Επιλογή Σελίδας

Του Ιάσονα Θεριού

Μια μόνιμη μάχη που ταράζει το μάτι, το καλεί να αποφασίσει.

Να αναδείξει τον δικό του πρωταγωνιστή, να επιλέξει, σχεδόν, τι βλέπει καλύτερα και να επικεντρωθεί σε αυτό. Δεν πρόκειται για δύο πρόσωπα μα για δύο όψεις ενός προσώπου ή μιας φιγούρας που συνεχώς παλεύουν να αναδυθούν. Παχιά στρώματα σκούρας μπογιάς, το χοντρό πινέλο “φτύνει” μαύρο ή βαθύ καφέ, προετοιμάζει το έδαφος. Και πάνω σε αυτή την σκοτεινή πλατφόρμα ξεκινά να ξεδιπλώνεται όλη η δράση.

Στην Ιταλία ονομάστηκε «κιαροσκούρο». Φωτεινό και σκούρο. Το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς πάνω στο οποίο βασίζονται ολόκληρα αριστουργήματα. Κάθε ανοιχτό χρώμα, κάθε φωτεινό σημείο τονίζεται, δείχνει ακόμα πιο φωτεινό, επειδή ακροβατεί ανάμεσα στις σκοτεινές σκιάσεις που κρύβονται πίσω του ή κοντά του.

Για πολλούς τα πινέλα του Ντα Βίντσι, του Καραβάτζο ή του Βέρμεερ δεν ακολούθησαν τυχαία τον δρόμο αυτό. Ψάχνοντας τον καλύτερο τρόπο να δώσουν ζωή στους πίνακές τους, να φτιάξουν κάτι μοναδικό και έντονο, συμφιλιώθηκαν με την ιδέα πως χωρίς το σκοτάδι είναι αδύνατο να υπάρξει φως, πως για το λαμπερότερο αποτέλεσμα τα σκοτεινά χρώματα είναι απαραίτητα. Πως η σκιά και μόνο εκείνη θα είναι αυτή που στο τέλος της ημέρας θα καταφέρει να αναδείξει τη λάμψη.

Κανείς δεν θα μάθει ποτέ αν είναι αλήθεια. Μα θαρρείς εκείνος ο Βραζιλιάνος, ο «έλα μωρέ, αυτός ο παικταράς που δεν κατάφερε ποτέ να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που άφησε», ο Ντιέγκο, ναι, ακολούθησε, σχεδόν, τα ίδια βήματα. Κινήθηκε πάνω στο χορτάρι όπως ακριβώς το έκαναν κι εκείνα τα πινέλα. Πατώντας σε ένα επιβλητικό σκούρο φόντο, σχεδίασε τις δικές του λιγοστές φωτεινές κορυφές.

Όλοι μιλούν για τη συνέπεια, ναι. Δεν την είχε σχεδόν ποτέ. Μα στα αλήθεια εκείνος, μέσα από το δικό του ποδοσφαιρικό κιαροσκούρο, κατάφερε ίσως να κάνει τις αναλαμπές της καριέρας του να φαντάζουν τόσο όμορφες, τόσο εκτυφλωτικές.

Άλλωστε, φως χωρίς το σκοτάδι δεν μπορεί να υπάρξει.

«Έχει όσα χρειάζεται…»

Με μια μπάλα κολλημένη στα πόδια. Ο Ντιέγκο γεννήθηκε όπως ακριβώς κάθε παιδί στην άλλη άκρη του κόσμου, την Βραζιλία, εκεί όπου για πολλούς χτυπά η καρδιά του ποδοσφαίρου, Εκεί όπου κάθε πατέρας περιμένει με αγωνία, με βλέμμα καρφωμένο να δει πώς ο δικός του μπόμπιρας θα την κλωτσήσει. Να δει αν το δικό του παιδί θα έχει την τύχη (ή την ατυχία) να τραβήξει την προσοχή μιας χώρας που λατρεύει να βρίσκει νέους ήρωες, να τους βαφτίζει διαδόχους όλων των σπουδαίων που κάποτε φόρεσαν τη χαρακτηριστική κίτρινη εμφάνιση με τις πράσινες λεπτομέρειες και τα μπλε σορτσάκια, να εναποθέτει το βάρος στους δικούς τους -ταλαντούχους μεν, παιδικούς δε- ώμους.

