Όλα ξεκινάνε το 1964, όταν μεταγράφεται στον αγαπημένο του Άρη. Ταυτόχρονα κατατάσσεται και στις τάξεις του στρατού, όταν και παρουσιάζεται στην Κόρινθο και έτσι οι φίλαθλοι δεν έχουν την ευκαιρία να εξακριβώσουν «ιδίοις όμμασι» την φήμη που προπορεύονταν της φιγούρας του, η οποία παραπλανούσε τους αντιπάλους. Αγωνίστηκε σε μόλις τρία παιχνίδια, ως κυνηγός, δείχνοντας πάρα πολύ καλά στοιχεία. Την επόμενη σεζόν, δεν αργεί να πείσει τους πάντες για το μεγάλο του ταλέντο. Έχοντας ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αγωνίζεται από τα τέλη Ιανουαρίου 1966 και έπειτα. Είναι απλά …καταπληκτικός!
Όταν βέβαια στις 27 Φεβρουαρίου 1966 ο Άρης κερδίζει τον ΠΑΟΚ με 5-1 και αυτός πετυχαίνει δύο από τα γκολ, τότε ριζώνει βαθιά στην καρδιά και του πιο απαιτητικού Αρειανού. Είναι τρομερά κινητικός, τρέχει πάνω κάτω στο γήπεδο με τεράστιες αντοχές. Οι προπονητές του κατά τη δεκαετία 1960 τον λάτρευαν. Χαφ υψηλών προδιαγραφών, θα μπορούσε να αποτελέσει κανονικό εργαλείο στα χέρια του ομοσπονδιακού προπονητή Μπίλι Μπίνγκαμ. Ο Άγγλος Γουίλφ Μακ Γκίννες, τον παρομοίαζε με Βρετανό χαφ, λόγω της αστείρευτης ενεργητικότητας του. Με πρωτόγνωρο πείσμα και πάθος κυνηγάει συνέχεια την μπάλα. Ακόμη και αν μερικές φορές δείχνει φλύαρος επιθετικά, χάνοντας σημαντικές ευκαιρίες, οι στιγμιαίες εξάρσεις του με τις καλές σέντρες, τις ακριβείς μεταβιβάσεις και οι διεισδύσεις του στην αντίπαλη περιοχή, ξεπληρώνουν τους δυσαρεστημένους. Είναι ένας μικρός δαίμονας, ένα ζιζάνιο που προκαλεί αναστάτωση στον αγωνιστικό χώρο. Τα πρώτα χρόνια, οι προπονητές τον χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά στα άκρα της επίθεσης, ως εξτρέμ. Οι θυελλώδεις επελάσεις του διακρίνονται από μία ευφυΐα και μία εφευρετικότητα, καθώς συνοδεύονται από κομπίνες, συνδυασμούς του με τον Κεραμιδά και τον Δεμίρη, με τους οποίους δημιουργεί ένα τρίγωνο της «φωτιάς»! Είναι φιλότιμος και τρομερά αγωνιστικός, ένας πραγματικός πονοκέφαλος για τους αντίπαλους αμυντικούς. Όταν κάποιες φορές παίζει στο κέντρο, δείχνει πιο χρήσιμος, καθώς οι τεχνικές του ικανότητες προσφέρουν περισσότερο στο δημιουργικό παιχνίδι.
Έτσι από την σεζόν 1968-69 ο Πορτογάλος προπονητής Κορέιρα αρχίζει να τον χρησιμοποιεί στα χαφ. Τα ατελείωτα χιλιόμετρα και ο μόχθος του, του δίνουν τον τίτλο του «πνευμονιού» της ομάδας, ενώ οι επιτελικές του ικανότητες του δίνουν τον τίτλο του «εγκεφάλου». Όταν κατέχει την μπάλα στα πόδια του, είναι πολύ δύσκολο να του την πάρει κάποιος, τουλάχιστον σε αθλητικά πλαίσια.
Οι αντίπαλοι του τον αντιμετωπίζουν πολλές φορές αντικανονικά και αρκετά σκληρά. Αυτό βγάζει στην επιφάνεια το σοβαρότερο του μειονέκτημα: είναι ευέξαπτος και δεν θέλει πολύ για να εκραγεί! Έτσι σε πολλές περιπτώσεις δεν κρατάει τα νεύρα του, αντιδράει στις προκλήσεις και στο τέλος ζημιώνεται ο ίδιος και η ομάδα. στις 7 Ιουνίου 1972 στον επεισοδιακό ημιτελικό του κυπέλλου εναντίον του ΠΑΟΚ, πρωτοστατεί στα επεισόδια εναντίον του διαιτητή Μίχα και των αστυνομικών, γεγονός που προκαλεί την εξάμηνη τιμωρία του. Σε μία εποχή όπου η Χούντα και οι αποφάσεις του πανίσχυρου Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού Κωνσταντίνου Ασλανίδη δεν αφήνουν περιθώρια. Ο ίδιος και οι συμπαίκτες του Σπυρίδωνας και Αλεξιάδης δεν δέχονται να ζητήσουν χάρη και εκτίουν τις ποινές τους.
