Επιλογή Σελίδας

Της Νίκης Μπάκουλη

Όλοι ερχόμαστε στη ζωή με ένα ταλέντο. Λίγοι το ανακαλύπτουμε. Ακόμα λιγότεροι το αξιοποιούμε. Κάποιοι, λίγοι, γεννιούνται με ένα αστέρι. Ανεξάρτητα από το πού γεννιούνται (στη μέση του πουθενά, στο πιο ορεινό χωριό, στο μικρότερο κομμάτι γης του πλανήτη, εν μέσω πολέμου, στην ανέχεια) ‘έρχονται’ με την ευλογία να λάμψουν. Και ως δια μαγείας όλα τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους. Το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα επικό. Βλέπεις, ορισμένοι -λίγοι- αισθάνονται ενοχικά για την τύχη τους, σε έναν κόσμο γεμάτο αδικίες και παραφωνίες.

Καλωσήρθες στον κόσμο του Ζάρκο Πάσπαλι.

Το Contra πετάχτηκε μέχρι το Βελιγράδι για να τον συναντήσει. Όχι για συνέντευξη. Για μια συζήτηση, σαν και αυτές που ‘χουμε κάνει αρκετές φορές. Τον Ζάρκο τον πρωτογνώρισα αφότου είχε ολοκληρώσει την καριέρα του. Σε έναν καφέ, στη Γλυφάδα (έμενε ακόμα στην Ελλάδα), παρέα με τον κουμπάρο μου και δημοσιογράφο, Πέτζα Σάριτς. Λίγα λεπτά ήταν αρκετά για να με αιχμαλωτίσουν οι αφηγήσεις του. Δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγε, αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Θα καταλάβεις τι εννοώ. 

Σε αυτήν τη συνάντηση, που έγινε στο αγαπημένο του cafe (εκεί όπου πάει μετά την πρωινή κηπουρική, για τον καφέ του και εκεί που γυρίζει τα τραπέζια για να χαιρετήσει τους θαμώνες που έχουν γίνει φίλοι του), του ζήτησα να μου επιτρέψει να καταγράψω τη συζήτηση. Συμφώνησε. Και τον ευχαριστώ.

Μιλήσαμε στα ελληνικά. Εκείνος το επέλεξε. Το… σύστημα που παίξαμε ήταν αυτό της τράπουλας του Contra. Κάθε χαρτί έκρυβε μια λέξη, για την οποία κλήθηκε να δώσει το δικό του ορισμό και να αφηγηθεί μια -σχετική- ιστορία.

Κάπου στην τρίτη κάρτα, άρχισε να παίρνει πρωτοβουλίες. Κάπου στην τέταρτη (ξανα)ρώτησε ‘τι, κι άλλη;’. Στην πέμπτη -ας πούμε- εξανέστη, λέγοντας “έχω κάνει πολλές συνεντεύξεις. Αλλά αυτό το πράγμα δεν το ‘χω ξαναντιμετωπίσει. Είναι ιδιαίτερο”, για να το κλείσει με το κλασικό ‘μα πόσες μένουν;’. Του θύμισα ότι στο σύνολο θα ήταν 12. Θα ‘γεμίζαμε’ ρόστερ.

Η παράνοια του πράγματος ήταν πως όσο περνούσε η ώρα, μοιραζόταν επιπλέον ιστορίες, επιπλέον στιγμές μιας ξεχωριστής ζωής. Ένα δεν δέχθηκε να μοιραστεί: το λόγο που δεν φρόντισε ποτέ τον εαυτό του. Αν και προκύπτει από όσα άλλα είπε. Στο ‘κλείσιμο’ ευχήθηκε υγεία. Σε όλους μας. Σε όλους σας. Του ευχηθήκαμε να κάνει ό,τι τον βοηθά να νιώθει πλήρης.

Υγεία

Είμαι μια χαρά. Έχει περάσει ένας χρόνος από το εγκεφαλικό και δόξα τω Θεώ, νιώθω καλά”. Ας γυρίσουμε όμως, ένα χρόνο πίσω. “Είχα πάει στις ΗΠΑ να δω τους φίλους μου. Στο Sacramento έμεινα 10-12 μέρες με τον Divac και δεν είχα το παραμικρό θέμα. Δεν με πείραξε τίποτα. Πέρασα φανταστικά. Μίλησα με τον Gregg (Popovich) και με κάλεσε στο San Antonio. Δέχθηκα να πάω με μεγάλη χαρά. Δεν είχα πάει για 30 χρόνια. Ένιωθα μεγάλη χαρά. Ήταν όλα σούπερ.

Πήγα την πρώτη μέρα στο γήπεδο με κοντομάνικο, κρύωνα. Τη δεύτερη δεν άντεχα ούτε με πουκάμισο. Έβαλα ζακέτα. Έλεγα ‘γαμώτο, τι γίνεται;’. Είχε έξω 28 βαθμούς, υγρασία και μέσα σε κλειστούς χώρους είχε κρύο από τα air-condition που δούλευαν στο φουλ. Άρχισα να αισθάνομαι μια δυσφορία. Την τρίτη μέρα ξύπνησα στις 5 τα χαράματα και είπα στον εαυτό μου ‘κάτι δεν πάει καλά’. Ένιωθα, όχι ζαλισμένος, αλλά μουδιασμένος. Σαν να μην ήξερα τι μου συμβαίνει. Το μυαλό μου καταλάβαινε ότι κάτι δεν πάει καλά, ωστόσο δεν μπορούσα να το προσδιορίσω.

Εκείνη την ημέρα έπρεπε να είμαι έτοιμος στις 10.00, γιατί ο Gregg είχε κανονίσει να έλθει ένας άνθρωπος των Spurs να με πάρει από το ξενοδοχείο, για να με πάει στην προπόνηση -και μετά θα πηγαίναμε για φαγητό με τον coach. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα το ρολόι και είχε πάει 11.00. Προσπάθησα να μιλήσω και δεν μπορούσα. Ωστόσο, δεν είχα πρόβλημα με τις κινήσεις μου. Δούλευε το σώμα μου, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά με το μυαλό μου. Σιγά σιγά προσπάθησα να ντυθώ, μετά πήγα εκεί όπου έπινα καφέ κάθε μέρα, παρήγγειλα, μου τον έφεραν, πήρα το ποτήρι έξω για να καπνίσω”.