Ο Ντιέγκο λοιπόν ήταν κι εκείνος ένα από αυτά τα παιδιά.

Ανέκαθεν “μάγος”, από την πρώτη στιγμή προορισμένος για αυτό. Άλλωστε, ταχύτατα οι γονείς, οι συγγενείς και οι φίλοι έπαψαν να είναι οι μόνοι που τον απολάμβαναν να παίζει το πιο όμορφο παιχνίδι. Ήταν λίγο παραπάνω από 10 χρόνων, όταν το ταλέντο του “έσπασε” τα σύνορα του Ριμπεϊράο Πρέτο, της πόλης όπου γεννήθηκε, αναγκάζοντας τη Σάντος να τον προσέξει.

Κι άπαξ και τον πρόσεξε, σταυροδρόμι ή δίλημμα δεν υπήρχε. Ήταν σαφές πως ήταν ξεχωριστός, ήταν σαφές πως έπρεπε να κάνει τα πάντα για να τον φέρει στο Σάο Πάολο, τις ακαδημίες της. Εκεί όπου η εξέλιξή του θα δικαίωνε τους ανθρώπους των «Alvinegros», θα τους γέμιζε πίστη.

Την ίδια πίστη που έδειξαν και οι ίδιοι σε αυτόν, όταν μόλις στα 16 του χρόνια, στις αρχές του αιώνα, του χάρισαν το επαγγελματικό του ντεμπούτο. Ακόμα και τότε είχε μια ωριμότητα στο παιχνίδι του, μια ουσία “ξένη” για έναν έφηβο, έναν τύπο απαλλαγμένο από την επιθυμία του να εντυπωσιάσει με κάποια επιπλέον φαντεζί ντρίμπλα, προσκολλημένο στο να βρει το νόημα κάθε ενέργειας. Ίσως για αυτό να εντυπωσίασε, να επέπλευσε και να κολύμπησε.

Γιατί, αλήθεια, μπήκε κατευθείαν στα βαθιά. Η Σάντος κυνηγούσε το πρώτο της Πρωτάθλημα μετά το 1968 κι έφτασε σε αυτό, με τους φερέλπιδες νέους της να έχουν τη δική τους συνεισφορά. Ντιέγκο, Ρομπίνιο και Ελάνο έδωσαν στους φίλους της ομάδας λόγους να ονειρεύονται. Και την επόμενη χρονιά έφτασαν μια ανάσα από το να τους δικαιώσουν απόλυτα. Η Σάντος, με τον 17χρονο Ντιέγκο να είναι κομβικός, “σκαρφάλωσε” στον πρώτο της Τελικό Copa Libertadores μετά από 40 χρόνια. Δεν τα κατάφερε, ηττήθηκε από την Μπόκα Τζούνιορς, το όνειρο του μικρού έμεινε προς στιγμή μισό, αλλά η φήμη του γιγαντώθηκε.

«Έχει όσα χρειάζεται για να γίνει καλύτερος από τον Πελέ», είπε μετά από εκείνη την τρομερή του χρονιά ο… ίδιος ο Πελέ, στην πρώτη από τις πολλές μεγαλεπήβολες ταμπέλες που θα έμελλε να τον συνοδεύσουν, σαν κρεμασμένες στον λαιμό του.

Και ως διάδοχος όχι του «Βασιλιά» αλλά ενός δημιουργικού μέσου, του Ντέκο, θα πετούσε για πρώτη φορά προς την Ευρώπη και το ποδόσφαιρό της.

Τόσο Ντιέγκο στη Βέρντερ

Τα κατορθώματα του Ντιέγκο στην Βραζιλία, οι υποσχέσεις και οι προσδοκίες που έδειχνε να κουβαλά στην πλάτη του, “έκλεισαν” το μάτι στην Πόρτο. Η τότε κάτοχος του Champions League μανιασμένα προσπαθούσε να σχεδιάσει τη νέα της εποχή, μετά το συγκλονιστικό overachievement της «κούπας με τα μεγάλα αφτιά» αλλά και την αποχώρηση μερικών εκ των πιο νευραλγικών μονάδων αυτής της κατάκτησης. Μουρίνιο, Καρβάλιο, Φερέιρα και Ντέκο αποχαιρέτησαν και στα παπούτσια του τελευταίου οι «Δράκοι» θέλησαν να βάλουν άμεσα τον πιτσιρικά από τη Βραζιλία.

