Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Το πουκάμισο του μικρού Μάικ γέμισε με αίματα… Τα μάτια του γούρλωσαν, αλλά προτίμησε να κρατήσει μέσα του την τσιριχτή φωνή του. Εκείνη την παράξενη χροιά την οποία, σε συνδυασμό με την ψευδή άρθρωσή του, είχε συνηθίσει να κοροϊδεύουν στο σχολείο ή τη γειτονιά του.

Αλλά δεν είχε καταλάβει ποτέ γιατί του συνέβαινε. Ήταν-δεν ήταν δέκα ετών.

Κοίταξε το λευκό πουκάμισο που είχε γίνει κόκκινο. Στην ταράτσα στην οποία τον είχαν «επισκεφθεί» μερικοί «φίλοι» του, επικράτησε σιωπή.

Ο φόβος των περισσότερων ήταν, ωστόσο, έκδηλος. Η μητέρα του δεν επιχείρησε να τον συγκρατήσει. Γνώριζε και η ίδια ότι το bullying στον γιο της θα σταματήσει μόνο αν εκείνος αντιδράσει.

Οι δυο τους αντιλήφθηκαν την παρουσία μίας παρέας από τους δρόμους του Μπράουνσβιλ του Μπρούκλιν, όπου ο Μάικ Τάισον γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1966, αλλά δεν περίμεναν μία αιματοβαμμένη εξέλιξη.

Οι πιτσιρικάδες είχαν ενημερωθεί για το πάθος του Μάικ με τα περιστέρια τα οποία φρόντιζε και βρήκαν μία ακόμη αφορμή να τον εκφοβίσουν.

Άρχισαν να τρομάζουν τα πουλιά. Όταν ο Τάισον, μαθητής δημοτικού σχολείου ακόμα, πήγε εκνευρισμένος προς το μέρος τους, όλοι υποχώρησαν, εκτός από έναν.

Ο «αρχηγός» της «συμμορίας», Γκάρι Φλάουερς, είχε ένα περιστέρι κρυμμένο στο παλτό του. Δεν συγκινήθηκε από την παράκληση του Μάικ να το αφήσει και, πολύ κυνικά, ξεκόλλησε στην κυριολεξία το κεφάλι από τον λαιμό του… Τα αίματα πετάχτηκαν πάνω στο Τάισον και αυτό ήταν, θαρρεί κανείς, το «καμπανάκι» του πρώτου καυγά του. Του «πρώτου γύρου».

Όπως πολλοί άλλοι τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Φλάουερς έπεσε με μία γροθιά στο έδαφος.

«Μάλλον κέρδισα αυτό τον “αγώνα”», έλεγε χρόνια μετά ο Μάικ Τάισον…

Όπως το 1954 ένας κλέφτης ποδηλάτου είχε «γαργαλίσει» την περιέργεια του Μοχάμεντ Άλι για εκδίκηση, έτσι και ένας νταής της γειτονιάς φαίνεται πως έδειξε στον Τάισον τον δρόμο προς την πυγμαχία.

Η «καλλιτεχνικότητα» του μποξ χάνεται συχνά από τον «μάτσο» χαρακτήρα του αθλήματος ή από την αγριάδα των πρωταγωνιστών του.

Ο Άλι, με τη συμπεριφορά του, κατάφερε να αναδείξει τη «λογοτεχνία» του. «Πασπαλισμένη» από τη νοοτροπία ενός αρτίστα, σχεδόν ενός «ζωγράφου» πάνω στο ρινγκ.

Ο Μάικ Τάισον, αλλά και πολλοί άλλοι σταρ με τα γάντια, όμως, είχαν ή καλλιέργησαν έναν χαρακτήρα που αποτέλεσε κυρίως μία… αφηρημένη τέχνη.

Πολλοί καλλιτέχνες, είτε στην τέχνη είτε στα σπορ, βαδίζουν -το ρήμα «ισορροπούν» είναι μάλλον υπερεκτιμημένο- τακτικά πάνω σε μία λεπτή γραμμή.

Μία γραμμή που χωρίζει το μεγαλείο και τη δόξα από την καταστροφή, από το χάσιμο του μυαλού…

Για τον μικρό Μάικ, αυτό ήταν ένα περιστέρι. Ο θυμός του μετέτρεψε το «στρουμπουλό και ντροπαλό παιδί» στον, κατά τα λεγόμενά του ίδιου, «Baddest Man on the planet».