Καθ’ οδόν χτύπησε το τηλέφωνο του. Ήταν ο Popovich, ο οποίος είχε ανησυχήσει γιατί δεν είχε εμφανιστεί ο Žarko στο ραντεβού. “Μου είπε ‘πού είσαι ρε γαμώτο, σε περιμένει ο άνθρωπος” και νιώθω να πέφτουν από τα χέρια μου το τσιγάρο και το ποτήρι. Πρόλαβα να του πω ‘stroke’ και κατέρρευσα. Ευτυχώς κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί και έστειλε ασθενοφόρο. Με μάζεψαν και με πήγαν στο νοσοκομείο”.

Εκεί διαπιστώθηκε το εγκεφαλικό. “Ευτυχώς δεν ήταν κάτι καταστροφικό. Άρχισα να μιλάω από την επομένη, λίγο ακατάληπτα, αλλά μιλούσα. Η αριστερή μου πλευρά ήταν μουδιασμένη, αλλά λειτουργούσε”. Κοινοί μας γνωστοί στους οποίους είχα αποταθεί για να μάθω πώς είναι, μου  είχαν πει εκείνη την περίοδο πως ‘του λένε οι γιατροί να ξεκουραστεί και να μη μιλάει, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει. Τους λέει συνέχεια πως θέλει να γυρίσει στη Σερβία’.

Δυο μέρες ήμουν κλινήρης. Ήλθε ο Gregg και μου είπε να πάω να μείνω μαζί του στο σπίτι. Να μην είμαι στο νοσοκομείο. Του είπα ‘έχεις άρρωστη γυναίκα και 300 υποχρεώσεις. Θα φύγω’. Την τρίτη μέρα έφυγα

Με δική του ευθύνη, αφού οι γιατροί επέμεναν να μείνει στο νοσοκομείο, για παρακολούθηση. Εκείνος όμως, ήθελε να γυρίσει στο Βελιγράδι. Ο Popovich κατάλαβε ότι δεν θα βγάλει άκρη και τον ενημέρωσε ότι σε αυτό το ταξίδι θα τον συνόδευε κάποιος -άνθρωπος των “Σπιρουνιών”. Τον Απρίλιο του 2018 η επί 40 χρόνια σύζυγος του coach των Spurs πέθανε.

Αναγνωρίζει πως είναι τυχερός μέσα στην ατυχία του. Ότι θα μπορούσε να τον βρει το κακό κάπου, όπου δεν θα μπορούσε να υπάρξει άμεση ειδοποίηση και ανταπόκριση. “Δεν μπορούσα να μιλήσω, αλλά ευτυχώς μπορούσα να κουνηθώ. Μάζεψα δηλαδή, τα πράγματα μου, βγήκα έξω. Ήταν όλα κανονικά. Τελικά πήγαν όλα καλά. Δεν ήταν τίποτα. Πέρασε”.

Χρειάστηκαν και 5-6 μήνες αποκατάστασης. “Δυο ημέρες αφότου επέστρεψα πήγα σε ένα κέντρο και έκανα ό,τι χρειαζόταν. Συνέχισα τη δουλειά που είχε αρχίσει στο San Antonio. Δούλεψα για τρεις μήνες και με λογοθεραπεύτρια. Όλα πήγαν καλά”.

Ένιωθε θυμωμένος. Μετά ένιωσε και καταθλιπτικός. “Πέρασα από όλα τα στάδια -δεν ξέρω γιατί-, ώσπου άρχισα να ασχολούμαι με το σπίτι. Αυτό με έβαλε σε ένα πρόγραμμα, μου έδωσε ηρεμία -μου πέρασαν τα νεύρα-, έχασα και 15 κιλά”.

Αυτό που έκανε ήταν να ασχοληθεί με την κηπουρική. Πέραν του ότι έφτιαξε τον κήπο του δικού του σπιτιού “ανέλαβα να διαμορφώσω και έναν παρατημένο χώρο που υπάρχει μεταξύ των πολυκατοικιών, στην περιοχή που μένω και ήταν βούρκος. Τόσο χάλια που δεν άφηνα το σκύλο μου να πάει εκεί για να κάνει την ανάγκη του. Έβαλα πολλά λουλούδια, έφτιαξα μια παιδική χαρά και έβαλα μισό γήπεδο μπάσκετ -γιατί δεν χωρούσε ολόκληρο-, προς εκμετάλλευση όλων των κατοίκων.

Είχε και έχει πολλή δουλειά, αλλά όταν ασχολούμαι ηρεμώ. Υπάρχουν 120 διαμερίσματα γύρω και μπορούν, όσοι θέλουν να τα χρησιμοποιούν. Τους έχω ζητήσει βέβαια, να φροντίζουμε όλοι μαζί για τη συντήρηση του, αλλά ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε. Το σίγουρο είναι πως όλη αυτή η δουλειά με βοήθησε στην ανάρρωση. Έμαθα να κοιμάμαι νωρίς, να ξυπνώ νωρίς και να ασχολούμαι με τα φυτά. Μετά συνεχίζω με όρεξη τη μέρα μου”.

Έβαλε και ηχεία, για τη μουσική επένδυση της ιστορίας. Τον ρώτησα αν είχε ιδέα από κηπουρική, πριν ασχοληθεί. Μου απάντησε με το χαμόγελο σήμα-κατατεθέν “είμαι πανεπιστήμονας”! Με κέρδισε.  

Του είπα πως από το 1999 οι γιατροί του έλεγαν να προσέχει. Με διορθώνει. “Όχι. Δεν ήταν από το 1999, αλλά από το 2001. Από το πρώτο έμφραγμα”. Από μόνο του αυτό το γεγονός δείχνει ξεκάθαρα ότι όταν μιλούν οι γιατροί τους ακούει και θυμάται τα πάντα. Αλλά προτιμά να τους αγνοεί. Δεν αποδέχεται τον όρο ‘αυτοκαταστροφικός’.

Αν επιμείνεις στο γιατί δεν φρόντισε καλύτερα τον εαυτό του, λέει “δεν ξέρω”. Αν τον ρωτήσεις γιατί καπνίζει ακόμα εξηγεί “καπνίζω τόσα χρόνια που δεν ξέρω πια πώς να το κόψω”. Αποφεύγει λέξεις όπως ‘θάνατος’ και φράσεις όπου ‘μου συνέβη’. Η κτητική αντωνυμία ‘μου’ δεν βγήκε από το στόμα του. Για εκείνον, ό,τι πέρασε ήταν πράγματα που ‘έγιναν’. Αν με ρωτάς, θα σου πω ότι έχω την αίσθηση ότι ανέκαθεν ένιωθε ένοχος για την τύχη του (που τον εντόπισαν, που έπαιξε μπάσκετ, που έκανε καριέρα, που δεν πέρασε δύσκολα όσο τόσοι άλλοι συμπατριώτες του).

