Επιλογή Σελίδας

Του Δημοσθένη Γεωργακόπουλου

Στη ζωή μου έχω πάει στο καζίνο ελάχιστες φορές, που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ποτέ μου δεν ήμουν λάτρης του τζόγου και έχω άγνοια για τα περισσότερα τυχερά παιχνίδια. Οπότε, όσες φορές με «τράβηξαν» οι φίλοι μου εκεί, είχα μια επιλογή για να παίξω. Τη ρουλέτα. Τι έκανα, λοιπόν; Είχα ένα συγκεκριμένο ποσό στην τσέπη μου για να παίξω, το οποίο το θεωρούσα χαμένο από πριν. Γιατί το έκανα αυτό; Επειδή ποτέ μου δεν πήγαινα με την προσδοκία, πως θα μπορούσα να κερδίσω κάτι μεγάλο από αυτή τη διαδικασία. Στο δικό μου μυαλό και στη δική μου λογική, ποτέ δε θα ρίσκαρα κόπους χρόνων σε μία ρουλέτα. Σαν αυτό, δηλαδή, που έκανε χθες ο Γκουστάβο Πογέτ. Πήγε και «πόνταρε» όλη την προσπάθεια αυτών των χρόνων σε μία… ρουλέτα. Τη «ρώσικη ρουλέτα» των πέναλτι.

Θα πει κανείς ότι αυτή τη στιγμή ο Βίλι Σανιόλ πανηγυρίζει την πρόκριση που ήρθε από τη διαδικασία των πέναλτι. Όπως, θα μπορούσε κάλλιστα να συμβαίνει και με τον Γκουστάβο Πογέτ. Είπαμε… ρουλέτα. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός της Γεωργίας, βέβαια δεν είναι μόνο χαρούμενος, αλλά και ανακουφισμένος. Ανακουφισμένος γιατί το παιχνίδι πήγε στη διαδικασία των πέναλτι. Εκεί, δηλαδή, που δε μετράει ποια είναι καλύτερη ή χειρότερη ομάδα. Ποια ήταν ανώτερη στα 120 λεπτά. Γιατί, η κατώτερη ομάδα είναι αυτή που θέλει να πάει το ματς στα πέναλτι. Και αυτή χθες ήταν η Γεωργία. Η Ελλάδα, αν ήθελε να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες νίκης, θα έπρεπε να το «καθαρίσει» νωρίτερα. Ή έστω να το κυνηγήσει. Γιατί η «γαλανόλευκη» δεν το έψαξε λυσσασμένα το γκολ.

Προφανώς και δεν ήταν δυνατόν η εθνική να έχει την ίδια αγωνιστική προσέγγιση που είχε στον αγώνα απέναντι στο Καζακστάν. Άλλος αντίπαλος, άλλη έδρα, άλλο ματς. Ωστόσο, μετά τα πρώτα αναγνωριστικά λεπτά, φαινόταν με γυμνό μάτι ποια ήταν η καλύτερη ομάδα. Όχι απαραίτητα αυτή που ήταν σε καλύτερη βραδιά, αλλά εκείνη που είχε πιο γερές βάσεις, αυτή που όφειλε στον εαυτό της να συμπεριφερθεί σαν φαβορί. Ο φόβος μη μας τιμωρήσει ο Κβαρατσχέλια με κάποια ατομική ενέργεια στην κόντρα, μας έκανε αρκετά παθητικούς και στην ουσία μας χάλασε το μυαλό. Σε καμία στιγμή του αγώνα η εθνική μας ομάδα δεν «απελευθερώθηκε» και στην ουσία περίμενε καρτερικά να τελειώσουν τα 120 λεπτά και να οδηγηθούμε στη διαδικασία των πέναλτι. Και αν… καθόταν καμιά ευκαιρία, όπως αυτή του Μαυροπάνου στην παράταση, καλώς.

Ακόμη και η επιλογή του Γκουστάβο Πογέτ να αφήσει σε όλο το ματς τον Τάσο Μπακασέτα στο γήπεδο «φωτογράφιζε» την επιλογή του να πάμε στα πέναλτι. Μπορεί η συνεισφορά του αρχηγού σε αυτή την εθνική να είναι τεράστια και – όπως πολύ σωστά είπε ο προπονητής – τα δικά του γκολ να μας έφτασαν σε τελικό πρόκρισης, όμως το χθεσινό παιχνίδι δεν του πήγε. Ανθρώπινο, μπορεί να συμβεί σε όλους τους ποδοσφαιριστές. Ωστόσο, ο Ουρουγουανός τον κράτησε ως το τέλος με μία και μοναδική σκέψη. «Να τον έχω στα πέναλτι». Και δυστυχώς η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Ο Μπακασέτας νικήθηκε από τον αντίπαλο γκολκίπερ και μεγάλο μέρος του αποκλεισμού έπεσε πάνω του. Κακώς.

Όπως κακώς θεωρείται δεδομένη και η απομάκρυνση του Γκουστάβο Πογέτ από τη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού, ακόμη κι αν η δική του αγωνιστική φιλοσοφία χθες μας στέρησε σε μεγάλο βαθμό την ευκαιρία να βρεθούμε το καλοκαίρι στα γήπεδα της Γερμανίας. Η συνεισφορά του στην πορεία της εθνικής μέχρι τον τελικό της Τιφλίδας ήταν τεράστια. Και δε στέκομαι στο αγωνιστικό κομμάτι, αλλά στο κλίμα στις τάξεις της «γαλανόλευκης». Αυτή η ομάδα έγινε ξανά οικογένεια, οι παίκτες γούσταραν και πάλι να φοράνε αυτή τη φανέλα. Και ξέρετε τι άλλο γουστάρουν οι διεθνείς; Τον ίδιο τον Πογέτ και αν ήταν στο δικό τους χέρι θα τον κρατούσαν… χθες. Αν και κατά τη γνώμη μου ήδη αναζητείται ο διάδοχος και μάλιστα στο μυαλό των περισσότερων είναι αυτός για τον οποίο είχαμε γράψει από τις 5 Ιανουαρίου. Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς…

Πηγή: Gazzetta