Ο «Πιο Κακός Άνδρας στον πλανήτη» δεν χρησιμοποιούσε απλώς τα χέρια του. Μπορούσε να αυτοκαθοριστεί και, σε slung διάλεκτο να χαρακτηρίσει τον εαυτό του «baddest», αντί για το ορθώς συντακτικό «worst»

Από μικρό τον ενοχλούσαν οι λέξεις και προτίμησε τις πράξεις. Σε ηλικία 13 ετών, λίγοι τον κορόιδευαν πια. Είχε γίνει ένα… στατιστικό εγκληματικότητας, αλλά και διαβόητος στη γειτονιά του.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Νέα Υόρκη είχε τον τρίτο υψηλότερο δείκτη εγκληματικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο ντροπαλός Μάικ δεν εξελίχθηκε σε «άγιο» και αμέσως μόλις διαπίστωσε τη δύναμή του, σωματική και πνευματική, είχε ήδη συλληφθεί 38 φορές σε ηλικία 13 ετών…

Από τα 11 του φέρεται να είχε δοκιμάσει κοκαΐνη και χωρίς παρέμβαση θα είχε καταλήξει (νωρίτερα) στη φυλακή.

Η μητέρα του, Λόρνα Μέι Σμιθ, μεσολάβησε και τον έστειλε στο γυμνάσιο Τράιον, στο Τζόνσταουν, όπου έδειξε και τις πρώτες πυγμαχικές ικανότητές του. Από τους αυτοσχέδιους περιστερώνες στις ταράτσες, η νέα διαφυγή του έγινε το μποξ, καθώς ποτέ το σπίτι δεν αποτέλεσε ένα σταθερό περιβάλλον για εκείνον.

Ο βιολογικός πατέρας του φέρεται να ήταν ένας τύπος ονόματι Πάρσελ Τάισον, από τη Τζαμάικα. Ο μπαμπάς που (σχεδόν δεν) γνώρισε ο Μάικ, όμως, ήταν ο Τζίμι Κερκπάτρικ από τη Νορθ Καρολάινα.

Ο Κερκπάτρικ σύναψε σχέσεις με την Λόρνα Μέι, αλλά την εγκατέλειψε όταν ο Μάικ ήταν 15 μηνών. Η Σμιθ μάθαινε νέα του μόνο από τον δρόμο, για τις πολλές βραδιές που έχανε στον τζόγο τα σπάνια μεροκάματα που έβρισκε.

Η φαμίλια δεν ήταν ποτέ σιγουριά για τον Τάισον. Η μαμά του μεγάλωνε μεν τους δύο γιους και την κόρη της, αλλά δεν δίσταζε να φέρνει σπίτι τις περιστασιακές σχέσεις της.

Μάλιστα, ένας εξ αυτών κατηγορήθηκε πως επιχείρησε να κακοποιήσει την αδερφή του Ντενίζ, η οποία έχασε τη ζωή της το 1990, στα 25 της, από ανακοπή καρδιάς…

Η Λόρνα Μέι είχε αφήσει την τελευταία πνοή της νωρίτερα, το 1982, όταν ο Μάικ ήταν μόλις 16 ετών.

Στο γυμνάσιο Τράιον, ο Μπόμπι Στιούαρτ ήταν εκείνος που έπεισε τον Τάισον να μπει στο ρινγκ, αλλά ο κόουτς Κας Ντ’ Αμάτο έγινε η πατρική  φιγούρα που είχε ανάγκη.

Ο Ντ’ Αμάτο είχε επίσης προπονήσει τους Φλόιντ Πάτερσον και Χοσέ Τόρες και έδειξε στον νεαρό τον δρόμο προς την παγκόσμια καταξίωση.

Μονάχα που ο Τάισον τον έχασε και αυτόν νωρίς, το 1985…

Δεν είχε καταλάβει ότι τα πάντα άρχισαν να συμβαίνουν πολύ γρήγορα στη ζωή του.

Με τον Ντ’ Αμάτο ως κόουτς και νόμιμο κηδεμόνα του μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Τάισον κατέκτησε χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες Νέων του 1981 και του 1982 και το τρία χρόνια αργότερα έγινε επαγγελματίας.

