Του Αντώνη Οικονομίδη
Ένα απλό διαδικτυακό ψάξιμο φανερώνει δεκάδες μελέτες. Επιστημονικές, ακαδημαϊκές, διατριβές, οτιδήποτε σχετικό.
Δεν αποτελεί, λοιπόν, απλώς ένα δημοσιογραφικό κλισέ, αλλά μια απτή πραγματικότητα, η οποία χρίζει πολυεπίπεδου ενδιαφέροντος. Η ψυχολογία του τερματοφύλακα. Όχι μόνο πριν το πέναλτι, αλλά σε κάθε στιγμή. Από την πρώτη πρώτη κιόλας που κάποιος αποφασίζει να κάτσει κάτω από μια εστία.
Κάθε τι που αφορά σε αυτόν, στο άθλημα που παίζει, στο επάγγελμα που κάνει, τον ξεχωρίζει, τον διακρίνει. Από το ουσιώδες, το δομικό, πώς, δηλαδή, ξεχωρίζει σ’ ένα παιχνίδι, όπου η χρήση των χεριών τιμωρείται και αυτός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να τα χρησιμοποιεί, αλλά και η κρίση του, βάσει του πόσο καλός είναι με δαύτα, μέχρι και τα επουσιώδη, πώς τα προστατεύει (τα χέρια) και τα αναδεικνύει φορώντας γάντια, αλλά ακόμα-ακόμα και γιατί η φανέλα του είναι διαφορετική από των συμπαικτών του.
Στους επαγγελματίες, στους κατασταλαγμένους ενήλικες, αυτή η επιλογή είναι πλέον πεποίθηση, στάση ζωής. Τόσο ψυχολογικά, όσο και οικονομικά. Με δαύτην ζουν, πληρώνονται αδρά, σταδιοδρομούν. Συμβιβάζονται, λοιπόν, με το μοναχικό της θέσης, το απολύτως διακριτό και αυτό που έχει προκαλέσει, σε αυτές ακριβώς τις μελέτες, την περισσότερη συζήτηση και φέρει μεγαλύτερη θεματολογία.
Τι, όμως, μπορεί να σκέφτεται ένα παιδί που ξεκινάει να παίζει ποδόσφαιρο και κάθεται στο τέρμα, τι υπάρχει και τι αναπτύσσεται μέσα του, όταν, μεγαλώνοντας, λειτουργεί -σ’ ένα παιχνίδι, όπου σκοπός και ζητούμενο είναι το γκολ- ως ο αναγκαίος “κακός” που υπάρχει, μόνο και μόνο για να το στερήσει, να το αποτρέψει;
Δεν είναι μεγάλος σε ηλικία ο Έντερσον Μοράες. Δεν γίνεται, λοιπόν, να μην θυμάται τα δικά του πρώτα βήματα. Ο χρόνος, όμως, ωραιοποιεί. Η μνήμη γίνεται επιλεκτική, διαμορφώνει συνείδηση από μόνη της και τα βιώματα (ή και τα συμπλέγματα) τα φιλτράρει και τα αναδεικνύει σε μορφή, ώστε γίνονται νέα πραγματικότητα.
Ο ίδιος, λοιπόν, γυρίζοντας πίσω στην απόφαση που τον έφερε στην εστία, λέει πως ήταν αυτός που το ζήτησε, αφού δεν είχε την απαιτούμενη «ginga», όπως λένε οι συμπατριώτες του, τον απαραίτητο ρυθμό που επέβαλλε η θέση, στην οποία αγωνιζόταν (αριστερός μπακ), και για να προωθηθεί, αλλά, κυρίως, και για να κόψει τους αντίπαλους, οι οποίοι τον περνούσαν σαν σταματημένο.
Ο πρώτος προπονητής του, όμως, ξεκάθαρα θυμάται πως ήταν αυτός που τον απάλλαξε από το μαρτύριο του, δίνοντάς του ένα καινούργιο. Ανάμεσα και κάτω από τα δοκάρια, κάνοντάς τον τερματοφύλακα. Ξεκάθαρα, μάλιστα, επισημαίνει πως ο εννιάχρονος τότε μπόμπιρας, παρότι και αυτός αναγνώριζε τα δεινά του στο γήπεδο, δεν ήθελε με τίποτα τη δυσμενή μετάθεση στην εστία. Όλα, όμως, άλλαξαν μετά την πρώτη επέμβαση, μετά το πρώτο stop.
