Του Νίκου Παπαδογιάννη
Η φιλολογία για την επίμαχη φάση κράτησε όχι μερικές ώρες, αλλά μέρες ολόκληρες. Ίσως και εβδομάδες. Έπρεπε να γίνει φάουλ ή όχι; Έπραξε το σωστό ο προπονητής ή όφειλε να δώσει διαφορετικές εντολές στους παίκτες του; Μήπως η τακτική του ισοδυναμούσε με αυτοχειρία;
Αυτό συνέβη, όχι χθες στο Βελιγράδι, αλλά πριν από 13 χρόνια. Το 2009 στον τελικό του Βερολίνου. Τότε που ο Παναθηναϊκός έπαιξε την τελευταία άμυνα με προβάδισμα 2 πόντων και έκανε σύσσωμος την προσευχή του, όταν η μπάλα ξεκίνησε την πτήση της από το σουτ του Σισκάουσκας. Ο Λιθουανός αστόχησε υπό την πίεση του Ντρου Νίκολας, ο οποίος δεν είχε βοήθεια από κανέναν συμπαίκτη στην άμυνα.
Μισό λεπτό, όμως: η επίθεση της ΤΣΣΚΑ ξεκίνησε 5.8 δευτερόλεπτα πριν την κόρνα. Όχι 18’’, όπως η χθεσινή της Εφές απέναντι στον Ολυμπιακό. Με άλλα λόγια, οι θιασώτες του «δόγματος φάουλ» υποστήριζαν ότι ο Παναθηναϊκός ήταν προτιμότερο να απεμπολήσει το προβάδισμα και να παίξει παράταση, παρά να ρισκάρει μία άμυνα στο τρίποντο.
Δεν το πολυκαταλάβαινα τότε, δεν το πολυκαταλαβαίνω ούτε τώρα. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς αγνόησε το διαβολάκι που τριβέλιζε το μυαλό του και δικαιώθηκε. Σύμφωνα με τον θρύλο, η κρίσιμη ψήφος δόθηκε από τον τότε βοηθό του, Δημήτρη Ιτούδη.
Η συνθήκη του χθεσινού ημιτελικού Ολυμπιακού-Εφές ήταν προφανώς διαφορετική (αφού ο αγώνας ήταν ισόπαλος), αλλά τη ρίχνω στο ίδιο τραπέζι για να καταδείξω αυτό που έπρεπε να θεωρείται προφανές: τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και τη διαφορά την κάνουν χιλιοστά του μέτρου ή δέκατα του δευτερολέπτου.
Εάν ο Ολυμπιακός είχε 0.5 στη διάθεσή του αντί για 0.2, μπορεί να προλάβαινε να ισοφαρίσει. Εάν το σουτ του Βάσα Μίτσιτς έστελνε τη μπάλα λίγο πιο πλάγια ή λίγο πιο πίσω, ο αγώνας θα κρινόταν στην παράταση. Εάν ο Γιώργος Μπαρτζώκας επέλεγε το φάουλ, ο Σέρβος θα έβαζε μία τουλάχιστον βολή (αν και είχε 1/4 στον αγώνα) και η μπάλα θα ζύγιζε εκατό οκάδες στα χέρια του Κώστα Σλούκα και των συμπαικτών του.
Το σουτ του Μίτσιτς ήταν πολύ δύσκολο, αλλά και πολύ «εύκολο»: το σκορ ήταν ισόπαλο, το χρονόμετρο μηδενιζόταν και η μπάλα έφυγε από τα χέρια του Σέρβου σαν πούπουλο. Και έξω να πήγαινε, μικρό το κακό. Η ομάδα του θα είχε δεύτερη ευκαιρία στην παράταση. Ακριβώς το ίδιο μου είπαν όλοι οι σουτέρ με τους οποίους μίλησα εδώ στο Βελιγράδι, από Σπανούλη μέχρι …Πουλιανίτη!
Ο Ολυμπιακός, αντίθετα, θα έψαχνε σκορ per mare per terram, εάν ο Μίτσιτς ευστοχούσε από τη γραμμή. Και το καλάθι ήταν στενό σαν δαχτυλήθρα, εκείνη την ώρα. Ας μη ξεχνάμε, ότι το σκορ της δ’ περιόδου ήταν μόλις 11-8 υπέρ του Ολυμπιακού. Έντεκα-οχτώ!
