Επιλογή Σελίδας

Του Ιωάννη Πέππα

Ο Ουρουγουανός κεντρικός μέσος Ομπντούλιο Βαρέλα (Obdulio Jacinto Muiños Varela), γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1917 στη πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, το Μοντεβιδέο. Ήταν ο αρχηγός της εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, νικώντας τη Βραζιλία στον αποφασιστικό τελευταίο αγώνα της διοργάνωσης, που έπαιξε ρόλο τελικού, δημοφιλώς γνωστό ως Μαρακανάσο (Maracanazo). Είχε το παρατσούκλι «El Negro Jefe» (Ο Μαύρος Αρχηγός), λόγω του σκουρόχρωμου δέρματός του και της επιρροής που ασκούσε στους συμπαίκτες του, εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, με αποκορύφωμα τον ρόλο που διαδραμάτισε στην απίθανη νίκη επί της Βραζιλίας. Ήταν Αφρο-Ουρουγουανός, με ισπανική και ελληνική καταγωγή. Θεωρούμενος ως ένας από τους Μεγαλύτερους Κλασικούς Κεντρικούς Μέσους Όλων των Εποχών, ήταν έμπειρος στην άμυνα και διάσημος για την αντοχή και την ηγεσία του. Θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Αρχηγούς στην Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία. Αναδείχθηκε στην Ντεπορτίβο Γιουβεντούδ, σύλλογο στον οποίο εντάχθηκε το 1936 και έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη κατηγορία με την Μοντεβιδέο Γουόντερερς το 1938. Το 1943, πήγε στην Πενιαρόλ, σύλλογο για τον οποίο αγωνίστηκε μέχρι την επαγγελματική αποχώρησή του το 1955. Έπαιξε 45 διεθνείς αγώνες για την Ουρουγουάη από το 1939 έως το 1954 και σημείωσε 9 γκολ.

Η φυλή των charrúas, ήταν μια από τους πολλούς αυτόχθονες πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής, που βίωσε στο πετσί της τις συνέπειες της συναναστροφής με τους «πολιτισμένους» σφαγείς από την Ευρώπη. Οι καλύβες τους βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού Γκουαρανί στη νότια Βραζιλία, και κυρίως στη σημερινή Ουρουγουάη. Η στρατηγική θέση της Ουρουγουάης έκανε την περιοχή σημείο διένεξης για τους Ίβηρες, ήτοι τους Πορτογαλόφωνους Βραζιλιάνους και τους Ισπανόφωνους Αργεντινούς. Περήφανοι πολεμιστές οι charrúas, αν και χρόνο με το χρόνο ο πληθυσμός τους μειωνόταν δραματικά από τις επιθέσεις των κατακτητών και τις πρωτόγνωρες ασθένειες, φρόντισε να πέσουν δίνοντας τη μάχη τους με τους εισβολείς ως το τέλος. Μέσα από πολλούς και αιματηρούς αγώνες, το υποψήφιο προτεκτοράτο Αργεντινής και Βραζιλίας κατόρθωσε να αποκτήσει την ανεξαρτησία του και να κάνει τα πρώτα του βήματα ως κρατική οντότητα στη Νότια Αμερική.

Οι σύγχρονοι Ουρουγουανοί θεωρούν πως το μαχητικό πνεύμα που κληρονόμησαν από τους ντόπιους ιθαγενείς, η garra charrúa (δύναμη των τσαρούας ελεύθερα), διαπνέει και ευδοκιμεί σε κάθε έκφανση της ζωής τους. Κι όπως έχουν αποδείξει αλλεπάλληλες φορές, το ποδόσφαιρο είναι μια από αυτές. Έχοντας σαρώσει τα πρωταθλήματα Νοτίου Αμερικής (6 κούπες σε 12 τουρνουά) και με τα δύο χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, το 1924 στο Παρίσι και το 1928 στο Άμστερνταμ, η Ουρουγουάη θεωρείτο τότε η κορυφαία ομάδα στον πλανήτη. Η απόλυτη κυριαρχία των Ουρουγουανών επιβεβαιώθηκε και στο παρθενικό Παγκόσμιο Κύπελλο που διεξήχθη στην πατρίδα τους το 1930, όπου η ίδια φουρνιά αυτών των χαρισματικών παικτών κατέκτησε το πρώτο βαρύτιμο τρόπαιο στην ιστορία νικώντας με 4-2 την Αργεντινή.