Η εξωγηπεδική του ζωή είναι άλλος ένας παράγοντας που επηρεάζει την καριέρα του. Είναι «μποέμ», του αρέσει η καλοπέραση και συχνά ξενυχτάει, ενώ δεν του αρέσει καθόλου να υπόκειται σε ελέγχους.
Οι σεζόν 1969-70 και 1970-71, πέρα από την μεγάλη επιτυχία της κατάκτησης του κυπέλλου, επισκιάζονται από την αντιπαράθεση του με τον Γιουγκοσλάβο προπονητή Τσίριτς. Η αυστηρή πειθαρχία που επιβάλει ο τεχνικός δεν συνάδει με την ιδιοσυγκρασία του παίκτη. Όλα βέβαια ξεκινάνε από την κόντρα τους για την θέση στην οποία βάζει ο προπονητής τον Βαγγέλη να αγωνιστεί. Με την έλευση του Λουκανίδη στα χαφ, ο Γιουγκοσλάβος επαναφέρει μετά από χρόνια τον Συρόπουλο στην επίθεση. Αυτό δεν ευχαριστεί καθόλου τον παίκτη. Αντιδρά, τιμωρείται, μένει εκτός αποστολής, επιστρέφει, αντιδρά μέσα στο γήπεδο με ανόητες απανωτές αποβολές του, δείγμα του γενικού εκνευρισμού του. Ευτυχώς την άνοιξη του 1970 η κατάσταση δείχνει να εξομαλύνεται και οι δύο άνδρες βρίσκουν την κοινή τομή. Ο «τάπας» επιστρέφει στις καλές εμφανίσεις, οδηγώντας την ομάδα στον τελικό του κυπέλλου και την κατάκτηση του τροπαίου. Η εμφάνιση του εκείνο το βράδυ είναι τρομερή, όταν ακαταπόνητος δημιουργεί μαζί με τον Κεραμιδά όλες τις επιθέσεις της ομάδας και κάνει την υπόθεση «τίτλος» εύκολη. Την επόμενη σεζόν, 1970-71, ο Τσίριτς τον αποκλείει και πάλι από τις αποστολές. Ο παίκτης τότε απογοητευμένος ζητάει διακοπή συμβολαίου. Ο κόσμος παίρνει το μέρος του και τον ζητάει αποδοκιμάζοντας τον Τσίριτς. Τελικά ο προπονητής απομακρύνεται καθώς έχει δημιουργήσει προβλήματα και με άλλους παίκτες και η εικόνα της ομάδας δεν είναι καθόλου καλή.
Η επάνοδος του «τάπα» είναι θριαμβευτική. Στο ματς εναντίον της Προοδευτικής (τελικό σκορ 3-0), τον Φεβρουάριο του 1971, αποθεώνεται και με την εμφάνιση του αποδεικνύει πως έχει ακόμη πολύ «βενζίνη». Αργότερα, μετά την εξάμηνη τιμωρία του, επιστρέφει τον Δεκέμβριο του 1972, αλλά σύντομα τραυματίζεται, χάνοντας το τελευταίο μέρος του πρωταθλήματος.
Υπολείπεται πολύ σε φυσική κατάσταση και ο νέος Γιουγκοσλάβος προπονητής Στάνκοβιτς δεν το περιλαμβάνει στα αγωνιστικά του πλάνα για την σεζόν 1973-74, παρότι ο παίκτης βγάζει κανονικά την προετοιμασία στο Πισοδέρι.
Εδώ τελειώνει, μάλλον άδοξα, η ποδοσφαιρική του καριέρα, καθώς δεν θα αγωνιστεί ξανά με την φανέλα του ΑΡΗ. Τον Οκτώβριο αποφασίζει να κρεμάσει τα παπούτσια του. Ο μύθος του σταματάει εδώ. Δεν θα παρατήσει όμως τον σύλλογο ποτέ, καθώς θα προσφέρει επί μακράς σειράς ετών τις υπηρεσίες του στον ΑΡΗ από διάφορα πόστα.
Για το φινάλε, οι φράσεις του στην τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε: «Παίζαμε για τη φανέλα και τον κόσμο. Που να χάσουμε απ’ τον ΠΑΟΚ, έπρεπε να ήμασταν άρρωστοι. Πάνω από όλα ο Άρης!»
Πηγή: Άρης Ρε

