Επιτυχία

“Επιτυχία είναι να κάθομαι εδώ, με εσένα και να μιλάμε. Ξέρεις, έγιναν τόσα που μπορούσαν να κάνουν αδύνατη αυτήν την στιγμή, γιατί δεν θα ήμουν εδώ. Δεν θα ήμουν ζωντανός. Δεν είμαι άνθρωπος που πιστεύω πολύ στο Θεό. Η πρώην γυναίκα μου, εν τούτοις, μου έχει πει πολλές φορές πως ‘μάλλον ο Θεός σε αγαπάει αρκετά’. Και μάλλον είναι αλήθεια. Όταν έχεις τέσσερις-πέντε φορές πρόβλημα με την καρδιά και μετά παθαίνεις και εγκεφαλικό -κάτι νέο για εμένα-, είναι μεγάλη τύχη που είμαι εδώ. Βεβαίως, έχω δυο εξαιρετικές κόρες και καταπληκτικούς φίλους, κάτι που επίσης είναι επιτυχία. Αλλά με όλες τις μπούρδες που αφορούν την υγεία, νιώθω πως είναι πολύ μεγάλο πράγμα που καθόμαστε εδώ και μιλάμε, ένα χρόνο μετά το τελευταίο που έγινε. Πολύ μεγάλο πράγμα. Ακόμα μεγαλύτερο είναι πως μπορώ και μιλώ”.

Εκείνη την ώρα χτυπά το τηλέφωνο του. Ο ήχος είναι ο Χορός του Ζορμπά. Zητά συγγνώμη και απαντά. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο Vlade Divac -και θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι ήταν μια από τις πιο sureal στιγμές της ζωής μου. Ολοκληρώνουν τη συνομιλία τους και επιστρέφουμε στο θέμα μας.

Μάχη

Κάθε λέξη έχει μια σημασία, αλλά και μια βαρύτητα. Όταν λοιπόν, για παιχνίδι, για αγώνα του όποιου σπορ χρησιμοποιείς τη λέξη ‘μάχη’, αυτομάτως αυτή η αξία χάνεται.

“Η μάχη αφορά τους πολέμους και αν με ρωτάς, θα σου πω ότι στο μυαλό μου κανείς δεν είναι έτοιμος για έναν πόλεμο. Σε ό,τι αφορά τη μάχη για την υγεία σου, δεν μπορώ να σου πω ότι ήμουν προετοιμασμένος για να τη δώσω. Βέβαια, κάποιοι θα σκέφτονται πως ήταν λογική εξέλιξη, δεδομένων των προβλημάτων που είχα παλαιότερα και της εμπειρίας που διαθέτω σε αυτό το κομμάτι. Δεν ξέρω όμως, αν είχα άλλη επιλογή από το να παλέψω.

Η εναλλακτική θα ήταν να είμαι σε ένα κρεβάτι και να ρωτώ τον εαυτό μου ή κάποιον άλλον ‘γιατί συνέβη αυτό σε εμένα, που έπαιζα τόσα χρόνια μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο και δεν τραυματίστηκα ποτέ και συνέβησαν όλα αφότου σταμάτησα;’. Θα κατέληγα κάπου; Όχι. Ξέρεις τι πιστεύω; Shit happens. Το θέμα είναι τι κάνουμε μετά”.

Επιλογή

Άρχισα το μπάσκετ στο τσιμέντο και τελείωσα στο τσιμέντο. Η καριέρα μου τελείωσε χωρίς να το ξέρω. Δεν το αποφάσισα εγώ”. Ήταν Μάρτης του 2001, όταν έπαθε το πρώτο έμφραγμα. Συνήθιζε να παίζει μπάσκετ ή ποδόσφαιρο ή τένις με φίλους του, Μπάσκετ έπαιζε στο γηπεδάκι της Βούλας που ακόμα και σήμερα είναι γνωστό ως “αυτό που έπαιζε ο Ζάρκο”. Αυτό είχε κάνει και εκείνη την ημέρα. Πήγε στο σπίτι του και έγινε ό,τι έγινε.  “Αν με ρωτούσε κάποιος ‘μπορεί να συμβεί κάτι κακό σε εσένα;’ όσο έπαιζα, θα έλεγα ότι ‘όλα μπορούν να συμβούν’. Σε αυτά που έζησα όμως, με την υγεία πώς θα μπορούσα να πω ‘ναι’; Έπαιζα μπάσκετ για 17-18 χρόνια, υπό μεγάλη ένταση την οποίαν τότε ζούσαμε όλοι -τα σημερινά παιδιά δεν έχουν ιδέα πώς ήταν τότε τα πράγματα και δεν μιλώ για την πίεση, γιατί αυτή είναι λογική για έναν μεγάλο αθλητή- και δεν είχα πάθει τίποτα.

Ναι, ‘έβγαλα’ τα πόδια μου, αλλά σε σύγκριση με το τι παθαίνουν οι αθλητές, δεν έπαθα τίποτα. Ήταν όλα μια χαρά και έπαθα άλλα πράγματα. Είναι αυτό που σου είπα πριν: όλα είναι θέμα επιλογών. Και τελικά, όλα εξαρτώνται από το τι έχεις μέσα σου. Ή έχεις χαρακτήρα που παραιτείται ή έχεις χαρακτήρα που αγωνίζεται, ό,τι και αν συμβεί. Δεν λέω. Στις συγκεκριμένες στιγμές που πάθαινα αυτό με την καρδιά, είχα τα θέματα μου.

Με βοήθησε μάλλον, ότι είμαι σιδεροκέφαλος. Έτσι δεν με λέγατε όλοι; Και έχω την αίσθηση πως πολλά συνέβησαν γιατί όντως ήμουν σιδεροκέφαλος

Ναι, ένιωσε πως το nickname τεσταρίστηκε, με σκληρές δοκιμασίες. “Συνέβαινε λοιπόν, κάτι και όλοι σκέφτονταν ότι ‘δεν έπαθε και κάτι’ ή ‘Καρδιακή προσβολή; Μα δεν είναι τίποτα!’. Με αυτόν τον τρόπο σκεφτόμουν και εγώ. Εξ ου και έλεγα ότι μόλις βγω από το νοσοκομείο θα συνεχίζω να παίζω. Δεν είχα ιδέα ότι θα πάθω και το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο. Ε, μετά σε κάποια φάση το μυαλό κατάλαβε πως έτσι δεν γίνεται.