«Η garra charrúa είναι η ιδιοσυγκρασία μας. Όλοι οι Ουρουγουανοί το έχουν όχι μόνο οι ποδοσφαιριστές. Πάντοτε σπρώχνουμε τους εαυτούς μας προς το καλύτερο, πάντα θέλουμε να βγαίνουμε πρώτοι. Ανέκαθεν μας άρεσαν οι δύσκολες προκλήσεις και για μας, το ποδόσφαιρο αποτελεί μια δύσκολη πρόκληση».

Την εποχή των μεγάλων κατορθωμάτων της «σελέστε», ένα από τα χιλιάδες φτωχόπαιδα του Μοντεβιδέο έκανε ότι χαμαλοδουλειά έβρισκε στη γύρα για να επιβιώσει. Ανάμεσα στα άλλα μοίραζε κι εφημερίδες, για τις οποίες είχε πει αργότερα:

«Τα μόνα αληθή πράγματα που γράφουν είναι η τιμή και η ημερομηνία».

Ο Ομπντούλιο Βαρέλα ήταν ένα ασθματικό παιδί χωρισμένων γονιών από μια φτωχή συνοικία, που ξεκίνησε να κλοτσάει το τόπι σε διάφορες ομάδες των γειτονιών της ουρουγουάνικης πρωτεύουσας, πριν αποφασίσει να σταματήσει το σχολείο για να ενταχθεί στην Ντεπορτίβο Χουβεντούδ. Εκεί, εμφάνισε άμεσα τα μετέπειτα χαρακτηριστικά στοιχεία του παιχνιδιού του: δύναμη, ενέργεια, οργάνωση του παιχνιδιού από τον χώρο της μεσαίας γραμμής και κυρίως ηγετική παρουσία. Στην άσημη Χουβεντούδ έμεινε για δύο χρόνια όπου και χαλύβδωσε τον αγωνιστικό του χαρακτήρα στα σκληρά ματς των χαμηλών κατηγοριών, πριν ενταχθεί το 1938 στη Μοντεβιδέο Γουόντερερς και κάνει το ντεμπούτο στην πρώτη κατηγορία. Στα 22 του χρόνια φορά για πρώτη φορά τη γαλάζια φανέλα εναντίον της Χιλής (3-2 η «σελέστε») στο Κόπα Αμέρικα του 1939. Τρία χρόνια αργότερα, η Ουρουγουάη φιλοξενεί τη διοργάνωση και κατακτά τον τίτλο με πρωταγωνιστή αυτό τον σκουρόχρωμο νεαρό που είχε ύψος 1.78 και 80 κιλά βάρος. Ώμους μάλλον στενούς, φαρδύ μέτωπο και το κεφάλι πάντα ψηλά. 

Έπαιζε πάνω στον άξονα του γηπέδου, αρκετά μπροστά από τους κεντρικούς αμυντικούς και έκανε σχεδόν τα πάντα μέσα στο γήπεδο. Κατάπινε χιλιόμετρα και αντιπάλους στη μεσαία γραμμή ενώ πολλάκις δεν παρέλειπε να σκοράρει! Μάρκαρε, έκοβε, ανέβαζε την ομάδα, μοίραζε το παιχνίδι, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της. Τον φώναζαν «El Negro Jefe» που θα πει «Ο Νέγρος Αρχηγός» καθώς είχε σκουρόχρωμα, μιγαδικά, χαρακτηριστικά δείγμα κάποιας απώτερης αφρικανικής καταγωγής, όπως πολλοί Λατινοαμερικάνοι, με ρίζες από την Αφρική, την Ισπανία αλλά και την Ελλάδα! Το 1943, ο Βαρέλα εξαργυρώνει τις μεγάλες εμφανίσεις του παίρνοντας μεταγραφή για την ομάδα θρύλο της χώρας και της Λατινικής Αμερικής, την Πενιαρόλ.

Παράλληλα με την οικοδομή, ο Ομπντούλιο ηγείται των επιτυχημένων χρόνων των «αουρινέγκρος», που κατακτούν τον έναν τίτλο πίσω από τον άλλον. Ο Βαρέλα αποκτά μόνιμα το περιβραχιόνιο της Πενιαρόλ και της εθνικής Ουρουγουάης. Ωστόσο, η ανοδική ποδοσφαιρική σταδιοδρομία δεν συνεπάγεται με οικονομική αποκατάσταση καθώς βρισκόμαστε ακόμα στη δεκαετία του 1940 και οι ποδοσφαιριστές της χώρας όμως συνεχίζουν να καρπώνονται ψίχουλα. Μετά από μια νίκη σε ντέρμπι ο πρόεδρος της Πενιαρόλ αποφασίζει να δώσει πριμ 250 πέσος σε όλους και 500 στον Βαρέλα. Οι παίκτες πανηγυρίζουν αλλά ο Ομπντούλιο στέκεται βλοσυρός:

«Δεν έπαιξα περισσότερο ή λιγότερα από τον καθέναν. Αν αξίζω 500 πέσος δώσε σε όλους το ίδιο. Αν αξίζουν εκείνοι 250 τότε αξίζω και γω».