Λίγο μετά την απώλειά του, ο Τάισον (που μετρούσε ήδη 11 νοκ-άουτ νίκες) πέτυχε άλλες 16 διαδοχικές νίκες και έναν χρόνο αργότερα είχε την πρώτη ευκαιρία του για τον παγκόσμιο τίτλο.

Στις 22 Νοεμβρίου 1986, κόντρα στον Τρέβορ Μπέρμπικ, τελευταίο πυγμάχο που νίκησε τον Μοχάμεντ Άλι, ο Μάικ Τάισον έγινε σε ηλικία 20 ετών και τεσσάρων μηνών ο νεαρότερος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών στην ιστορία, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Φλόιντ Πάτερσον!

Έγινε ο πρώτος που κατέκτησε τη ζώνη του πρωταθλητή σε όλες τις ομοσπονδίες (WBC, WBA, IBF)  Εκείνος ήταν πια, με… «πιστοποιητικά» και όχι απλώς με την εφηβική δράση του στο Μπρούκλιν, ο νέος «νταής».

Ο Ντ’ Αμάτο δεν ήταν εκεί να χαρεί μαζί του. Δεν ήταν, κυρίως, εκεί για να τον επιβλέπει, να τον συγκρατεί. Και δεν θα περνούσε καιρός που ο Τάισον θα επιβεβαίωνε ότι, πλέον, δεν αντιλαμβάνεται κανένα αγωνιστικό ή προσωπικό όριο…

Ο Μάικ Τάισον συνεργαζόταν πια με τον «αδίστακτο» promoter, Ντον Κινγκ.

Για τέσσερα χρόνια κυριαρχούσε, όμως αποδείχθηκε πως δεν ήταν προετοιμασμένος για την αποτυχία.

Τον Φεβρουάριο του 1990 έφτασε στο Τόκιο για μία «προπόνηση» με τον άσημο Τζέιμς «Μπάστερ» Ντάγκλας, προτάσσοντας το αήττητο ρεκόρ του, το 37-0 με τα 33 νοκ-άουτ!

Τη στιγμή που ο Ντάγκλας, ωστόσο, περνούσε ώρες στο γυμναστήριο, ο Τάισον έκανε βόλτες σε πρωινές εκπομπές της ιαπωνικής τηλεόρασης και πόζαρε πλάι σε μοντέλα στον ζωολογικό κήπο της πόλης.

Ο αγώνας που επρόκειτο «να διαρκέσει 30 δευτερόλεπτα» και θα ήταν η πρόβα του Iron Mike για τη σπουδαία αναμέτρηση με τον Εβάντερ Χόλιφιλντ, εξελίχθηκε στο πρώτο «βατερλό» του.

Στον 10ο γύρο, ο «Μπάστερ» Ντάγκλας έριξε για πρώτη φορά τον νοκ-ντάουν τον Τάισον και του «έκλεψε» τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, στην αποκαλούμενη «μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών»!

Η γωνιά του Μάικ ήταν σίγουρη ότι ο διάσημος μποξέρ θα ανακτήσει τη ζώνη του. Αυτό που ανησυχούσε το περιβάλλον του ήταν η προσωπική ζωή του.

Το 1989 είχε λάβει διαζύγιο έπειτα από γάμο ενός έτους και επτά ημερών με την ηθοποιό Ρόμπιν Γκίβενς, η οποία τον είχε κατηγορήσει δημοσίως για βίαιη συμπεριφορά.

Για χάρη της, λόγω φημών περί σχέσης της με τον Μπραντ Πιτ και τον Μάικλ Τζόρνταν, ο Τάισον είχε απειλήσει να τους… πλακώσει και τους δύο, σε διαφορετικά εστιατόρια!

Ο «εκτός ελέγχου» Μάικ ήταν πια ένα συνηθισμένο θέαμα τόσο για τους προπονητές του όσο και για τα πρωτοσέλιδα, τις τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και τις δικογραφίες.

Τα ταμπλόιντ δεν έχαναν ευκαιρία να αναδείξουν κάθε σφάλμα του.

Η εικόνα του Τάισον σε πάρτι διασημοτήτων, με τη σαμπάνια και τα ναρκωτικά να είναι μονίμως στο πλάνο, αντικατέστησε τον Μάικ με το σορτσάκι και τα γάντια.