Ήταν έρωτας με την πρώτη… χεριά. Τόσο, ώστε, κοντά δύο δεκαετίες αργότερα, έχει προκύψει -δημοσίως- αυτή η διχογνωμία. Σε καμία περίπτωση δεν είναι το κυρίαρχο στα της καριέρας του Βραζιλιάνου πορτιέρε, μπορεί, όμως, κάλλιστα -για όποιον ενδιαφέρεται- να αποτελέσει ακόμα μια αφορμή, χειροπιαστή, για να εμπλουτιστεί το ακαδημαϊκό περιεχόμενο γι’ αυτήν την περίφημη ψυχολογία του τερματοφύλακα. Για τον καημό, το ντέρτι του, το μαράζι, τον νταλκά μα και την καψούρα του…
Το όραμα του Πεπ
Οκτώβριος 2016. Champions League. Ο Πεπ Γκουαρντιόλα διανύει τους πρώτους του μήνες στον πάγκο της Μάντσεστερ Σίτι και, στο πλαίσιο των ομίλων, επιστρέφει εκ νέου, ως αντίπαλος, στο Camp Nou. Στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, οι «Πολίτες» είναι αξιοπρεπείς, όντας πίσω στο σκορ μόνο με 1-0.
Τότε, όμως, ελευθερώνεται το χειρόφρενο και αρχίζει η κατηφόρα. Ο τερματοφύλακας της Σίτι, ο Κλαούντιο Μπράβο, συμμετέχοντας στο build up, κάνει λάθος πάσα, βρίσκοντας απλώς τον Λουίς Σουάρες, ο οποίος και βγαίνει μόνος απέναντί του. Προσπαθώντας να σώσει το αναπόφευκτο, ο Χιλιάνος πιάνει εκτός περιοχής την μπάλα με τα χέρια του και αποβάλλεται. Το αριθμητικό μειονέκτημα της Σίτι καταδικαστικό όχι μόνο για την έκβαση του παιχνιδιού, αλλά και για την αξιοπρέπειά της στη Βαρκελώνη, αφού επιστρέφει από εκεί με μια τεσσάρα στις αποσκευές.
Δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε και το τελευταίο λάθος του Μπράβο, μεταγραφή (από τις πρώτες-πρώτες, μάλιστα) του Γκουαρντιόλα, με την άφιξή του στο «Etihad». Ήταν σαφές πως αυτό που οραματιζόταν (γιατί, τότε, ακριβώς αυτό ήταν, όραμα) ο Καταλανός, δεν μπορούσε να του το προσφέρει ο Λατίνος. Αγύριστο, όμως, κεφάλι ο πρώτος.
«Συγγνώμη, αλλά ως την τελευταία μέρα της καριέρας μου, οι ομάδες μου θα ξεκινούν την επίθεσή τους από τον τερματοφύλακα», είπε, αμέσως μετά από εκείνη την τεσσάρα στο παλιό του σπίτι.
Είναι απόλυτα ενδεικτικό πως εκείνη την εισόδιο σεζόν του στο Μάντσεστερ και την Premier League τη μοίρασε μεταξύ του Μπράβο και του Ουίλι Καμπαγέρο. Μάλλον δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο. Είτε για την… απόγνωσή του, είτε για την αδυναμία του να φέρει με το καλημέρα στο Νησί ό,τι χρειαζόταν. Το προνόμιο, όμως, του Γκουαρντιόλα, η δική του ευλογία είναι πως ό,τι δεν έχει, μπορεί να το αγοράσει.
Και, έτσι, το επόμενο καλοκαίρι (2017), έβγαλε από το αραβικό -ατελείωτο- πουγκί 40 εκατ. ευρώ, αποκτώντας αυτόν, για τον οποίον ήξερε πως θα προσωποποιούσε το «Νο1», την απαρχή, δηλαδή, της φιλοσοφίας του στο χορτάρι.
Τον μετέτρεψε στον –τότε- δεύτερο ακριβότερα αγορασμένο τερματοφύλακα όλων των εποχών, παρότι δεν ήταν -κακά τα ψέματα- κάποιος γνωστός στο ευρύ κοινό.
Δεν ήταν κάποιος περπατημένος. Ουσιαστικά, ήταν ένας άσημος Βραζιλιάνος, μόλις στα 23 του, ο οποίος, όλα κι όλα, δύο χρόνια μετρούσε σε κορυφαίο επίπεδο. Αν μπορεί να θεωρηθεί κορυφαίο για το επίπεδο, όπου βρίσκεται η Premier League και, κυρίως, η Σίτι, η διετία πρωταθλητισμού του Έντερσον με τη φανέλα της Μπενφίκα.
