Του Στάθη Δημολά
Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του ήταν 98 χρόνων. Ο Χοσέ Λεάντρο Αντράντε έζησε μία… αλλοπρόσαλλη ζωή. Κόλλησε σύφιλη, έγινε αλκοολικός, έχασε την όραση από το ένα του μάτι, ενώ έκανε και… καριέρα ζιγκολό. Παράλληλα, κατέκτησε ένα παγκόσμιο κύπελλο, δύο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, τρία πρωταθλήματα Νοτίου Αμερικής και είχε το προσωνύμιο «το μαύρο διαμάντι», πολύ πριν από τον Πελέ. Πέθανε πάμφτωχος, από φυματίωση, μόλις στα 56 του χρόνια. Αυτές είναι μερικές από τις ιστορίες που συνοδεύουν τον σημερινό μας «ήρωα», καθιστώντας τον έναν από τα μεγαλύτερα μυστήρια του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Η πορεία του ξεκινάει στο Σάλτο της Ουρουγουάης στις 22 Νοεμβρίου 1901. Από την πρώτη στιγμή της γέννησής του το μυστήριο παίρνει σάρκα και οστά. H μητέρα του ήταν από την Αργεντινή και ως πατέρας του εμφανιζόταν ο Χοσέ Ιγνάσιο Αντράντε, ο οποίος είχε δραπετεύσει από τη Βραζιλία όπου είχε μεταφερθεί ως σκλάβος από τη Δυτική Αφρική. Θρυλείται, επίσης, ότι κατείχε τη φήμη (και τον τίτλο;) του μάγου και μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί πως όταν γεννήθηκε ο γιος του, εκείνος ήταν 98 χρόνων…
Ο Χοσέ Λεάντρο Αντράντε, σε μικρή ηλικία μετακόμισε στο Μοντεβιδέο, όπου ζούσε με μία θεία του και έκανε διάφορες δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Επαιζε μουσική και χόρευε σε καρναβάλια, ήταν λούστρος και εφημεριδοπώλης. Σε εφηβική ηλικία δοκίμασε την τύχη του στο ποδόσφαιρο στη Μισιόνες, στα 20 του μεταπήδησε στην Μπέλα Βίστα και στα 23 του ήρθε το μεγάλο άλμα, που ήταν η Νασιονάλ. Εκεί και αργότερα στην Πενιαρόλ κατέκτησε συνολικά τρία πρωταθλήματα Ουρουγουάης, αλλά η δόξα ήρθε μέσα από την εθνική ομάδα, της οποίας υπήρξε στέλεχος από το 1923 έως το 1930.
Το 1924 η εθνική Ουρουγουάης ταξίδεψε στο Παρίσι για να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πριν από την ίδρυση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν κάτι σαν ένα μικρό Μουντιάλ, αφού λάμβαναν μέρος μερικές από τις καλύτερες ομάδες του κόσμου. Ο Αντράντε μαγεύτηκε από το Παρίσι. Ξεπερνώντας τα όρια του ποδοσφαίρου, οι ιστορίες για το πέρασμα του Ουρουγουανού από τη γαλλική πρωτεύουσα αγγίζουν τα όρια της μυθοπλασίας.
Μετά τους αγώνες, οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές ήταν καλεσμένοι σε φανταχτερά πάρτι και στο πλευρό του Αντράντε εμφανίστηκαν ουκ ολίγες θηλυκές παρουσίες. Από την επιφανή λογοτέχνιδα Κολέτ μέχρι την πιο διάσημη αρτίστα της εποχής, Ζοζεφίν Μπέικερ. Οι Ουρουγουανοί παίκτες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στις Γαλλίδες, με την Κολέτ να τους χαρακτηρίζει «έναν περίεργο συνδυασμό πολιτισμού και βαρβαρότητας». Ο Αντράντε αρκετά συχνά απουσίαζε από το ξενοδοχείο της ομάδας και ένα βράδυ που τα μέλη της αποστολής τον έψαξαν, τον βρήκαν σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα, να απολαμβάνει τη συντροφιά πολλών και όμορφων γυναικών. Σε μία από αυτές τις βραδιές γνώρισε και την Μπέικερ, την οποία και ενθουσίασε χορεύοντας ένα τανγκό μαζί της.
Παρά τον μη αθλητικό τρόπο ζωής τους, ο Αντράντε και οι συμπαίκτες του έφθασαν με άνεση στην κατάκτηση του τουρνουά, εκτοξεύοντας στα ύψη τη φήμη τους. Οταν η διοργάνωση τελείωσε, η αποστολή της Ουρουγουάης, πλην του Αντράντε, πήρε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού. Ο περιζήτητος γόης, όμως, παρέμεινε για ακόμη ένα μήνα στο Παρίσι, έχοντας «απαχθεί» από μία πλούσια κυρία που ήθελε να τον κρατήσει κοντά της…
Η ζωή μετά το Παρίσι
Οταν ο Αντράντε γύρισε στο Μοντεβιδέο, ήταν φανερά αλλαγμένος. Φορούσε πανάκριβα ρούχα και είχε… άλλον αέρα, σε σημείο, μάλιστα, που πολλοί από τους φίλους του διέκριναν σημάδια έπαρσης. Η αντίστροφη μέτρηση, όμως, ξεκίνησε πολύ γρήγορα. Το 1925 κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας της Νασιονάλ στην Ευρώπη, ο Αντράντε επισκέφθηκε ένα γιατρό στις Βρυξέλλες. Τα νέα ήταν άσχημα, καθώς οι εξετάσεις έδειξαν σύφιλη. Μόλις έμαθε τα νέα, παράτησε στη μέση τους αγώνες και εξαφανίστηκε από προσώπου γης για περίπου δύο μήνες. Λέγεται ότι αυτό το διάστημα περιπλανιόταν στο Παρίσι, όπου είχε βιώσει τις μεγάλες του δόξες. Οταν επέστρεψε στην πατρίδα του ήταν αδυνατισμένος και δεν θύμιζε σε τίποτα τον, προ έτους, Αντράντε του Παρισιού. «Αισθάνομαι κάπως άρρωστος και πρέπει να κάνω μία θεραπεία», ήταν τα λιγοστά λόγια που επαναλάμβανε σε όποιον τον ρωτούσε για την κατάσταση της υγείας του. Είχε χάσει πολλή από την ταχύτητά του, αλλά καμία από τις ικανότητές του με την μπάλα στα πόδια. Συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο και μάλιστα στο υψηλότερο επίπεδο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, στο Αμστερνταμ, η Ουρουγουάη ήταν και πάλι εκεί για να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο με πρωταγωνιστή τον Αντράντε. Μάλιστα, στον ημιτελικό με την Ιταλία, προσέκρουσε στο δοκάρι με δύναμη και πιθανότατα έπειτα από αυτή τη σύγκρουση έχασε την όραση από το ένα του μάτι. Πολλοί, όμως, είπαν πως αυτό συνέβη εξαιτίας της ασθένειάς του.
Τελευταία του παράσταση ήταν στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας του ποδοσφαίρου, το 1930, στην Ουρουγουάη. Εκεί, οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση της διοργάνωσης, πραγματοποιώντας σπουδαία εμφάνιση στον τελικό κόντρα στην Αργεντινή. Ηταν, πλέον, ένας ήρωας.
Η αναπόφευκτη κατάληξη ενός ξεχασμένου ήρωα
Η φήμη των παικτών εκείνης της Εθνικής ήταν τόσο μεγάλη, που όποιος αποσυρόταν από την ενεργό δράση έβρισκε αμέσως δουλειά ως προπονητής ή σχολιαστής αγώνων. Οχι όμως και ο Αντράντε, που δεν κατάφερε ποτέ να κοντρολάρει τα πάθη του. Επινε τόσο πολύ, που ήταν αδύνατον να παραμείνει σε οποιαδήποτε δουλειά. Σιγά σιγά εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Κουβαλούσε πολλά προβλήματα υγείας, έναν αποτυχημένο γάμο και υπέφερε από κατάθλιψη. Τελευταία φορά που το όνομά του επανήλθε στην επικαιρότητα ήταν το 1950, όταν ήταν προσκεκλημένος στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, στο οποίο αγωνίστηκε και κατέκτησε ο ανιψιός του, Βίκτορ Ροντρίγκες Αντράντε.
Το 1956, ένας Γερμανός δημοσιογράφος αποφάσισε να ανακαλύψει τα ίχνη του. Επειτα από περίπου μία εβδομάδα στο Μοντεβιδέο, τον βρήκε σε τραγική κατάσταση σε ένα ερειπωμένο υπόγειο. Ο Αντράντε ήταν τόσο μεθυσμένος, που δεν μπορούσε να καταλάβει τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου. Εναν χρόνο μετά, έχοντας μεταφερθεί σε άσυλο, πέθανε στις 5 Οκτωβρίου σε ηλικία 56 ετών.
Μετά τον θάνατό του όλοι έσπευσαν να θυμηθούν τα εξωαγωνιστικά κατορθώματα του Αντράντε. Λίγοι ασχολήθηκαν με τον παίκτη που συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία εκείνης της σπουδαίας ομάδας. Αγωνιζόταν στη μεσαία γραμμή, είχε έφεση στο άμεσο παιχνίδι και φημιζόταν για τις πάσες ακριβείας. Ψηλός, δυνατός και με αρχοντικό στυλ, κυριαρχούσε παίζοντας με πάθος. Παρότι Ουρουγουανός, φημιζόταν για το καθαρό παιχνίδι του. Οσο για την ευφυΐα του; Στους Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, είχε μάθει πως στην προπόνηση της ομάδας θα υπήρχαν κατάσκοποι της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν η πρώτη αντίπαλος της Ουρουγουάης.
Πρότεινε στους συμπαίκτες του να ξεγελάσουν τους Γιουγκοσλάβους, οι οποίοι ύστερα από όσα είδαν νόμιζαν ότι θα σημειώσουν μία εύκολη νίκη. Τελικό αποτέλεσμα: 7-0.
Πηγή: Καθημερινή