Απουσίαζε διαρκώς και άνευ δικαιολογίας από τις προπονήσεις και σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο, όταν κήρυξε πτώχευση, είχε σπαταλήσει περιουσία 400 εκατομμυρίων δολαρίων και είχε χρέος επιπλέον 27εκατ.. Η καταδίκη του για τον βιασμό της Ντεζιρέ Ουάσινγκτον, τον Ιούλιο του 1991, είχε πλήξει για τα καλά το προφίλ του…

Η Ουάσινγκτον ήταν υποψήφια στα καλλιστεία Miss Black America στην Ιντιάνα και ο Τάισον τη συνάντησε λίγες ώρες αφού είχε φύγει η τότε σύντροφός του, τραγουδίστρια Άντζελα Ροξάνα Μπόιντ.

Εκείνος επιμένει ότι το σεξ ήταν συναινετικό, ενώ μία συγγενής της Ντεζιρέ έγραψε σε βιβλίο ότι ουσιαστικά παγίδεψε τον Iron Mike, όταν δεν κατάφερε να τον εκβιάσει για χρήματα.

Ο Τάισον καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση το 1992 και εξέτισε τρία χρόνια σε έναν προορισμό στον οποίο πολλοί πόνταραν ότι θα καταλήξει από τα εφηβικά χρόνια του…

Από το κελί βγήκε ένας άλλος άνθρωπος. Είχε ασπαστεί το Ισλάμ και αποκάλυψε πως διάβασε το Κοράνι, όμως δεν έκρυβε ότι πάσχιζε να αποφύγει κάθε μέρα την κατάθλιψη.

Η διάγνωση ότι πάσχει από διπολική διαταραχή ήρθε πολύ αργότερα, το 2010.

Η χαμηλή αυτοεκτίμησή του ήταν η μόνιμη «συνοδός» σε ρινγκ και δημόσιες εμφανίσεις.

Το 1996 ηττήθηκε για δεύτερη φορά στην καριέρα του, χάνοντας από τον Εβάντερ Χόλιφιλντ, στο Λας Βέγκας. Έναν χρόνο αργότερα, στη ρεβάνς, το… δαγκωμένο αυτί(!) του αντιπάλου του έμοιαζε με τον «πάτο του βαρελιού».

Με τον Χόλιφιλντ συμφιλιώθηκαν έπειτα από χρόνια και πρωταγωνίστησαν μαζί και σε διαφημιστικό σποτ.

Οι «βόλτες» του Τάισον στη φυλακή, όμως, συνεχίστηκαν, είτε για κατοχή μαριχουάνας είτε για καυγάδες στον δρόμο.

Ήταν εμφανές ότι δεν ήταν ο εαυτός του. Ούτε με μνήμες από το ντροπαλό παιδί του Μπράουνσβιλ ούτε καν με τον αγριεμένο Μάικ, μετά τα 20 του…

Εξήγησε ότι το τατουάζ στο πρόσωπό του ήταν μία επιβεβαίωση πως «μισούσα τον εαυτό μου και ήθελα, ουσιαστικά, να αλλάξω πρόσωπο»!

Από «Πιο Κακός Άνθρωπος του πλανήτη», έλεγε σε συνεντεύξεις του ότι «στην πραγματικότητα, δεν ήμουν ούτε ο μισός άνδρας από αυτόν που πίστευα ότι είμαι ή υποδυόμουν στο ρινγκ και τα πάρτι»…

Οι απώλειες τον είχαν στιγματίσει, όσο κι αν μοχθούσε να μην το δείξει. Όσο και αν η αυτοκριτική έδειχνε με μία προσωπική λύτρωση.

Δεν ήταν μόνο οι θάνατοι στην οικογένειά του ή ο χαμός του Ντ’ Αμάτο.

Το 1986 είχε χάσει και τον Τζιμ Τζέικομπς, ο οποίος ουσιαστικά και τον πρόσεχε και πριν γίνει πρωταθλητής φρόντιζε για την τροφή και τη στέγασή του.

Πάλευε να αντέξει περισσότερο από έναν «γύρο», όσο άντεχαν συνήθως μόνο πολλοί από τους αντιπάλους του.

Κάποια στιγμή θέλησε να αποκαλύψει μυστικά της ζωής του από τα οποία δεν κινδύνευε να βρεθεί και πάλι στη φυλακή. Καταστάσεις για τις οποίες δεν μπορούσε κάποιος να του κάνει μήνυση. Δεν μπορούσαν άμεσα να τον «δικάσουν» τα Μ.Μ.Ε..