Τελικά πήραν όλοι 500. Οι επαχθείς συνθήκες διαβίωσης (και) των Ουρουγουανών ποδοσφαιριστών σε συνδυασμό με την άρνηση για αναγνώριση του συνδικάτου τους, πυροδοτεί τελικά τη μεγάλη απεργία του 1948/49.

Οι Ουρουγουανοί παίκτες, σκλάβοι των ομάδων τους, ζητούσαν απλά να αναγνωρίσουν τα αφεντικά τους την ύπαρξη του συνδικάτου τους, και το δικαίωμα να υπάρχει. Η απαίτηση ήταν απόλυτα δίκαιη, γι’ αυτό και ο κόσμος στήριζε τους απεργούς, παρόλο που ο καιρός περνούσε, και κάθε Κυριακή δίχως ποδόσφαιρο ήταν αβάσταχτη και βαρετή.  Ήταν αυτή η πρώτη απεργία ποδοσφαιριστών στον κόσμο με σαφή εργασιακά αιτήματα. Οι παίκτες ζητούσαν την δημιουργία ενός ελαχίστου πλαισίου εργατικών δικαιωμάτων για το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή. Αναγνώριση του συνδικάτου τους, κατοχυρωμένο βασικό μεροκάματο και ασφάλιση. Η ομοσπονδία και οι σύλλογοι αποφάσισαν να απαγορεύσουν το ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές, δεν έκαναν πίσω και περίμεναν να λυγίσουν οι ποδοσφαιριστές από την πείνα. Όμως οι παίκτες ήταν ανένδοτοι. Τους βοήθησε κυρίως ένας λιγομίλητος άνδρας με το παράδειγμά του: ο Ομπντούλιο Βαρέλα, ένας μαύρος παίκτης με φαρδύ μέτωπο, οικοδόμος και σχεδόν αναλφάβητος, που δεν λύγισε από την τιμωρία, και που ανασήκωνε όσους έπεφταν κι εμψύχωνε τους κουρασμένους. Η στάση του αρχηγού της Πενιαρόλ και της εθνικής Ουρουγουάης εκνεύρισε τους παράγοντες και η ομάδα του προσπαθούσε να τον πουλήσει στο εξωτερικό –ανεπιτυχώς- παίρνοντας το ρίσκο να χάσει την ηγετική παρουσία του μέσα στο γήπεδο, προκειμένου να απαλλαγεί από την ενοχλητική στάση του έξω απ‘ αυτό!

Έναν χρόνο αργότερα, η «σελέστε» συμμετέχει στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον πόλεμο, που θα γινόταν στη Βραζιλία. Ολόκληρη η χώρα του καφέ, θυμίζει «μεθυσμένη πολιτεία», με την ανέγερση του κολοσσιαίου Μαρακανά να φιλοδοξεί να στεγάσει τα όνειρα ενός λαού για τη δόξα και την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου για πρώτη φορά στην ιστορία. Για την Ουρουγουάη οι προβλέψεις δεν είναι και οι πλέον ενθαρρυντικές μετά την απραξία της απεργίας και το κάζο στο Κόπα Αμέρικα του 1949, όμως ο «Νegro Jefe», όπως αποκαλείται πια ο 32χρονος Ομπντούλιο, δηλώνει «παρών», πλαισιωμένος από μια νέα φουρνιά βιρτουόζων παικτών όπως ο Πέπε Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino), ο Όσκαρ Μίγκες (Óscar Omar Miguez Antón) και ο Αλτσίδες Γκίτζια (Alcides Ghiggia), όλοι συμπαίκτες του στην Πενιαρόλ. Είχε την τιμή να φορά το περιβραχιόνιο του αρχηγού της εθνικής στο μπράτσο του, από το 1941 ως και το 1954 και είναι ένας μύθος των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Οι ηγετικές του ικανότητες έλαμψαν στο κρισιμότερο, τελευταίο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950. Ονομάστηκε «Λέων του Μαρακανά», αφού οδήγησε αγέρωχα την Ουρουγουάη στον θρίαμβο! Ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές και αρχηγός της «σελέστε» στην κατάκτηση του τροπαίου, μέσα στη Βραζιλία, δημιουργώντας το διαβόητο «Maracanaço» (Μαρακανάσο –έχει την έννοια της εθνικής τραγωδίας)!