Η καρδιά έπαθε αρκετή ζημιά. Αυτό όμως, που έμεινε ήταν αρκετό για να ζήσει ένας κανονικός άνθρωπος. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα και αποδέχθηκα πως δεν θα επιστρέψω στα γήπεδα”.

Μπάσκετ

Δεν έπιασα την μπάλα 15 χρόνια. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά επειδή κάθε φορά που πιάνω την μπάλα τρέμω. Με πιάνει το άγχος που είχα όταν ήμουν 14 χρόνων. Επειδή αισθάνομαι έτσι και ανεβάζω παλμούς χωρίς να το καταλαβαίνω -χωρίς να κάνω κάτι, έτσι; Δεν σουτάρω, δεν ντριμπλάρω. Είπα στον εαυτό μου πως ‘αυτό δεν είναι για εμένα’, γιατί ήταν ξεκάθαρο πως με πείραζε. Ήταν και ο λόγος που δεν έβλεπα παιχνίδια. Επί 15 χρόνια, όποτε έμπαινα στο γήπεδο, με έπιανε το άγχος που είχα ως παίκτης, το άγχος με το οποίο έζησα 20 χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι βλέπω λιγότερα ματς. Απλά δεν πάω στο γήπεδο”.

Πλέον τελεί χρέη ambassador στην Αδριατική Λίγκα. Άρα πηγαίνει και στα γήπεδα. “Για εμένα είναι ό,τι πρέπει αυτή η εμπειρία. Νομίζω και για τη λίγκα. Μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα μαζί. Πηγαίνω και παρακολουθώ μπάσκετ σε αυτήν την περιοχή που πολλοί ακόμα λέμε ‘Γιουγκοσλαβία’. Γυρίζω εκεί όπου ξεκίνησα. Ξέρω πως δεν πρέπει, δεν είναι καλό για την καρδιά μου, να ασχολούμαι πολύ με το μπάσκετ. Το να ασχολούμαι με τον τρόπο που η Αδριατική λίγκα ζητά από εμένα είναι ευεργετικό”.

Πρότυπα

Δεν είχα ποτέ ινδάλματα. Είναι μια ερώτηση που μου θέτουν σχεδόν σε όλες τις συνεντεύξεις που δίνω. Επειδή όμως, βγήκε η κάρτα θα σου πω τι σκέφτομαι τους 2-3 τελευταίους μήνες. Ποτέ δεν είχα πρότυπα. Δεν μπορώ να πω ότι ‘ο τάδε παίκτης μου αρέσει’. Δεν το έβλεπα έτσι. Πρόσφατα ρώτησα τον εαυτό μου ‘ποιος μπορεί να είναι το ίνδαλμα σου;’.

Κατάλαβα ότι ήταν τα παιδιά που βρήκα, όταν πήγα στην πρώτη ομάδα της Budućnost, σε ηλικία 16 χρόνων. Με προστάτευαν. Υπήρχε ιεραρχία -που με το πέρασμα των χρόνων χάθηκε. Ως πιο μικρός, έβαζα τις μπασκέτες και έκανα ό,τι άλλη δουλειά προηγείτο των προπονήσεων. Αυτό ήταν το λογικό. Αυτά τα παιδιά ήταν μεγαλύτερα από εμένα και είχαν τόση ενέργεια και αγάπη για το μπάσκετ.

Όποτε πηγαίναμε για προετοιμασία ή για προπόνηση, δούλευαν σαν ζώα και δεν ρώτησαν ποτέ αν κάτι ήταν σωστό ή λάθος. Δεν ετίθετο καν θέμα συζήτησης αν ήταν καλός ένας προπονητής ή όχι, αν ήξερε ή όχι τη δουλειά του

Όλοι είχαν εμπειρία από τη λίγκα και έκαναν ό,τι τους έλεγε ο κόουτς. Σέβονταν. Κάτι που το μαθαίνει ο καθένας στο σπίτι του, παρ’ όλα αυτά, είχαν χαρακτήρες ‘εργατών’.

Ήταν σκυλιά στην προπόνηση. Το θαυμάσιο είναι ότι ουδείς ρώτησε ποτέ αν κάτι είναι καλό ή κακό. Στα 16 μου τι επιλογή είχα, από το να κάνω ό,τι εκείνοι; Ήμουν μικρός και με σέβονταν, με τον τρόπο που όλοι οφείλαμε να σεβόμαστε ένα νέο παιδί που είναι ταλέντο και προστέθηκε στην ομάδα. Ήθελα να κάνω ό,τι έκαναν εκείνοι και για αυτό αυτοί είναι τα πρότυπα μου”.

Έχει συνειδητοποιήσει πως υπήρξε πρότυπο; “Δεν είναι κάτι που σκέφτηκα ποτέ. Το μόνο που προσπάθησα ήταν να κάνω κάποια πράγματα καλά, να κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω την ομάδα μου. Πώς μπορούσα να το κάνω αυτό; Να κάνω ό,τι μου έλεγε ο προπονητής μου, να είμαι καλός παίκτης και καλός συμπαίκτης.

Κάθε παίκτης έχει έναν χαρακτήρα. Όταν είναι μέλος μιας ομάδας, οφείλει να βοηθά στην ηρεμία του συνόλου. Ακόμα και αν έχει νεύρα, πρώτα κοιτά την ομάδα και να είναι καλός με όλους. Να υπάρχει αλληλοσεβασμός. Φυσικά, το σεβασμό τον κερδίζεις, με το πώς είσαι στις προπονήσεις, με τη γενική συμπεριφορά -εντός και εκτός γηπέδων. Εμένα αυτό μου έβγαινε αβίαστα. Δεν προσπάθησα να κάνω κάτι με το ζόρι. Έτσι είμαι. Οι περισσότεροι φίλοι μου δεν προέρχονται από το μπάσκετ. Τους περισσότερους τους γνώρισα στην κανονική μου ζωή. Και πάω ωραία.

Δεν πάλεψα για τίποτα. Απλά δεν είχα άλλη επιλογή”.

Όλη αυτή η αγάπη που εισέπραξε, στο διάβα του, πιστεύει ότι τον βοήθησε να παλέψει με τα θέματα υγείας που είχε; “Σίγουρα με βοήθησε, όπως με βοήθησε η οικογένεια μου. Όλα βοήθησαν. Επαναλαμβάνεις τη λέξη “πάλεψες”. Μα δεν πάλεψα για τίποτα. Απλά δεν είχα άλλη επιλογή, αν ήθελα να ζήσω. Η σιδεροκεφαλία (με αυτόν τον τονισμό την είπε, με αυτόν θα τη διαβάσεις) μερικές φορές βοηθά, αλλά και πολλές φορές σου κάνει ζημιά”. Θυμάται ποιος του το κόλλησε το ‘σιδεροκέφαλος’;

Νομίζω ο Ιωαννίδης. Όχι. Λάθος. Από εκείνον έμαθα άλλα, άσχημα, πράγματα. Δεν είναι άσχημο να ‘χεις τεράστια ενέργεια για αυτό που κάνεις. Χρειάζεται. Το θέμα είναι να μπορείς να την ελέγχεις και να καταλαβαίνεις πότε να σφίγγεις, αλλά και πότε να χαλαρώνεις τα λουριά. Είναι απίστευτο φαινόμενο να μπορείς να ‘πειράξεις’ όλη την ομάδα, με ό,τι και αν κάνεις. Σημαίνει πως έχεις δύναμη. Ο Ιωαννίδης ότι το έκανε σωστά. Προσπαθούσε πολύ, έκανε προπονήσεις, αλλά υπήρχαν και μερικές στιγμές που δεν ‘ξεπέρασε’ τον εαυτό του. Δεν κατάλαβε ότι η πολλή πίεση που περνούσε στους αθλητές, δεν βοηθούσε”.

Eυκαιρία

Γεννήθηκε στην Pljevlja, που θα τη βρεις ορεινά στο βόρειο Μαυροβούνιο -σήμερα έξω από το κέντρο ζουν 11.297 άνθρωποι-, σε εποχή που δεν υπήρχαν scouts και videos. Άρα οι πιθανότητες να τον ανακαλύψει κάποιος ήταν απειροελάχιστες. “Όταν ζούσε ο αδελφός μου -πέθανε πριν πέντε χρόνια- μου έλεγε ‘σκέψου, αν ο μπαμπάς δεν είχε ευκαιρία να πάρει μια δουλειά στην Podgorica (την πρωτεύουσα), τι θα γινόμασταν;’.

Του έλεγα ‘θα τελειώναμε το σχολείο, άντε να πηγαίναμε και στο πανεπιστήμιο, αλλά ένας από εμάς, μάλλον εγώ, θα ήμουν αλκοολικός, θα έμενα στο Pljevlja και θα δούλευα όπου έβρισκα

Ο πατέρας μας είχε γεννηθεί στη Ρωσία, όπου έμαθε τα πάντα για την ξυλουργία -έκανε σχετικές σπουδές. Όταν ήλθε στη Γιουγκοσλαβία, άνοιξε ένα μεγάλο εργοστάσιο που έψαχνε κάποιον με τις γνώσεις του. Ήξερε τα ξύλα, ήξερε να οργανώνει τη δουλειά. Έτσι πήγε στην Pljevlja και γνώρισε τη μάνα μου. Μετά ‘άνοιξε’ η δουλειά στην Podgorica και έτσι σωθήκαμε. Έτυχε εγώ να παίζω μπάσκετ, ξεκίνησα στη γενέτειρα μου, αλλά δύσκολα θα έφτανα όπου έφτασα αν έμενα εκεί.

Τότε ήταν άλλες εποχές. Τα περισσότερα παιδιά εκτός του σχολείου ασχολούνταν με τα σπορ. Εκεί συναντούσαμε τις παρέες μας, εκεί περνούσαμε καλά -δεν υπήρχαν και τα computers. Ο αθλητισμός ήταν πολύ σημαντικός, για τον τρόπο ζωής μας. Παίζαμε τα πάντα. Είχα δοκιμάσει και το ποδόσφαιρο, ήμουν εξαιρετικός στο πινγκ πονγκ -στο Μαυροβούνιο το ξέρουν καλά αυτό-, αλλά όλα αυτά συνέβαιναν έως τα 14, οπότε αφοσιώθηκα στο μπάσκετ που το αγάπησα περισσότερο από όλα.

Το μπάσκετ ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρισκόταν κάπου στη χώρα ένα ταλέντο, που να μη το βρουν. Έτσι έγινε και με τον Vlade Divac: τον βρήκαν στο Prijepolje, νότια της σημερινής Σερβίας (περιοχή 13.330 κατοίκων) οι ‘ενθουσιαστές’. Έτσι λέμε τους ανθρώπους που αγαπούσαν τόσο πολύ το μπάσκετ, που έβρισκαν τρόπους να μάθουν πού βρίσκεται ένα ταλέντο. Όσο μικρό και αν ήταν το μέρος. Ήταν μέρος του συστήματος που υπήρχε στη ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Εμείς τότε δεν το γνωρίζαμε.

Το Μαυροβούνιο είχε παράδοση στο μπάσκετ, βρισκόταν 3-4 χρόνια στην πρώτη κατηγορία και ήταν λογικό αν ήσουν ταλέντο να σε βρει κάποιος και να σε παρακολουθήσει. Από εκεί και πέρα, δοκιμαζόσουν αλλού”.

Φιλία

Τραβά την επόμενη κάρτα (έχουν αρχίσει οι αντιδράσεις, του τύπου ‘κι άλλη;’), αλλά έχω μείνει στην προηγούμενη. Τον ρωτώ αν το ΝΒΑ το θεωρεί ‘ευκαιρία’, καθώς ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που πήγαν εκεί, το καλοκαίρι του ’89. Ταξίδεψε για το San Antonio, όπου τότε ο Gregg Popovich ήταν assistant coach. Τότε ήταν και που γνωρίστηκαν. Ναι, ‘κούμπωσε’ εξαιρετικά με τη ‘φιλία’.

Δεν έμεινα 17 χρόνια. Έμεινα ένα. Γιατί; Δεν είχα την ευκαιρία. Πήγα εκεί ως το καλύτερο ‘3αρι’ στην Ευρώπη και όλοι έλεγαν πως θα παίξω, θα ‘χω την ευκαιρία. Τα ίδια είπαν και στον Vlade, αλλά και στον συχωρεμένο τον Dražen (Petrović). Aλλά δεν έγινε. Δεν πέτυχα στο ΝΒΑ, κάτι που είναι ΟΚ. Η ζωή είναι γεμάτη σκατά. Στο μυαλό μου έγινε ό,τι έπρεπε να γίνει. Δεν έκανα καριέρα εκεί, αλλά δημιούργησα μια φιλία ζωής με τον Gregg”. Σταματά.