Το 2014 είπε σε ραδιοφωνική εκπομπή πως σε ηλικία επτά ετών τον κακοποίησε ένας μεγαλόσωμος άνδρας στον δρόμο, στο Μπρούκλιν…

Ξεκαθάρισε ότι «δεν ντρέπομαι πια να το πω. Αποφεύγω να το αναφέρω, όμως δεν μπορώ να κάνω πως δεν συνέβη. Αλλά ομολογώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτό το περιστατικό άλλαξε τη ζωή μου, τότε ή μεταγενέστερα».

Οι ρυθμοί της ζωής του παρέμεναν εξοντωτικοί.

Το 2000 χρειάστηκε μόλις 38 δευτερόλεπτα για να νικήσει τον Λου Σαβαρέζε στο Χάμπντεν του Μέριλαντ και στη συνέχεια αποκάλυψε ότι μερικά λεπτά πριν πατήσει στο ρινγκ είχε κάνει χρήση κοκαΐνης και μαριχουάνας!

Ο αγώνας ήταν το comeback του από απουσία εννέα μηνών, εκ των οποίων πέρασε τους τέσσερις στο κελί για επίθεση σε δύο ηλικιωμένους άνδρες, έπειτα από ατύχημα με τα αυτοκίνητά τους…

Στον αγώνα με τον Σαβαρέζε γλίτωσε από τον έλεγχο, γιατί παραδέχθηκε πολλά χρόνια αργότερα ότι χρησιμοποιούσε ψεύτικο ανδρικό μόριο με «καθαρά» ούρα, για τα τεστ!!!

Το 2006 αποχώρησε από την ενεργό δράση, το 2011 έγινε μέλος του Hall Of Fame της παγκόσμιας πυγμαχίας και λίγα ήταν εκείνα για τα οποία μετάνιωσε.

Μονολογούσε πως «πολλές φορές ντρεπόμουν για τη ζωή που έκανα», όμως τόνισε σε συνέντευξη το 2005 στην εφημερίδα «USA Today» ότι «τα ξενύχτια και τα γλέντια ήταν μία ωραία ευκαιρία για να ξεχνώ αυτή τη ντροπή».

Μετά την Ρόμπιν Γκίβενς, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, αλλά η συμβίωση με την Μόνικα Τέρνερ, η οποία τους χάρισε έναν γιο (Αμίρ) και μία κόρη (Ρέινα) κράτησε από το 1997 ως το 2003.

Ο τρίτος γάμος του, τον Ιούνιο του 2009, έγινε μόλις 11 ημέρες μετά τον τραγικό θάνατο της τεσσάρων ετών κόρης του, Έξοντους, η οποία έχασε τη ζωή της παίζοντας στο σπίτι στην Αριζόνα, όταν ένα καλώδιο τυλίχτηκε στον λαιμό της…

Εκείνη η αντιφατική περίοδος, με τον χαμό της κορούλας του και τον γάμο του με την Λακίχα «Κίκι» Σπάισερ, έναν εφηβικό έρωτά του τον οποίο δεν ενέκρινε τότε η μητέρα της, έδειξε απρόσμενα στον Μάικ Τάισον το μονοπάτι της ηρεμίας.

Όταν πήγε στο νοσοκομείο να δει την νεκρή Έξοντους, σκέφτηκε πως η λύση για να το ξεπεράσει ήταν η βία. Μονάχα που, όπως επισήμανε, «όταν πάτησα το πόδι μου εκεί και αντίκρισα άλλους γονείς να θρηνούν για τα δικά τους παιδιά, σκέφτηκα πως πρέπει κι εγώ να το αντιμετωπίσω με τον ίδιο σεβασμό που το κάνουν και εκείνοι…».

Ξαφνικά, ήταν σαν ζούσε μέσα σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους.

Η «Κίκι» τού πρόσφερε την κατανόηση που αναζητούσε. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Μιλάν και τον Μαρόκο και ο Μάικ προσπάθησε πολύ να κόψει το ποτό και να γίνει, έστω και προσωρινά (για τέσσερα περίπου χρόνια) χορτοφάγος.

Ομολόγησε στον καθρέφτη του κάθε εγωιστική συμπεριφορά του και θέλησε να κάνει μία (νέα) νέα αρχή.

Ένα επιχειρηματικό επίπεδο αυτής της νέας αρχής είναι και το ράντσο «Tyson», μία έκταση 100 στρεμμάτων στην Καλιφόρνια, στην οποία συνεργάτες του Τάισον έχουν αναλάβει την έρευνα και την καλλιέργεια μαριχουάνας.