Όσο εκείνοι επιχειρούσαν να βρουν ξανά την φλόγα τους, το ίδιο έκανε και ο Ντιέγκο, μα πάσχιζε να το καταφέρει. Δύο μέτριες χρονιές στον πορτογαλικό Βορρά ήταν αρκετές να “σκοτώσουν” το hype μα και να χαρίσουν στη Βέρντερ Βρέμης μια ανεπανάληπτη ευκαιρία.

Στα χέρια των Γερμάνων έναντι 6 εκατ. προσγειώθηκε ένα διαμάντι τόσο ακατέργαστο που ούτε οι ίδιοι θα μπορούσαν να φανταστούν την αξία του. Ευτυχώς για αυτούς όμως ο Τόμας Σάαφ διέκρινε τη δυνητικότητά του, το φρόντισε και του έδωσε όσα πραγματικά χρειαζόταν για να λάμψει. Ο προπονητής του Ντιέγκο τον έκανε να αισθανθεί σημαντικός, χωρίς να του προσδίδει πίεση, και του επέτρεψε να απολαμβάνει το παιχνίδι με τον δικό του τρόπο.

Και τα πόδια του Βραζιλιάνου για τρία χρόνια δεν σταμάτησαν να ανταποδίδουν. Με το «10» στην πλάτη της πράσινης-άσπρης φανέλας έζησε μερικές από τις σπουδαιότερες στιγμές της καριέρας του. Εκείνον έψαχναν πάντα οι συμπαίκτες του, γιατί ήξεραν πως αυτός θα κάνει τα πράγματα να συμβούν.

Απέναντι στην πιο κλειστή άμυνα μια γεωμετρικά ακριβής κάθετη πάσα του, χαραγμένη στο γρασίδι, θα έδινε τη λύση ή μια φαινομενικά απλή προσποίηση του κορμού του θα ανακάτευε την τράπουλα, προκαλώντας την απαραίτητη αναστάτωση. Και τότε, μια στιγμή θα του ήταν αρκετή. Αρκετή να πάρει τη σωστή απόφαση, να δει τον σωστό διάδρομο και χώρο, να “σερβίρει” ή να εκτελέσει. 

Μα και στο ανοιχτό γήπεδο τα πράγματα φάνταζαν το ίδιο δύσκολα για τους αμυνομένους, ο Ντιέγκο ήταν το ίδιο αναπόφευκτος. Άπειρα μέτρα κουβαλήματος, με εκείνη αρρωστημένα κοντά στο κουντεπιέ ή το πλασέ του, σαν να την ελέγχει με σκοινί, σαν να μην της επιτρέπει να φύγει περισσότερο από όσο πρέπει. Μόνο τόσο ώστε να ξεγελάσει όποιον ανόητο τολμούσε να τρέξει προς τα πάνω του. Δεν είχε ελπίδα. Αλλά και τι να κάνει; Αν έκανε πίσω βήματα, ίσως να γλύτωνε τον εξευτελισμό μιας εντυπωσιακής ντρίμπλας ή του να γίνει η αφετηρία ενός ασταμάτητου σλάλομμα με κάθε σπιθαμή χορταριού που θα του άφηνε, θα χάριζε στον Ντιέγκο μια ακόμα ευκαιρία να ορίσει τα πράγματα με τον μοναδικό του τρόπο.

Ποδιές, ρουλέτες, τακουνάκια και πάσες με την πλάτη. Ένα κορμί ελεύθερο, ικανό να “ζωντανέψει” κάθε λογής περίτεχνη ενέργεια που ο ευφάνταστος νους του σκαρφιζόταν. Όχι για την πλάκα του αλλά για το γκολ, για τη νίκη.

Εβδομήντα τέρματα και ασίστ μέτρησε σε 84 εμφανίσεις στη Βρέμη. Κι αυτά, με τα μάτια όλων των αμυντικών καρφωμένα πάνω του, με όλη την αντίπαλη προσοχή στραμμένη σε εκείνον. Ήταν φοβερή αυτή η ομάδα, αλλά ίσως για αυτά τα τρία χρόνια ο ίδιος να ήταν ακόμα πιο φοβερός. Τόσο φοβερός μα και τόσο όμορφος μέσα στο γήπεδο, τόσο ανάλαφρος, σαν να μην το προσπαθεί, τόσο γεμάτος στιγμιότυπα, τόσο ελεύθερος και τόσο χαρούμενος. Ή αλλιώς “Τόσο Ντιέγκο στη Βέρντερ”.