Τα πρώτα βήματα και ο Σένι
Μικρότερος κατά δύο χρόνια από τον αδερφό του, δεν γινόταν να μην προσκολληθεί. Ειδικά, εφόσον αφορούσε στο ποδόσφαιρο, το οποίο, παρεμπιπτόντως, έχει αποκαλύψει πως δεν το γούσταρε καν στα μικρατά του. Λαβή, μια ακόμα, για όποιον επιστήμονα θελήσει να σκιαγραφήσει την περίπτωσή του. Κυρίως, λοιπόν, γιατί έτσι, συνήθως, κάνουν τα μικρότερα αδέρφια, ακολούθησε τον μεγαλύτερο στην πρώτη του ομάδα, μια ποδοσφαιρική ακαδημία της κακόφημης και σκληροτράχηλης γειτονιάς του, του Οσάσκο των προαστίων του Σάο Πάουλο. Το πώς ξεκίνησε (αριστερός μπακ), το πώς κατέληξε (τερματοφύλακας), το τι θυμάται αυτός, το τι ο πρώτος του προπονητής και το τι -τελικά- ισχύει, ξεφεύγει πλέον από το γνωστικό εύρος τούτων των γραμμών.
Σημασία έχει πως, εκεί, όπου κατέληξε, στο τέρμα, γρήγορα έγινε αντιληπτό πως δεν γινόταν να μακροημερεύσει στους Πρωταθλητές Εμπενέζερ, όπως ονομαζόταν αυτή η πρώτη του ομάδα. Ξεχώριζε. Κατά πολύ. Και, έτσι, στα 11 του, κατόπιν συστάσεως, μετακόμισε στα φυτώρια της Σάο Πάουλο.
Δύσκολο. Απαιτητικό. Κυρίως, λόγω απόστασης. Δύο ώρες χρειαζόταν από το σπίτι του ως το προπονητικό κέντρο, παίρνοντας δύο ή και τρία (ανάλογα) λεωφορεία.
Συνήθως, ξεκινούσε, πριν καν ξημερώσει, 4 και 5 το χάραμα. Πρώτα, για να βοηθήσει τον πατέρα του να στήσει τον πάγκο με την πραμάτεια του (πότε διανομέας φρούτων, πότε πλανόδιος πωλητής, πότε σε σταθερό πόστο, πότε -στην καλύτερη- στην σχετική αγορά της περιοχής) και, μετά, για το ταξίδι του.
Μπορεί, πλέον, να φαντάζει καθημερινότητα, μα, για ένα παιδί στο αχανές και επικίνδυνο Σάο Πάουλο, ήταν μια συνεχής, επαναλαμβανόμενη δοκιμασία που τέσταρε αντοχές. Σωματικές, ψυχικές, πνευματικές.
Bοήθησε ο Ροζέριο Σένι. Πρώτα-πρώτα, γιατί η παρουσία του και μόνο όχι απλώς απενεχοποιούσε τα δαιμόνια που έφερνε υποσυνείδητα, συνειρμικά η τρισκατάρατη θέση του τερματοφύλακα, αλλά και γιατί ήταν βασική προτεραιότητα των ιθυνόντων της «τρι» να βρεθεί (και αν δεν βρεθεί να δημιουργηθεί) ο διάδοχος του θρυλικού επί 23 χρόνια φύλακα της εστίας της ομάδας.
Εκείνου που, καλύτερα από τον καθένα στη θέση του, όχι μόνο πάλεψε, αλλά κατανίκησε αυτά τα δαιμόνια, φροντίζοντας να ξεσπαθώνει και να τα μεταφέρει στους άλλους τερματοφύλακες που αντιμετώπιζε και… φόρτωνε γκολ με τις εκτελέσεις φάουλ και πέναλτι.
Αυτόν, λοιπόν, είχε ως πρότυπο ο πιτσιρικάς Έντερσον. Και αυτός ήταν που οι άνθρωποι της Σάο Πάουλο έβλεπαν ως μελλοντικό διάδοχό του Σένι. Εγγύηση καμιά. Τι και πώς να εγγυηθείς, όταν πρόκειται πρώτα για τερματοφύλακα, μετά για τερματοφύλακα στην Βραζιλία και στην ούγια για τερματοφύλακα που ξεκινάει την εφηβεία του με στόχο, φιλοδοξία, ελπίδα και όνειρο να διαδεχτεί τον μόνον πιθανώς που, τότε, είχε στάτους στη χώρα (και όχι μόνο στην ομάδα) “κανονικού” ποδοσφαιριστή.