Μέχρι τα 35 μου όλα είχαν την πλάκα τους για εμένα. Διασκέδαζα με τα πάντα. Τα τελευταία χρόνια άρχισα να προσέχω πράγματα. Σε ό,τι αφορά τον Gregg άρχισα να παρατηρώ πώς διαχειρίζεται όλες τις καταστάσεις. Είναι απίστευτος. Δεν είναι τυχαίο που οι Spurs είναι επιτυχημένος οργανισμός και έχει δώσει ανθρώπους σε όλους τους άλλους”.

Για τον Popovich ξέρουμε όσα εκείνος μας επιτρέπει να γνωρίζουμε. Και δεν είναι πολλά. Πώς θα τον περιέγραφε; “Να σου πω πρώτα ότι μπορεί να μη μιλήσουμε για καιρό, αλλά κάθε φορά που τα λέμε είναι σαν να ήμασταν μαζί την προηγούμενη μέρα. Βλεπόμαστε κάθε 2-3 μήνες και είναι σαν να έχω να τον δω από χθες. Έτσι νιώθω και για αυτό λέω πως είναι φίλος ζωής”.

Παραγγέλνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. “Ο Gregg μου έμαθε να πίνω κρύα όλα τα κρασιά, ανεξάρτητα από την ποικιλία. Κάθε φορά που πάμε σε ένα εστιατόριο ζητά να βάλουν το μπουκάλι για λίγο στην κατάψυξη. Μετά, βάζει ένα παγάκι, περιστρέφει το ποτήρι να φύγουν τα αρώματα και πίνει”. Μετά μου εξηγεί πως “η Γιουγκοσλαβία είναι η ίδια γη 40 χρόνια. Είχαμε αμπελώνες που κατεστράφησαν, αλλά ακόμα ο κόσμος ασχολείται με το κρασί. Ξέρεις, ως κομμουνιστές δίναμε 200 δηνάρια και πίναμε όλοι, από το ίδιο βαρέλι. Είναι για όλους παράδοση η οινοποιεία”.

Πίσω στον Popovich “είναι ένας πραγματικά αστείος άνθρωπος. Έχει πολύ χιούμορ. Τον γνώρισα όταν ήταν assistant, έγινε ό,τι έγινε, αλλά δεν άλλαξε ποτέ. Όταν ήμασταν μαζί στο San Antonio, δημιούργησε τόση πίεση στον εαυτό του και ανέλαβε τόσες ευθύνες που μου συμπεριφέρθηκε σαν να ήμουν το τρίτο του παιδί. Δεν μπορώ να σου πω ποιο είναι το καλύτερο στοιχείο του. Έχει τόσα”.

Δεν ήξερε πως οι δημοσιογράφοι φοβούνται τον φίλο του. “Αυτό που ξέρω είναι πως νιώθει ότι όταν μιλάει πολύ, χάνει χρόνο. Χρόνο που μπορεί να αξιοποιήσει σε άλλα πράγματα -πάντα έχει να κάνει τόσα πολλά-, πιο σημαντικά για εκείνον. Βέβαια, όταν χρειάζεται να μιλήσει και να πάρει θέση επί σοβαρών ζητημάτων, το κάνει δίχως δεύτερη σκέψη. Είναι οργανωτικός. Κάθε πρωί οργανώνει τη μέρα του. Μάλλον αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι υπηρέτησε στο στρατό”.

Για πέντε χρόνια ο Popovich ήταν στην αμερικανική αεροπορία, ως απόφοιτος ρωσικών σπουδών. Στην ομάδα της αεροπορίας έπαιξε μπάσκετ (στις αρχές του ’70), με αυτή διακρίθηκε, με αυτή ταξίδεψε παντού “με αυτήν κατάλαβα πόσο πολύ παίζουν μπάσκετ σε όλον τον κόσμο και πόσοι καλοί παίκτες υπάρχουν” είχε πει το 2005 στους The New York Times. Σύντομα μετακινήθηκε στη θέση του βοηθού προπονητή και από εκεί άρχισε το ταξίδι που διαρκεί έως σήμερα.

Ο Gregg λέει πως ήταν μάγειρας. Εμείς πιστεύουμε ότι ήταν κατάσκοπος (γελάει). Δηλαδή, πόσο καλός μάγειρας μπορεί να ήταν, που έκανε θητείες στη Συρία, στη Ρωσία και την Τουρκία, περιόδους που είχαν προβλήματα;

Είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος, κάτι που μπορείς να καταλάβεις πολύ εύκολα όταν δεν έχει υποχρεώσεις. Μόλις πλησιάζει η περίοδος για το training camp, αρχίζει η οργάνωση της κάθε ημέρας. Είναι απίστευτος”.

Μίσος

“Μπορώ να την ‘κάψω’;”. Ναι, μπορείς -είπαμε, μπορείς να ‘κάψεις’ μία. “Δεν το έχω. Δεν ξέρω τι είναι μίσος. Πρόσφατα είχα μια κακή εμπειρία και κατάλαβα ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτό”. Του λέω πως στο δικό μου το μυαλό, όταν μισείς κάποιος του δίνεις δύναμη, αφού του δίνεις ένα συναίσθημα. Για αυτό προτιμώ να αγνοώ. “Από ένα σημείο κι έπειτα, όσο μεγαλώνουμε ξέρουμε ότι για όλα υπάρχει ένα διακριτό όριο, το οποίο είναι χρήσιμο να μην ξεπερνούμε.

Γιατί τότε γινόμαστε άνθρωποι που δεν θέλουμε να είμαστε και αυτό, στο τέλος της ημέρας θα μας οδηγήσει κάπου, όπου δεν θέλουμε να πάμε. Στο θυμό, στο ξέσπασμα. Σε αλλάζει το μίσος. Άρα δεν το χρειάζεσαι. Μόλις λοιπόν, αντιληφθώ πως έρχεται προς το μέρος μου κάτι τέτοιο, αλλάζω κατεύθυνση. Ή λέω ‘fuck it’. Όλοι έχουμε κακές εμπειρίες. Shit happens. Αλλά για όλα υπάρχει ένα όριο, το οποίο οφείλουμε να βάζουμε. Και τότε η ζωή γίνεται πιο απλή”.