Το σύστημα διεξαγωγής διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τα τρία προηγούμενα Μουντιάλ και το μοντέλο των νοκ-άουτ παιχνιδιών. Οι 16 ομάδες που προβλέπονταν να συμμετάσχουν (τελικά πήγαν 13) θα χωρίζονταν σε τέσσερις ομίλους από ισάριθμες ομάδες, όπου οι πρώτες από κάθε γκρουπ θα περνούσαν στην επόμενη φάση. Εκεί θα έφτιαχναν ένα νέο όμιλο, και πρωταθλήτρια κόσμου θα ανακηρυσσόταν η ομάδα που θα τερμάτιζε στην κορυφή. Συνεπώς δεν θα υπήρχε κανένας τελικός αλλά ένα μίνι πρωτάθλημα. Η Βραζιλία πέρασε πιο δύσκολα απ’ ότι φαινόταν στον τελικό όμιλο, το ίδιο έπραξαν Ισπανία και Σουηδία ενώ η Ουρουγουάη δίνοντας μόνο ένα παιχνίδι (λόγω της απόσυρσης τριών εκ των φιναλίστ) πήρε κι αυτή με τη σειρά της το εισιτήριο για το γκρουπ που θα έβγαζε τον νέο Παγκόσμιο Πρωταθλητή.

Με τον στράικερ Αντεμίρ (Ademir Marques de Menezes) σε τρομερή φόρμα, και τους Ζιζίνιο (Thomaz Soares da Silva, ‘’Zizinho’’) και Ζαΐρ (Jair da Rosa Pinto) να «κεντάνε» στη μεσοεπιθετική γραμμή, οι Βραζιλιάνοι διέλυσαν κυριολεκτικά Σουηδία και Ισπανία με 7-1 και 6-1 αντίστοιχα. Η «σελέστε» από την πλευρά της αγκομαχούσε αλλά Βαρέλα και Γκίτζια την κρατούσαν ζωντανή. Η ισοπαλία με την Ισπανία και η νίκη μετά από αντεπίθεση στο τέλος κόντρα στη Σουηδία, την έφερναν στη 2η  θέση του ομίλου, ένα βαθμό πίσω από τους Βραζιλιάνους (η νίκη έδινε 2 βαθμούς). Τα πάντα θα κρίνονταν στο τελευταίο ματς στο νεότευκτο Μαρακανά! Στη  Βραζιλία αρκούσε μια ισοπαλία για να κατακτήσει το Κύπελλο. Η Ουρουγουάη αντίθετα, χρειαζόταν οπωσδήποτε τη νίκη. Ο αγώνας έγινε στις 16 Ιουλίου του 1950 και τον παρακολούθησε το μεγαλύτερο πλήθος που ήταν ποτέ παρόν στις κερκίδες ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου. Είχαν εκδοθεί 174 χιλιάδες εισιτήρια που φυσικά εξαντλήθηκαν όλα, αλλά ο ακριβής αριθμός των θεατών υπολογίστηκε σε κάτι παραπάνω από 203 χιλιάδες ανθρώπους. Όλοι τους σχεδόν οπαδοί της Βραζιλίας! …

Την ώρα που οι δυο ομάδες ετοιμάζονταν για το τελευταίο τους παιχνίδι, η ατμόσφαιρα στη χώρα θύμιζε καρναβάλι. Λίγες ώρες πριν την διεξαγωγή του τελικού, ο αρχηγός της Ουρουγουάης, ο Ομπντούλιο Βαρέλα βγήκε από το ξενοδοχείο και είδε τα πρωτοσέλιδα των Βραζιλιάνικων εφημερίδων που ανακοίνωναν πως η Βραζιλία ήταν ήδη παγκόσμια πρωταθλήτρια.