Το τσουνάμι που τον κατάπιε

Χρόνο με τον χρόνο η δαιμονισμένη κατάστασή του στη Γερμανία ανέβαζε τις μετοχές του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο.

Μέχρι που ένας ακόμα τεράστιος ευρωπαϊκός σύλλογος μεσούσης της δικής του αναγέννησης είδε στο πρόσωπο του Ντιέγκο τον διάδοχο ενός θρύλου, τον πρωταγωνιστή της αντεπίθεσης. Το καλοκαίρι του 2009 η Γιουβέντους, η οποία ακόμη έψαχνε τα πατήματά της μετά το Calciopolis, έφερε στο Τορίνο τον παίκτη που ήλπιζε πως θα αντικαταστήσει τον Ντελ Πιέρο, πληρώνοντας 25 εκατ. ευρώ, σε μια κίνηση που δυστυχώς θα σήμανε την αρχή των περιπλανήσεων του Βραζιλιάνου. Περιπλανήσεων που θα αποκαθήλωναν για πάντα το παιδί που ξεκίνησε από τις ευλογίες του Πελέ και τα μαγικά χρόνια στη Βρέμη. «Αξίζει όσο ο Μέσι ή ο Ρονάλντο. Είναι ένας από τους τρεις καλύτερους στον κόσμο», είπε Βιάλι, όταν έφτασε εκεί ο Ντιέγκο, μα η κλεψύδρα των «Bianconeri» άδειασε μέσα σε μερικούς μήνες, η πίστη τους σε εκείνον χάθηκε.

Η Βόλφσμπουργκ έναν χρόνο αργότερα τον επανέφερε στη Γερμανία, απογοητεύτηκε.

Ο μονοετής δανεισμός του στην Ατλέτικο ήταν όσο πετυχημένος θα μπορούσε να είναι. Ο Σιμεόνε τον διαχειρίστηκε άψογα, του έδωσε ρόλο, εκείνος τον “ευχαρίστησε” με όσα έκανε στο γήπεδο, έγινε ένας φοβερός σερβιτόρος του Φαλκάο, μαζί “υπέγραψαν” την κατάκτηση του Europa League των «Rojiblancos».

Οι «Λύκοι» “ζήλεψαν”, δεν τον άφησαν να αγκυροβολήσει στη Μαδρίτη, παρότι το ήθελε.

Μια γεμάτη χρονιά στην Bundesliga και μια ακόμα μοιρασμένη μεταξύ Βόλφσμπουργκ και Ατλέτικο.

Θα βάλει το λιθαράκι του στο ιστορικό Πρωτάθλημα των Μαδριλένων, αλλά στη συνέχεια θα επιλέξει το παχουλό συμβόλαιο της Φενερμπαχτσέ και θα καταλήξει στην Τουρκία.

Προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ, μια συνεχής αναζήτηση ενός “σπιτιού”, ενός μέρους που θα μπορέσει να εδραιωθεί, να γίνει η καλύτερη έκδοση του εαυτού του. Λάθη.

Λάθη των συλλόγων του, λάθη δικά του. Όλα ανακατεμένα μέσα στο τεράστιο τσουνάμι των υποσχέσεων, των απαιτήσεων, των τίτλων και των χρισμάτων που τον βάρυναν ανεπανόρθωτα, όλων των θηριωδών κυμάτων που εν τέλει τον κατάπιαν.

Μα τουλάχιστον τον ξέβρασαν σε ένα μέρος όπου βρήκε όσα έψαχνε. Στη Φλαμένγκο.

Το φως

Ένα ανεπανάληπτο κοκκινόμαυρο χειροκρότημα σείει συθέμελα τα τσιμέντα του Maracanã. Το αγαπημένο «10» της Φλαμένγκο περνάει ως αλλαγή στον ημιτελικό του Copa Libertadores απέναντι στην Γκρέμιο. Στο 87′ το 5-0 έχει ήδη “γράψει”, μα το σκορ δεν έχει σημασία.