Ρίζες

Οι μύες μας έχουν μνήμη ελέφαντα. Ομοίως και το μυαλό μας και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που επιστρέφουμε στη βάση μας, όταν μας συμβαίνει κάτι δύσκολο/σκληρό. Τουλάχιστον αυτό λένε οι έρευνες. “Ο τρόπος ζωής που είχα όλα αυτά τα χρόνια -δέκα χρόνια στο Μαυροβούνιο, 15 στην Ελλάδα, μετά στο Βελιγράδι-, δεν μου άφηναν το χρόνο να ασχοληθώ με τις ρίζες μου. Για κάποιο λόγο ωστόσο, κάθε φορά που πήγαινα στην Banja Luka, μέρος που είναι πολύ κοντά στο σημείο από όπου είναι ο μπαμπάς μου, αισθανόμουν γαλήνη. Δεν έχω ζήσει στο συγκεκριμένο μέρος. Έχω πάει πέντε φορές στη ζωή μου -και σε άσχημες στιγμές. Είχα πει ωστόσο, στους φίλους μου πως ‘εδώ αισθάνομαι ηρεμία’. Το μέρος που έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μου είναι στο Μαυροβούνιο. Εκεί όπου συνέβησαν πάρα πολλά πράγματα, που είχαν το πιο σημαντικό ρόλο”.

Δεν ξέρει το γιατί. Δεν έχει καταλήξει ακόμα στο γιατί. “Δεν μπορώ να σου πω τι με έμαθε το σπίτι μου.

Πάντα λέω πως οι προπονητές που δούλεψαν μαζί μας, είναι ευτυχισμένοι. Το ρόλο που έπαιξε ο μπαμπάς στο σπίτι, τον ξεπέρασαν οι προπονητές μας. Στο πρόσωπο του ‘Ντούντα’ έβλεπα τον πατέρα μου. Και δεν έκανα μπροστά του πράγματα που δεν θα έκανα μπροστά στον πατέρα μου

Δεν είχες αμφιβολία αν έκαναν κάτι σωστά ή λάθος. Έκανες ό,τι σου έλεγαν, γιατί είχες μάθει να πιστεύεις σε εκείνους. Να είσαι πιστός, να σέβεσαι”.

Στην Ελλάδα ‘έβαλες’ ρίζες; “Με τον τρόπο που με ρωτάς, γυρνάς στον τρόπο που μεγάλωσες και στον χαρακτήρα που απέκτησες, από όταν ήσουν παιδί. Αυτά που πέρασα στην Ελλάδα ανήκουν στην κατηγορία όσων μπορούν να συμβούν μια φορά στη ζωή. Δεν γνωρίζω πολύ κόσμο που να έχει αγαπηθεί τόσο ως μπασκετμπολίστας, αλλά περισσότερο -και πιο σημαντικό- ως άνθρωπος, όσο αγαπήθηκα εγώ στην Ελλάδα. Τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία.

Έμαθα τη γλώσσα, μέσω της παρέας που έκανα με Έλληνες. Ξέρω πως κάνω χίλια λάθη -δεν πήγα στο σχολείο. Αλλά ασχολήθηκα, γιατί ήθελα να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα για τη χώρα, για το πώς είναι οι άνθρωποι. Και έμαθα! Δεκαεπτά χρόνια έζησα στην Ελλάδα. Επτά έπαιξα σε ελληνικές ομάδες.

Έπειτα από τόσα χρόνια μπορώ να σου πω τι είναι καλό και τι κακό. Αυτό όμως, που θα μείνει μια ζωή, εκτός του μπασκετμπολίστα -θυμίζω ότι ήταν πολλοί καλοί οι παίκτες που έπαιξαν στην Ελλάδα, στην εποχή μου-, είναι η σχέση μου με τους Έλληνες. Δεν πιστεύω ότι υπήρξε άλλος που να ανέπτυξε τέτοια βαθιά σχέση”.

Του λέω ότι σε επίσκεψη στα Καλύβια, ο ιδιοκτήτης είχε έτοιμες -περιποιημένες και έτοιμες για ταξίδι- συσκευασίες δέκα κιλών με γιαούρτι και σπιτικό γλυκό κουταλιού που είναι το αγαπημένο του. Είχε πάει άνθρωπος του, για την παραλαβή. Σημείωση: ο Ζάρκο δεν ζούσε πια στην Ελλάδα πάνω από 7 χρόνια. “Μα ειλικρινά θα σου πω ότι πιστεύω πως ο Γιώργος -ο οποίος αν μη τι άλλο ξέρει από κρέατα, ενώ πήγαινε και για κυνήγι στη Γιουγκοσλαβία- είναι καλός μου φίλος. Γιατί είναι καλός άνθρωπος. Όπως σου είπα και με τον Gregg, δεν χρειάζεται να είσαι με κάποιον κάθε μέρα για να είστε φίλοι.

Το μαγαζί του δεν ήταν ένα μαγαζί που απλά πήγαινα και έτρωγα. Υπήρχε επικοινωνία. Συζητούσαμε, δημιουργήσαμε μια φιλική σχέση. Έτσι έκανα γενικά. Έτσι κάνω γενικά. Μιλάω με όλους. Με ενδιαφέρει να το κάνω. Δεν το κάνω για τους τύπους”.

Σεβασμός

Σε πρόσφατη συνέντευξη του σε σερβικό μέσο, είχε εξηγήσει ότι “ο Ολυμπιακός δεν με ήθελε. Ο τότε ατζέντης μου με κάλεσε μια μέρα και μου είπε ότι ο Ολυμπιακός δεν με θέλει. Τον ρώτησα ‘πώς γίνεται αυτό’. Τηλεφώνησα τον πρόεδρο Σωκράτη Κόκκαλη και με μάλωνε, για το ένα και για το άλλο. Τότε κατάλαβα πως η θητεία μου είχε τελειώσει”. Μετά πήγε στον Παναθηναϊκό. Στα ματς που ακολούθησαν “έβαλαν κάποιους να με βρίζουν στα παιχνίδια. Ήταν περίπου 100 άτομα και έλεγαν ότι τους πούλησα. Πίστευαν πως πήγα στον Παναθηναϊκό για τα λεφτά, αλλά αυτό απέχει πάρα πολύ από την αλήθεια”.