Η εφημερίδα «Gazeta Esportiva» έγραφε: «Αύριο νικάμε την Ουρουγουάη», και η «Mundo» δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία έχοντας λεζάντα «Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές» παρέα με φωτογραφία της «σελεσάο». Σύμφωνα με το μύθο και τις διηγήσεις των επόμενων δεκαετιών, αγόρασε όσες εφημερίδες μπορούσε, τις αράδιασε στην τουαλέτα του δωματίου του και φώναξε όλους τους συμπαίκτες του για να κατουρήσουν πάνω τους! Εξάλλου τα μόνα αληθή που γράφουν οι εφημερίδες «είναι η τιμή και η ημερομηνία».

Ο δήμαρχος του Ρίο απευθύνθηκε στο ίδιο mood προς τους παίκτες, πριν τον αγώνα: «Εσάς, τους ποδοσφαιριστές που σε λιγότερο από δύο ώρες εκατομμύρια συμπατριώτες σας θα σας επευφημούν ως παγκόσμιους πρωταθλητές. Εσάς που δεν έχετε αντίπαλο και θα υπερνικήσετε κάθε ανταγωνιστή, από τώρα σας χαιρετίζω ως νικητές», ενώ λίγο πριν την έναρξη του αγώνα, κλιμάκιο από ανώτερους αξιωματούχους της Ουρουγουάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, επισκέφθηκε τα αποδυτήρια της ομάδας και ούτε λίγο ούτε πολύ, τους είπαν ότι «… δεν πρέπει να ξεφύγει το ματς!»

 Περιμένοντας στη φυσούνα να βγουν στον αγωνιστικό χώρο και στους 200.000 λυσσασμένους οπαδούς, αρνούμενος να δεχτεί την προδιαγεγραμμένη πορεία του τελικού, ο τραχύς Βαρέλα «γάβγιζε» στους συμπαίκτες του όλη την ώρα με την επιβλητική φωνή του, ασκώντας τους τεράστια ψυχολογική επιρροή! Ο φυσικός αρχηγός φώναζε στους συμπαίκτες του να ξεχάσουν ότι άκουσαν και να επικεντρωθούν στο ματς. Τους εμψύχωνε γι’ αυτό που επρόκειτο να αντικρίσουν μόλις βγουν εκεί έξω:

«Μην κοιτάξετε στις κερκίδες! Μη σηκώσετε τα μάτια σας ψηλά! Το παιχνίδι παίζεται κάτω! Όσοι και να είναι από πάνω σας, να σκέφτεστε ότι είναι μόνο ξύλινα ομοιώματα κι όχι πραγματικό πλήθος! Μέσα στο γήπεδο θα είμαστε 11 εμείς κι 11 αυτοί! Και μην νομίζετε ότι θα μας συμβεί κάτι κακό όταν νικήσουμε! Τίποτα δεν θα συμβεί, όπως δεν συμβαίνει ποτέ! Για να κερδίσουμε όμως, πρέπει να βάλουμε τα αρχίδια μας στις άκρες των παπουτσιών μας. Ας αρχίσει η γιορτή. Πάμε να κερδίσουμε!»

 Βέβαια, το πανδαιμόνιο που δημιουργήθηκε από το μεγαλύτερο κοινό που παρακολούθησε ποτέ ποδοσφαιρικό αγώνα καθήλωσε αρχικά του Ουρουγουανούς, με τον Χούλιο Πέρες (Julio Gervasio Pérez Gutiérrez) να κατουράει μετά τα πρωτοσέλιδα… και το σορτσάκι του, από το δέος και το άγχος της αναμέτρησης! Η Βραζιλία πίεσε έντονα από την αρχή αλλά το πλάνο που είχε καταστρώσει ο κόουτς Χουάν Λόπες (Juan López) της «σελέστε» φαινόταν να λειτουργεί και ο Ρόκε Μάσπολι (Roque Maspoli) κράταγε το μηδέν. Στο 28ο λεπτό έγινε μια φάση που η μυθολογία του συγκεκριμένου αγώνα υποστηρίζει ότι άλλαξε τον ρου του αγώνα υπέρ της Ουρουγουάης. Κατά τη διάρκεια μιας αψιμαχίας, ο Βαρέλα έριξε μπουνιά στον αριστερό μπακ της «σελεσάο» Μπιγκόντε (João Ferreira, ‘’Bigode’’), κάτι που ενδεχομένως έκανε σκόπιμα ο Ομπντούλιο για να ενεργοποιήσει για τα καλά το σθένος των συμπαικτών του. Με την έναρξη του β’ ημιχρόνου, έγινε κάτι που ίσως είναι το όνειρο κάθε παιδιού στη χώρα της σάμπα, να σκοράρει σε ένα τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου μέσα σε ένα κατάμεστο «Μαρακανά».