Η ασπρισμένη φράτζα του ανεμίζει, τα μάτια του είναι πιο υγρά, το χειροκρότημα δεν σταματά. Ο 34άρης Ντιέγκο επιστρέφει στην δράση μετά από τον χειρότερο τραυματισμό της καριέρας του.

Τα θρυμματισμένα κόκκαλα του ποδιού του μετά από καιρό έχουν βρει κάποιον τρόπο να κολλήσουν ξανά, απαλύνοντας κάπως τη συγκλονιστική εικόνα από το βράδυ που το δεύτερο σημαντικότερο εργαλείο του, το αριστερό του, διαλύθηκε μπροστά σε χιλιάδες φιλάθλους. Τώρα είναι οι ίδιοι χιλιάδες που του δίνουν τη δύναμη, οι ίδιοι που τον κάνουν να αισθάνεται την αγάπη, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλο μέρος στο οποίο βρέθηκε ποτέ. Εκείνος δεν ξεχνάει, μέσα του ορκίζεται να τους χαρίσει μια από τις τελευταίες λάμψεις του, το αξίζουν.

Την επόμενη φορά που περνάει ως αλλαγή η «Φλα» χάνει με 1-0 από τη Ρίβερ Πλέιτ στον Τελικό. Η είσοδός του στο ματς ενορχηστρώνει μια από τις σπουδαιότερες ανατροπές στην ιστορία της διοργάνωσης.

Παλεύει για κάθε μπάλα, ξεχειλίζει ουσία και σιγουριά. Οι Βραζιλιάνοι πετυχαίνουν δύο γκολ λίγο πριν τη λήξη, είναι μέσα και στα δύο. Ξέσπασμα, έκρηξη χαράς. Τα πάντα φαίνεται να μπαίνουν στη θέση τους, να γίνονται για κάποιον λόγο, να ξεκινούν και να καταλήγουν κάπου μέσα από μια μοιραία αιτιότητα.

Μια κορυφή, μια αίσθηση εκπλήρωσης, ξένη στον Ντιέγκο, τον άνθρωπο που δεν την ένιωσε ποτέ ξανά. Στον ποδοσφαιριστή που άγγιξε τις κορυφές, μα δεν τις πάτησε ποτέ με αποφασιστικότητα, στον παίκτη των αμέτρητων highlights και επιφωνημάτων θαυμασμού που δεν κατάφερε να τα ξεπεράσει σχεδόν ποτέ με μια πραγματικά συμπαγή πορεία.

Χιλιάδες αναλαμπές, χιλιάδες φωτεινά σημεία σε έναν πίνακα μιας καριέρας που ανέκαθεν έδειχνε να κινείται ανάμεσα στις σκιές των προσδοκιών των υπολοίπων.

Είναι όλα όσα έκανε στη Βρέμη, εκείνο το σουτ που κατέληξε στα δίχτυα από την άλλη άκρη του γηπέδου, ο χορός και το γκολ του στον Τελικό του Europa Leagueμε την Ατλέτικο, ο κεραυνός που χάρισε στους «Rojiblancos» την πρόκριση στα ημιτελικά του Champions League απέναντι στην Μπαρτσελόνα, η ηρωική εμφάνιση απέναντι στη Ρίβερ.

Στιγμιαίες λάμψεις που ακροβατούν πάνω στο σκοτεινό φόντο, οι οποίες για λίγο σκίζουν με το φως τους το πέπλο που τις καλύπτει. Και τελικά ισορροπούν, γιατί, όπως ορίζει το κιαροσκούρο, χάρη σε αυτό το σκοτεινό φόντο δείχνουν ακόμα πιο έντονες, πιο μοναδικές, ακόμα πιο λαμπερές.

Μετά από εκείνη την επική κατάκτηση είπε: «Χωρίς όλες τις δυσκολίες, τις δικές μου και της ομάδας, η χαρά δεν θα ήταν ίδια, δεν θα ήταν τόσο ξεχωριστή».

Ναι, Ντιέγκο, έχεις δίκιο. Κιαροσκούρο. Το φως δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το σκοτάδι. Ας αγνοήσουμε το δεύτερο λοιπόν. Ας κρατήσουμε το πρώτο. Ας κρατήσουμε το φως σου.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This