Παράλληλα, ίδρυσαν την εταιρία Tyson Holistic, για την παραγωγή προϊόντων με βάση την κάνναβη και τη δραστηριοποίηση στην αγορά της νόμιμης μαριχουάνας, αλλά και το άνοιγμα στην «βιομηχανία» του κινηματογράφου και της διαφήμισης.

Ο ίδιος ο παλαίμαχος μποξέρ εξήγησε ότι «σε αυτή τη δουλειά βρήκα πάλι ένα νόημα» και απόρησε «γιατί η κάνναβη να θεωρείται ακόμη παράνομη σε πολλές πολιτείες;».

Ακόμη και αν το ερώτημά του ήταν ρητορικό, ήταν μία ακόμη έκφραση του νέου πεδίου αναζήτησης του εαυτού του…

Εν μέσω φημολογίας ότι θα επιστρέψει σε ηλικία 54 ετών στο ρινγκ, για αγώνες φιλανθρωπικού χαρακτήρα, τον Μάρτιο του 2020 παραχώρησε συνέντευξη στην ιστοσελίδα «The Sportsman», δίνοντας μία μεταφυσική διάσταση στην καριέρα και τη ζωή του.

«Η ζωή είναι ενδιαφέρουσα. Γεννιόμαστε χωρίς να γνωρίζουμε και πεθαίνουμε δίχως να ξέρουμε από πού ερχόμαστε. Η ζωή μάς προετοιμάζει για τον θάνατο, αλλά ακόμη δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτό», ανέφερε.

Προσθέτοντας πως «φτάνουμε σε μία συγκεκριμένη ηλικία στην οποία, όπως ακριβώς και όταν ήμασταν νέοι, δεν φοβόμαστε τον θάνατο.

»Πάντα ήξερα πως υπάρχει η πιθανότητα να σκοτωθώ κατά τη διάρκεια της προπόνησης ή του αγώνα. Όμως δεν τρόμαζα, γιατί πίστευα ότι αν κάποιος πέθαινε στο ρινκ δεν θα ήμουν εγώ. Εγώ μάλλον θα τον είχα σκοτώσει… Η αυτοπεποίθηση είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης. Πλέον, με όσα περισσότερα ξέρω για την ύπαρξη, τόσο λιγότερο φοβάμαι τον θάνατο και είμαι πρόθυμος να πεθάνω».

Για τον «παλιό» Μάικ Τάισον, αυτή η τελευταία κουβέντα θα θεωρούνταν εκδήλωση κατάθλιψης ή τάσεις αυτοκτονίας.

Τώρα, όμως, είναι ήρεμος και επιμένει πως «δεν φοβάμαι, γιατί η ζωή είναι τελικά πιο πολύπλοκη από τον θάνατο. Το να ζεις απαιτεί πολύ κουράγιο.

»Η ζωή είναι ένα ταξίδι και μία διαρκής “μάχη”, καθώς παίρνουμε τους εαυτούς μας πολύ σοβαρά και νομίζουμε ότι γίναμε κάποιοι. Τίποτα δεν είμαστε! Ερχόμαστε από τα σ…ά και πιστεύουμε ότι είμαστε ξεχωριστοί… Η φήμη είναι σ…ά!».

Ο Μάικ Τάισον ξεκαθάρισε στην ίδια συνέντευξη ότι δεν αναπολεί τις στιγμές «που μου έλεγαν πόσο γ…..ς είμαι. Όλοι έχουμε βιώσει καταστάσεις στις οποίες ακούσαμε πόσο σπουδαίοι είμαστε.

»Απλώς, δεν θα αργήσει η στιγμή που θα καταλάβεις ότι δεν είσαι τίποτα και η ικανότητά σου περιορίζεται στο να βρεθείς στη φυλακή, να κακοποιηθείς όταν ήσουν παιδί και να φύγεις από τη ζωή. Σταμάτησα να γκρινιάζω και δεν υπάρχει κάτι να μου “κλέβει” το κουράγιο και να με αποθαρρύνει».

Εξήγησε γιατί «το μποξ ήταν ένα σχολείο για μένα και πρέπει να μαθαίνεις διαρκώς. Δεν σε διδάσκει κανένας αν απλώς ακούς και δεν πρέπει να χάνεις τον χρόνο σου, αν δεν θέλεις να μάθεις.

»Πάντως, η πυγμαχία παραμένει ένα αίνιγμα… Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι ότι σε 200 χρόνια από τώρα, ο κόσμος θα θυμάται το πολύ πέντε ονόματα μποξέρ. Στο ρινγκ δεν έχει σημασία να γίνεις πλούσιος, αλλά να τους κάνεις να μην σταματήσουν να λένε το όνομά σου μέχρι να διαλυθεί η γη.

»Εγώ δεν λέω “μποξ”, προτιμώ τη λέξη “μάχομαι”, αν και δεν θεωρείται πολιτικά ορθή και την συνδέουν με αρνητικές καταστάσεις. Το να “μάχεσαι” διαθέτει και αποπνέει μία πνευματική διάσταση, η οποία όμως καλύπτεται από τη σωματική διάσταση…

»Διότι όλοι θέλουμε να γίνουμε ένας Αχιλλέας, να είμαστε ο βασιλιάς όλων των μαχητών. Αλλά όλοι έχουμε αδυναμίες, την αχίλλειο πτέρνα μας και πριν φύγω από αυτό τον κόσμο θέλω να ταξιδέψω στην Ελλάδα για να πάω στον τάφο του Αχιλλέα».

Καταλήγοντας ότι «μπορείς να μπορείς να αλλάξεις γνώμη και στόχους όποτε το επιθυμείς, αρκεί να δουλέψεις σκληρά σε ό,τι επιλέγεις.

»Παλαιά ήμουν ο μάτσο τύπος, του δρόμου, ο υποτιθέμενος κουλ. Τώρα, όμως, είμαι ένας άνθρωπος που εργάζεται και κάθε βράδυ είμαι ευγνώμων που επιστρέφω στο σπίτι μου, στη σύζυγο και τα παιδιά μου.

»Δεν έπρεπε να έχω αυτή την τύχη και να ζω σε αυτό το σπίτι, γι’ αυτό αισθάνομαι ευγνώμων».

Όπως ενδεχομένως κανένα άλλο άθλημα, η πυγμαχία παρείχε πολύ συχνά ένα καταφύγιο, μία προστατευτική «γυάλα» ή ένα «ιερό» σε πολλούς ανθρώπους που είχαν χάσει ή έχαναν στην πορεία την ψυχή τους.

Αυτή η ανεξάντλητη ηδονή της νίκης, η αστείρευτη «εξουσία» έστω και μέσα σε ένα ρινγκ ή λόγω της φήμης και των χρημάτων που την συνόδευαν, χάρισε σε αρκετούς πρωταγωνιστές της από φτωχικές γωνιές του κόσμου την ευκαιρία για καταξίωση. Πολλές φορές, όμως, αυτή πορεύεται χέρι-χέρι με την αλαζονεία.

Ο Μάικ Τάισον το βίωσε και το κατάλαβε πολύ καλά. Γνώρισε, ωστόσο, την αποθέωση και την αναγνώριση σαν άλλους (παρεξηγημένους) που το πέτυχαν απρόσμενα, με βάση το «φαίνεσθαι», όπως ο Ντένις Ρόντμαν ή ο Άλεν Άιβερσον.

Το πρώτο «νοκ-άουτ» του ήταν η οργή του για ένα… δολοφονημένο περιστέρι!

Είναι από τους ανθρώπους που πλήρωσαν για τα λάθη τους. Οι καταδίκες του, δικαστικές ή προσωπικές, αλλά και οι οικογενειακές τραγωδίες το επιβεβαιώνουν.

Μονάχα που εκτός από αυτόν τον διπλό σωφρονισμό, χρειαζόταν και θεραπεία. Μία εσωτερική «γιατρειά», όπως θα έλεγαν χαρακτηριστικά στους δρόμους του Μπρούκλιν.

Ίσως να μην παραδεχόταν ποτέ του πως, από την ενηλικίωσή του κι έπειτα, εξακολουθούσε να χρειάζεται κάποιον να τον φροντίζει.

Γιατί οι γροθιές δεν πέταξαν από πάνω του την συμπληρωματική «ταμπέλα» του «αβοήθητου», του πληγωμένου. Για τον Μάικ Τάισον, ο πραγματικός αγώνας ήταν πάντοτε αυτός για τη «χαμένη ψυχή» του.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This