 Ο Φριάσα (Albino Friaça Cardoso) είναι ο μόνος που το έχει πετύχει ποτέ, αφού εκμεταλλευόμενος ασίστ του Αντεμίρ κάρφωσε τη μπάλα στην εστία του Μάσπολι και ο σπίκερ Λουίζ Μέντες γκάριξε:

“ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΛ ΝΤΟ ΜΠΡΑΖΙΙΙΙΙΙΙΙΟΥ!” Όλοι περίμεναν ότι αυτό ήταν το τέλος για τη «σελέστε». Όλοι, εκτός από τον Βαρέλα φυσικά! Σε ένα Μαρακανά κατάμεστο όσο ποτέ, συνέβαινε κάτι παράλογο! Ένα αφηνιασμένο № 5, ψηλός, με στενούς ώμους, με το κεφάλι περήφανα σηκωμένο, τίναζε τη φανέλα του και έτρεχε στο γήπεδο φωνάζοντας:

«Ακολουθήστε με!»

«Όταν σκόραραν, ο Βαρέλα έτρεξε από την άλλη άκρη του γηπέδου για να πάρει την μπάλα στα χέρια του και να τσακωθεί με τον διαιτητή για ένα ανύπαρκτο οφσάιντ»,  είπε χρόνια αργότερα ο Ουρουγουανός τερματοφύλακας Ρόκε Μάσπολι. Γιατί το έκανε αυτό;

«Ήξερα ότι θα μας έκαναν σκόνη αν δεν παγώναμε τον ρυθμό! Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να καθυστερήσω την έναρξη! Πήγα τη συζήτηση μέχρι εκεί που δεν πήγαινε, στο σημείο που αναγκάστηκαν να φέρουν διερμηνέα για να μιλήσω στον διαιτητή! Στο στάδιο δεν ακουγόταν τίποτα και τότε συνειδητοποίησα ότι θα κερδίζαμε το ματς!»

Ότι ακολούθησε ήταν ακριβώς όπως το είχε οραματιστεί ο Βαρέλα! Η αυτοπεποίθηση της «σελέστε» γιγαντώθηκε και ο ενθουσιασμός των Βραζιλιάνων πήγε περίπατο! Ο Βαρέλα κυριάρχησε στον χώρο του κέντρου και από δική του πάσα ξεκίνησε η ισοφάριση. Στο 66ο  λεπτό και με πρησμένο τον αστράγαλο, ο Ομπντούλιο δίνει στον Γκίτζια που περνάει τον Μπιγκόντε και ορμώντας από τα δεξιά πασάρει στον γκολτζή Πέπε Σκιαφίνο ο οποίος νικά τον Μοασίρ Μπαρμπόσα (Moacir Barbosa Nascimento). Βουβαμάρα! … Ακόμα κι έτσι, η Βραζιλία ήταν Πρωταθλήτρια, αρκεί να κράταγε έστω την ισοπαλία. Όμως το καθαρό μυαλό δεν υπήρχε στους παίκτες του Φλάβιο Κόστα (Flávio Costa) και η Ουρουγουάη είχε πάρει τα ηνία του ματς.

«Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει με μία κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ», είχε πει μοναδικά εύστοχα ο Αλσίντες Γκίτζια. Πράγματι το έκανε, όταν στο 79′, ο πανέξυπνος έξω δεξιά της «σελέστε» πέρασε πάλι τον Μπιγκόντε και μπήκε στην περιοχή, αλλά αντί να πασάρει επιλέγει να σουτάρει στην κλειστή γωνία του Μπαρμπόζα, αιφνιδιάζοντας τον γκολκίπερ των Βραζιλιάνων.

«Γκοοολ ντο Ουρουγκουάι…! Γκολ ντο Ουρουγκουάι;» είπε σα να μην πίστευε στα μάτια του ο Λουίζ Μέντες. Το Μαρακανά σώπασε με μιας. Ποτέ άλλοτε μια τέτοια σιωπή δεν ήταν τόσο… εκκωφαντική. Σχεδόν 200.000 άτομα που κατέκλυσαν το ναό του ποδοσφαίρου πάγωσαν στις θέσεις τους, ζώντας τον απόλυτο εφιάλτη! Δεκάδες άτομα σε ολάκερη τη χώρα αυτοκτονούσαν μη μπορώντας να αντέξουν τον πόνο της ήττας. Στο γήπεδο δύο άτομα σκοτώθηκαν πηδώντας από τις κερκίδες και στο Ρίο άλλοι πηδούσαν από τα μπαλκόνια. Η Ουρουγουάη πήρε το Παγκόσμιο Κύπελλο, κόντρα σε κάθε προσδοκία και στέφθηκε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για 2η φορά στην ιστορία της! Ο ίδιος ο Ζιλ Ριμέ (Jules Rimet), εμπνευστής της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου, περιγράφει ως εντυπωσιακότερη ανάμνηση από εκείνο το Μουντιάλ, τη ζοφερή σιωπή που ακολούθησε το σφύριγμα της λήξης του αγώνα!