Ο Μπαρτζώκας αποκάλυψε ότι συσκέφθηκε για μερικά δευτερόλεπτα με τους συνεργάτες του, πριν δώσει εντολή για «καθαρή άμυνα». Συνεπώς, υπήρχε στο μυαλό του και το εναλλακτικό σενάριο. Όπως εξήγησε ο ίδιος, όμως, στη συνέντευξη που μας έδωσε σήμερα το μεσημέρι, αποφάσισε να ποντάρει στο στοιχείο που έφερε τον φετινό Ολυμπιακό μέχρι την κορυφογραμμή της Ευρώπης.
Και είχε απόλυτο δίκιο. Για τη συγκεκριμένη ομάδα, μία καλή άμυνα είναι πολύ πιο εύκολη υπόθεση από ένα καλάθι in extremis. Για την Εφές, ίσως, όχι. Ο Σλούκας την εκτέλεσε με τρίποντο σε νεκρό χρόνο στην κανονική περίοδο, αλλά στα φάιναλ-φορ φυσάει διαφορετικός άνεμος.
Δεν είναι λίγοι εδώ αυτοί που υποστηρίζουν μακριά από τα μικρόφωνα ότι το φάουλ στον Μίτσιτς ήταν η ενδεδειγμένη λύση. Ούτε ασήμαντοι. Ούτε προπονητές του πληκτρολογίου. Ο ίδιος ο δράστης ομολόγησε ότι περίμενε να του γίνει φάουλ πριν στήσει το εκτελεστικό απόσπασμα.
Υπάρχει όμως και παράρτημα, στην τελευταία πράξη του χθεσινού δράματος. Ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης λέει και ξαναλέει ότι ήταν λάθος η άμυνα με αλλαγές, αφού οι Τούρκοι σημάδευαν ανελέητα τον Σάσα Βεζένκοφ (όπως παραδέχθηκε σήμερα ο ίδιος ο Αταμάν) και δημιουργούσαν λογής λογής ρήγματα.
«Κακώς έγινε αλλαγή στην τελευταία φάση», είπε ο Σόφο στην εκπομπή που γυρίσαμε αμέσως μετά τον ημιτελικό. Η προσπάθειά μου να τον βάλω σε αντιπαράθεση με τον Γιώργο Μπαρτζώκα έπεσε στο κενό, ένεκα διπλωματίας. «Θέλω να κρατήσω καλές σχέσεις με τον κόουτς», είπε γελώντας ο Σχορτσιανίτης. «Και ας μη με πήρε στη Μπαρτσελόνα το 2016!»
Το βίντεο της καθοριστικής φάσης αποδεικνύει ότι υπήρχε όντως καλύτερος τρόπος, αφού η αλλαγή ήταν περιττή. Ο Τόμας Ουόκαπ μπορούσε να μείνει στο κατόπι του Μίτσιτς, αλλά βιάστηκε να πάει πάνω στον Μοερμάν όταν ένιωσε στο κορμί του το υποτυπώδες σκριν.
Οι πιθανότητες να σερβίρει ο Σέρβος τη μπάλα στον Γάλλο ήταν μηδαμινές, αφού ο τελευταίος είχε αστοχήσει εντελώς ανενόχλητος στην τελευταία φάση. Μπορούσε να μείνει ο Ουόκαπ μπροστά στον Μίτσιτς; Μπορούσε. Έπρεπε; Ίσως ναι.
Εξίσου βάσιμο σενάριο θα ήταν και το ντουμπλάρισμα, όπως αυτά που ο Μάικ Τζέιμς ορυόταν μέσω Twitter ότι γίνονταν συστηματικά απέναντι στον ίδιο, στους αγώνες Ολυμπιακού-Μονακό. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει η συνεννόηση με τα μάτια χωρίς τον κίνδυνο βραχυκυκλώματος, ούτε φυσικά ο αυτοσχεδιασμός, απέναντι μάλιστα σε έναν γκαρντ παγκόσμιας κλάσης, έτοιμο να αξιοποιήσει την παραμικρή αδράνεια.