Τι έγινε; “Στο τέλος όλοι ξέρουν πως δεν έφταιγα εγώ. Ό,τι και αν διάβαζαν στις εφημερίδες, ήξεραν. Δεν ήθελα ποτέ να φύγω. Έτυχε. Γιατί; Δεν ξέρω. Με τον Κόκκαλη φιληθήκαμε στο τελευταίο ραντεβού, μου έλεγε ‘είσαι παιδί μου, είσαι αγόρι μου’. Μετά έμαθα πως αυτό ήταν κάτι που έκανε γενικότερα.

Εν πάση περιπτώσει, όσοι λένε ότι όλα έγιναν για τα λεφτά, θα πρέπει να καταλάβουν πως δεν γίνονται ΟΛΑ για τα λεφτά. Όταν γύρισε και ο ‘Ντούντα’ δεν ήταν για τα λεφτά. Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν πως ήταν θέμα σεβασμού. Αν μου έλεγαν ‘έλα, αλλά δεν έχουμε λεφτά’ θα έμενα.

Αυτό δεν έγινε και ο Παναθηναϊκός προχώρησε στην κατάθεση της προκαταβολής, την επομένη, για να ‘σβήσει’ το όποιο ενδεχόμενο να αλλάξει κάτι. Κάποιοι βέβαια, επιμένουν μέχρι σήμερα πως έφυγε. Δεν τον ‘έφυγαν’.

Αν είναι σωστοί οι φίλαθλοι, ξέρουν πως δεν έφυγα για τα χρήματα. Έφυγα γιατί από ό,τι καταλαβαίνω δεν με ήθελαν. Οι οπαδοί μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Οι φίλαθλοι είναι άλλο. ΟΚ, έγινε το Τελ Αβίβ, αλλά έγιναν και άλλα πολλά. Πολλά άλλα θετικά πράγματα, επιτυχίες. Εκείνη τη χρονιά ήμασταν σούπερ. Δεν έγινε το Τελ Αβίβ. Έπρεπε να γίνει. Δεν έγινε. Shit happens. Για εμάς ήταν μεγάλη τραγωδία. Παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικά και όσα ακολούθησαν. Με άσχημη ψυχολογία, πήραμε το πρωτάθλημα και το Κύπελλο. Αυτό σήμαινε πως η ομάδα είχε την ποιότητα και τον χαρακτήρα να ξεπερνά τα προβλήματα. Το βέβαιο ήταν πως αν συνεχίζαμε με το ίδιο ρόστερ, θα παίρναμε την ερχόμενη χρονιά το ευρωπαϊκό”. Αλλά το ρόστερ διαλύθηκε.

Και μεταξύ όσων ακολούθησαν ήταν και μια χειρονομία, στο σύνθημα που αφορούσε το γεγονός ότι χάνει βολές, από τον κόσμο που έως τότε τον αποθέωνε. “Να σε ρωτήσω κάτι; Δεν είχα το δικαίωμα να είμαι θυμωμένος; Όταν ήλθε ο Καπικιόνι (Λουτσιάνο, εκπρόσωπος του) και μου είπε πως ‘αυτοί δεν σε θέλουν’ δεν τον πίστευα. Ρωτούσα ‘πώς δεν με θέλουν;”. Και σου λέω με τον Σωκράτη Κόκκαλη είχαμε φιληθεί, στο τελευταίο ραντεβού και μου έλεγε ‘είσαι παιδί μου‘.

Αποτυχία

Δεν τέθηκε ποτέ θέμα αποτυχίας, γιατί όπως σου ξαναείπα, δεν είχα άλλη επιλογή από το να παίξω μπάσκετ και να τα καταφέρω”. Τι θα έλεγα σε ένα νέο παιδί που ξεκινά τώρα, για τους τρόπους που ‘χει να επιτύχει; “Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Η νοοτροπία αλλάζει, όλα μπορούν να αλλάξουν, εκτός της θέλησης που έχεις να τα καταφέρεις”.

Εκείνος είχε τα -πολύ- πάνω του, τα -πολύ- κάτω του, να διεκδικήσει την καριέρα του σε διάφορες χώρες. Και έκανε δουλειά. “Δεν το σκέφτηκα ποτέ -εννοώ δεν σκέφτηκα αυτά που περνούσα, όταν τα περνούσα. Όταν δεν έχω τη σωστή απάντηση για κάτι λέω “shit happens”. Στο τέλος της ημέρας, ρωτάς τον εαυτό σου ‘τι επιλογές έχω;’. Κάποιες φορές είμαστε πεισματάρηδες -άλλοι θα πουν εγωιστές. Τελικά, σου συμβαίνουν καλά πράγματα όχι γιατί τα κάνεις όλα σωστά, αλλά επειδή έχεις μάθει να μην παραιτείσαι”.

Ισχύει ότι τη διαφορά μεταξύ ενός παίκτη και ενός superstar είναι πως οι δεύτεροι δεν κάθονται να πεθάνουν πάνω από το κάθε λάθος; Ότι συνεχίζουν, προσπαθώντας να καλύψουν την γκάφα, να φανούν χρήσιμοι στην ομάδα τους; Ποια υπήρξε η νοοτροπία του απέναντι στα λάθη;

Κανείς δεν έχει έλθει σε εμένα, για να με πιέσει τόσο που να νιώσω ότι έκανα λάθος. Ο Vlade ήταν 17 1/2, όταν έπαιξε στο Παγκόσμιο στην Ισπανία. Δεν θα έπρεπε να είναι στο παρκέ, αλλά ήταν και έχασε την μπάλα, σε κρίσιμο σημείο. Μετά από τόσα (32) χρόνια, υπάρχει κόσμος που θυμάται αυτό το ματς -τον ημιτελικό με τη Σοβιετική Ένωση- και λέει “ο Divac το έχασε”. Σημείωση: εκείνο το βράδυ ο Divac σκέφτηκε να παρατήσει το μπάσκετ. Την επομένη, στο μικρό τελικό με τη Βραζιλία, ο προπονητής του (Cosic) τον έβαλε στην starting five. Η Γιουγκοσλαβία φόρεσε το χάλκινο και τη συνέχεια τη ξέρεις.

Ποτέ δεν ένιωσα τέτοια πίεση. Και είμαι ο παίκτης που έχω χάσει βολές, οι οποίες έκριναν τελικό σε Final Four. Κάτι που το λες και big shit. Αλλά αυτή είναι η ζωή. Η μόνη πίεση που έχω νιώσει είναι αυτή που έβαζα εγώ στον εαυτό μου, να γίνω καλύτερος”.

Πηγή: Contra