«Η Τρομερότερη Σιωπή στην Ιστορία του Ποδοσφαίρου», όπως την περιγράφει ο Ουρουγουανός συγγραφέας, Εντουάρντο Γκαλεάνο (Eduardo Galeano)! Το μεγαλύτερο πλήθος που έμεινε ποτέ σιωπηλό! Το ίδιο βράδυ, ο Ομπντούλιο ήπιε σ’ ένα μπαρ του Ρίο δυο ποτά, παρέα με βραζιλιάνους που, στην αρχή, δεν τον αναγνώρισαν.

Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα:

«100 φορές να παίζαμε, τις 99 θα χάναμε». Υπήρχε τόση θλίψη στους Βραζιλιάνους οπαδούς, που αποφάσισα να μπω σε ένα μπαρ και να πιω ένα ποτό μαζί τους. Όταν συνειδητοποίησαν ποιος ήμουν, νόμισα ότι θα με σκότωναν! Ευτυχώς, δεν θα μπορούσα να έκανα μεγαλύτερο λάθος. Με συγχάρηκαν και ήπιαμε μερικά ποτά μαζί!»

Κι όμως, ο Ομντούλιο λίγο έλειψε να μην αγωνιστεί σ΄ εκείνους τους αγώνες! Ένα χρόνο νωρίτερα, ήταν το «μαύρο πρόβατο» των παραγόντων και της ομοσπονδίας επειδή διεκδικούσε μαζί με τους συναδέλφους του αξιοπρέπεια. Τελικώς, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε αρκετούς μήνες μετά με την αποδοχή των κύριων αιτημάτων των παικτών. Ο Βαρέλα συνέχισε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1955 που σταμάτησε την καριέρα του, να παραμένει τόσο σπουδαίος στους αγωνιστικούς χώρους όσο αυθεντικός και πολιτικοποιημένος και βεβαίως, δεν έπαψε να είναι δύστροπος για τα γούστα του ποδοσφαίρου της αγοράς! Όταν η ομάδα του, η ιστορική Πενιαρόλ, ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιρικούς συλλόγους του πλανήτη, θέλησε πρώτη αυτή, από κάθε άλλη ομάδα στον κόσμο και σε εποχές που η διαφημιστική χορηγία ήταν άγνωστη στο ποδόσφαιρο, να προσθέσει πληρωμένη διαφήμιση στη φανέλα της, ο ίδιος αρνήθηκε.

«Κάποτε, εμάς του μαύρους, μας έδεναν με μια αλυσίδα και μας περιέφεραν από δω και από ‘κει σαν θεάματα! Οι εποχές αυτές όμως έχουν περάσει…» Έτσι, έμεινε ο μόνος από την 11άδα της Πενιαρόλ που έμπαινε στο γήπεδο χωρίς διαφήμιση στη φανέλα του!

Με τον θρίαμβο του Μαρακανά, ο Βαρέλα αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο σύμβολο αυτής της ομάδας και του ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης! Δοξάστηκε όσο λίγοι άνθρωποι στη χώρα του και σίγουρα πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε όταν σε ηλικία 8 ετών πουλούσε εφημερίδες στους δρόμους του Μοντεβιδέο για να επιβιώσει. Ο Ομπντούλιο έπαιξε ποδόσφαιρο μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 1950! Φόρεσε τη γαλάζια φανέλα της Ουρουγουάης σε περισσότερες από 50 διεθνείς συναντήσεις και σκόραρε 9 γκολ! Συμμετείχε, όντας πια 37 ετών (ο γηραιότερος παίκτης που αγωνίστηκε σε Μουντιάλ μέχρι τότε), σε ένα ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο, εκείνο της Ελβετίας το 1954, ως υπερασπιστές πια του τίτλου με την απόδοσή του να κυμαίνεται στα γνωστά υψηλά επίπεδα! Η ομάδα πήγαινε μάλιστα πολύ καλά όταν, ξαφνικά ο Βαρέλα τραυματίστηκε πριν από τον ημιτελικό με την μεγάλη Ουγγαρία. Η Ουρουγουάη έχασε τελικά με 2-4 στην παράταση. Με τον Βαρέλα ωστόσο στις τάξεις της, η «σελέστε» δεν έχασε ποτέ παιχνίδι σε Τελική Φάση Παγκοσμίου Κυπέλου. Ποτέ! Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Ουρουγουάης κατατάχθηκε στην 4η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954! Ένα χρόνο μετά «κρέμασε» τα παπούτσια του, αφοσιώθηκε στην οικογένειά του και συνέχισε να δουλεύει όπως πάντα σαν οικοδόμος!

Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, όταν πλέον είχε άσπρα μαλλιά, ρωτήθηκε για τις παλιές εποχές και το πώς βίωνε ο ίδιος το ποδόσφαιρο. Η απάντησή του αποτελεί μια πραγματική κατάθεση της garra: 

«Ήταν η εποχή του ρομαντισμού. Υπήρχαν δυσκολίες αλλά μου άρεσε. Ήμασταν ικανοποιημένοι και οι ομάδες ήταν μια οικογένεια. Τώρα είναι ανώνυμες εταιρίες… Γι’ αυτό σου λέω ότι όλα έχουν αλλάξει. Σκέψου τότε που έκανα ντεμπούτο με την Ουρουγουάη το 1939 απέναντι στη Χιλή. Ξέρεις πως είναι να φοράς τη γαλάζια φανέλα; Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Βάραιναν οι αναμνήσεις. Παλιά ήταν ο Νασάτσι και ο Λορένσο, δεν χάναμε. Ένας μαυρούλης όπως εγώ, που μόλις είχαν ξεκινήσει να παίζω, άκουγα τους μεγαλύτερους να μιλούν για την εθνική και το παρελθόν και με έπιανε ανατριχίλα».

Ο Ομπντούλιο Βαρέλα άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Αυγούστου του 1996, σχεδόν δύο μήνες πριν κλείσει τα 79 του χρόνια, λίγους μόλις μήνες μετά το θάνατο της γυναίκας του! Αν και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους της Ουρουγουάης, πέθανε πάμφτωχος έχοντας κερδίσει από το ποδόσφαιρο μόνο το πριμ για την κατάκτηση εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου (ούτε καν το χρυσό μετάλλιο δεν πήρε, καθώς η ομοσπονδία της χώρας τα κράτησε γι” αυτήν, δίνοντας στους παίκτες ασημένια αντίγραφα!), ένα ποσό που έφτανε ίσα-ίσα για να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο Ford του 1931. Κι αυτό του το έκλεψαν μέσα σε μια εβδομάδα!

Ο μόνος λόγος που στο μουσείο της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Ουρουγουάης υπάρχουν μόνο τα παπούτσια και η φανέλα που φορούσε στον ιστορικό τελικό στο Μαρακανά είναι γιατί δεν βρέθηκε τρόπος να τοποθετήσουν εκεί τα αρχίδια του …

PALMARES

Εφηβική καριέρα

  • 1932-1936: Club Deportivo Juventud

Επαγγελματική καριέρα

  • 1936–1938: Club Deportivo Juventud                     
  • 1938–1943: Montevideo Wanderers Fútbol Club                              
  • 1943–1955: Club Atlético Peñarol                             

Διεθνής

  • 1939–1954: Ουρουγουάη, 45 (9)

Προπονητική καριέρα

  • 1955: Club Atlético Peñarol

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη  Peñarol:

  • Πρωτάθλημα Ουρουγουάης: 6 (1944, 1945, 1949, 1951, 1953, 1954)
  • Torneo de Honor: 8 (1944, 1945, 1947, 1949, 1950, 1951, 1952, 1953)
  • Competencia Τourney: 6 (1943, 1946, 1947, 1949, 1951 1953)

Διεθνείς

Με την Ουρουγουάη

  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 1950, 4η θέση το 1954
  • Copa América: 1942
  • Copa Baron de Rio Branco: 3 (1940, 1946, 1948) όλους απέναντι στη Βραζιλία
  • Copa Escobar Gerona: 1943

Προσωπικές Διακρίσεις

  • 13ος Καλύτερος Νοτιοαμερικάνος Ποδοσφαιριστής για τον 20ο Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου

Πηγή: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο