντι σε έναν αντίπαλο που είχε γεμίσει τον κεντρικό άξονα με ποδοσφαιριστές και είχε τρεις κεντρικούς αμυντικούς, ο Πεπ Γκουαρδιόλα είχε επιλέξει να πάει κόντρα στις “καλές πρακτικές” – δηλαδή να μην δώσει πλάτος στις επιθέσεις της Σίτι. Έβαλε μια ενδεκάδα χωρίς εξτρέμ, επένδυσε πολύ παιχνίδι στον κεντρικό άξονα και είχε την ιδέα να κολλήσει πέντε ποδοσφαιριστές στην πενταμελή αμυντική γραμμή της Μπριζ με όραμα να κινηθούν οι παίκτες του στην πλάτη της αμυντικής γραμμής και να δεχθούν μια πάσα που θα ξεκλειδώσει το παιχνίδι.

Το έβλεπες ότι ο Γκουαρδιόλα ήταν πολύ στρεσαρισμένος. Περίπου στο 20’λεπτο έτρεξε στον αντίπαλο πάγκο για να μαζέψει μια μπάλα και να τη δώσει στον παίκτη του για να εκτελέσει γρήγορα ένα πλάγιο. Τον έβλεπες να πληγιάζει το κεφάλι του από το ξύσιμο και να φτύνει όλο το σάλιο του με ταχύτητα πολυβόλου. Δεν τον βλέπαμε μόνο εμείς, οι θεατές. Τον έβλεπαν και τον ένιωθαν και οι ποδοσφαιριστές του. Και επηρεάζονταν.

Στην ανάπαυλα του ημιχρόνου ο Γκουαρδιόλα άκουσε τους αναλυτές του, καθάρισε το μυαλό του, έβαλε έναν πλάγιο επιθετικό στο ματς, έδωσε πλάτος στις επιθέσεις και χάρη σε αυτή την επιλογή κατάφερε να ανοίξει τις αποστάσεις ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της Μπριζ. Έτσι βρήκε τον χώρο ο Κόβατσιτς για να φτάσει στο 1-1, έτσι βρήκε τον χώρο για την κάθετη κίνηση ο Γκβάρντιολ, ο οποίος προκάλεσε το 2-1. Το στρες του Γκουαρδιόλα κράτησε για περίπου 12’ λεπτά ακόμη ψηλά το τέμπο της Σίτι, παρόλο που αυτή είχε φτάσει στο 2-1, με συνέπεια να δώσει χώρο και ευκαιρίες στην Μπριζ για να ισοφαρίσει. Κι ύστερα ο Γκουαρδιόλα αποφάσισε να χαμηλώσει τον ρυθμό και αυτομάτως η Σίτι “έσβησε” το ματς. Από το 74’ , που έριξε τον ρυθμό και μέχρι την λήξη δεν δέχθηκε τελική προσπάθεια από την Μπριζ, και αντίθετα η Σίτι βρήκε και το τρίτο γκολ σε ακόμη μια καλή επιθετική ανάπτυξη ποδοσφαίρου τοποθέτησης, με σκόρερ τον εξτρέμ που είχε βάλει στο παιχνίδι στο 46’.

Στο β’ ημίχρονο η κατοχή ήταν πάλι 80-20. Μόνο που οι τελικές ήταν 11-5. Διότι η Σίτι ανέβασε την ποιότητα της κυκλοφορίας της μπάλας στα τελευταία μέτρα του τερέν.

Είναι ποδόσφαιρο, δηλαδή φυσικό παιχνίδι και όχι ψηφιακό, και γι’ αυτό μπορεί να συμβεί σε έναν προπονητή, ακόμη και της ελίτ, να επιμείνει για 45’ λεπτά σε ένα πλάνο που δεν δείχνει λειτουργικό στο γήπεδο. Είναι top προπονητές, αλλά είναι και άνθρωποι. Αν λοιπόν συμβαίνει σε αυτούς, τους “Γκουαρδιόλα”, γιατί να μη συμβεί στον Ρουί Βιτόρια να κάνει το λάθος να αφαιρέσει από το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό τον Μαξίμοβιτς και τον Βαγιαννίδη; Γιατί να μη συμβεί στον Ματίας Αλμέιδα να παίζει χωρίς εξτρέμ και να επιδιώκει επίμονα ανάπτυξη από τον κεντρικό άξονα απέναντι σε άμυνα με τρεις κεντρικούς αμυντικούς, όπως συνέβη στο ματς με τον Παναιτωλικό; Γιατί να μη βγει αναποτελεσματικό το game plan του Ραζβάν Λουτσέσκου ή του Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ;

Καμιά φορά συμβαίνει οι “απέξω”, όλοι εμείς που παρακολουθούμε ένα παιχνίδι να βλέπουμε κάτι που ο προπονητής δεν “βλέπει”. Άλλες φορές συμβαίνει επειδή απλώς εμείς τυχαίνει να μη γνωρίζουμε μια εσωτερική εξήγηση, που είναι σχετική με την αγωνιστική κατάσταση ενός ποδοσφαιριστή ή τα εσωτερικά ζητήματα μιας ομάδας, και άλλες φορές απλώς επειδή ο προπονητής, που έχει φυσική και όχι τεχνητή νοημοσύνη, έχει κουραστεί να ετοιμάσει ένα πλάνο που αποδεικνύεται ότι δεν λειτουργεί και θέλει χρόνο μέχρι να αντιδράσει. Όμως μια άστοχη επιλογή δεν τον ακυρώνει ως προπονητή, ούτε τον κάνει “μάγειρα”. Είναι φυσικό το ποδόσφαιρο, δεν είναι βιντεοπαιχνίδι.

Πηγή: Gazzetta