Ο Μπαρτζώκας επικαλέστηκε και τη σχετική απειρία των παικτών του, που καλούνταν παράλληλα να μετρήσουν στο μυαλό τους τα δευτερόλεπτα, χωρίς να τραβήξουν το βλέμμα τους από τη μπάλα και από τον Μίτσιτς. Δεν είναι δα εύκολο πράγμα. Ούτε έχει ακόμη ο Ολυμπιακός τους αυτοματισμούς της Εφές (που δεν έχει αλλάξει καθόλου την τελευταία τετραετία) και του διδύμου Λάρκιν-Μίτσιτς.
Εάν ο Βεζένκοφ κατόρθωνε να μαρκάρει αποτελεσματικότερα την τελευταία ντρίμπλα του Μίτσιτς, θα τον ανάγκαζε σε άτσαλο σουτ, με μηδαμινές πιθανότερες επιτυχίας. Το χαμηλότερο κέντρο βάρους του Ουόκαπ μπορούσε να κάνει τη διαφορά σε αυτή την περίπτωση.
Θυμίζω ότι νωρίτερα, σε πανομοιότυπη φάση, ο Κώστας Παπανικολάου ακολούθησε βήμα βήμα τα χορευτικά τσαλίμια του Μίτσιτς και τον φιλοδώρησε με τάπα στα 7 μέτρα. Αυτό συνέβη στο 53-62 και ήταν η απαρχή της αντεπίθεσης του Ολυμπιακού, σε συνδυασμό με το (δυστυχώς μοναδικό) τρίποντο του Βεζένκοφ αμέσως μετά.
Ο προπονητής του Ολυμπιακού πιστεύει, και σωστά, ότι το τρένο σφύριξε λίγο νωρίτερα, όταν το σκορ ήταν 73-70 και οι παίκτες του σπατάλησαν έξι σερί κατοχές με λιθοβολία: Βεζένκοφ, Σλούκας, Σλούκας, Βεζένκοφ, Ντόρσεϊ, ΜακΚίσικ. Το ίδιο, αν προσέξατε, έγραψα κι εγώ στο χθεσινό μου κείμενο.
Ο Σάσα Βεζένκοφ στάθηκε με τη σειρά του στο ίδιο μοιραίο τρίλεπτο, χαρακτηρίζοντας τις επιλογές εαυτού και αλλήλων «σπασμωδικές, βεβιασμένες». Και πράγματι, ένα μεγάλο σουτ στην τελική ευθεία του αγώνα θα έδινε στον Ολυμπιακό προβάδισμα, θα γέμιζε την αρένα με κόκκινη λάβα και θα έκοβε τα πόδια των Τούρκων.
Η έλλειψη πείρας και σκληραγώγησης εμφανίστηκε -ως είθισται- στο κρισιμότερο σημείο και έγινε θηλιά. Η άμυνα κράτησε τα μπόσικα, αλλά τα χέρια έτρεμαν όταν άγγιζαν τη στρογγυλή θεά.
Γελάσαμε τουλάχιστον με το ναυάγιο του υπερωκεάνιου από τη Βαρκελώνη. Ο Σάρας κληρονόμησε παραφουσκωμένο κουμπαρά, αλλά ανακαλύπτει με τον πιο σκληρό τρόπο ότι το πόστο του προπονητή της Ζαλγκίρις είναι διαφορετικό επάγγελμα από το αντίστοιχο της Μπάρτσα.
Εάν χάσει και το πρωτάθλημα Ισπανίας από τη Ρεάλ, υποψιάζομαι ότι θα απολυθεί ως αποτυχημένος μετά βαΐων και κλάδων. Για να είμαστε τίμιοι απέναντι στο μπάσκετ, αυτό που παραδίδει η χρυσοποίκιλτη αρμάδα του Λιθουανού είναι οικτρό: ένα σαράβαλο σε κορμί λιμουζίνας.
«Δεν χρειάζεται προπονητή μία ομάδα ώστε ν’ αποφύγει να δεχθεί 52 πόντους σε ένα δεύτερο ημίχρονο ημιτελικού», είπε ο ίδιος όταν του ζητήθηκε ενδοσκόπηση. Δηλαδή ευθύνονται μόνο οι παίκτες; Φοβάμαι ότι είναι θέμα χρόνου να ρίξουν τον ίδιο κάτω από τις ρόδες οι φτασμένοι άσοι του.
Πηγή: Gazzetta