Από «κομμένος», ξενιτεμένος
Και η κυρίαρχη, η αναμενόμενη, η φυσιολογική νόρμα επιβεβαιώθηκε. Ύστερα από τέσσερα χρόνια στις ακαδημίες της Σάο Πάουλο, πάντα με το ίδιο καθημερινό δρομολόγιο, ακούει από τη μητέρα του, η οποία ήταν αυτή που είχε ενημερωθεί τηλεφωνικά, πως δεν χρειαζόταν να ξαναμπεί σε λεωφορεία, δεν χρειαζόταν να υποβληθεί στην τετράωρη βάσανο τού πήγαινε-έλα, δεν χρειαζόταν να ξαναπάει σε προπόνηση. Είχε «κοπεί».
Βαρύ, ασήκωτο για έναν έφηβο. Για έναν μήνα, φλέρταρε με την κατάθλιψη. Δεν ακούμπησε μπάλα. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν ήθελε τίποτα σχετικό με δαύτη. Οι προσπάθειες της -πανταχού παρούσης, ακόμα και μετέπειτα- μητέρας του του άλλαξαν γνώμη. Έστω και αν αυτή η μεταστροφή σήμαινε επιστροφή σε οικεία, γνωστά, στην ομαδούλα της γειτονιάς.
Δεν ήταν για πολύ. Ο πρώτος-πρώτος προπονητής του, ο Ζιλμπέρτο Λόπες, αυτός που -σύμφωνα με τον ίδιο, τουλάχιστον- τον έφερε στο τέρμα, δέχεται την επίσκεψη ενός scout, συνεργάτη του περίφημου Ζόρζε Μέντες στην περιοχή. Του ζητάει να του υποδείξει έναν έφηβο τερματοφύλακα, τον καλύτερο κάτω από 16 χρονών, για να τον στείλει στην Πορτογαλία. Ο «Τζίμπα» (το παρατσούκλι του Λόπες) τον παίρνει αλαμπρατσέτα και τον πηγαίνει στο σπίτι των Μοράες.
Και, λίγες μέρες αργότερα, από εκεί που απείχε ελάχιστα από το να παρατήσει οτιδήποτε σχετικό με το ποδόσφαιρο, ο 16χρονος Έντερσον περνούσε τον Ατλαντικό, μόνος του, χωρίς κανέναν από την οικογένειά του να τον συνοδεύει, ώστε να ενταχθεί στις ακαδημίες της Μπενφίκα.
Δεν δυσκολεύτηκε. Ομόγλωσση η Πορτογαλία, εσώκλειστος ο ίδιος, με ένα τσούρμο συμπατριώτες του να κατακλύζουν το «Da Luz». Φυσικά, ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία. Μέχρι την ενηλικίωση, στα φυτώρια. μετά, μια σεζόν βάπτισμα του πυρός στον επαγγελματισμό στη “μικρούλα” Ριμπεϊράο. επόμενο επίπεδο, με τριετή δανεισμό στη Ρίο Άβε (την τελευταία του χρονιά εκεί, 2014-15, είχε προπονητή τον Πέδρο Μαρτίνς). και, μετά, επιστροφή στην Μπενφίκα.
Δεν γίνονταν και διαφορετικά. Σιγά-σιγά τον μάθαιναν, τ’ όνομα και η δυναμική του ολοένα και περισσότερο γίνονταν γνωστά, τουλάχιστον στους επαΐοντες.
Σταθερό στέλεχος της Ελπίδων και, μετέπειτα, της Ολυμπιακής ομάδας της Βραζιλίας, με εξαιρετικές εμφανίσεις στο Πορτογαλικό πρωτάθλημα. Και όλα τούτα, πριν καλά-καλά… περπατήσει.
Για τερματοφύλακας, 22 χρονών, ο οποίος γύρισε στη Λισαβόνα, προκειμένου, πλέον, να ενταχθεί στην πρώτη ομάδα της Μπενφίκα, μωρό είναι.
Η διαδοχή και το άλμα
Η μεθοδολογία της Μπενφίκα, την τελευταία δεκαπενταετία, στην ανάδειξη κορυφαίων τερματοφυλάκων εγγυημένη. Ο Χιούγκο Ολιβέιρα, προπονητής τερματοφυλάκων (πλέον, στο επιτελείο ενός άλλου γνωστού μας, του Μάρκο Σίλβα, τον οποίο και ακολουθεί από τη θητεία του στη Χαλ), ήταν αυτός που τη διαμόρφωσε. Από τα χέρια του, σμιλεύτηκε ο Γιαν Ομπλάκ, προτού ακολουθήσει η ανάλογη διαδικασία με τον Έντερσον.
Χρειάστηκε να περιμένει κοντά μια σεζόν, παίρνοντας παιχνίδια μόνο στο League Cup και το Κύπελλο Πορτογαλίας. Ο συμπατριώτης του, ο πολύπειρος Ζούλιους Σέζαρ, δεν ήταν καλύτερος. Ήταν, όμως, εμπειρότερος. Και αυτό, για μια ομάδα πρωταθλητισμού, μετράει καταλυτικά για την επιλογή του βασικού της τερματοφύλακα.
Όπως πάντα, όμως, η νομοτέλεια, η φυσική διαδοχή, η εξέλιξη των πραγμάτων προκύπτει από την ατυχία του ενός, η οποία και μετατρέπεται στην ευκαιρία, στην τύχη του άλλου.
Παραμονές ενός «Clássico dos Clássicos», όπως λένε οι Πορτογάλοι τα ντέρμπι Μπενφίκα-Σπόρτινγκ, στο πλαίσιο της 25ης αγωνιστικής της σεζόν 2015-16, ο Σέζαρ τραυματίζεται. Ο Έντερσον παίρνει τα γάντια, ντεμπουτάροντας σε παιχνίδι πρωταθλήματος στο Alvalade. Κρατάει το μηδέν, η Μπενφίκα κερδίζει (1-0), προσπερνάει την συμπολίτισσά της και, έκτοτε, δεν κοίταξε ποτέ πίσω, κατακτώντας τελικά το Νταμπλ, με την παράδοση της σκυτάλης στην εστία των Λουζιτανών όχι απλώς να είναι συγκυριακά τετελεσμένη, αλλά παγιωμένη και αδιαμφισβήτητη.
Έκανε ακόμα ένα Νταμπλ στην επόμενη, πλήρη εξαρχής, σεζόν του στους «Αετούς» και, μετά,… Γκουαρντιόλα. Πήρε μαζί του, στο Μάντσεστερ, τη σύντροφό του (και μετέπειτα γυναίκα του και μητέρα της μοναχοκόρης του), αλλά, κυρίως, την παροιμιώδη ηρεμία του. Ο προπονητής τερματοφυλάκων της «Seleção», όταν πρωτοκλήθηκε εκεί, λίγους μήνες μετά τη μετακόμισή του στο «Etihad», ο θρυλικός Κλαούντιο Ταφαρέλ, είχε να το λέει: «Δεν τον γνωρίζαμε. Και ερχόμασταν αντιμέτωποι με ένα τείχος. Μια απάθεια, μια απουσία οποιουδήποτε συναισθήματος. Και η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε αν αυτή του η στάση είχε να κάνει με υπερβολικό αλλά καλά κρυμμένο φόβο. Τελικά, με τον καιρό, διαπιστώσαμε πως ήταν απλώς η φτιαξιά του».
Tempo de reação do Ederson tá em dia, hein? Taffarel não dá moleza no treino dos goleiros! 👐💨⚽ #SeleçãoBrasileira #GigantesPorNatureza pic.twitter.com/mzd7psbemW
— CBF Futebol (@CBF_Futebol) October 9, 2017
Η νέα θέση και το ξόρκι
Στον πρώτο του καιρό στην Αγγλία, σίγουρα του χρειάστηκε. Δεν ήταν μόνο ο καιρός που τον προβλημάτισε (όχι για πολύ, πάντως), αλλά και τα όσα διάβαζε και άκουγε. Περισσότερο με τα αναρίθμητα τατουάζ (πάνω από 30, σε κάθε σημείο του κορμιού του από το σαγόνι και κάτω) ασχολήθηκαν και πρόβαλαν. Αλλά δείγματα, αγωνιστικά, τα οποία να “μετράνε” για το κοινό της «Γηραιάς Αλβιόνας», δεν είχαν.
Είπαμε, δεν τον ήξεραν στο Νησί. Δεν τον εμπιστευόντουσαν. Δεν ήταν μια μεταγραφή “Σίτι”, μια προσθήκη φανταχτερή, ταιριαστή με τη φήμη που αγόραζε κάθε κίνηση των Αράβων ιδιοκτητών των «Πολιτών», και ούτε μία που -έστω στα χαρτιά- εξασφάλιζε σιγουριά. Κάθε άλλο.
Ήταν, όμως, η ονείρωξη του Γκουαρντιόλα. Και αυτό, προφανώς, ήταν αρκετό. Ήταν το πρόσωπο της νέας θέσης που λάνσαρε στο ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο του Πεπ, το ποδόσφαιρο της προκλητικής, στα όρια της παράνοιας για την κοινή -εδραιωμένη για δεκαετίες- αντιμετώπιση του τύπου που φορούσε τα γάντια και καθόταν στα όρια της περιοχής, αντιμετώπισης του ρόλου ενός τερματοφύλακα.
Τέτοια η επίδραση του Έντερσον, ώστε, με δαύτον στο τέρμα, η Σίτι κέρδισε αμέσως. Με το ποδόσφαιρο, το στιλ του Γκουαρντιόλα, με τη θέση του sweeper keeper να περνάει στο λεξιλόγιο του αθλήματος, στην ποδοσφαιρική ορολογία, θέτοντας σιγά-σιγά τον πήχη όχι μόνο για το ό,τι πρέσβευε η φιλοσοφία του Καταλανού για το τι είναι και τι μπορεί (και πρέπει) να κάνει σε μια ομάδα ένας γκολκίπερ, αλλά και για το τι χαρακτηριστικά επιβάλλεται πλέον να έχει.
Οι Βραζιλιάνοι, μαστόρια στο κάθε τι γύρω από το ποδόσφαιρο, αυτό ακριβώς το είχαν περιγράψει πρώτοι στο futsal. «Goleiro linha». Ο πέμπτος παίκτης, ο γκολκίπερ που δεν μένει στο τέρμα του, αλλά ενώνεται με τους υπόλοιπους τέσσερεις του αγωνιστικού χώρου σε φάση επίθεσης και, έχοντας την ευχέρεια του δυνατού σουτ, μετατρέπεται σε έξτρα όπλο.
Ο Έντερσον, στα δικά του πρώτα βήματα, τότε, στις ακαδημίες της Σάο Πάουλο, ήταν ένας «goleiro linha» και, σε αρκετές από τις σεζόν που έπαιξε σε πρωτάθλημα futsal, φλέρταρε ακόμα και με την κορυφή του πίνακα των σκόρερ. Στην επαγγελματική του καριέρα, κατέχει μεν το ρεκόρ για το μακρύτερο, εν κινήσει βολέ με 75.35 μέτρα, αλλά γκολ δεν έχει πανηγυρίσει (ακόμη, τουλάχιστον).
Είναι ίσως το μόνο που (του) λείπει. Το μόνο που θα ολοκληρώσει την καθολική αναδόμηση μιας θέσης που ο ίδιος μαζί με κανά-δυό ακόμα έχουν επωμιστεί να υλοποιήσουν, τα τελευταία χρόνια. Σημαδιακό, συμβολικό, μοιραίο ότι πρόκειται για Βραζιλιάνο. Γι’ αυτούς, περισσότερο από κάθε άλλη φυλή του πλανήτη, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ο τερματοφύλακας είναι εκτός του κόσμου τούτου. Εξοστρακισμένος στη διαχρονική συνείδηση, απόκληρος, καταραμένος, μια περιττή υποχρέωση που δεν προσφέρει τίποτα και σε κανέναν.
Κοινό τους πιστεύω, πάγια πεποίθηση, απόλυτα εδραιωμένη, πως, ανεξαρτήτως ταυτότητας, ταλέντου, δυνατοτήτων, παρελθόντος, κάποια στιγμή, ο οποιοσδήποτε, ακόμα και ο θεωρούμενος ως ο καλύτερος των καλυτέρων, θα νιώσει τις μεταφυσικές επιπτώσεις, συνεχίζοντας τα μάγια που για δεκαετίες, θαρρείς για πάντα, κυριεύουν τους Βραζιλιάνους. Τόσο τους τερματοφύλακές τους, όσο και όλους, όσοι τους βλέπουν, απλώς περιμένοντας μια μνημειώδη γκέλα τους που θα προστεθεί δίπλα στα μύρια-όσα στοιχειώνουν το ποδόσφαιρό τους.
Ίσως, γι’ αυτό, το ξόρκι να είναι ακριβώς ένας τύπος που, παρότι Βραζιλιάνος, δηλώνει πως γουστάρει, γιατί έγινε τερματοφύλακας, και, πλέον, παίζει, χωρίς να θυμίζει τέτοιον…
Πηγή: Athletes’ Stories